Χριστουγεννιάτικη ιστορία (του Λευτέρη Ξανθόπουλου)

0
441

Λευτέρης Ξανθόπουλος 

 

Συναντήθηκαν κάτω από το δέντρο στην πλατεία Συντάγματος, σε μια Αθήνα τσακισμένη, γεμάτη πληγές και όμως ακόμα ζωντανή και ίσως ίσως ακόμη όμορφη. Το κρύο δεν χάριζε. Εκείνη, με τσάντες ψώνια από την Ερμού και στα δυο της χέρια, προχωρούσε προς τη διάβαση για το απέναντι πάρκινγκ. Εκείνος χαζολογούσε δεξιά και αριστερά τα φώτα και τα λαμπάκια, περιμένοντας να περάσει λίγο η ώρα να πάρει το μετρό από το Σύνταγμα, το τραμ μετά για παραλιακή και τσιφ στο σπίτι του.

Εκείνη τον είδε πρώτη, «Τάσο» ψιθύρισε. Εκείνος γύρισε μόνο και μόνο από τη φωνή της, ο χρόνος κατρακύλησε αστραπιαία μερικές δεκαετίες πίσω και την αναγνώρισε. «Σοφία» της είπε. Έμειναν για μια στιγμή ακίνητοι, σαν παγωμένοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια. Έπειτα έδωσαν τα χέρια, χαλαρά, χαμογέλασαν.

Στη ζεστασιά του καφέ λίγο πιο κάτω στη Μητροπόλεως, με δυο κούπες καυτή σοκολάτα μπροστά τους, πρώτη εκείνη. «Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια; Πού κρυβόσουν;» Δεν απάντησε, μόνο της είπε, «Στην αρχή σε σκεφτόμουνα, μετά σε ξέχασα, πέρασαν πενήντα χρόνια Σοφία». Εκείνη, έβγαλε από την τσάντα της ένα τσιγάρο, άναψε. Το χέρι της έτρεμε. «Εγώ, πήρα πτυχίο, μετά με περίμενε το γραφείο, συμβολαιογράφος. Ήμουν τυχερή, έτοιμη δουλειά, ύστερα γάμος, παιδιά, εγγόνια, τώρα μόνη»

Η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβουν, σηκώθηκαν συγκινημένοι, ανταλλάξανε τηλέφωνα, αγκαλιάστηκαν, φιληθήκαν, χωρίσανε. Εκείνος σε όλη την διαδρομή προς το σπίτι δεν σταμάτησε να σκέφτεται τη συνάντηση. Σιγά – σιγά τα είδε όλα.

Η Σοφία ήταν η πιο όμορφη φοιτήτρια στο έτος, στο πρώτο της Νομικής Αθηνών. Ερχόταν από τον Κολωνό με τον αέρα του γιατρού χειρουργού πατέρα της και της λεφτά της συμβολαιογράφου μητέρας της. Μοναχοκόρη.

Καλοφτιαγμένο και γοητευτικό παλληκαράκι εκείνος, γυμνασμένος όσο έπρεπε στον Γυμναστικό Σύλλογο της γειτονιάς του κάπου στου Γκύζη, κατάφερε και την έριξε. Σχεδόν δεν το πίστευε, τέτοιο το δέος και ο θαυμασμός του μπροστά σε αυτή την ατσαλάκωτη ομορφιά. Άρχισε να βγαίνει μαζί της. Η Σοφία γοητεύτηκε με την ευγένεια, την ειλικρίνεια, τους απλούς και μετρημένους τρόπους του. Όλοι όσοι την περιτριγύριζαν προκειμένου να την ρίξουν, και ήταν η πλειοψηφία σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού στη Σόλωνος, την κολάκευαν σε υπερβολικό βαθμό και στο τέλος βαριότανε τα ψέματα και τις υπερβολές τους και τους γύριζε την πλάτη.

Στο πρώτο ραντεβού με τον Τάσο πήγανε για βερμούτ στο υπόγειο της Μασσαλίας. Στο δεύτερο, σινεμά στο Πάνθεον της Πανεπιστημίου και στο τρίτο στο Άστυ στην Κοραή. Εκεί άπλωσε το χέρι του κάτω από τη φούστα της και άρχισε να της χαϊδεύει το πόδι. Χωρίς να βρει αντίσταση προχώρησε πιο μέσα, έφτασε μέχρι την κιλότα. Εκείνη, του έκλεισε σφιχτά με την παλάμη της την δικιά του παλάμη και με το άλλο χέρι τον αγκάλιασε. Εκείνος έσκυψε και την φίλησε. Δεν σταμάτησαν να φιλιούνται και να χαϊδεύονται μέχρι που άναψαν τα φώτα και γράφτηκε στην οθόνη το THE END. Έργο πάντως δεν είδαν.

Ένα βράδυ που θα έλειπαν οι δικοί του σε γάμο την έφερε στο σπίτι. Ήταν τόσο δυνατή η λαχτάρα που αισθανόταν ο Τάσος γι αυτό το αστραφτερό κορμί, για την ολόγυμνη κόρη, που άρχισε κυριολεκτικά να τρέμει στο κρεβάτι μαζί της. Έχασε τον εαυτό του, έχασε το σώμα του και όσο και αν προσπάθησε δεν τα κατάφερνε. Η ερωτική του επιθυμία ξεπέρασε κάθε όριο, το πάθος του χτύπησε κόκκινο, γύρισε τούμπα, έφτασε στην απέναντι όχθη και εκεί όλα έσβησαν. Όταν μετά από πολύ καιρό ξεφύλλιζε τυχαία ένα ιατρικό περιοδικό, βρήκε αυτό που του συνέβη κάτω από τον όρο Αναστολή στυτικής λειτουργίας.

Εκείνη δεν πειράχτηκε καθόλου, τουναντίον με το βαθύ γυναικείο της ένστικτο προσπάθησε να τον βοηθήσει. Με χάδια και τρυφερά λόγια, με χειρονομίες και τολμηρές κινήσεις έκανε ότι μπορούσε. Με αυτή την ανεπανόρθωτη ήττα, η βραδιά έληξε άδοξα για τον Τάσο. Καθώς εκείνη ντυνόταν μπροστά στο κρεβάτι, «Δεν πειράζει» του λέει, «συμβαίνει κι αυτό στα αγοράκια, την επόμενη φορά θα είναι καλύτερα».

Επόμενη φορά δεν υπήρξε. Ο Τάσος χάθηκε από το αμφιθέατρο και από τη σχολή. Δεν μπορούσε να σηκώσει τη ντροπή του. Μετά, διέκοψε την αναβολή, ήρθε ο στρατός, δύο χρονάκια από τη ζωή του απλός σκαπανέας σε τάγματα πεζικού και σε φυλάκια στην προκάλυψη, στην μεθόριο. Έτσι κι αλλιώς οι σπουδές είχαν από καιρό ξεθυμάνει, κατά λάθος βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο, δεν του έλεγε τίποτα η Νομική. Με την απόλυσή του έκανε αμέσως τα χαρτιά του και έφυγε μετανάστης εργάτης στη Δυτική Γερμανία.

Εκεί, όταν πέρασε ο πρώτος καιρός της προσαρμογής και κατάλαβε πού βρισκόταν, άρχισε κιόλας κουτσά στραβά να μιλάει και τη γλώσσα, δεν άφησε θηλυκό για θηλυκό. Καλοφτιαγμένος, παιδί του ήλιου και της ζέστης, μελαχρινός, τρελαίνονταν οι στερημένες από το έλλειμμα των αρσενικών μεταπολεμικές γερμανίδες.

Έτυχε να μην αλλάξει φάμπρικα. Πότε πέρασαν σαράντα χρόνια στο ίδιο εργοστάσιο ούτε που το κατάλαβε. Είχε βάλει στο μεταξύ και κάποια χρήματα στην άκρη, υπολογίσιμο κομπόδεμα. Βγήκε στη σύνταξη, άφησε τη μικρή του περιουσία στη γερμανική τράπεζα «για σιγουριά» όπως έλεγε και επέστρεψε στην Ελλάδα. Είχε πριν από χρόνια αγοράσει ένα μεγάλο ρετιρέ διαμπερές σε λουξ πολυκατοικία, με πιάτο μπροστά του όλο τον Σαρωνικό, θάλασσα ως εκεί που φτάνει το μάτι σου. Αυτή η θέα τον έσωζε, ιδίως όταν έπεφτε ο ήλιος και εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήθελε πάντα χειμώνα – καλοκαίρι να βρίσκεται στη βεράντα του για να μην χάνει το φως του ήλιου που πέφτει.

Τα καλοκαίρια κατέβαινε με το μαγιό για μπάνιο στην παραλία μπροστά στο σπίτι του και μια φορά τον χρόνο, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε περνούσε τρεις-τέσσερις εβδομάδες στην Γερμανία, στο Άαχεν, στην πόλη που είχε ζήσει το περισσότερο της ζωής του. «Η Γερμανία μου έδωσε να φάω, μου έδωσε τα κορίτσια της, μου έμαθε τρόπους, με έκανε άνθρωπο» συνήθιζε να λέει.

Ανήμερα Χριστούγεννα, με μια μεγάλη ανθοδέσμη στο χέρι και με κουτί γλυκά στο άλλο έφτασε στην Εκάλη, στην διεύθυνση που του είχε δώσει εκείνη, οδός Ηφαίστου. Ένα μεγάλο σπίτι με πλούσιο κήπο, που φανέρωνε την αίγλη και τη γενναιοδωρία μιας άλλης, μιας παρωχημένης εποχής. Όλα μέσα στο σπίτι, πίνακες, έπιπλα, φωτιστικά, όλα πανάκριβα κομμάτια υψηλής αισθητικής, φανέρωναν ότι ο χρόνος εδώ έχει σταματήσει προ πολλού.

Τον υποδέχτηκε με θέρμη. Ένα φωτισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο, το τζάκι που έκαιγε και μπροστά στο τζάκι ένα πολύχρωμο βαρύ χαλί ξετυλιγόταν ως την άλλη άκρη με τετράγωνα, κύκλους και ρόμβους, που κι αυτό είχε τα χρονάκια του. Έπιασε το βλέμμα του που μετρούσε, «εδώ ο χρόνος δεν αλλάζει» του είπε.

Ήπιαν από ένα ουισκάκι, κουβέντιαζαν στην αρχή χαλαρά, τίποτα από τα παλιά τα δικά τους και μετά, λίγο με την βοήθεια του ποτού, λίγο η φορτισμένη βραδιά είπε εκείνη: «Ο άντρας που παντρεύτηκα ήταν αρκετά πιο μεγάλος από μένα, είχε λεφτά, κάναμε παιδιά έναν γιο και μια κόρη, εκείνος έφυγε μάλλον νωρίς, καλός άνθρωπος, θα μπορούσε να ζήσει ακόμα, έχω εγγόνια και από τα δυο μου παιδιά, τώρα όλοι φευγάτοι, ο καθένας στο σπίτι του, στις δουλειές του, στην οικογένειά του, δεν ανακατεύομαι και δεν παραπονιέμαι, έτσι έρχεται η ζωή.»

Μετά, κάθισαν στο τραπέζι, έφερε από τον φούρνο το νοστιμότατο μοσχαρίσιο ρολό με τις λεπτοκομμένες φέτες πατάτες, «όλα με τα χεράκια μου» του είπε γελώντας, σαλάτα, τυριά, άσπρο κρασί πρώτης ποιότητας, ο Τάσος αισθάνθηκε την αρχοντιά, χαλάρωσε και ένιωσε επιτέλους άνεση. Προς το τέλος του δείπνου η Σοφία, μετά από μια μικρή σιωπή που μάλλον φανέρωνε αμηχανία και με φωνή που είχε μέσα της τον δισταγμό μαζί και το παράπονο του λέει: «Μήπως μου χρωστάς κάτι από τα παλιά αγόρι μου; Μήπως θυμάσαι»;

Πότε χτύπησαν μεσάνυχτα, πώς πέρασε ο χρόνος, όπως τότε στο παλιό σινεμά που τέλειωνε το έργο και άναβαν άξαφνα τα φώτα και κανείς από τους δυο τους δεν το καταλάβαινε. Πάνω στην πολυκαιρισμένη Μπουχάρα, τυλιγμένοι όπως όπως με το ριχτάρι από τον καναπέ, δυο κορμιά γυμνά, χαρακωμένα από τις παραξενιές και τα σκαμπανεβάσματα του χρόνου και όμως δυο κορμιά απολύτως ζωντανά και διψασμένα, στα εβδομήντα και κάτι χρόνια τους, χωρίς να ντρέπονται ο ένας τον άλλο, δυο σώματα γυμνά που κράταγαν ακόμα κάτι από την παλιά τους αίγλη και τόλμη, μπροστά στο φωτισμένο δέντρο των Χριστουγέννων, με το τζάκι στις τελευταίες του αναλαμπές, καθώς εκείνος κοιμόταν διπλωμένος μέσα στην αγκαλιά της, ρευστός σαν το ζυμάρι ενώ εκείνη δεν χόρταινε να τον κοιτάζει, με εκείνο το βλέμμα που έδειχνε πως είχε πολλά πολλά χρόνια να αισθανθεί τη γλύκα και το απαλό ρίγος πάνω στο δέρμα του προσώπου της και καθώς την έπαιρνε ο βαθύς ύπνος, όλο και άνοιγε τα μάτια της για να τον κοιτάζει κάθε τόσο και να τον βλέπει, για να μην χάσει ούτε μια στιγμή, να μην χάσει ούτε μια από τις βαθιές και βέβαιες ανάσες του πάνω στο γυμνό της στήθος.-

 

 

 

Προηγούμενο άρθροO μάγος της πλατείας Αμερικής (του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροΔώρο ασημένιο βιβλίο (της Βενετίας Αποστολίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ