Σταυρούλα Τσούπρου. Πώς βλέπουν ποιητικά τα Χριστούγεννα τρεις ποιητές : Μιχάλης Γκανάς, Μίλτος Σαχτούρης και Δήμητρα Χριστοδούλου.
Μιχάλης Γκανάς, Γυάλινα Γιάννενα (1989)
«Χριστουγεννιάτικη ιστορία»
Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.
Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.
Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ώς εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί τής μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.
Κοντεύουν ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.
Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας τού πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα…
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα να ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχονο στις πλάτες του ν’ αχνίζει.
Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε πως είναι πεθαμένη.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα τού χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δουν πως μεγαλώσαμε να παρηγορηθούνε.
Αυτό το ποίημα είχε διαλέξει ο Μιχάλης Γκανάς και για την (γραπτή) τοποθέτησή του ως εισηγητή στο στρογγυλό τραπέζι το οποίο είχε διοργανωθεί στο πλαίσιο του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου Λαϊκός πολιτισμός και έντεχνος λόγος, τού Κέντρου Ερεύνης τής Ελληνικής Λαογραφίας τής Ακαδημίας Αθηνών, τον Δεκέμβριο του 2010. Το είχε εντάξει, δε, εκεί, ύστερα από τα λίγα λόγια που είχε αφιερώσει στο ζήτημα της τόλμης που χρειαζόταν να έχει κάποιος στις δεκαετίες ’60, ’70 αλλά και ’80, αν ήθελε να εκφράσει την αγάπη του, πόσω μάλλον την εκτίμηση και τον θαυμασμό του, για το δημοτικό τραγούδι, το οποίο ο ίδιος, επειδή δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει «μετωπικά», το παραλλάσσει στην ποίησή του, με μια ποικιλία δικών του τρόπων. Στην «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», όπως και εμείς εδώ διαπιστώσαμε, «αρχίζει με ελεύθερο στίχο και τελειώνει με δεκαπεντασύλλαβο»[1].
Με ποιες άλλες, όμως, συγγένειες/ συνάφειες, πλην εκείνης με το δημοτικό τραγούδι, συνάπτει το συγκεκριμένο ποίημα τον δημιουργό του; Στο παρόν άρθρο[2] θα εστιάσουμε στην συνάντηση του Μιχάλη Γκανά, μέσω της εορτής των Χριστουγέννων, με δύο ομοτέχνους του: με τον Μίλτο Σαχτούρη, από την μία πλευρά, και με την Δήμητρα Χριστοδούλου, από την άλλη.
Η πρώτη από τις δύο πνευματικές συναντήσεις είναι, οπωσδήποτε, κάθε άλλο παρά τυχαία, καθώς ο Μιχάλης Γκανάς έχει δηλώσει μετά παρρησίας την αγάπη του για την ποίηση του Σαχτούρη, ιδιαιτέρως, δε, για το συγκεκριμένο ποίημα που φέρει τον τίτλο «Χριστούγεννα 1948» και το οποίο έχει εντάξει, μεταξύ άλλων, στον τόμο Τ’ αγαπημένα, όπου συγκέντρωσε «Ποιήματα και αφηγήματα άλλων», που «αγαπά», «θαυμάζει» και, κυρίως, «αυτά που ζηλεύει», αναφερόμενος πάντα «στα πρώτα διαβάσματά του γιατί είναι αυτά που τον επηρέασαν, λιγότερο ή περισσότερο, στη δουλειά του».[3] Για τον Σαχτούρη,[4] μάλιστα, επεφύλαξε, επιπροσθέτως, και μία από τις λίγες τιμητικές θέσεις εκτός αλφαβητικής σειράς, οι οποίες προηγούνται στον τόμο και οι οποίες μοιράζονται, πλην του Σαχτούρη, ανάμεσα στα Δημοτικά Τραγούδια, τον Κρυστάλλη, τον Καβάφη και τον Χριστόφορο Περραιβό. Το ποίημα στο οποίο “οφείλει ο Σαχτούρης αυτήν την τιμή” είναι το «Ο νεκρός τής ζωής μας Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι» και προέρχεται, προφανώς όχι τυχαία, από την ποιητική του συλλογή Παραλογαίς.[5] Πριν έρθει, δε, η αλφαβητική σειρά τού Σαχτούρη, υπάρχει ακόμη μία αναφορά σε αυτόν, με την ευκαιρία των παραθεμάτων (από) και της μνείας στον Χρήστο Μπράβο, όπου ο Γκανάς γράφει τα ακόλουθα: «Προσπαθώ […] να φανταστώ τι θα έγραφε ο Χρήστος μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας. Και λυπάμαι πολύ γιατί κόπηκε τόσο νωρίς ένας διάλογος μεταξύ μας και των ομοίων μας, που έρχεται από το Δημοτικό Τραγούδι, περνάει από τον ιδιάζοντα υπερρεαλισμό τού Σαχτούρη και τον Μάρκο Μέσκο, και ποιος ξέρει πού θα μας έβγαζε».
Γίνεται φανερό ότι ο Γκανάς αναγνωρίζει στο ποιητικό πρόσωπο του Σαχτούρη όχι μία απλή επίδραση, αλλά έναν οιονεί πρόγονο. Έναν πρόγονο τον οποίο, μάλιστα, γνώρισε, χωρίς να το επιδιώξει, όπως γράφει στον μικρό σχολιασμό που έπεται των δύο ανθολογημένων ποιημάτων, «Χριστούγεννα 1948» και «Πορτοκαλιά»: «Μόλις είχα βγάλει τα Μαύρα λιθάρια το 1980, ήμουνα στη «Δωδώνη» και εμφανίζεται ένας επιβλητικός κύριος με μαύρο παλτό και κόκκινο κασκόλ. Με ζητάει στο ταμείο, ο ταμίας με δείχνει στο βάθος τού μαγαζιού, και ο Σαχτούρης έρχεται καταπάνω μου. Είχα δει φωτογραφίες του αλλά δεν τον αναγνώρισα, άλλωστε είχα την εντύπωση ότι ήταν ένας κοντόχοντρος άντρας. Πλησιάζει, μου δίνει το χέρι του ενώ συστήνεται και μου λέει: §―Κύριε Γκανά, εγώ που υπήρξα κυνηγός μπορώ να εκτιμήσω ιδιαιτέρως τον στίχο σας: «μπεκάτσες εκθρονίζονται με πάταγο». Συγχαρητήρια! Χαίρετε. §Και φεύγει αφήνοντάς με σύξυλο. Δεν θυμάμαι αν πρόλαβα να του πω «χαίρω πολύ»…». Θα έλεγε κανείς, χαριτολογώντας, αλλά, ταυτόχρονα, ευρισκόμενος πολύ κοντά στην (καλλιτεχνική) πραγματικότητα, ότι το «χαίρω πολύ» ο Μιχάλης Γκανάς το είπε, κατά έναν τρόπο, στον Μίλτο Σαχτούρη με το έργο του. Και, παρόλο που το «Χριστούγεννα 1948» τού δεύτερου δεν συγκλίνει μόνον αλλά και αποκλίνει σε πολλά σημεία από την «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» τού πρώτου, το βέβαιον είναι ότι ο Γκανάς είχε ήδη γνωρίσει και αγαπήσει το ποίημα του Σαχτούρη όταν έγραφε το δικό του.
Μίλτος Σαχτούρης, Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952)
«Χριστούγεννα 1948»
Σημαία
ακόμη
τα δόκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
χαϊδεύουν
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι τής πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδερόδρομος της λησμονιάς
το τόπι τού θανάτου.
«[…] το φοβερό έτος 1948», σχολιάζει ο Γκανάς, «Χριστούγεννα μάλιστα του ’48 κι ενώ ο Εμφύλιος μαίνεται στη χώρα. Ο Σαχτούρης φαίνεται να διαλέγει χρονιάρες μέρες για να αποδώσει καλύτερα τη φρίκη τού πολέμου».
Σε αυτήν ακριβώς την επιλογή τού Σαχτούρη να αντιπαραθέσει την καθιερωμένη γιορτινή χαρά με την εκτάκτως οδυνηρή οσμή και όψη τού θανάτου[6] εστιάζεται τόσο η ομοιότητα όσο και η διαφορά του με την «Χριστουγεννιάτικη ιστορία». Διότι ο Γκανάς επέλεξε την ίδια χρονιάρα μέρα για να αποτυπώσει ποιητικά την μοναξιά και την απώλεια στον ιδιωτικό χώρο, αυτόν της οικογένειας αλλά και των υπαρξιακών ερωτημάτων τα οποία οι ενδοοικογενειακές σχέσεις γεννούν ή/ και επαυξάνουν. Βεβαίως, η απόκλιση δεν αργεί να κατευθυνθεί σε δύο πορείες παράλληλες ή και εφαπτόμενες, καθώς, όπως θα φανεί και στην συνέχεια, οι υπαρξιακές διερωτήσεις τού Σαχτούρη εκκινούν σαφώς από τον προσωπικό/ εσωτερικό χώρο πριν εκταθούν στο ευρύτερο κοινωνικό/ ανθρώπινο πεδίο.
Στο μελέτημά του με τον τίτλο Χριστούγεννα στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, ο Δημήτρης Λαμπρέλλης, αφιστάμενος τόσο από οποιαδήποτε στενά θρησκευτική ή ευρεία μεταφυσική αγκύλωση όσο και από οποιαδήποτε περιοριστική, βιογραφική ή ιστορική, ψυχολογική ή κοινωνιολογική, αισθητική ή ιδεολογική, μεθοδολογική αρχή και ερμηνευτική προσέγγιση, προχώρησε σε μία, φιλοσοφική εν τέλει, διερεύνηση,[7] υιοθετώντας ως αφόρμηση τα δύο ποιήματα του Σαχτούρη με τους τίτλους «Χριστούγεννα 1943» και, το προαναφερθέν εδώ, «Χριστούγεννα 1948»,[8] και καταλήγοντας στο ότι η ποίηση, εν γένει, του συγκεκριμένου δημιουργού «δίνει έμφαση, ομιλεί σχεδόν μόνο, μάλιστα δε κατ’ επανάληψη – τόσο ευθέως όσο και εμμέσως (πλην όμως σαφώς) –, και πάντως πολύτροπα, για μία εορτή: τα Χριστούγεννα»[9]. Πιο συγκεκριμένα, ως προς τα δύο ποιήματα, ο Λαμπρέλλης επισημαίνει, όπως, άλλωστε, και ο Γκανάς, όπως είδαμε, ότι «το 1943 και το 1948 δεν είναι τυχαίες χρονολογίες για την Ελλάδα: σηματοδοτούν, αντίστοιχα, την έξαρση της πείνας στην Κατοχή, την έξαρση της εμφύλιας σύγκρουσης στη χώρα μας· κοινός παρονομαστής: η φρίκη, η κορυφαία φρίκη τού θανάτου […]». Η συνάντηση, δε, στον τίτλο «τού θρησκευτικού χρόνου τής επαναλαμβανόμενης χαράς και του ιστορικού χρόνου τής, συγκεκριμένης κάθε φορά, φρίκης» δίνει την ευκαιρία στον ποιητή, αφ’ενός, να «αληθεύσει (για) τη φρίκη […] και να μην οδηγηθεί στη λήθη της» και, αφ’ ετέρου, «να αληθεύσει (για) τη χαρά», μέσω, όμως, «της αναφοράς στην απουσία της».[10]
Από την άλλη, ο τίτλος «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» δίνει στον Γκανά μια διαφορετική δυνατότητα· εκείνη τού να υπονομεύσει την, ευκόλως εννοούμενη, από την συγκεκριμένη φράση, χαρούμενη ατμόσφαιρα, επαληθεύοντας, παρόμοια εδώ με τον Σαχτούρη, την συχνότερη, τελικά, απουσία αντί για παρουσία τής χαράς, σε εκείνες τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες, τουλάχιστον, τις οποίες αναλαμβάνει να αφηγηθεί η εσωστρεφής/ ποιοτική λογοτεχνία. Η μοναξιά που έχει κλείσει στα τείχη της, εξωτερικά, του χιονιού, ή εσωτερικά, της απώλειας, τον έρημο ηλικιωμένο τής ιστορίας βρίσκει δεινό σύμμαχο στην σιωπηλή απειλή της τον «αθέατο» ενεδρεύοντα κυνηγό με το «μακρύκανο παλιό μπροστογεμές»[11]· αυτόν που ποτέ δεν προλαβαίνεις να τον δεις «πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του». Η παγωνιά μέσα και έξω από το σπίτι, επιτεινόμενη από τα «γνώριμα μάτια» των νεκρών, που μαρτυρούν, από το μακρινό ή από το πιο πρόσφατο παρελθόν, όπως το βλέμμα εκείνης που είναι «τρία χρόνια πεθαμένη», για την απουσία τους, δεν είναι ευνοϊκή, λοιπόν, για την έλευση του ύπνου· μόνον η επίκληση του ποιητή/ αφηγητή, μόνον η πραγματικότητα της Τέχνης, δηλαδή, θα καθιστούσε δυνατή τη ζεστασιά τής λήθης, της λυτρωτικής εδώ λήθης του ύπνου. Είναι το νανούρισμα που θα παρηγορήσει, είναι η μνήμη που αφού πληγώσει θα γιατρέψει, είναι η τέχνη, του λόγου εδώ, τελικά, που θα συντροφέψει[12] σαν ζωντανή παρουσία, όπως τόσο καίρια έχει πει ο Εγγονόπουλος[13], και τον γέροντα που χαϊδεύει, αναπληρωτικά, το όπλο του και τον γιο του, ο οποίος τον φέρνει κοντά του λέγοντας την ιστορία του, την ιστορία τους και, αισίως, και τον αναγνώστη/ ακροατή.
Οπωσδήποτε, τα Χριστούγεννα ως σύμβολο στην ποίηση του Σαχτούρη υφίστανται μια ποιητική/ ποιοτική «μεταμόρφωση», σύμφωνα και με τα ευρήματα της εμπεριστατωμένης μελέτης τού Λαμπρέλλη, η οποία δεν θα μπορούσε να συσχετισθεί με την αντίστοιχη λειτουργικότητά τους στο ποίημα του Γκανά. Ωστόσο, η κεντρική θέση τού ποιητή ως αφηγητή ισχύει και για τους δύο δημιουργούς, παρόλο που στο «Χριστούγεννα 1948», τουλάχιστον, ο Σαχτούρης δεν εμφανίζεται σε πρώτο πρόσωπο – είναι, όμως, και αυτός ο αυτόπτης μάρτυρας. Όσο για την παραμυθητική λειτουργία τής Τέχνης και, εν προκειμένω, της ποίησης, την οποία διαπιστώσαμε στην «ιστορία» τού Γκανά, αυτή ισχύει κατ’ εξοχήν στην περίπτωση του Σαχτούρη, αν και για να το διαπιστώσει ο αναγνώστης θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του ένα σύνολο συσχετιζόμενων ποιημάτων· με τα λόγια τού Δημήτρη Λαμπρέλλη: «χάρη στην ποίηση που τραγουδά τον πόνο, η ανθρώπινη ύπαρξη – μνήμα τού πόνου, μετα-μορφώνεται, ή μάλλον: ανα-κτά τη χαμένη της πραγματικότητα που εμφώλευε πια μόνον ως θαμμένη δυνατότητα και γίνεται η ανθρώπινη ύπαρξη – πουλί· πουλί που πετά […]· ίσως […] μόνον η ποίηση μπορεί να επιτύχει αυτό το οποίο φαίνεται λογικά αλλά και εμπειρικά παράδοξο […]»[14].
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Λιμός (2007)
«Χριστούγεννα»
Ο πατέρας μου χτυπάει τα χέρια στον αέρα:
Ένα κακό πουλί τον τυραννά.
Η μητέρα μου τυλίγεται με στάχτη:
Θέλει να μην την γνωρίσουν οι Άλλες,
Αυτές με τα κουρέλια στα μάτια.
Η αδελφή μου έχει τόσο ψηλώσει,
Που δεν την χωράει το δέρμα της.
Σφίγγει τα σωθικά της επάνω της.
Ο αδελφός μου κρύβει τη γυναίκα του
Μέσα σ’ ένα βρεγμένο σεντόνι.
«Σουτ!», γνέφει με το δάχτυλο, «σουτ!
Θα ξυπνήσετε το μωρό-εαυτό της.»
Ο άντρας μου φυτεύει καγχάζοντας
Τα μανιτάρια στο κρασί.
Θανάσιμος οικοδεσπότης.
Ο γιος μου χτυπάει το πόδι στο πάτωμα.
«Έξω», φωνάζει, «έξω όλοι!
Θ’ ανάψω τις οχτάχρονες φράουλες!»
Μια εδώ, μια εκεί περιφέρομαι
Σερβίροντας κακοψημένους στίχους.
Όλοι αποστρέφουν το πρόσωπο.
Στρέφω κρυφά ένα βλέμμα γάτας στο παράθυρο
Κι αρχίζει η βροχή που φαντάζομαι.
Τίποτε άλλο, μόνο αυτήν ακούω
Που με πλένει από την αρχή τού κόσμου.
Στο ποίημα με τον τίτλο «Χριστούγεννα» από την συλλογή Λιμός τής Δήμητρας Χριστοδούλου, τέλος, φαίνεται να συνδυάζονται ένας ιδιότυπος υπερρεαλισμός, που θυμίζει πολύ τον αντίστοιχο του Μίλτου Σαχτούρη, με την ενδοοικογενειακή θεματική τού Γκανά, στερημένη, ωστόσο, από οποιαδήποτε, έκδηλη τουλάχιστον, τρυφερότητα· αντ’ αυτής, η ιστορία τής Χριστοδούλου, εκπυρσοκροτώντας παρατακτικά τούς στίχους που τοποθετούν στον χώρο τα επτά πρόσωπά της, χαράσσει στο χαρτί μια συναισθηματικά σκληρή εικόνα, από όπου η αφηγήτρια, παρούσα ως το όγδοο πρόσωπο, αποχωρεί, δια της εσωτερικής οδού, για να ξεπλύνει όσο μπορεί, με τα βρόχινα δάκρυά της, το σκοτάδι από μέσα της. Η παραμυθητική λειτουργία τής Τέχνης εδώ φαίνεται, αρχικά, να τίθεται υπό αμφισβήτηση· οι «κακοψημένοι στίχοι» που σερβίρει η αφηγήτρια/ ποιήτρια δεν ικανοποιούν ούτε την ίδια ούτε κανέναν άλλον. Ωστόσο, η ύπαρξη του ίδιου τού ποιήματος, στο οποίο εμπιστεύθηκε την θλίψη που την τυραννά «από την αρχή του κόσμου», αποδεικνύει για άλλη μία φορά τη λυτρωτική επενέργεια της Τέχνης. Τα «Χριστούγεννα», πάντως, στέκονται μάλλον αδιάφορα στον τίτλο, μιας και ουδεμία σχετική μνεία γίνεται στο σώμα τού ποιήματος, σημαίνοντας ακριβώς την απουσία τους και, άρα, το κενό, για τα πρόσωπα της συγκεκριμένης, καθημερινής, ιστορίας, μήνυμά τους· πρόσωπα τα οποία, προφανώς, συγκεντρώθηκαν οικογενειακά για να συνεορτάσουν. Ο σαρκασμός[15], εν τέλει, του εν λόγω τίτλου συναγωνίζεται σε αντιρρητική ισχύ το «Χριστούγεννα 1948» του Σαχτούρη, αφήνοντας να πλέει σε σαφώς πολύ πιο ήμερα νερά, αν και οπωσδήποτε παγωμένα, την «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» τού Μιχάλη Γκανά.
«Όλοι γνωρίζουμε, βέβαια, ότι τα Χριστούγεννα είναι γιορτή, γιορτή κορυφαίας χαράς, γιορτή με μήνυμα θρησκευτικής χαράς: η Γέννηση του Χριστού, της ελπίδας και της ειρήνης για την ανθρώπινη ύπαρξη […] η κορυφαία θρησκευτική χαρά [μάλιστα] συνοδεύεται και από κορυφαία, γιορτινή χαρά τής κοινωνικής, οικογενειακής και προσωπικής ζωής των ανθρώπων».[16] Τίποτε, ωστόσο, από τα παραπάνω, είτε ως συναίσθημα είτε ως κατάσταση, δεν είδαμε να βιώνουν οι ήρωες των χριστουγεννιάτικων ιστοριών που παρακολουθήσαμε εν τάχει. Οι «εφιαλτικές γυναίκες» και τα «καταραμένα πρόβατα» του Εμφυλίου, ο μοναξιασμένος γέροντας μέσα σε ένα έρημο σπίτι, στο αποκλεισμένο από τα χιόνια χωριό, ο «θανάσιμος οικοδεσπότης» τής καταναγκαστικής οικογενειακής σύναξης, όλοι κινούνται σε ένα απειλητικό και απειλούμενο, ναρκοθετημένο πεδίο, όπου βάλλουν κατά βούληση ο θάνατος, η βαθιά κατάθλιψη, η γυμνότητα της ύπαρξης. Η γιορτή είναι απλώς μια αφορμή για την περιγραφή τής κατάστασης, την οποία, ασφαλώς, καθιστά ακόμη οδυνηρότερη το επικαιρικό οξύμωρο της μη υπάρχουσας αιτίας για γιορτή, αλλά, αντίθετα, της υπάρχουσας επιτακτικής ανάγκης για θρήνο. Παρ’ όλα αυτά, μέσω της προηγηθείσας προσέγγισης, ελπίζω να αναδείχθηκε επίσης και η ποικιλόβαθμη παρηγορητική/ ιαματική/ λυτρωτική ιδιότητα της ίδιας τής Τέχνης, η οποία, επιπλέον, γίνεται δραστική όχι μόνον για εκείνους οι οποίοι την υπηρετούν αλλά και για τους αποδέκτες τους, όταν το καλλιτεχνικό δημιούργημα είναι αυθεντικό, δηλαδή, γνήσιο, αληθινό.
Σημειώσεις
[1] Για τα παραπάνω, βλ. στο Λαϊκός πολιτισμός και έντεχνος λόγος (ποίηση – πεζογραφία – θέατρο), Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου (Αθήνα, 8-12 Δεκεμβρίου 2010), Τόμοι Α′ + Β′, Επιμέλεια ύλης – Επιστημονική επιμέλεια: Γιώργος Βοζίκας, Ακαδημία Αθηνών – Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης τής Ελληνικής Λαογραφίας/ 30, Αθήνα, 2013, εδώ τόμος Β′, σσ. 683-687. Για την “εξακολουθητική” σχέση τού Μιχάλη Γκανά με το δημοτικό τραγούδι βλ. ενδεικτικά στο «Μιχάλης Γκανάς: Την ποίηση πρέπει να τη βρεις, δε θα σε βρει αυτή», Συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο, εφημ. Το Βήμα της Κυριακής, Ένθετο: βιβλία + ιδέες , 7.10.2012 αλλά και στο κείμενο του Θανάση Μουσόπουλου, «Ο Μιχάλης Γκανάς και η ποίηση του αύριο», www.xanthipress, 21.7.2015. Βλ. ακόμα, επίσης ενδεικτικά: Νικόλας Κακκούφα, «Κάνοντας «Βήματα πίσω»: Η Παραλογή τού Μιχάλη Γκανά και το δημοτικό τραγούδι», Λαϊκός πολιτισμός και έντεχνος λόγος, ό.π., εδώ τόμος Α′, σσ. 471-482.
[2] Για περαιτέρω ανάλυση των συναφειών που υπονοούνται/ επιτρέπονται από το συγκεκριμένο ποίημα του Μιχάλη Γκανά βλ. στο Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, «Χριστούγεννα στην ποίηση του Μιχάλη Γκανά», Επιστημονικό Συνέδριο Νάσος Βαγενάς, Μιχάλης Γκανάς, Μανόλης Πρατικάκης, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα, 11-13.11.2016.
[3] Για τα παραπάνω βλ. στον «Πρόλογο» της έκδοσης Τ’ αγαπημένα τού Μιχάλη Γκανά. Ποιήματα και αφηγήματα άλλων, Επιμέλεια έκδοσης: Ειρήνη Χριστοπούλου, Μεταίχμιο, 2014, σσ. 11-22/ εδώ, σσ. 21, 22.
[4] Σχετικά με τον Μίλτο Σαχτούρη βλ. ό.π., στις σσ. 27, 102 και 125-127.
[5] Το συγκεκριμένο ποίημα διασκευάστηκε «αρκετά ελεύθερα», όπως λέει ο ίδιος, από τον Μιχάλη Γκανά και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο τής Ελευθερίας Αρβανιτάκη Τα κορμιά και τα μαχαίρια με μουσική τού Ara Dinkjian· βλ. ό.π., σ. 27 και, βέβαια, βλ. στον οικείο τόμο Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς, εκδόσεις Μελάνι, 32008, σ. 35.
[6] Για μία εμπεριστατωμένη πραγμάτευση της αντιμετώπισης της εορτής των Χριστουγέννων στην σύνολη ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη βλ. στο Δώρα Μέντη, «Τα λυπημένα Χριστούγεννα του Σαχτούρη ή γιατί οι γιορτές είθισται να μελαγχολούν τους ποιητές», περ. Φιλολογική, τχ. 92, Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005, Αφιέρωμα: Μίλτος Σαχτούρης, ΠΕΦ (Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων), εκδόσεις Μεταίχμιο, σσ. 62-66.
[7] Για τα παραπάνω βλ. στο Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης, Χριστούγεννα στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη. Η ανακλαστική διαλεκτική και τα ματωμένα της θραύσματα, Πρόλογος: Γιάννης Δάλλας, Ίκαρος, 2008, σσ. 13-15, 19-20, 24-25.
[8] Στο μελέτημα του Λαμπρέλλη γίνεται σύντομη συγκριτική εξέταση των δύο ποιημάτων και ερμηνεία – ανάλυσή τους (βλ. π.χ. ό.π., σσ. 37, 47-48 και σ. 86/ σημ. 101). Ωστόσο, η μελέτη ολοκληρώνεται μέσα από τη συνεξέταση και των υπόλοιπων, συναφών ως προς την θεματική, ποιημάτων. Πιο συγκεκριμένα: ο Λαμπρέλλης, προκειμένου να ερμηνεύσει τους πολλαπλούς συμβολισμούς των «χριστουγεννιάτικων» αναφορών ή αλληγοριών στην ποίηση του Σαχτούρη, χρειάστηκε να επεκταθεί σε μία σειρά από ποιήματα, ανεξαρτήτως τής λεκτικής παρουσίας των Χριστουγέννων στον τίτλο, μελετώντας, σύμφωνα και με την άποψη του Γιάννη Δάλλα, τα ανθρωπολογικά σύμβολά τους με μέθοδο φιλοσοφική (ό.π., σ. 15).
[9] Βλ. ό.π., σσ. 69-70.
[10] Για τα παραπάνω βλ. ό.π., σσ. 29, 30.
[11] Για την συγκεκριμένη «εικόνα» τού θανάτου στην ποίηση τού Μιχάλη Γκανά βλ. και στο Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, εκδόσεις Μελάνι, 22016, σ. 87 (Μαύρα Λιθάρια, «Ακαριαία»), αλλά και σ. 99 (Γυάλινα Γιάννενα, V).
[12] Βλ. σχετικά και την τελευταία απάντηση του Μιχάλη Γκανά (που έδωσε και τον τίτλο) στην συνέντευξη «Ο κόσμος να χαλάσει, η ποίηση και το καλό τραγούδι θα μας παρηγορούν» στο: Παναγιώτης Σκορδάς, Πρόσωπα. 30 συζητήσεις και συνεντεύξεις με σημαντικούς ανθρώπους, Πρόλογος: Παντελής Μπουκάλας, εκδόσεις Αιολίδα, Μυτιλήνη, 2014, σσ. 214-219/ εδώ, σ. 219.
[13] «Πιστεύω πως ο άνθρωπος, κι’ ο πιο πολυάσχολος, ακόμη κι’ ο πιο δοσμένος σε κάτι, έχει στιγμές αφόρητης μοναξιάς. Ε, λοιπόν, σκοπός τού έργου τέχνης είναι, ακριβώς, η κατάργηση αυτής τής μοναξιάς. Γιατί το πραγματικό έργο τέχνης πρέπει να περιέχη, και περιέχει, μιαν αληθινή ανθρώπινη παρουσία, ζωντανή, δυνατή, αναντίρρητη, συγκεκινημένη, συνεχώς εν εγρηγόρσει. Σκοπός τού έργου τέχνης δεν είναι, απλά, να μας διασκεδάση. Πρέπει να μας παρηγορή. Απαραίτητη η παρουσία η ακοίμητη του δημιουργού, κι’ αυτήν πρέπει να ζητά, μ’ αυτήν πρέπει να προσπαθήση να έρθη σ’ επικοινωνία ο θεατής, ο ακροατής. Δεν ξέρω αν το παραδέχεστε. Πάντως για μένα δεν υπάρχουν σχολές, δεν υπάρχουν τεχνοτροπίες, που να μπορούν να υποκαταστήσουν την έλλειψη αυτής τής παρουσίας. Δεν ισχύουν προφάσεις σχολών, τεχνοτροπιών, που να είναι σε θέση να μειώσουν στην αντίληψη του αληθινού εραστού τής τέχνης την νομιμότητα ενός γνησίου καλλιτεχνικού επιτεύγματος»· βλ. στο Νίκου Εγγονόπουλου, Πεζά Κείμενα, με δύο έγχρωμους πίνακες, ύψιλον/ βιβλία, 1987, στο κείμενο εκεί με τον τίτλο «Διάλεξις/ Στα Εγκαίνια της Ατομικής του Εκθέσεως Ζωγραφικής, στις 6 Φεβρουαρίου 1963, στην Αίθουσα του Α.Τ.Ι.», σσ. 37-43/ εδώ, σσ. 38-39.
[14] Bλ. στο Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης, Χριστούγεννα στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, ό.π., σ. 71.
[15] Ίσως να πρόκειται για μία παραλλαγή τού σαρκασμού «που χρησιμοποιούμε μόνο όταν κάτι το αγαπάμε και πληγωνόμαστε να το βλέπουμε να αφανίζεται»· βλ. στο Λαμπρίνα Α. Μαραγκού, «Η σάρκα σου ως έμφυτος επίδεσμος…». Ερμηνευτική απόπειρα εν χρω έξι ποιητών τής μεταπολεμικής ποίησης, Ε. Κακναβάτος, Ν. Βαλαωρίτης, Μ. Κατσαρός, Ντ. Χριστιανόπουλος, Κ. Αγγελάκη–Ρουκ, Μ. Γκανάς, εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2015, σ. 98.
[16] Βλ. στο Χριστούγεννα στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, ό.π., σ. 29.
Σταυρούλα Γ. Τσούπρου