Η Γιούλη Αναστασοπούλου παρουσιάζει την πρωτοεμφανιζόμενη Χριστίνα Πλαΐνη
Πώς προέκυψε το βιβλίο;
Έγραψα το “take the A train” για να αποτυπώσω μια πτυχή της Αθήνας, να περιπλανηθώ στους δρόμους της και να ξεναγήσω εκεί και τους φίλους μου. Ίσως ήθελα με κάποιο τρόπο να αντικαταστήσω τα μακροσκελή γράμματα που τους έγραφα παλιά. Ζήλευα πάντως τα «φτερά του έρωτα» που σηνοθέτησε ο Βιμ Βέντερς προς τιμήν του Βερολίνου, και αφού δεν θα μπορούσα να φτιάξω μια ταινία, έγραψα ένα βιβλίο. Σε πρώτο πλάνο λοιπόν, η σύγχρονη Αθήνα με τα στιγμιότυπά της, πρωταγωνιστούν. Ας πούμε ότι είναι μια απόπειρα αποκατάστασης της φήμης της. Ή, η αποδοχή της ως μιας πόλης αντιφάσεων, που συνεχίζει παρ’ όλα αυτά να υφαίνει τα όνειρα των κατοίκων της.
Βάλε μας λίγο στο κλίμα με ένα μικρό απόσπασμα…
«Έγινε μια μικρή παύση. Για λίγα λεπτά ακούγονταν μόνο οι υαλοκαθαριστήρες που πηγαινοέρχονταν στο παρμπρίζ και ο ήχος της βροχής που έπεφτε ασταμάτητα. Είχε σχεδόν κολλήσει τη μύτη της στο παράθυρο και προσπαθούσε να διακρίνει τις βιτρίνες των μαγαζιών. Τα τζάμια θάμπωναν και τα καθάριζε με το μανίκι της, ενώ οι διαθλάσεις τους αποδομούσαν τον κόσμο σε χρωματιστά σχήματα. Γυαλιστερές ομπρέλες τρέχανε στους δρόμους που είχαν μεταμορφωθεί σε ρυάκια, υδρορόες ξερνούσαν αμέτρητα κυβικά νερού στα πεζοδρόμια. Πιάσανε τη Σταδίου αλλά τους έπιασε φανάρι. Της άρεσαν τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια τη νύχτα, ό,τι και να έλεγαν οι κυνικοί. Μπορεί να της άρεσε η αλλαγή στην πόλη. Ή να προσπαθούσε να θυμηθεί πώς ήταν όταν τα αντίκριζε σαν παιδί, νοσταλγώντας το πρώτο βλέμμα. Ήταν όμως μεγάλη και είχε ένα ραντεβού το οποίο δεν έπρεπε να χάσει. Ξεκόλλησε από το παράθυρο αναστενάζοντας και κοίταξε ξανά την ώρα».
(Εισαγωγή πρώτου κεφαλαίου)
Πώς γράφεις; Είσαι τύπος που τα κλείνει όλα και συγκεντρώνεται;
Το τελευταίο κεφάλαιο γράφτηκε στο σαλόνι ενός πλοίου. Είναι μαγικό πως ο φορητός υπολογιστής σου μπορεί να εξαφανίσει όλον τον υπόλοιπο κόσμο, ώστε το μόνο που να ακούγεται να είναι το πάτημα των πλήκτρων. Η περιγραφή αυτή είναι παρ’ όλα αυτά, μια γραφική εξαίρεση. Η νουβέλα γράφτηκε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου αργά τη νύχτα επάνω στο τραπέζι του σπιτιού μου, σε σκοτάδι και ησυχία -πλην της μουσικής επένδυσης της ταινίας «bladerunner».
Ποιος είναι ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός της διαδικασίας της γραφής;
Η αναβλητικότητα, όπως και σε όλα τα πράγματα. Αλλά και η έλλειψη διαύγειας. Για εμένα το παν είναι να ορμάς ‘στο χαρτί’ με την ιδέα του τι περίπου θέλεις να πεις. Όπως και στη σύνθεση της κάτοψης ενός κτιρίου, χρειάζεται ένα αρχικό σχεδιάγραμμα που εμπλουτίζεται διαρκώς.
Τι θεωρείς υπερεκτιμημένο σε ένα βιβλίο;
Στη θεματολογία που διαβάζω σήμερα, ίσως να υπάρχει μια τάση που λατρεύει την απαισιοδοξία. Διακρίνω μια ηδονοβλεψία στον πόνο των άλλων, και μια δραματοποίηση της ζωής που κάνει κάθε ελπίδα να φαντάζει αδιανόητη. Πιστεύω ότι οι καλές ιστορίες φτιάχνονται και με πιο ελαφριά υλικά.
Αγαπημένο απόσπασμα ή φράση απο βιβλίο που σε καθήλωσε
«Χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τότε, και νάτος! Ο Στάνλεϋ Κοβάλσκυ -διατηρείται από τη λίθινη εποχή. Φέρνει στο σπίτι ωμό κρέας, το κέρδισε με φόνο, στη ζούγκλα. Και εσύ –εσύ εδώ– τον περιμένεις. Μπορεί να σε χτυπήσει. Μπορεί να ουρλιάξει και να σε φιλήσει. Βραδιάζει και μαζεύονται νέοι πίθηκοι. Τώρα, εκεί, στο άνοιγμα της σπηλιάς, όλοι, όπως αυτός, ουρλιάζουνε και μασουλάνε και ξεδιψούν σα λυσσασμένοι και τεμπελιάζουν. Η βραδιά του πόκερ –έτσι τη λες- αυτή την παρέα των πιθήκων. Ούρλιαξε ο ένας –ο άλλος άρπαξε κάτι και η μάχη άρχισε!…Θεέ μου ! Ίσως αργήσουμε να γίνουμε κατά εικόνα και κατά ομοίωση του θεού, όμως, Στέλλα, αδελφή μου, έγινε κάποια εξέλιξη από τότε. Με την τέχνη, την ποίηση, τη μουσική –ένα καινούριο φως άναψε στον κόσμο. Σ’ ορισμένο είδος ανθρώπων, άρχισαν ν’ αναπτύσσονται κάποια ευγενικότερα αισθήματα. Πρέπει να τα κάνουμε ν΄ ανθίσουν αυτά τα αισθήματα, να τ΄ αδράξουμε γερά και να τα υψώσουμε για σημαία μας. Σ’ αυτή τη σκοτεινή πορεία, ότι κι αν είναι αυτό που πλησιάζουμε! Μη –μη μένεις πίσω με τα χτήνη»!
(Απόσπασμα από το «Λεωφορείο ο πόθος» του Τέννεσι Ουΐλιαμς)
Τι θα φέρει το μέλλον στα Ελληνικά συγγραφικά πράγματα;
Δεν είμαι πολύ ‘μέσα΄ στα ελληνικά συγγραφικά πράγματα για να εκφέρω έγκυρη γνώμη. Παρ’ όλα αυτά εγώ βλέπω και ακούω τον κόσμο να διαβάζει και να συζητάει για βιβλία, όπως διάβαζε και συζητούσε πάντα. Βλέπω ακόμα κόσμο να γράφει.
Πού βλέπεις τον εαυτό σου, τι επιθυμείς;
Βλέπω τον εαυτό μου στα Εξάρχεια, να απογειώνει τις δυνατότητες του αρχιτεκτονικού μου γραφείου εφ’ όσον οι καιροί το επιτρέψουν. Βλέπω πάντα σημειώσεις από στιγμιότυπα του δρόμου, περιπλανήσεις σε άγνωστες πόλεις. Βλέπω να γράφω κάτι ακόμα, είναι αναπόφευκτο και μαγικό.
Τι σημαίνει για σένα η υποψηφιότητα στα βραβεία του Αναγνώστη;
Μεγάλη χαρά εντελώς αναπάντεχη, καθώς μια προσεγμένη αυτοέκδοση* βγήκε έξω από τον ‘ασφαλή κύκλο’ για τον οποίο προοριζόταν.
Δώσε μας συστατική επιστολή για ένα νέο Έλληνα ή Ελληνίδα συγγραφέα, ποιον προτιμάς;
Δεν έχω διαλέξει ακόμα κάποιον, έχω πολύ διάβασμα μπροστά μου! Με αφορμή τα βραβεία του «Αναγνώστη» πάντως, τελειώνω αυτήν τη στιγμή το «24» του Γιάννη Γορανίτη, και βρίσκω ευφυέστατο τον τρόπο που αποτυπώνει μια στιγμή της πόλης πλάθοντας τις ιστορίες επιβατών -που ενίοτε πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο χωρίς να γνωρίζονται.
*το «Take the A train» εκδόθηκε σε συνεργασία με τις «εκδόσεις των συναδέλφων» (https://ekdoseisynadelfwn.wordpress.com/) στις οποίες διατίθεται, όπως και στα βιβλιοπωλεία: ‘πολιτεία’ & ‘πρωτοπορία’.
Μικρό βιογραφικό
Η Χριστίνα Πλαΐνη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε αρχιτεκτονική στο Λονδίνο όπου έζησε 6 χρόνια. Αποφοίτησε το 1999 και από τότε εξασκεί το επάγγελμα του αρχιτέκτονα. Το 2004 σχημάτισε την ομάδα που έως σήμερα -ως «αρχιτεκτονικό γραφείο 3»- διατηρεί την έδρα της στα Εξάρχεια.
Ύστερα από τη συμμετοχή της σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής, εξέδωσε πέρυσι τη λογοτεχνική της νουβέλα «take the A train» με θέμα τη σύγχρονη Αθήνα. Το καλοκαίρι συμμετείχε σε ομαδική εικαστική έκθεση στην Ελευσίνα με θέμα την Ουτοπική πόλη.