Χριστίνα Κουμανίδου: Η “μαύρη κλωστή” μου (επιμ. Γιούλη Αναστασοπούλου)

0
362

 

συνέντευξη στην Γιούλη Αναστασοπούλου

Πώς προέκυψε το βιβλίο;

Γράφω από μικρή ηλικία, από το δημοτικό, ημερολόγια, ιστοριούλες ποιήματα. Μεγαλώντας, προσπάθησα να περιορίσω αυτή την ανάγκη, ίσως από ανασφάλεια ίσως κι από φόβο να εκτεθώ. Για να την καλύψω, έστω και μερικώς, ασχολήθηκα με την συγγραφή επιστημονικών βιβλίων και άρθρων σε ιατρικά περιοδικά. Δεκαετίες αργότερα αποφάσισα να το τολμήσω. Ξανάρχισα με ποιήματα κι εξέδωσα δύο συλλογές. Χωρίς να το καταλάβω έφτιαξα και τους ήρωες μου σε πεζό λόγο.

Βάλε μας λίγο στο κλίμα με ένα μικρό απόσπασμα

Η «μαύρη κλωστή» μέσα σε μια ατμόσφαιρα πότε ονειρική, πότε νηφάλια, πότε παροξυσμική συνομιλεί με τον θάνατο, την διαδικασία του πένθους και της απώλειας, την λύση ή την μη λύση των συναισθηματικών δεσμών κατά την μετάβαση στην νέα πραγματικότητα.

«…Ξεδίπλωσε το γράμμα και μισοζαλισμένος από το αλκοόλ, άρχισε να το διαβάζει Λες και ήταν γραμμένο σε μια άγνωστη γλώσσα, σε μια διάλεκτο που αγνοούσε. Στην αρχή, το διάβασε αργά -λέξη λέξη- σα να μάθαινε ανάγνωση. Μετά αγχωμένα, σα να ήθελε να ξεγλιστρήσει από το νόημά του. Κατόπιν σιωπηλά, από μέσα του, σα να αντιστεκόταν στον ήχο των λέξεων. Και τέλος δυνατά, σχεδόν ουρλιάζοντας, σα να ήθελε να μάθει όλος ο πλανήτης τι έγραφε…»

Πώς γράφεις; Είσαι τύπος που τα κλείνει όλα και συγκεντρώνεται;

Γράφω με την πόρτα κλειστή, χωρίς ήχους, χωρίς μουσική, μόνο με καφέ. Μακάρι να είχα και μάτια κουκουβάγιας να έγραφα και στο σκοτάδι, ώστε τίποτε να μη με αποσπά. Όταν γράφω, είναι σα να ανοίγει μια τρύπα στο δέρμα μου κι όλα όσα ένιωσα, έζησα εγώ, φίλοι ή γνωστοί, ότι είδα, άκουσα τυχαία ή μου διηγήθηκαν, για ματαιώσεις, προσδοκίες, απόκρυφες επιθυμίες, ανησυχίες, μυστικά, λάθη, όλα να εισέρχονται στους ήρωές μου, τους δίνουν όνομα, παρελθόν, λόγο και κίνητρο. Μαζί τους ζω μια άλλη πραγματικότητα, σ’ ένα σύμπαν που δεν ξέρω αν τελικά το δημιουργεί εγώ ή εκείνοι;

Ποιος είναι ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός της διαδικασίας της γραφής;

Οι υποχρεώσεις της καθημερινότητας που σε αποδιοργανώνουν και η ευτυχία που μπορεί να σε κάνει να ξεχαστείς. Ευτυχώς που το τελευταίο είναι σπάνιο στις μέρες μας και στην Ελλάδα γενικότερα.

Τι θεωρείς υπερεκτιμημένο σε ένα βιβλίο;

Το όνομα και την αναγνωρισημότητα  του συγγραφέα (όταν βέβαια δεν συνάδει με την ποιότητα), που συχνά παίζει καθοριστικό ρόλο για το αν θα διαβαστεί ένα βιβλίο ή θα μείνει στο …ράφι

Αγαπημένο απόσπασμα ή φράση απο βιβλίο που σε καθήλωσε.

«….αλλά εγώ παρέμεινα στην θέση μου, συνεχίζοντας να κοιτάζω τα άνθη της κερασιάς. Στο φως του ανοιξιάτικου δειλινού έμοιαζαν με σάρκα που είχε σκάσει και αποκάλυπτε τις κατακόκκινες πληγές της. Ο κήπος πλημμύρισε από κείνη την γλυκίζουσα βαριά μυρωδιά της σήψης. Και τότε θυμήθηκα την σάρκα της Ναόκο. Την όμορφη σάρκα της Ναόκο, ξαπλωμένη δίπλα μου, στα σκοτεινά, αμέτρητα μπουμπούκια να σκάνε  από το δέρμα της, πράσινα και τρεμάμενα στο ανεπαίσθητο αεράκι.»

Από το «Νορβηγικό δάσος» του Χαρούκι Μουρακάμι

 

Τι θα φέρει το μέλλον στα Ελληνικά συγγραφικά πράγματα;

Ελπίζω περισσότερους αναγνώστες, γιατί οι άνθρωποι που γράφουν πάντα υπήρχαν και θα πολλαπλασιάζονται όσο οι καιροί δυσκολεύουν.

Πού βλέπεις τον εαυτό σου, τι επιθυμείς;

Θα ήθελα να έβρισκα το θάρρος να ξεκινήσω ακόμη μια νουβέλα και λέω ¨να έβρισκα το θάρρος¨, γιατί το να γράφεις είναι μια επίπονη διαδικασία, αφού κάθε στιγμή, μέσα από τους ήρωες σου αντιμετωπίζεις  μασκαρεμένα τα τραύματα, τις φοβίες και τις μνήμες σου.

Δώσε μας συστατική επιστολή για ένα νέο Έλληνα ή Ελληνίδα συγγραφέα, ποιον προτιμάς.

Θα μπορούσα ν’ αναφέρω αρκετές συλλογές διηγημάτων νέων συγγραφέων, αλλά επειδή ζητάτε ένα και μόνο όνομα, θα επιλέξω το «Το Κήτος» της Ούρσουλα Φώσκολου, ίσως γιατί με ξάφνιασε η δυνατότητά της για χρησιμοποιεί τόσο επιτυχημένα δυο διαφορετικά «είδη» γραφής. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων Bonsai και άλλων μεγαλύτερων, που τα πρώτα είναι αλλόκοτα γεμάτα φαντασία, ποίηση, μεταφυσικά στοιχεία και σύμβολα, ενώ και τα δεύτερα πιο καθημερινά, πιο γήινα, σαν ειπωμένα μέσα από την φρέσκια, άλλοτε τρυφερή κι άλλοτε σκληρή ματιά των παιδιών.

 

 

Βιογραφικό

Γεννήθηκα στην Αθήνα. Σπούδασα στην Ιατρική σχολή Αθηνών και ειδικεύτηκα στην παιδοακτινολογία. Εργάζομαι ως Συντονίστρια Διευθύντρια Ακτινοδιαγνωστικού τμήματος στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Αγλαΐα Κυριακού». Συνέγραψα βιβλία Παιδιατρικής Ακτινολογίας και δημοσίευσα πολλά άρθρα σε διεθνή και Ελληνικά Ιατρικά περιοδικά. Εξέδωσα δύο ποιητικές συλλογές στις εκδόσεις Γαβριηλίδης, τα «Επιλύχνια» 2011 και τις «Μυθωδίες» το 2014,. Η «μαύρη κλωστή», εκδόσεις Ιωλκός, είναι η πρώτη μου νουβέλα.

Προηγούμενο άρθρο“Μικρές κυρίες και Στάϊνμπεκ” (της Αλ.Σαμοθράκη- Λονδίνο)
Επόμενο άρθροByung Chul Han: «Μόνο μια μηχανή χαρακτηρίζεται από Διαφάνεια»(μτφρ. Γιώργος Καρτάκης)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ