Χρήμα, κοινωνικά πάθη, έρωτες στον Μπαλζάκ (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
688

της Δήμητρας Ρουμπούλα

Το μυθιστόρημα «Η Μοντέστ Μινιόν» αποτελεί μέρος της «Ανθρώπινης κωμωδίας», του πολύτομου εμβληματικού έργου του Μπαλζάκ, με το οποίο αυτός ο μέγιστος συγγραφέας της ρεαλιστικής γραφής επιχειρεί να σκιαγραφήσει τα ήθη του 19ου αιώνα, προσφέροντας στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας μνημειώδεις αφηγήσεις και μοναδικούς ανθρώπινους χαρακτήρες που ξεπερνούν την εποχή τους.

Εμπνεύστρια της Μοντέστ είναι η μούσα του συγγραφέα, η κυρία Χάνσκα , γνωστή και ως «η Ξένη», με την οποία ο Μπαλζάκ διατηρούσε μια μακρόχρονη σχέση και με την οποία παντρεύτηκε λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του (18 Αυγούστου 1850), σε ηλικία μόλις 51 ετών. Η κυρία Χάνσκα είχε γράψει μια νουβέλα, επικεντρωμένη στην αλληλογραφία ανάμεσα σε έναν μεγάλο συγγραφέα και μια νέα κοπέλα, από την οποία είχε γεννηθεί ένας εγκεφαλικός έρωτας – απ΄ ότι εικάζεται, έτσι είχε γεννηθεί και η δική της σχέση με τον Μπαλζάκ. Το κείμενο καταστράφηκε από την ίδια, αλλά ο συγγραφέας τής ζήτησε να το ξαναγράψει, για να το διαμορφώσει ο ίδιος, έχοντας ως πρότυπο την αλληλογραφία του Γκέτε και της Μπετίνας, και να την δημοσιεύσει με το όνομά του. Κάπως έτσι εγένετο η «Μοντέστ Μινιόν», που αφιερώνεται «Σε μια Πολωνή»: «… σ΄  εσένα, που είσαι επίσης η Ομορφιά, αυτό το έργο, όπου η αγάπη σου και τα καπρίτσια σου, η πείρα σου, ο πόνος σου, οι ελπίδες και τα όνειρά σου είναι σαν στημόνι όπου πλέκεται ένα υφάδι λιγότερο λαμπρό από την ποίηση που κρύβεις μέσα στην καρδιά σου…»

Ο Μπαλζάκ επέλεξε ως χώρο της αφήγησης τη Χάβρη, που είχε αναπτυχθεί στα μεταναπολεόντεια χρόνια με ταχείς ρυθμούς και είχε εξελιχθεί σε ένα προνομιούχο εμπορικό κέντρο. Η δυναμική μεγαλοαστική εμπορική τάξη της, διαμορφωμένη γύρω από το σημαντικό αυτό λιμάνι της Νορμανδίας, μπαίνει στο στόχαστρο του συγγραφέα. Μέσα από την οικογένεια του πλουσιότερου εμπόρου της Χάβρης Σαρλ Μινιόν και του περιβάλλοντός της παρακολουθούμε, από τη μια, τα στάδια της οικονομικής ζωής της Χάβρης την εποχή της Παλινόρθωσης και, από την άλλη, τα ήθη, τους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές έτσι όπως επηρεάζονται ή καθορίζονται από τις χρηματοοικονομικές εξελίξεις. Ο ίδιος ο Σαρλ Μινιόν, τελευταίος γόνος οικογένειας ευγενών από το Παρίσι και απόστρατος συνταγματάρχης, έχει αποκτήσει μια μεγάλη περιουσία ως έμπορος και ζει πλουσιοπάροχα σε μια θαυμάσια έπαυλη με τη γερμανικής καταγωγής σύζυγό του και τις δύο κόρες τους. Όμως μια μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση τον οδηγεί σε πτώχευση και τον αναγκάζει να ξενιτευτεί για να ανακάμψει οικονομικά, αφήνοντας πίσω την οικογένεια, τη φροντίδα της οποίας αναθέτει σε έναν καρδιακό φίλο και συμπολεμιστή κατά την εκστρατεία στη Ρωσία. «Η Χάβρη δεν θα με δει να ατιμάζομαι», λέει.

Αυτή η ασταθής οικονομική κατάσταση παίζει τραγικά αλλά και κωμικά παιχνίδια στις ζωές των Μινιόν. Η μεγαλύτερη κόρη πεθαίνει μόλις την εγκαταλείπει ο προικοθήρας αγαπημένος της και η μητέρα χάνει την όρασή της. Η άλλη κόρη, η εκπάγλου καλλονής και ρομαντική Μοντέστ, είναι η κεντρική ηρωίδα, την οποία ο Μπαλζάκ περιγράφει ως γέννημα θρέμμα της συγκεκριμένης εποχής: Περιζήτητη νύφη στα χρόνια της αφθονίας, τώρα βλέπει τους  υποψήφιους μνηστήρες να απομακρύνονται, να τη κοιτάζουν «σαν να περιεργάζονταν μια φτηνή λιθογραφία». Η ίδια επιμένει να κάνει όνειρα για το μέλλον της όπως όταν ήταν όλα ανθηρά. Ωστόσο αρνείται να την αντιμετωπίζουν σαν εμπόρευμα, επιθυμεί η επιλογή να είναι δική της. Δυναμική, τολμηρή και μορφωμένη, θέλει να κάνει την επανάστασή της και να δραπετεύσει από το ασφυκτικό περιβάλλον στο οποίο ζει, αυστηρά περιφρουρημένο από τους άγρυπνους φίλους του πατέρα της. Η δραπέτευση δεν είναι άλλη από την καταβύθιση  στον κόσμο των βιβλίων. Διαβάζει ακατάπαυτα, θρέφει την ψυχή της με τρεις λογοτεχνίες, την αγγλική, τη γερμανική και τη γαλλική.

Με το διάβασμα η Μοντέστ αναπτύσσει κάτι το ανεξάρτητο, το αγέρωχο και το ατίθασο. Από την πνευματική περίοδο, της γεννήθηκε η ζωηρή επιθυμία να μπει στην καρδιά κάποιου από  αυτά τα «ιδιόρρυθμα πλάσματα» το έργο των οποίων ρουφούσε, ήθελε να γίνει σύντροφος ενός καλλιτέχνη, ενός ποιητή, που θα διαλέξει η ίδια. Έτσι γοητεύεται από το έργο ενός δημοφιλή Παριζιάνου ποιητή, του Καναλίς, στον οποίο στέλνει μια επιστολή άκρατου θαυμασμού, κρατώντας την ανωνυμία της. Από αυτό το σημείο αρχίζει το παιχνίδι των μολιερικών παραπλανήσεων, της τέχνης των μεταμφιέσεων, που αριστοτεχνικά ξετυλίγει ο Μπαλζάκ. Εκείνη εμφανίζεται ως πλούσια κόρη με μεγάλη προίκα, ενώ ο Καναλίς, ο οποίος προφανώς λαμβάνει πολλές παρόμοιες επιστολές – ήταν και στη μόδα τότε – αναθέτει στον γραμματέα του, τον καλόκαρδο και ευαίσθητο Ερνέστ Λα Μπριέρ, να απαντήσει αντ΄ αυτού. Ο τελευταίος με τη σειρά του παίζει τον ρόλο του διάσημου ποιητή και ανταλλάσσει με τη Μοντέστ μια σειρά επιστολών, μέχρι που την ερωτεύεται εγκεφαλικά, όπως άλλωστε και εκείνη τον υποτιθέμενο Καναλίς. Αργότερα ο Λα Μπριέρ, όταν τραβήξει πια το ενδιαφέρον της, ως συνετός νέος, της συνιστά να είναι προσεκτική με τους επιφανείς ποιητές.

Η μια παραπλάνηση φέρνει την άλλη. Όταν ο Σαρλ Μινιόν επιστρέφει τροπαιούχος, έχοντας ανακτήσει τα πλούτη του κάπου στην Ανατολή, και πληροφορείται όλα όσα έχουν συμβεί, παραπλανεί τους γύρω του πως η περιουσία του είναι πολύ μικρότερη από την πραγματική. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να δοκιμάσει τα αληθινά κίνητρα των υποψήφιων γαμπρών που πλέον έχουν γίνει τρεις: Ο ίδιος ο Καναλίς, το ενδιαφέρον του οποίου διεγείρεται μόλις μαθαίνει ότι η θαυμάστριά του είναι μια πλούσια κληρονόμος, ο ψευδο-Καναλίς, μα ένας «κανονικός άνθρωπος» που μπορεί να μην είναι ποιητής, αλλά «η καρδιά του είναι γεμάτη ποίηση», και ένας ξεπεσμένος δούκας που προστέθηκε εν τω μεταξύ. Σε ένα θεατρικό σκηνικό κωμωδίας, ο Μινιόν καλεί τους μνηστήρες να βγάλουν τις μάσκες και η κόρη του να επιλέξει τον καλύτερο. «Έλα, παιδί μου, μάζεψε το κουράγιο σου. Έπαιξες με τη ζωή και τώρα η ζωή παίζει μαζί σου…». Ο πατριάρχης του οίκου Μινιόν από δευτερεύων χαρακτήρας αρχικά μεταπλάθεται σε πρωταγωνιστή από την πένα του Μπαλζάκ, με σκοπό να μας εξηγήσει πώς αποκτώνται και πώς χάνονται οι περιουσίες και κυρίως για να γραφτεί μια καταπληκτική ιστορία των ηθών.

«Υπάρχει χειρότερο έγκλημα κατά του Χρήματος απ΄ το να δείχνεις στους πλούσιους πόσο ανίσχυρο μπορεί να είναι το χρυσάφι τους;» Το χρήμα είναι η κινητήριος δύναμη για τα πάθη και το θεμέλιο κάθε κοινωνικής τάξης, μας λέει ο συγγραφέας σε αυτό το μυθιστόρημα που εκτός από μια ιστορία έρωτα είναι και μια ιστορία του χρήματος. Ο μεγαλοπρεπής πύργος Ροζμπρέ και οι εξαιρετικού φυσικού κάλλους εκτάσεις γύρω απ΄ αυτόν μετατρέπονται σε τόπους της αποκάλυψης των πραγματικών ταυτοτήτων, με κορυφαία την περίπτωση του Καναλίς. Ο ποιητής, ο οποίος έχει μπει στα σαλόνια χάρη στη μεγαλύτερης ηλικίας ερωμένη του δούκισσα ντε Σολιέ, ξεσκεπάζεται, καθώς δεν καταφέρνει να κρύψει τους πραγματικούς στόχους του, που πηγάζουν από τον εγωισμό, τον καιροσκοπισμό και την απληστία. Ο τίμιος άνδρας θα είναι αυτός που θα παντρευτεί αυτή που αληθινά αγαπάει. Η Μοντέστ εμφανίζεται αποφασιστική, απελευθερωμένη, υπεροπτική σαν Παριζιάνα που θα ήθελε να είναι ή να γίνει. Μέχρι να καταλήξει στην τελική επιλογή της, και να νικήσουν η ειλικρίνεια και η τιμιότητα, θα διαβάσουμε πολλούς αποκαλυπτικούς και πνευματώδεις διαλόγους, υπαινιγμούς και ύπουλα υπονοούμενα, ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, τους φίλους και τους παρατρεχάμενους κατά τους περιπάτους, τις κυνηγετικές εξορμήσεις και τα δείπνα. Οι μάσκες θα πέσουν, οι προθέσεις θα αποκαλυφθούν, όπως θα καταδειχθούν και οι αντιθέσεις ανάμεσα σε αστούς και ευγενείς, ανάμεσα στην παλιά και τη νέα κοινωνία όπου συγχωνεύονται πολλές κοινωνικές κατηγορίες με διαφορετική προέλευση. Το παλιό καθεστώς βρίσκεται στη δύση του κι ένα νέο αναδύεται, διατηρώντας όμως παράσημα, ανταλλαγές, στρατιωτικούς βαθμούς, βουλευτικές καριέρες και αγορασμένους τίτλους ευγενείας… Ο Σαρλ Μινιόν θα αποκτήσει ξανά το οικόσημο και τον τίτλο του, αλλά και το δικαίωμα της μεταβίβασής τους στην κόρη και στον γαμπρό του. Η παλιά αριστοκρατία διαθέτει δυνατότητες προσαρμογής.

Η «Μοντέστ Μινιόν», γραμμένη το 1844, αποτελεί μια σπουδαία τοιχογραφία της γαλλικής μεταπαναστατικής εποχής, των ηθών,  της κοινωνίας, των χαρακτήρων και της τέχνης της. Διάσπαρτα σε όλη την αφήγηση βρίσκονται θέματα που απασχολούν τον Μπαλζάκ, από τη δύναμη του χρήματος, τα καταστροφικά αποτελέσματα των παθών, τα κληρονομικά ζητήματα, τις προϋποθέσεις ενός επιτυχημένου γάμου, τη θέση και το ρόλο της γυναίκας, μέχρι τη σχέση έρωτα και τέχνης, το ωραίο και το χρήσιμο στο έργο ενός καλλιτέχνη («κάθε έργο τέχνης εμπεριέχει μια θετική κοινωνική ωφελιμότητα, ίση με την ωφελιμότητα όλων των άλλων εμπορικών προϊόντων»). Μέσα από τα αναγνώσματα της ηρωίδας του (Μπάιρον, Γκέτε, Σίλερ, Γουόλτερ Σκοτ, Ουγκό, Λαμαρτίν, Ραμπελέ κ.ά.), ο Μπαλζάκ μαρτυρά τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες μέσα στο σινάφι.

Η ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος , με κατατοπιστικά παραρτήματα, εντάσσεται στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg που έτσι κι αλλιώς έχει καταξιωθεί ως μια από τις πιο λαμπρές σελίδες του εγχώριου εκδοτικού γίγνεσθαι, με εξαιρετικές επιλογές τίτλων και άρτια αισθητική παρουσίαση.

 

info: «Η Μοντέστ Μινιόν» Ονορέ ντε Μπαλζάκ , εκδόσεις Gutenberg, μτφρ. Έφη Κορομηλά, σελ. 526

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΜια περιπέτεια εσωτερικής περιπλάνησης (του Θωμά Κοροβίνη)
Επόμενο άρθρο «Η αλχημεία του έρωτα και του πόνου: μια επανεκτίμηση της ποίησης του Κωστή Παλαμά»(της Άννας Κατσιγιάννη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ