Χούλιο Κορτάσαρ

0
3629

Της Λίλας Κονομάρα.

 

Συγγραφέας μυθιστορημάτων όπως Το κουτσό, Τα βραβεία, Το βιβλίο του Μανουέλ, αλλά κυρίως διηγημάτων όπου κυριαρχεί το στοιχείο του φανταστικού, ο Χούλιο Χούλιο Κορτάσαρ3Κορτάσαρ, μαζί με τους Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Κάρλος Φουέντες, Μάριο Βάργκας Γιόσα έδωσαν νέα πνοή στη λατινοαερικάνικη λογοτεχνία τη δεκαετία του ’60 και την έκαναν παγκόσμια γνωστή.

Το σπίτι είχε πάντα για τον Χούλιο Κορτάσαρ μια ιδιαίτερη σημασία. Επειδή υπήρξε φιλάσθενος, πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο σπίτι διαβάζοντας. Το 1951, προκειμένου να ξεφύγει από το περονικό καθεστώς, εγκαταλείπει την Αργεντινή και εγκαθίσταται μόνιμα στο Παρίσι όπου εργάζεται ως μεταφραστής στην Ουνέσκο. Το 1981 θα πάρει τη γαλλική υπηκοότητα μαζί με τον Μίλαν Κούντερα. Όντας ένθερμος υποστηρικτής των επαναστατικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής, το σπίτι του στο Παρίσι αποτέλεσε καταφύγιο πολιτικών προσφύγων από τη Χιλή και την Αργεντινή. Μεγάλος περιπατητής ο ίδιος, αναφέρει σε πολλά διηγήματά του δρόμους, συνοικίες, καφέ, ακόμα και στάσεις του μετρό της πόλης. Πέρυσι μάλιστα διοργανώθηκε στο Παρίσι ένα παιχνίδι θησαυρού βασισμένο σε Χούλιο Κορτάσαρ 4ενδείξεις και αναφορές στα γραπτά του.

Το διήγημα που έκανε τον Κορτάσαρ να ξεχωρίσει τιτλοφορείται «Το σπίτι» και δημοσιεύτηκε το 1946 στο περιοδικό Τα χρονικά του Μπουένος Άιρες, του οποίου διευθυντής ήταν ο Μπόρχες. Όλα ξεκινούν με μια απολύτως ρεαλιστική αφήγηση για να ανατραπούν ξαφνικά όταν άλλες πραγματικότητες, παράλογες, απειλητικές και σκοτεινές, διεισδύουν στην καθημερινότητα των ηρώων. Εκείνο που ενδιέφερε τον Κορτάσαρ ήταν όπως έλεγε ο ίδιος «ο τρόπος να βρίσκεσαι όχι μέσα στα πράγματα ή πίσω από αυτά, αλλά κάπου ενδιάμεσα», στα διάκενα, σ’ εκείνες τις περιοχές ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, ανάμεσα στο ορθολογικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο εγώ και σε έναν άλλο διπλό εαυτό, θέμα που επανερχόταν συχνά στα διηγήματά του.

Στο «Σπίτι», δυο αδέρφια ζουν μαζί φροντίζοντας το σπίτι τους με μεγάλη αφοσίωση, όταν ξαφνικά στην απόλυτα συνηθισμένη, οικεία και αυστηρά προγραμματισμένηΧούλιο Κορτάσαρ 2 καθημερινότητά τους εισβάλλουν κάποιοι αόρατοι καταληψίες οι οποίοι δεν κατονομάζονται ποτέ και αρχίζουν να τους εκτοπίζουν.

 

«Το σπίτι μάς άρεσε γιατί εκτός από ευρύχωρο και παλιό (σήμερα που τα παλιά σπίτια ξεπουλιούνται, θύματα της κερδοσκοπίας), έκλεινε μέσα του τις αναμνήσεις των παππούδων, των γονιών μας και όλη την παιδική μας ηλικία.

Συνηθίσαμε, η Ιρένε κι εγώ, να ζούμε σ’ αυτό μόνοι, παράλογο βέβαια, αφού εκεί θα μπορούσαν να ζήσουν άνετα οκτώ άτομα. Σηκωνόμασταν στις εφτά να το καθαρίσουμε, και κατά τις έντεκα άφηνα τα τελευταία δωμάτια στην Ιρένε και πήγαινα στην κουζίνα. Το μεσημέρι τρώγαμε πάντα στις δώδεκα ακριβώς. Δεν έμενε παρά να πλύνουμε τα πιάτα. Την ώρα του φαγητού, σκεφτόμασταν με ικανοποίηση το μεγάλο, σιωπηλό σπίτι, και πόσο καλά τα καταφέρναμε οι δυο μας να το διατηρούμε καθαρό. Πολλές φορές μας πέρασε από το νου πως αυτό ήταν που δεν μας άφησε να παντρευτούμε. Η Ιρένε απέρριψε δύο υποψήφιους γαμπρούς χωρίς ιδιαίτερο λόγο, κι εμένα πέθανε η Μαρία Εστέρ μου πριν προλάβουμε να αρραβωνιαστούμε. Όταν πατήσαμε τα σαράντα, καταλάβαμε, χωρίς να το εκφράσουμε ποτέ με λόγια, ότι αυτή η απλή και αθόρυβη συμβίωση – ένας αδερφικός γάμος – σηματοδοτούσε αναγκαστικά το τέλος της οικογένειάς μας στο πατρικό σπίτι. Θα πεθαίναμε εκεί κάποτε, αργόσχολα, Χούλιο Κορτάσαρ 6αδιάφορα ξαδέρφια θα κληρονομούσαν το σπίτι, θα το γκρέμιζαν και θα πλούτιζαν με το οικόπεδο και τα υλικά. Ή μπορεί κι εμείς οι ίδιοι να το ρίχναμε, δικαιολογημένα άλλωστε, πριν να είναι πολύ αργά.

……………………………………………………………………

Θα το θυμάμαι πάντα πολύ καθαρά, γιατί συνέβη έτσι απλά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο σημάδι. Η Ιρένε έπλεκε στο δωμάτιό της, η ώρα ήταν οχτώ το βράδυ, και ξαφνικά μου ήρθε να φτιάξω ένα μάτε. Πήγα από το διάδρομο μέχρι τη μισάνοιχτη πόρτα, και καθώς έστριβα για την κουζίνα, άκουσα κάτι στην τραπεζαρία ή τη βιβλιοθήκη. Ήταν ένας απροσδιόριστος ήχος, υπόκωφος, σαν να έπεσε μια καρέκλα στο χαλί, ή σαν πνιχτά ψιθυρίσματα. Ταυτόχρονα, ή ένα δευτερόλεπτο αργότερα, τον άκουσα στο βάθος του διαδρόμου, στα πίσω δωμάτια. Έπεσα πάνω στην πόρτα, κλείνοντάς την αστραπιαία με το βάρος του σώματός μου, πριν να είναι αργά. Ευτυχώς το κλειδί βρισκόταν από τη δική μας μεριά, αλλά τράβηξα και το μεγάλο σύρτη για μεγαλύτερη σιγουριά.

Πήγα στην κουζίνα, ζέστανα το μάτε, κι όταν γύρισα με το δίσκο στα χέρια, είπα στην Ιρένε:

«Αναγκάστηκα να κλείσω την πόρτα του διαδρόμου. Πήραν το πίσω μέρος».

 Άφησε το πλεκτό και με κοίταξε με τα σοβαρά, κουρασμένα της μάτια.?????? ????????1

«Είσαι σίγουρος;»

Ένευσα καταφατικά.

«Τότε», είπε ξαναπιάνοντας τις βελόνες, «θα πρέπει να ζήσουμε σ’ αυτή τη μεριά».

Εγώ ανακάτευα το μάτε με πολλή προσοχή, εκείνη όμως άργησε να ξαναρχίσει το πλέξιμο. Θυμάμαι έπλεκε ένα γκρι γιλέκο. Μου άρεσε εκείνο το γιλέκο»….   

Julio Cortazar  Αξολότλ και άλλα διηγήματα (μετάφραση Ισμήνη Κανσή, εκδόσεις Πάπυρος)

Προηγούμενο άρθροΤα Εννέα Κοντσέρτα για πιάνο του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν σε όργανα εποχής
Επόμενο άρθροΤέλος εποχής;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ