«Χέρια, φορείς παραμυθίας». Το παρακείμενο του Γιώργου Βέη (της Στ. Τσούπρου)

0
893

 

 της Σταυρούλας Τσούπρου.

Έχουν γραφεί, πολλάκις και δικαίως, τόσα και πάντοτε, και πάλι δικαίως, επαινετικά για την ταξιδιωτική πεζογραφία, όπως φυσικά και για την ποίηση, του Γιώργου Βέη, ώστε ο κριτικός/ επαγγελματίας αναγνώστης/ αφοσιωμένος θαυμαστής τής λογοτεχνίας του να βρίσκεται κάποτε εν απορία ως προς το σε τι θα μπορούσε να εστιάσει για να καταθέσει μία ακόμη, αναγκαία όσο και ειλικρινή, δήλωση πίστης στην ποιοτική, σε έκφραση, έμπνευση και καταβολές, καλλιτεχνική δημιουργία. Ωστόσο, το εξώφυλλο του Ινδικοπλεύστη είναι τόσο αφοπλιστικά γλαφυρό, που δεν χρειάστηκε να το σκεφθώ δεύτερη φορά.

Πρόκειται στο ανά χείρας (και, προσώρας μόνον, τελευταίο, καθώς υπόσχεται ρητά ότι θα υπάρξει συνέχεια) βιβλίο τού πολυγράφου δημιουργού για μία συγκέντρωση κειμένων δημοσιευμένων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο (μεταξύ των οποίων παρεισφρέει και ένα συγγενές θεματικά ποίημα από παλαιότερη συλλογή), χωρισμένων σε Ενότητες ή/ και κεφάλαια, συνοδευόμενων από «Βιβλιογραφία Παραθεμάτων» αλλά και, στις τελευταίες σελίδες τής έκδοσης, από αποσπάσματα κριτικών για προηγούμενα βιβλία τού συγγραφέα. Όλα τα παραπάνω, ουσιαστικά, άλλο δεν κάνουν παρά να περιγράφουν ή να μας προϊδεάζουν για ένα πλούσιο παρακείμενο.

Το παρακείμενο, σύμφωνα με τον Gérard Genette, είναι το άθροισμα των περικειμενικών και των επικειμενικών στοιχείων. Τα πρώτα, τα περικειμενικά στοιχεία, βρίσκονται στον ίδιο χώρο που βρίσκεται και το κείμενο του λογοτεχνικού έργου, δηλαδή, στο εκάστοτε βιβλίο που κρατούμε κάθε φορά στα χέρια μας· πρόκειται για το περικάλυμμα και τα εξώφυλλα του βιβλίου, όπως έχουν σχεδιαστεί από τον εκδότη, για το όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο τού βιβλίου, για την σελίδα τού τίτλου στο σύνολό της, για τον πρόλογο, αν υπάρχει, για την αφιέρωση, το μότο, το γενεαλογικό δέντρο (στην μυθοπλασία), τους τίτλους των κεφαλαίων, τις υποσημειώσεις και γενικά ό,τι πλαισιώνει το κείμενο. Τα επικειμενικά στοιχεία, από την άλλη, είναι οι (σχετικές) δηλώσεις–αναφορές (του συγγραφέα), συνεντεύξεις και συζητήσεις, καθώς και οι προσωπικής ή διαπροσωπικής απεύθυνσης τύποι επικοινωνίας, όπως τα γράμματα ή τα ημερολόγια ή οι προφορικές εκμυστηρεύσεις, τα οποία, τουλάχιστον αρχικά, βρίσκονται εκτός βιβλίου. Αξίζει να προσεχθεί ότι ο Genette χρησιμοποιεί και για τα δύο είδη παρακειμενικών στοιχείων τον όρο «μηνύματα», γεγονός το οποίο αποδίδει αυτομάτως στο παρακείμενo τον ρόλο τού (δυνάμει) Σχολίου.[1]

Στον Ινδικοπλεύστη (τίτλος τριπλής, τουλάχιστον, παραπομπής, εφόσον, πλην της αρχικής σημασίας του και του συναφούς επωνυμικού προσδιορισμού, φωτίζεται εδώ επιπροσθέτως  τόσο από το γενικό, αντλημένο από τον Ηρόδοτο, μότο, όσο και από την μικρή προϊστορία την οποία αφηγείται η (παρακειμενική) αφιέρωση στον πατέρα τού συγγραφέα) τού Γιώργου Βέη, λοιπόν, ανευρίσκεται μία ποικιλία περαιτέρω εσωτερικών τίτλων και υποτίτλων, όπως και μία ποικιλία επιγραφών/ μότο (πάγια τακτική τού συγγραφέα, η οποία κάποιες φορές θυμίζει την Στανταλική επιγραφική φρενίτιδα, ένδειξη μικρής αποστασίας εκεί από τον «σοβαρό ρεαλισμό»), τα οποία, ως παρακειμενικά στοιχεία, συναποτελούν (μαζί με άλλα στα οποία δεν θα σταθούμε εδώ) το φερώνυμο πλαίσιο και σημασιοδοτούν αφειδώλευτα το κυρίως σώμα τού κειμένου. Επιπλέον, το ενσωματωμένο και νομιμοποιημένο από τον συγγραφέα, εξ ου και επικειμενικό κατά έναν τρόπο, Σχόλιο των κριτικών αποσπασμάτων αυξάνει ακόμη περισσότερο τον αριθμό και τα είδη των «μηνυμάτων» που στέλνει στους αναγνώστες του ο Γιώργος Βέης, όχι μόνον με τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις/ ιστορίες – φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλά και με το παρακειμενικό τους πλαίσιο.

Ειδικά, δε, ως προς το μότο, και δη το αλλογραφικό (το ανήκον, δηλαδή, σε έργο άλλου συγγραφέα, στοιχεία για το οποίο δίνονται ευσυνείδητα στην προαναφερθείσα «Βιβλιογραφία Παραθεμάτων»), θα πρέπει να σημειωθεί, πέραν τού ότι και στην περίπτωση του Γιώργου Βέη αποτελεί ένδειξη ρομαντικών καταβολών[2] και λυρικής ιδιοσυγκρασίας, το γεγονός τής σημαντικής «ρητορικής» του δύναμης, ανεξαρτήτως, κάποτε, της ερμηνευτικής κατευθυντήριας γραμμής του.

Σύμφωνα και πάλι με τον Genette, η χρήση τού μότο είναι σημάδι πολιτισμού, είναι το παρα-σύνθημα (“λογοπαίζοντας” θα το συνδέαμε στην ελληνική γλώσσα με το παρα-κείμενο) της πνευματικότητας. Είναι ένα είδος δοκιμής καθιέρωσης του συγγραφέα μέσω των ίδιων του των επιλογών, διότι «με αυτό διαλέγει τους ομότιμούς του και, ως εκ τούτου, την θέση του στο Πάνθεον»[3]. Τα παραπάνω, οπωσδήποτε, δεν υπονοούν ότι ο συγγραφέας επιλέγει τα μότο του τυχαία και για λόγους διακοσμητικούς, με κριτήριο την, συχνά, διάσημη προέλευσή τους. Εξίσου αναντίρρητη είναι, ωστόσο, η λειτουργία που καλείται «the epigraph–effect» και αναφέρεται στο γεγονός ότι και μόνη η παρουσία ή η απουσία τού μότο μαρτυρεί (με πολύ μικρό περιθώριο σφάλματος) σε ποια περίοδο ή σε ποιο είδος ανήκει το έργο, ή ποια είναι η γενική κατεύθυνση του περιεχομένου του. Ο Genette θεωρεί αυτήν την λειτουργία ως την πιο δυναμική πλάγια συνέπεια που μπορεί να έχει ένα μότο. Εξάλλου, «η χρήση μιας επιγραφής είναι πάντα μια βουβή χειρονομία τής οποίας η ερμηνεία αφήνεται στον αναγνώστη»[4]. Διότι, παρ’ όλο που η θέση τού μότο στην «άκρη» τού κειμένου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από ευδιάκριτη, όταν βρίσκεται στην σελίδα τού τίτλου, έως και περίοπτη, όταν τοποθετείται μόνο του σε μία, κατά τα άλλα, λευκή σελίδα, πολλοί αναγνώστες δεν το προσέχουν ή, και αν ακόμα το προσέξουν, δεν το θυμούνται κατά την διάρκεια της ανάγνωσης ή/ και δεν το συσχετίζουν με το συγκείμενο.

Θα κλείσω την παρούσα προσωπική ανταπόκριση στην πιο πρόσφατη κατάθεση του συγγραφέα Γιώργου Βέη επιστρέφοντας στην αρχή, δηλαδή, στην αφόρμησή της. Και αυτή δεν είναι άλλη από το εξώφυλλο και από τις ένθετες, στο μέσον περίπου τής έκδοσης, φωτογραφίες με τις οποίες αυτό το εξώφυλλο συνομιλεί. Εγκαθιδρύεται εδώ ένας διακαλλιτεχνικός διάλογος κειμένου και περικειμενικής εικόνας, απόλυτα καθοδηγούμενος (αλλά όχι το ίδιο απόλυτα ελεγχόμενος) από τον συγγραφέα, ο οποίος προσθέτει και τις φιλοσοφημένες, πληροφοριακές – λογοτεχνικές λεζάντες και ο οποίος μοιράζεται, εν τέλει, με τον αναγνώστη, έστω στιγμιοτυπικά, ακόμη και την ταξιδιωτική αυτοψία.

Αφού, λοιπόν, αποκαλυφθώ, για άλλη μία φορά, μπροστά στον πνευματικό πακτωλό τού συγγραφέα και των δημιουργημάτων του, δεν μένει παρά να παροτρύνω τους τωρινούς και τους μελλοντικούς μελετητές/ μελετήτριες να αξιοποιήσουν στον μέγιστο βαθμό το πολυσχιδές παρακείμενο στα έργο τού Γιώργου Βέη.

 

info: Γιώργος Βέης, «Ινδικοπλεύστης. Μαρτυρίες, παρεκβάσεις», Κέδρος

Σημειώσεις

[1] Βλ. στο Gérard Genette, Paratexts. Thresholds of interpretation, Translated by Jane E. Lewin, Cambridge University Press, 1997, σσ. 4-5. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με όσα λέγονται εδώ, καθώς και για την ερμηνευτική αξιοποίηση των θεωρητικών στοιχείων βλ. στο Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Το Παρακείμενο και η …–( Δια)κειμενικότητα ως Σχόλιο στο πεζογραφικό έργο του Τάσου Αθανασιάδη (και στα 21 εγκιβωτισμένα ποιήματα του πεζογράφου), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 2009.

[2] Βλ. σχετικά στο Genette, Paratexts, ό.π., σσ. 144-9, 160. Υπάρχει, βέβαια, σύμφωνα πάντα με την έρευνα του Gérard Genette, και η περίοδος των δεκαετιών 1960 και 1970 (κατά την οποία εκκολάφθηκε και, στην συνέχεια, ξεκίνησε να δημιουργεί ο Γιώργος Βέης), που χαρακτηρίζεται από μεγάλη κατανάλωση επιγραφών, προκειμένου να πάρει ο (κάθε) νέος συγγραφέας το χρίσμα τού διανοουμένου.

[3] Βλ. στο Paratexts, ό.π., σ. 160.

[4] Βλ. στο Paratexts, ό.π., σ. 156.

Προηγούμενο άρθροH. Jacobson:Τα δύο πρόσωπα του Εμπόρου της Βενετίας (της Ειρήνης Σταματοπούλου)
Επόμενο άρθροΠιάσε το τιμόνι γίγαντα…. (του Ανδρέα Καρακίτσιου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ