Γιάννης Ν. Μπασκόζος
Ο κλασικός αμερικανός συγγραφέας που αγαπούσε τον πολύπλοκο ευρωπαϊκό πολιτισμό και λάτρευε την απλότητα του αμερικάνικου στο πιο πολιτικό του βιβλίο, “Οι Βοστονέζες”, ασχολείται με ένα ερωτικό τρίγωνο, μια αλληγορία για την μετά τον εμφύλιο ανοικοδόμηση της Αμερικής. O Χένρυ Τζέημς σε ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματά του αποδεικνύει για άλλη μια φορά γιατί είναι «κλασικός» όσο και «σύγχρονος».
Είναι οι μεταρρυθμιστές πιο προοδευτικοί από τους συντηρητικούς; Είναι η φιλελεύθερη κοινωνία με το κυνήγι του χρήματος, τον καταναλωτισμό, τη διαφθορά καλύτερη από την παραδοσιακή κοινωνία, που είχε σε δεύτερη μοίρα τις γυναίκες και τα ανθρώπινα δικαιώματα; Πώς μπορεί ένα έθνος να κατακτήσει τον πολιτισμό ενάντια στη βαρβαρότητα; Μια σειρά τέτοιων ερωτημάτων θέτει ο Χένρυ Τζέημς στο πιο πολιτικό του μυθιστόρημα με τίτλο «Οι Βοστονέζες» που κυκλοφόρησε πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg στην πολύ καλή μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου.
O Χένρυ Τζέημς είναι γνωστός σε πολλούς από τα μυθιστορήματά του που έχουν γίνει ταινίες ( Το στρίψιμο της βίδας, Το πορτρέτο μιας κυρίας, Οι Βοστονέζοι, Ντέιζι Μίλερ κ.ά), αλλά για τους αναγνώστες είναι κυρίως ένας κορυφαίος κλασικός μυθιστοριογράφος. Ο Τζέημς παρουσιάστηκε στο μεταίχμιο των δύο προηγούμενων αιώνων και ήταν ένας ανήσυχος αναζητητής των κυοφορούμενων κοινωνικών αλλαγών. Το μυθιστόρημά του The Bostonians (κακώς αποδόθηκε Οι Βοστονέζοι στην ταινία του Άιβορυ) αφορά την ιστορία της έριδας ενός νεαρού άνδρας και μιας γεροντοκόρης για τα ωραία μάτια μιας ανίδεης και φιλόδοξης κοπέλας. Πίσω από αυτό το τρίγωνο υπάρχει η μεγάλη διαμάχη των κοινωνικών κινημάτων, κυρίως της απελευθέρωσης των μαύρων και του φεμινιστικού κινήματος, η αγωνία για την ταυτότητα της νέας Αμερικής.
Βρισκόμαστε λίγο μετά τον αμερικάνικο εμφύλιο. Ένας νεαρός, συντηρητικός από τον Νότο, ο Μπέιζιλ Ράνσομ, θα επισκεφθεί την Βοστονέζα συγγενή του μαχητική φεμινίστρια Όλιβ Τσάνσελορ και θα γνωρίσει την Βερίνα Τάραντ, μια αφελή, ταλαντούχα και όμορφη κοπέλα. Η Βερίνα έχει το «χάρισμα» μετά από ένα είδος ύπνωσης να βγάζει φλογερούς λόγους για την απελευθέρωση των γυναικών. Η Όλιβ θα της προτείνει να μείνει μαζί της και να αφοσιωθεί στο φεμινιστικό κίνημα. Ο Μπέιζιλ θα την ερωτευτεί και θα θελήσει να την αποσπάσει από τη γοητεία της Όλιβ, η οποία κρυφά είναι ερωτευμένη μαζί της. Η Όλιβ και ο Μπέιζιλ εκπροσωπούν όχι μόνον τους δύο διαφορετικούς κόσμους του Νότου και του Βορρά αλλά και τα δύο μέρη της διαμάχης στο μετεμφυλιακό αμερικάνικο κράτος. Είναι η εποχή του καταναλωτισμού, της άκρατης κερδοσκοπίας, της διαφθοράς. Ο Μπέιζιλ αισθάνεται ότι ο συντηρητικός Νότος προασπίζει καλύτερα την ανθρώπινη κοινωνία βασιζόμενος σε παραδοσιακές αξίες ενώ η Όλιβ προσβλέπει σε μια απελευθερωτική νέα κοινωνία μέσα σε αυτό που ήδη συντελείται στον Βορρά. Κανένας χαρακτήρας δεν είναι τέλειος. Για παράδειγμα η Όλιβ «παρά την απέραντη συμπάθεια που έτρεφε για τη μεταρρύθμιση, έπιανε συχνά τον εαυτό της να εύχεται οι μεταρρυθμιστές να ήταν λιγάκι διαφορετικοί». Ο Μπέιζιλ πιστεύει ότι «ως τώρα δεν έχει συναντήσει στον κόσμο παρά μόνον παλιές αλήθειες- τόσο παλιές όσο ο ήλιος και το φεγγάρι» αλλά δέχεται να παρακολουθήσει φεμινιστικές συγκεντρώσεις μήπως δει κάτι καινούργιο. Η Βερίνα είναι από τη φύση της ένας άστατος χαρακτήρας, άγεται και φέρεται από την επαρχιώτισσα μητέρα της και τον κομπογιαννίτη πατέρα της – οπαδό του μεσμερισμού-, συμπαθεί την Όλιβ που της υπόσχεται μια μεγάλη καριέρα με αντίτιμο την αφοσίωσή της στο κίνημα και προσωπικά σε αυτήν ενώ από την άλλη είναι ερωτευμένη με τον Μπέιζιλ.
Ο Τζέημς δεν περιγράφει κοινωνικές καταστάσεις (όπως ο Ντίκενς ή ο Μπαλζάκ) αλλά χειρίζεται τις οξύτατες κοινωνιολογικές του παρατηρήσεις μέσα από το πλέγμα των προσωπικών σχέσεων μιας ώριμης και περίπλοκης κοινωνίας. Ο Τζέημς είναι ο μελετητής όχι απευθείας της αντικειμενικής πραγματικότητας – όπως κάνουν οι μεγάλοι ρεαλιστές- αλλά της εντύπωσης της πραγματικότητας. Σε όλα τα μεγάλα του μυθιστορήματα η συμπεριφορά των μυθιστορηματικών του προσώπων καταλήγει να είναι η ιστορία της συμπεριφοράς του νου τους και η επίδραση της συμπεριφοράς στη ζωή τους.
Τον Τζέημς στο σύνολο του έργου του τον κατατρέχει μια εμμονή και μια αμφιθυμία: η σχέση του ευρωπαϊκού με τον αμερικάνικο πολιτισμό. Το ερώτημα που θέτει στα περισσότερα έργα του είναι ποιος μπορεί να είναι ο καρπός από τη σχέση ενός «παλιού και πολύπλοκου πολιτισμού με έναν καινούργιο και απλό», όπως ο αμερικάνικος. Στο background των Βοστονέζων ενυπάρχει αυτή η αγωνία για το που βαδίζει αυτή η νέα αμερικάνικη κοινωνία. Διχασμένος ο ίδιος πάντα ανάμεσα σε Ευρώπη και Αμερική λίγο πριν πεθάνει πολιτογραφείται Άγγλος.
Ο Έζρα Πάουντ έγραφε για τον Τζέημς ότι οι αμερικάνοι ποτέ δεν θα καταλάβουν την τελευταία αυτή του ενέργεια, να αλλάξει εθνικότητα. «Δεν έχουν καταλάβει τίποτα, ούτε καν γνωρίζουν τι έχασαν. Δεν σταμάτησαν ούτε πέντε λεπτά να συλλογιστούν τη σημασία της τελευταίας δημόσιας πράξης του. (..) Πάσχισε με κάθε τρόπο να φέρει την Αμερική προς την πλευρά του πολιτισμού- του πολιτισμού κατά της βαρβαρότητας, του πολιτισμού όχι της ουτοπίας, όχι προς την πλευρά μιας χώρας ή χωρών όπου το δίκαιο επικρατεί πάντα μέσα σε έξι βδομάδες. Αφιέρωσε μια ολόκληρη ζωή στην προσπάθεια αλληλοκατανόησης δύο ηπείρων..»
Έζρα Πάουντ: «Οι Αμερικάνοι δεν έχουν καταλάβει τίποτα, ούτε καν γνωρίζουν τι έχασαν”.
Ο Έλιοτ που συνέκρινε τον Τζέημς με τον Ντοστογιέφσκι ως προς το «βάθος και την ωφελιμότητα» του έργου του έγραφε γι αυτόν ότι «τον διακατείχε το όραμα μιας ιδανικής κοινωνίας. Είδε (και όχι φαντάστηκε τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας. Και κανείς τελικά δεν είχε καλύτερη επίγνωση- ή με μεγαλύτερη καλοσύνη ή με λιγότερη πικρία – της διαφοράς μεταξύ πιθανότητας και γεγονότος». Το έργο του βάδιζε σε αυτή την κατεύθυνση και οι «Βοστονέζες» ανήκουν σε αυτή την οπτική του συγγραφέα, για μια καλύτερη κοινωνία όπου θα μπορούσαν να συντεθούν οι αντιθέσεις.

Ο Χένρυ Τζέημς έχει στα περισσότερα έργα του ηρωίδες- γυναίκες. Έχει χαρακτηριστεί «ο εφευρέτης της παγκόσμιας αναγνωρίσιμης Αμερικανίδας»(Γ.Ντ. Χάουελς- αρχισυντάκτης του «Atlantic» και φίλος του), καθώς το μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγής του κυριαρχείται από γυναίκες : νέες, φιλόδοξες και ανεξάρτητες, δηλαδή αμερικανίδες. Είναι συντηρητικός, όπως και ο πατέρας του, έχει αρθρογραφήσει εναντίον των γυναικών, φρίττει με τη γυναίκα της νέας εποχής εντούτοις σε πείσμα των προσωπικών του απόψεων σκιαγραφεί τις πιο προχωρημένες γυναίκες της εποχής του είτε μιλάει για την Ιζαμπέλ (Το πορτρέτο μιας κυρίας), την Ευγενία και την Γερτρούδη (Οι Ευρωπαίοι), την Ντέιζι Μίλερ (Ντέιζι Μίλερ) ή την Όλιβ και την Βερίνα στις Βοστονέζες. Εξάλλου ο ίδιος έγραφε στην «Τέχνη του μυθιστορήματος ότι «ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να έχει κανέναν περιορισμό σχετικά με το τι μπορεί να επιχειρήσει».
Αν όμως μας αρέσει κάτι περισσότερο στον Χένρι Τζέημς είναι το απαράμιλλο ύφος του. Μπορείς να καταλάβεις ότι διαβάζεις κάποιο μυθιστόρημά του από την πρώτη παράγραφο. Δεν είναι τυχαίο που του άρεσε πολύ η ζωγραφική, μιας και θεωρούσε ότι μυθιστόρημα και εικόνα κινούνται παράλληλα δίνοντας εντυπώσεις της πραγματικότητας. Οι Βοστονέζες είναι ένας θαυμάσιος πίνακας μιας εποχής που αλλάζει με οδύνες και πολλές υποσχέσεις.
info: Henry James, Οι Βοστονέζες, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, Gutenberg, σειρά:Orbis literae
http://www.dardanosnet.gr/book_details.php?id=2223
- Τμήμα του άρθρου δημοσιεύτηκε στην εφ. Επένδυση, 23/7/16