Φρανσουάζ Σαγκάν, η «Κοκό Σανέλ της λογοτεχνίας»

0
5543

 

της Ρίτας Κολαϊτη.

 

Στις 24 Σεπτεμβρίου του 2004 πεθαίνει σε ηλικία 69 ετών η Φρανσουάζ Σαγκάν. Χάνεται ένα από τα τελευταία σύμβολα της περίφημης λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής σκηνής του Σεν-Ζερμέν-ντε-Πρε.

Τη δεκαετία του 1950, οι θαμώνες των καφέ της φημισμένης συνοικίας έβλεπαν  στα διπλανά τραπέζια τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, τη Ζιλιέτ Γκρεκό, τον Μπορίς Βιαν κι έναν νεαρό ανερχόμενο πολιτικό ονόματι Φρανσουά Μιτεράν… Τα βράδια όλοι αυτοί έσμιγαν πάλι στα σκοτεινά τζαζ-μπαρ της Αριστερής Όχθης του Παρισιού. Η νεαρή Σαγκάν βρέθηκε ανάμεσά τους μετά το αισθησιακό της άλμα προς τη φήμη το 1954, όταν εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα Καλημέρα Θλίψη, το οποίο έγραψε σε ηλικία 18 ετών.

Η μισή Γαλλία σοκάρεται από την ιστορία της δεκαεπτάχρονης ηρωίδας Σεσίλ, μιας κόρης «καλής οικογενείας» που, κάτω απ’ τον καλοκαιριάτικο ήλιο της Μεσογείου, γνωρίζει τη μαγεία του έρωτα και συνάμα συνωμοτεί για να εξοντώσει την καθωσπρέπει σύντροφο του πατέρα της η οποία επιθυμεί να την τιθασεύσει.

Η άλλη μισή, όμως, σαγηνεύεται από την τόλμη και τον ηδονισμό της ηρωίδας, καθώς και από την ικανότητα της συγγραφέως να προβάλλει τόσο άψογα τον εαυτό της στις σελίδες του μυθιστορήματός της.

Ο εκδότης Ρενέ Ζιλιάρ διαβλέπει στη Σαγκάν έναν καινούριο Ρεμόν Ραντιγκέ. Του ζητάει 25.000 φράγκα, της δίνει 50.000. Η κόκκινη πρόσθετη ταινία γύρω απ’ το βιβλίο, το οποίο κυκλοφορεί στις 15 Μαρτίου 1954, φέρει την ένδειξη «Με το διάβολο στην καρδιά». Η επιτυχία είναι άμεση, χάρη στο βραβείο των Κριτικών. Μεταξύ των μελών της επιτροπής είναι οι Ζορζ Μπατάιγ, Μαρσέλ Αρλάντ, Μορίς Ναντό, Ζαν Πολάν… Μια βδομάδα μετά, ο νομπελίστας Φρανσουά Μοριάκ, αυτός ο μεγάλος χρονογράφος της αστικής τάξης, θα γράψει στη Le Figaro για την «οξυδερκή σκληρότητα του τρομερού κοριτσιού με το αδιαμφισβήτητο λογοτεχνικό ταλέντο».

Το Καλημέρα Θλίψη θα βρεθεί αμέσως στην κορυφή των ευπώλητων. Τον πρώτο χρόνο πωλήθηκαν περισσότερα από 500.000 αντίτυπα στη Γαλλία. Μεταφράστηκε σε 20 γλώσσες, η επιτυχία είναι πρωτοφανής. Το 1958 μεταφέρεται στον κινηματογράφο από τον Ότο Πρέμιγκερ με πρωταγωνιστές την Τζιν Σίμπεργκ, τον Ντέιβιντ Νίβεν και την Ντέμπορα Κερ.

Η Σαγκάν έγραψε περισσότερα από 30 μυθιστορήματα: Σας αρέσει ο Μπραμς; (στο οποίο βασίστηκε το Goodbye again του Άνατολ Λίτβακ με την Ίγκριντ Μπέργκμαν, τον Άντονι Πέρκινς και τον Ιβ Μοντάν),  Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο, Ένα κάποιο χαμόγελο, Και με όλη μου την αγάπη, Υποταγή, Φυγή χωρίς επιστροφή, Η μακιγιαρισμένη γυναίκα, Ο φρουρός της καρδιάς, Τα θαυμάσια σύννεφα, Σάρα Μπερνάρ, κ.ά. Εκατομμύρια αντίτυπα πωλούνται στη Γαλλία και σε ολόκληρη την υφήλιο. Έγραψε επίσης θεατρικά έργα (Το μοβ φόρεμα της Βαλαντίν, Πύργος στη Σουηδία), καθώς και το σενάριο της ταινίας του Κλοντ Σαμπρόλ Landru (1963).

Το σκηνικό είναι πάντα το ίδιο: καζίνο, γρήγορα πολυτελή αυτοκίνητα, ιπποδρομίες, γάμοι και διαζύγια, ακριβά εστιατόρια, κομψές γυναίκες, απένταροι αριστοκράτες και αργόσχολοι πλούσιοι, νεαρά κορίτσια που συνοδεύουν ηλικιωμένους κυρίους… Το 1959, ένας κριτικός την αποκάλεσε «υπαρξίστρια πολυτελούς ξενοδοχείου».

Η απάντηση της Σαγκάν ήταν ψυχρή: «Μόνο πλούσιους γνωρίζω. Δε θα ήταν σωστό για μένα να περιγράψω ανθρώπους που δεν γνωρίζω και δεν καταλαβαίνω». Και κάποια άλλη στιγμή, σχολίασε: «Για σκεφτείτε το. Οι Φεράρι, το ουίσκι και ο τζόγος είναι πολύ πιο διασκεδαστικά από το πλέξιμο, το νοικοκυριό και την αποταμίευση».

Και γίνεται πειστική όταν διαβεβαιώνει: «Όλη μου τη ζωή, θα συνεχίσω να γράφω με πείσμα για τον έρωτα, τη μοναξιά και το πάθος μεταξύ των ανθρώπων που γνωρίζω. Όλα τ’ άλλα δεν μ’ ενδιαφέρουν».

Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν μια σοβαρή συγγραφέας. «Ονειρευόμουν να γίνω συγγραφέας αφότου άρχισα να διαβάζω. Άρχισα να γράφω το Καλημέρα θλίψη στα μπιστρό γύρω από τη Σορβόννη. Το τελείωσα, το έστειλα σε διάφορες εκδότες. Κάποιος το δέχτηκε. Αυτό δεν ήταν κακό. Ήταν μια τίμια δουλειά, αλλά ξέρω πώς να διαβάσω. Έχω διαβάσει Προυστ και Σταντάλ. Κι αυτό με κρατάει».

To Καλημέρα θλίψη περιλαμβάνεται σήμερα στις παγκόσμιες συλλογές κλασικής λογοτεχνίας. Οι σύγχρονοι κριτικοί διαβλέπουν μια ποιότητα και μια ενότητα του έργου που αγγίζουν την τραγωδία, διαποτισμένες όμως με λεπτή ειρωνεία. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Σαγκάν επανερμηνεύει τον Σκοτ Φιτζέραλντ υπό το πρίσμα του υπαρξισμού.

Είναι μια σύγχρονη συγγραφέας: είναι πιο σημαντική από τα βιβλία της, πιο διάσημη από τους χαρακτήρες που πλάθει. Η ηρωίδα είναι η ίδια. Λατρεύτηκε από εκατομμύρια ανθρώπους που τη θεωρούσαν ακαταμάχητα γοητευτική, διαβολικά έξυπνη.

Για τα μέσα ενημέρωσης, η προφανής ομοιότητα ανάμεσα στη ζωή της – ξέφρενη ταχύτητα, εραστές, τζόγος, αλκοόλ και ναρκωτικά – και στα μυθιστορήματά της έκανε τη Σαγκάν καθαυτή πάντα πιο ενδιαφέρουσα από τα έργα της, πράγμα που η ίδια αρνείται με κομψότητα στο Des bleus à l’ âme (1972).

Τι έκανε η Σαγκάν τον Μάη του 68; Επισκέφτηκε το εξεγερμένο Οντεόν, αλλά οι φοιτητές την κατηγόρησαν ότι πήγε με Φεράρι. Η απάντησή της ήταν αφοπλιστική: «Λάθος κάνετε, Μαζεράτι ήταν». Γι’ αυτήν, η πολιτική είναι κυρίως θέμα ηθικής στάσης.

Η εποχή Μιτεράν θα είναι το κύκνειο άσμα της. Στενή φίλη με τον Πρόεδρο, θα τον συνοδέψει σε πολλά ταξίδια. Εκείνος τη θαυμάζει, έχει διαβάσει όλα τα βιβλία της. Είναι η περίοδος όπου η δημόσια εικόνα της θαμπώνει ακόμα περισσότερο. Το 1985, στη διάρκεια επίσημου ταξιδιού του Μιτεράν στην Κολομβία, πέφτει σε κώμα και μεταφέρεται εσπευσμένα στο Παρίσι. Τα μέσα ενημέρωσης κάνουν λόγο για υπερβολική δόση κοκαΐνης, ο Ζακ Λανγκ μιλάει για «ασθένεια του μεγάλου υψόμετρου»…

 

Η Φρανσουάζ Σαγκάν, που την εποχή της δόξας της ήταν απίστευτα γενναιόδωρη, πέθανε μες στην ένδεια, σωματικά καταβεβλημένη, βουτηγμένη στα ναρκωτικά και εξαρτώμενη πλήρως από τη φιλανθρωπία των φίλων της. Χρωστούσε τεράστια ποσά σε φόρους. Της πήραν τα πάντα. Το αγαπημένο της κτήμα στη Νορμανδία, τα αυτοκίνητά της, ακόμα και τα δικαιώματα από τις πωλήσεις των βιβλίων της. Τη δεκαετία του ’90 καταδικάστηκε για κατοχή κοκαΐνης. Το 2002, ένα γαλλικό δικαστήριο την καταδίκασε για φοροδιαφυγή και, στη συνέχεια, το όνομα της μπλέχτηκε σε κάποιο μεγάλο οικονομικοπολιτικό σκάνδαλο της εποχής. Της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή.

Η προσωπική της ζωή ήταν κατ’ εικόνα των ηρωίδων της. Έκανε δύο γάμους. Ο πρώτος ήταν με τον γοητευτικό εκδότη Γκι Σελέρ ο οποίος, μολονότι είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της, την απατά ασύστολα. Ο δεύτερος, με τον Αμερικανό γλύπτη Μπομπ Γουέστχοφ –κάποιες φήμες τον ήθελαν ομοφυλόφιλο – με τον οποίον θα αποκτήσει, το 1962, τον γιο της Ντενί. Τα έντυπα της εποχής την χαρακτηρίζουν «θηλυκό πλέι-μπόι». Μεταξύ των εραστών της ήταν ο συγγραφέας Μισέλ Ντεόν, ο ψυχαναλυτής Ζαν-Κλοντ Μεγιέρ, ο συνθέτης Μισέλ Μανί, ο Ιταλός γόης Μάσιμο Γκάρζα, κ.ά. Αλλά και οι γυναίκες δεν την αφήνουν αδιάφορη ερωτικά. Το 1955 γνωρίζει τη Ζιλιέτ Γκρεκό. Η μούσα του Σεν-Ζερμέν-ντε-Πρε τραγουδάει ήδη Πρεβέρ, Κενό και Σαρτρ. Η Σαγκάν τής γράφει τέσσερα τραγούδια, μεταξύ των οποίων το Sans vous aimer, η πρώτη μελοποιημένη ερωτική εξομολόγηση, δέκα χρόνια πριν από τον Σερζ Γκένσμπουργκ. Και άλλες γυναίκες τη γοήτευσαν, μεταξύ αυτών η Άβα Γκάρντνερ. Στο συγκεκριμένο θέμα, όμως, η ασυμβίβαστη συγγραφέας σεβάστηκε τους αστικούς κανόνες: δεν έκρυβε ότι της άρεσαν οι γυναίκες, αλλά δεν το δημοσιοποίησε ποτέ.

Πρέπει να πούμε ότι θαύμαζε απεριόριστα τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και το εκδήλωνε στέλνοντάς του «επιστολές αγάπης» μέσω του Τύπου.

 

Το πραγματικό της όνομα είναι Φρανσουάζ Κουαρέζ. Ο συντηρητικός πατέρας τής απαγορεύει να γράψει τ’ όνομά του πάνω στο βιβλίο της. Δεν άντεχε την ‘ανηθικότητα’ της ηρωίδας του Καλημέρα θλίψη. Έτσι, η νεαρή Φρανσουάζ επιλέγει ένα επώνυμο από τον αγαπημένο της Προυστ: εκείνο του δανδή πρίγκιπα του Σαγκάν.

Στις 25 Σεπτεμβρίου του 2004, η εφημερίδα Le Parisien κυκλοφορεί με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Αντίο Σαγκάν, καλημέρα θλίψη». Η Μπριζίτ Μπαρντό, μολονότι γνωρίζονταν ελάχιστα, της έστειλε στεφάνι με τη φράση «Στη δίδυμη αδελφή μου».

Μιλώντας ο γιος της Ντενί Γουέστχοφ στο Vanity Fair, θα πει: «Η μητέρα μου απόπνεε το άρωμα του Chanel no 5 ανάμικτο με τη μυρωδιά του καπνού. Τα ρούχα της –παντελόνια, σακάκια, παλτά, πολύχρωμα πουκάμισα- ήταν όλα ραμμένα σε αυστηρή αντρική γραμμή. Στις διακοπές φορούσε εσπαντρίγιες και στο Παρίσι, δερμάτινες μπότες. Τίποτα το επιδεικτικό, πέρα από κάποιες διακριτικές αλλά ακριβές λεπτομέρειες: ένα κόσμημα Bulgari, ένα μακρύ κολιέ με πετράδια ταιριαστά με την υπόλοιπη εμφάνισή της, μια υπέροχη μπλε δερμάτινη τσάντα στην οποία μου είχε απαγορέψει, απ’ όταν ήμουν μικρό παιδί, να ψαχουλεύω. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο ήταν τα πουκάμισά της: ανοιχτά παστέλ, ροζ, πορτοκαλί ή κόκκινα, το αγαπημένο της χρώμα. Δεν φορούσε ποτέ δαχτυλίδια, βραχιόλια ή σκουλαρίκια. Τελικά, το μοναδικό της καπρίτσιο ήταν τα σπορ αυτοκίνητα όπως εκείνη η μικρή Ferrari California 1968 την οποία λάτρευε.

Την ξαναβλέπω μπροστά μου να ψάχνει, όπως πάντα, τον αναπτήρα για ν’ ανάψει ένα τσιγάρο Kool. Αγόραζε κούτες ολόκληρες, οι οποίες δεν κρατούσαν για πολύ: τις έχανε, τις χάριζε, τις παρατούσε κάπου. Τα ταξίδια μου στις Ηνωμένες Πολιτείες τα ονόμαζε «ειδική αποστολή Kool». Υποστήριζε με πάθος ότι τα «σκληρά» πακέτα δεν είναι τα ίδια με τα «μαλακά» που ήταν τα αγαπημένα της. Δεν φτιάχνονται στο ίδιο μέρος, έλεγε. Κάθε φορά, έπρεπε να της φέρνω όσα περισσότερα μπορούσα. Στο κομοδίνο της υπήρχε πάντα το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ κι ένα μικρό τετράδιο κατριγέ στο οποίο έγραφε τα μυθιστορήματά της με μπλε μαρκαδόρο. Η μητέρα μου δεν αγαπούσε το μαύρο. Εκτός κι αν επρόκειτο για βραδινό φόρεμα».

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ διάβολος στο κορμί
Επόμενο άρθροΙστορίες του δρόμου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ