Ελευθέριος Μακεδόνας (ανταπόκριση από το Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ Θεσσαλονίκης)
‘Ejercicios de Memoria’ (Ασκήσεις Μνήμης) (2016)
Εισαγωγή. Ασκήσεις μνήμης, γιατί ο εγκέφαλός μας έχει την τάση να εθελοτυφλεί μπροστά στο (βιωμένο) τραύμα, να απωθεί την επώδυνη εμπειρία, να προσποιείται πως δεν θυμάται, πως το φρικαλέο ποτέ δεν συνέβη στην πραγματικότητα. Έτσι εξηγείται ίσως το γιατί, μετά το τέλος της σκοτεινής περιόδου τής γενικευμένης κρατικής τρομοκρατίας, σε όλα τα μήκη και πλάτη τής Λατινικής Αμερικής (δεκαετίες 1970 και 1980), ‘Σε πολλές κοινωνίες κυριάρχησε η σιωπή και το θέμα των βιαιοτήτων έγινε ταμπού’.[1] Λόγω του ίδιου αυτού ανακλαστικού, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ‘… οι περισσότεροι Λατινοαμερικανοί σιώπησαν παραλυμένοι από το φόβο και επέλεξαν να μην βλέπουν και να μην ακούν, …’.[2] Υπήρξαν ωστόσο πάμπολλοι άλλοι που δεν σιώπησαν, που όρθωσαν το ανάστημά τους, με αποτέλεσμα να απαχθούν, να βασανισθούν, να ‘εξαφανισθούν’, να ενταφιασθούν σε μαζικούς τάφους, σε άγνωστα μέχρι ακόμη και σήμερα σημεία. Μία τέτοια περίπτωση ανθρώπου υπήρξε κι αυτή τού Παραγουανού Agustín Goiburú (1930-1977), της πιο σημαντικής και θαρραλέας αντιπολιτευτικής φωνής που υψώθηκε στην Παραγουάη, κατά τα 35 συναπτά χρόνια (1954-1989) της αιμοσταγούς δικτατορίας τού στρατηγού Alfredo Stroessner (1912-2006).
Σύνοψη της ταινίας. Η Παραγουανή σκηνοθέτρια Paz Encina δίνει στην ταινία της το λόγο στα τρία παιδιά τού Παραγουανού ηγέτη τού αντιπολιτευτικού κόμματος MOPOCO (MOvimiento POpular COlorado – Λαϊκό Έγχρωμο Κίνημα), Agustín Goiburú, ο οποίος απήχθη και δολοφονήθηκε το 1977 από το καθεστώς Stroessner.
Ενόσω τα παιδιά τού Goiburú καταθέτουν τις μαρτυρίες τους (χωρίς να εμφανίζονται στην κάμερα), σε μία επίπονη άσκηση μνήμης, εμείς παρακολουθούμε μία ομάδα μικρών παιδιών να παίζουν ανέμελα, σε απόλυτη αρμονία με την άγρια Παραγουανή φύση, παραπέμποντας σε μία άλλη δυνατότητα ζωής, μακριά από τη δυσωδία της ανθρώπινης κοινωνίας, μακριά από την ανθρώπινη μικρότητα και παρακμή, κοντά στη φύση και στις θεμελιώδεις βιολογικές ανάγκες τού ανθρώπινου ζώου. Παράλληλα, προβάλλεται φωτογραφικό κι αρχειακό υλικό, που ανασυνθέτει τη ζωή και τη δράση τού Goiburú, αλλά και το γενικότερο κλίμα εκφυλισμού που επικρατούσε στην Παραγουάη επί Stroessner.
Η ταινία. Η Paz Encina κάνει σαφές εξαρχής, ότι δεν προτίθεται να δημιουργήσει μία ακόμη λατινοαμερικάνικη ταινία υψηλών επαναστατικών τόνων, για ένα – χωρίς καμία αμφιβολία – κτηνώδες παρελθόν, που όλοι θέλουν να ξεχάσουν. Ούτε ο εύκολος και εύπεπτος συναισθηματισμός είναι το δικό της ιδίωμα. Αντιθέτως, επιβάλλει από την αρχή έναν αργό ρυθμό στην αφήγηση και στην κίνηση της κάμεράς της, ενώ η ματιά της παραμένει σταθερά ψύχραιμη και στοχαστική. Δεν βιάζεται να πει τα πάντα και γρήγορα. Δεν την ενδιαφέρει να ‘κερδίσει’ το θεατή της με τη γρήγορη παράθεση δεδομένων και στοιχείων – που για καιρό κρατήθηκαν μυστικά[3] – ή ακόμη και με την εισαγωγή στοιχείων δράσης, παρότι το θέμα της θα προσφερόταν για μία τέτοια τακτική.[4] Ενδιαφέρεται πάνω απ’ όλα να ‘χτίσει’ μία ορισμένη κινηματογραφική ατμόσφαιρα, έναν καμβά πάνω στον οποίο να ξεδιπλωθεί πιο φυσικά και εύκολα η ανησυχαστική, πολιτικού περιεχομένου ιστορία της.
Κι η επιλογή της αυτή λειτουργεί πολύ ικανοποιητικά. Σαν να έχει κατανοήσει σε βάθος το βασικό μηχανισμό τής απώθησης, στον οποίον έχουμε αναφερθεί ήδη και στον οποίον υπακούει εν πολλοίς ο ψυχισμός εκατομμυρίων Λατινοαμερικάνων, μετά τα όσα ασύλληπτα έχουν διαδραματιστεί στην άτυχη Λατινική Αμερική. Σαν να γνωρίζει πολύ καλά, ότι κάθε επιπλέον φράση που εκφέρεται από τα χείλη των παιδιών τού Goiburú, ισοδυναμεί με αιματηρά χτυπήματα, όμοια με αυτά που κατά πάσα πιθανότητα δέχθηκε ο πατέρας τους στα χέρια των βασανιστών τού Departamento de Investigaciones [Τομέας Ερευνών], της μυστικής αστυνομίας τού καθεστώτος Stroessner.
Το εύρημα της κινηματογράφησης των παιδιών που παίζουν στην άγρια φύση λειτουργεί αποτελεσματικά σε πολλαπλά επίπεδα: προσδίδει μία αίσθηση αφηγηματικής πλοκής, η οποία ωστόσο είναι χαλαρή και δεν επιδρά δυναστικά πάνω στην ταινία˙ αναπαριστά στην ουσία την παιδική ηλικία των ίδιων των παιδιών τού Goiburú, ενόσω εμείς τα ακούμε να μας την περιγράφουν στο παρασκήνιο κι ενώ παράλληλα παρακολουθούμε ένα κολλάζ φωτογραφιών από τη ζωή τους με τον πατέρα τους. Μία παιδική ηλικία που στιγματίσθηκε από την αντίφαση της παιδικής αθωότητας και της αμεσότητας της φύσης από τη μία και της απάνθρωπης πολιτικής πραγματικότητας από την άλλη˙ επιβεβαιώνει και εδραιώνει τη στρατηγική επιλογή τής Paz Encina να μην σοκάρει απλά το κοινό της με μία ακόμη ανατριχιαστική ιστορία – από τις εκατομμύρια άλλες – που μας έχει δώσει η πολύπαθη Λατινική Αμερική. Να μην αποσπάσει εύκολα συναισθήματα από το κοινό της. Αλλά με έμμεσο τρόπο, να μας ευαισθητοποιήσει πολιτικά και ίσως και φιλοσοφικά, για τα ακραία σημεία στα οποία μπορεί να φτάσει ο ολοκληρωτισμός κι η ανθρώπινη κτηνωδία˙ καθώς τα ημίγυμνα κορμιά των παιδιών σκαρφαλώνουν με θαυμαστή ευλυγισία στους κορμούς των δέντρων, καθώς κινούνται άνετα στην πυκνή Παραγουανή ζούγκλα, καθώς κολυμπούν σε ποτάμια, μόνα τους ή με τα άλογά τους, υπνωτιζόμαστε σχεδόν, ξεχνούμε το ‘δύσκολο’ κι επώδυνο θέμα τής ταινίας, αναλογιζόμαστε το βαθμό τής εκτροπής τού σύγχρονου ανθρώπου από αυτό που κάποτε ήταν και που θα έπρεπε να συνεχίζει να είναι και σήμερα: βυθισμένος στη φύση, οργανικό μέρος της, χωρίς τη διασπασμένη – και διασπαστική – συνείδηση που ανέπτυξε κατά την πορεία ‘εξέλιξης’ του ‘Πολιτισμού’ του, γεμάτος από συναισθήματα αγνότητας και αγάπης για την ίδια τη φύση και για τους ανθρώπους.
Και τότε, η δικτατορία τού Stroessner, με τις παρακολουθήσεις, το δοσιλογισμό της, τις απαγωγές, τα βασανιστήρια, τις εξαφανίσεις, φαντάζει ως ακόμη πιο παράλογη. Ακόμη πιο παρανοϊκή. Ως ο απόλυτος ξεπεσμός τού ανθρώπινου ζώου. Προσφέροντάς μας ένα ακόμη ακαταμάχητο τεκμήριο της ολικής μας αποτυχίας.
Alfredo Stroessner. Λίγα πράγματα μαθαίνουμε γενικά για τη μικρή και μακρινή μας Παραγουάη. Οι περισσότεροι από εμάς, ίσως έχουν στο μυαλό τους μία ασαφή εικόνα μίας μικρής, εξωτικής χώρας, με άγρια, τροπική φύση και αυτόχθονες Ινδιάνους Γκουαρανί. Οι λίγο πιο ενημερωμένοι, ωστόσο, συνδέουν την Παραγουάη με την έννοια της διαρκούς δικτατορίας. Εδώ και δύο αιώνες – μετά την ανεξαρτησία της από την Ισπανία – η χώρα έχει ‘κυβερνηθεί’ από μία ατελείωτη σειρά ψυχικά διαταραγμένων κι αιμοδιψών δικτατόρων, με αποκορύφωμα τον Alfredo Stroessner.
Κεφαλαιοποιώντας έξυπνα τη συμμετοχή του στον πόλεμο του Chaco (με τη Βολιβία, κατά την περίοδο 1932-1935) και στον εμφύλιο της Παραγουάης το 1947, τασσόμενος ανά πάσα στιγμή με το μέρος του εκάστοτε ισχυρότερου ‘παίκτη’, αλλά μη διστάζοντας να τον προδώσει με την πρώτη ευκαιρία για το προσωπικό του όφελος, ο Stroessner ανελίχθηκε γρήγορα στη στρατιωτική ηγεσία της χώρας και το 1954 κατέλαβε με πραξικόπημα την εξουσία.
Ήδη, το 1971, όταν εκδιδόταν το Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής, ο Eduardo Galeano έγραφε: ‘Ο δικτάτορας Alfredo Stroessner, που έχει μετατρέψει την Παραγουάη σε ένα μεγάλο στρατόπεδο συγκέντρωσης εδώ και δεκαπέντε χρόνια, …’.[5] Επιεικής περιγραφή, αναλογικά. Κι αυτό γιατί δεν είχαν αποκαλυφθεί ακόμη τα λεγόμενα Αρχεία του Τρόμου [Archivos del Terror], από τον Martín Almada, ο οποίος είχε βασανισθεί από την Παραγουανή αστυνομία κι επί πολλά χρόνια αναζητούσε τεκμήρια που να πιστοποιούν, ότι τα όσα περιέγραφε δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του, αλλά η πραγματικότητα της Παραγουάης επί τρεισήμισι ολόκληρες δεκαετίες.
Τα Αρχεία του Τρόμου αποκάλυψαν σε όλη του την έκταση το καθεστώς τρομοκράτησης του πληθυσμού που επέβαλλε ο Stroessner, με συστηματικές παρακολουθήσεις ‘ύποπτων’ για ανατρεπτική δράση πολιτών, με απάνθρωπα βασανιστήρια και βάρβαρες δολοφονίες, ενώ ταυτόχρονα προσέφεραν ανεκτίμητης αξίας τεκμηρίωση για τη διαβόητη Επιχείρηση Κόνδορας [Operación Cóndor], που οργάνωσαν οι Η.Π.Α. στην περιοχή τού Río de la Plata, με αφειδή παροχή χρηματοδότησης, εξοπλισμού κι εκπαίδευσης στα τοπικά δικτατορικά καθεστώτα, με απώτερο στόχο την εξάλειψη του ‘κόκκινου κινδύνου’ στην περιοχή.
Μερικές από τις ‘χάρες’ και τα ‘κατορθώματα’ του Alfredo Stroessner: σταθερός γερμανόφιλος και θαυμαστής τής ναζιστικής ιδεολογίας – βαυαρικής καταγωγής ο ίδιος, από την πλευρά του πατέρα του – μετέτρεψε την Παραγουάη σε καταφύγιο για φυγάδες Ναζί, όπως ο διαβόητος ψυχοπαθής ‘γιατρός’ τού Άουσβιτς, Josef Mengele˙ παρέσχε άσυλο στο δικτάτορα της Νικαράγουα Anastasio Somoza αφότου εκδιώχθηκε από τους Σαντινίστας˙ υπήρξε ο πρώτος ηγέτης ξένης χώρας που επισκέφθηκε τη Χιλή, μετά την επικράτηση του Augusto Pinochet, με τον οποίον υπήρξε και στενός φίλος˙ υποστήριξε την επέμβαση των Η.Π.Α. στη Δομινικανή Δημοκρατία το 1965˙ το πρωτοπαλίκαρό του, αρχηγός της μυστικής αστυνομίας και αρχι-βασανιστής Pastor Coronel, συνήθιζε να βασανίζει τα θύματά του πάνω σε σωρούς ανθρώπινων περιττωμάτων ή εμβολίζοντας το ορθό τους με ηλεκτροφόρες βουκέντρες˙ ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Παραγουάης Miguel Soler διαμελίσθηκε ζωντανός με αλυσοπρίονο, ενόσω ο ίδιος ο Stroessner άκουγε σαδιστικά τις κραυγές του από το τηλέφωνο.
Βιβλιο-προτάσεις με αφορμή την ταινία.
– Μία θαυμάσια ευκαιρία να (ξανά)διαβάσουμε τη ‘Βίβλο’ τής σύγχρονης Λατινοαμερικάνικης Ιστορίας, όπως ίσως δεν μας την έχουν πει ποτέ και, σίγουρα, όπως θα έπρεπε να τη γνωρίζουμε: οι Ανοιχτές Φλέβες της Λατινικής Αμερικής, του Eduardo Galeano. Στα Ελληνικά κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κουκίδα, το 2008.
-Αντίστοιχου προσανατολισμού και εξίσου υψηλής ποιότητας, μία Ιστορία της Λατινικής Αμερικής από μία Ελληνίδα Καθηγήτρια Ιστορίας, την κα Μαρία Δαμηλάκου: Ιστορία της Λατινικής Αμερικής, από τις Εκδόσεις Αιώρα (2014).
-Το magnum opus του μεγάλου Παραγουανού συγγραφέα Yo el Supremo [Εγώ ο Υπέρτατος], το οποίο αναφέρεται στο ανάλογο του Stroessner κατά το 19ου αιώνα, τον Dr Francia, τον πρώτο διδάξαντα μίας μακράς σειράς αιμοβόρων δικτατόρων, που σημάδεψαν όλη τη μετέπειτα Ιστορία τής Παραγουάης. Δυστυχώς, το βιβλίο δεν κυκλοφορεί στην Ελληνική γλώσσα.
[1] Μαρία Δαμηλάκου, Ιστορία της Λατινικής Αμερικής, Αθήνα, Αιώρα, 2014, σ. 216.
[2] Ό.π., σσ. 206-207.
[3] Το 1992 ο Martín Almada ανακάλυψε, μετά από πολυετή έρευνα, έναν τεράστιο όγκο εγγράφων, που αποκάλυπταν σε όλο του το βάθος το βρώμικο παρελθόν τής δικτατορίας Stroessner. Το βιβλίο που έχει γράψει για το θέμα αυτό είναι διαθέσιμο σε τρεις γλώσσες – Αγγλικά, Ιταλικά και Ισπανικά – στο site: http://www.martinalmada.org/libro.html
[4] Στο νου μας έρχεται για παράδειγμα, η αντίστοιχου θέματος ταινία Infancia Clandestina (2011), του Αργεντινού Benjamín Ávila, που αναφέρεται στο κίνημα των Montoneros, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας τού Videla.
[5] Eduardo Galeano, Las venas abiertas de América Latina, Madrid, Siglo Veintiuno de España Editores, 2002, p. 319.