του Ελευθέριου Μακεδόνα (*) (ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη για την ταινία ‘Dugma’ (Το κουμπί) (2016). )
Σύνοψη. Η ταινία τού Νορβηγού Paul Refsdal παρακολουθεί από κοντά την καθημερινότητα τεσσάρων μαχητών-μουτζαχεντίν, του μετώπου Jabhat Al-Nusra (παρακλάδι τής al-Qaeda στη Συρία), οι οποίοι έχουν εγγραφεί εθελοντικά στη λίστα αναμονής των ‘μαρτύρων’ – των καμικάζι τού Μετώπου, που όταν τους δοθεί η εντολή, ‘πατούν το κουμπί’, οδηγούν δηλαδή τεθωρακισμένα οχήματα φορτωμένα με τόνους εκρηκτικών κατευθείαν πάνω στα στρατεύματα του Άσαντ κι ανατινάζονται μαζί με αυτά.
Σκέψεις πάνω στην ταινία. Οι απόψεις και τα κίνητρα του Refsdal δεν είναι ιδιαίτερα σαφή για το θεατή, κατά τη διάρκεια της ταινίας. Μάλιστα, καθώς η προβολή προχωρά, αρχίζουν να γίνονται αρκετά αμφιλεγόμενα. Οι υποψίες αυτές επιβεβαιώνονται, όταν – μετά την προβολή – διαβάζουμε σε συνέντευξη του σκηνοθέτη στην The Telegraph: ‘Από το 1984 παίρνω συνεντεύξεις από αντάρτες. Εάν [υποτεθεί ότι] έχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα με αυτούς, τότε θα πρέπει να θεωρηθούν ως πολεμιστές τής ελευθερίας. Εάν όχι, τότε γενικά, είναι τρομοκράτες. Ήθελα να τους παρουσιάσω, με τον τρόπο που συνηθίζουμε να παρουσιάζουμε φίλα προσκείμενες σε εμάς δυνάμεις, αλλά όχι με το ύφος τής δημοσιογραφίας, χωρίς δηλαδή να τους κρίνω, δείχνοντας μόνο την καθημερινή τους ζωή’.[1] Η ίδια, μηχανική και, πια, αφόρητα κουραστική, σύγχρονη Δυτική μεταφυσική, που δεν παύει να διαχωρίζει τον κόσμο στους ‘καλούς’, – που μάχονται στο πλευρό των Η.Π.Α. και των συμμάχων τους για την επικράτηση της ‘ελευθερίας’ – και στους ‘κακούς’, που είναι εχθροί τής ελευθερίας και της δημοκρατίας. Με υπερβολικά πολλούς βαθμούς ελευθερίας ωστόσο και με συχνότατες μεταπτώσεις ως προς το ποιος είναι κάθε φορά ‘μαχητής της ελευθερίας’ και ποιος όχι. Απλοϊκή μεταφυσική, που προφανώς καθορίζεται από τις εκάστοτε γεωπολιτικές ορέξεις τής Αυτοκρατορίας, τις οποίες, καθώς φαίνεται από τα λεγόμενά του, ο Refsdal αγνοεί (ή αρνείται να αναγνωρίσει).
Κι όμως, παρόλα αυτά, η ταινία του είναι εκπληκτική. Διασώζεται από τη στρατηγική επιλογή του να κινηματογραφήσει τους τζιχαντιστές ‘… χωρίς να τους κρίνω, δείχνοντας μόνο την καθημερινή τους ζωή’. Και, δίνοντας ακριβώς στους ίδιους τους μουτζαχεντίν το λόγο, ακολουθώντας τους κατά πόδας στις πιο απλές, καθημερινές τους δραστηριότητες¸ η ταινία του αποκτά μία πραγματικά φιλοσοφική διάσταση, προσφέροντάς μας τροφή για σοβαρό στοχασμό, γύρω από το ζήτημα της ‘θρησκείας’ γενικότερα και ειδικά στην εκφυλισμένη της εκδοχή, όπως τη ζούμε παγκοσμίως σήμερα.
Επί παραδείγματι, σε κάποιο σημείο της ταινίας, καθώς ο Βρετανός μουτζαχεντίν Abu Basir Al Britani [άραγε, δημιούργησε κάποιον συνειρμό στο Refsdal η βρετανική υπηκοότητα του συγκεκριμένου μαχητή;] προσπαθεί να περιγράψει μπροστά στην κάμερα, ποιες είναι οι σκέψεις ή τα αισθήματα εκείνα που οδηγούν ένα ‘μάρτυρα’ σε μία τόσο αδιανόητη για οποιοδήποτε Δυτικό μυαλό πράξη, ο Al Britani απαντά με υπερηφάνεια, ότι ‘αυτή ακριβώς είναι η διαφορά μας με αυτούς‘. Είτε το συνειδητοποιούν ο Refsdal κι ο Al Britani, είτε όχι, βρισκόμαστε μπροστά σε μία αυθόρμητη ομολογία μίας από τις βασικές γενεσιουργούς αιτίες τού θρησκευτικού φανατισμού και του πολέμου κατ’ επέκταση: ‘Εγώ’ και ο ‘Άλλος’. ‘Εμείς’ κι ‘Αυτοί’. Εμείς – οι ‘καλοί’, – που πιστεύουμε στον έναν και πραγματικό Θεό, τον Αλλάχ κι οι ‘Άλλοι’, – οι ‘κακοί’, οι άπιστοι, που πρέπει να εξαλειφθούν με κάθε τίμημα, προκειμένου να υπερισχύσει ο λόγος τού Θεού [μας], δηλαδή στην ουσία, πάλι Εμείς.
Έτσι, τα λόγια τού Al Britani γίνονται ένα σπάνιο μνημείο τής βασικής αιτίας γένεσης των άπειρων θρησκευτικών δοξασιών που έχουμε δημιουργήσει ανά τους αιώνες: της ανάγκης διαχωρισμού κι εξύψωσης του ατομικού μας Εγώ, σε αντιδιαστολή με ένα πάντα υποδεέστερο ‘οι Άλλοι’.
Αντιλαμβανόμαστε καθώς ακούμε τον Al Britani, τη θρησκεία, ως τον απόλυτο μηχανισμό απόκτησης μίας κάποιας ταυτότητας, πάντα ανώτερης και πιο ευγενούς από αυτές των άλλων˙ ως μηχανισμό, επομένως, αυτοκαθορισμού και διαφοροποίησης του ανθρώπου –ιδεατής και όχι πραγματικής πάντα – με απώτερο στόχο το πολυπόθητο εκείνο αίσθημα ασφάλειας, που τόσο σπάνιο φαίνεται να είναι, σ’ έναν ολοένα πιο ψυχρό, αδιάφορο και βίαιο κόσμο.
Όμως, τί συμβαίνει όταν δισεκατομμύρια άλλοι άνθρωποι επιζητούν επίσης, με κάθε τρόπο, την ίδια ασφάλεια, ταυτιζόμενοι κι αυτοί με χιλιάδες δικής τους επινόησης θεότητες κι όταν επίσης, βασική προϋπόθεση για να νιώσει ο καθένας τους αυτήν την ‘ασφάλεια’ μέσω του Θεού του, είναι ο Θεός αυτός να του παρουσιάζεται ως ο μόνος ‘αληθινός’, αποκλείοντας συνεπώς την ταυτόχρονη ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου, εξίσου ‘αληθινού’ Θεού; Το βλέπουμε στη Συρία: ο ολοκληρωτικός πόλεμος κι η καταστροφή όλων ανεξαιρέτως των ‘πιστών’.
Σε άλλο σημείο τής ταινίας, άλλος μουτζαχεντίν, τραγουδάει έναν θρησκευτικό ‘ύμνο’, του οποίου η κεντρική ιδέα, είναι και πάλι, ότι οι ‘Άλλοι’ είναι αυτοί που πρώτοι υπήρξαν ‘άδικοι’ και ‘κακοί’, μη αποδεχόμενοι το θέλημα του Αλλάχ κι επομένως ‘Εμείς’ (οι ‘καλοί’) δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να … τους εξαλείψουμε! Την ίδια στιγμή, ο Refsdal στρέφει την κάμερά του σε ένα οπλοπολυβόλο και με αργή κίνηση δείχνει μέσα από την τρύπα τού πολυβολείου! Ξανά, η θρησκεία ως ένα άλλοθι για την καταστροφή του ‘Άλλου’ και για την απόλυτη επικράτηση του ατομικού ‘Εγώ’. Θυμόμαστε αναπόφευκτα το μεγάλο Ιταλό φιλόσοφο Carlo Michelstaedter, ο οποίος πίσω από κάθε ‘Ηθική’ – κοινωνική, θρησκευτική ή άλλη – διείδε αποκλειστικά και μόνο τον εγωιστή άνθρωπο, ο οποίος, στην προσπάθειά του ‘να νομιμοποιήσει την αυτοεκτίμησή του, δεν θα διστάσει να μετατραπεί προς στιγμήν σε φιλόσοφο και θα αναζητήσει τις πράξεις εκείνες που θα είναι σύμφωνες με το δικό του προσωπικό κριτήριο περί του καλού και του κακού. – Θα εφαρμόσει το ηθικό κριτήριο στα πράγματα’.[2]
Σε πολλά σημεία της ταινίας, οι μουτζαχεντίν ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλον, χρησιμοποιώντας το βασικό επιχείρημα, ότι η αυτοκτονία τού ‘μάρτυρα’ είναι μία πράξη τού ανώτατου επιπέδου, διότι μέσω αυτής τού χαρίζεται απόλυτη και δια παντός άφεση αμαρτιών (‘για κάθε σταγόνα αίμα’), ενώ υπάρχουν και πολλά άλλα σημαντικά οφέλη: πηγαίνει στον Παράδεισο, εξασφαλίζει μία θέση στον Παράδεισο και για άλλα μέλη της οικογένειάς του, βλέπει το πρόσωπο του ίδιου του Αλλάχ, έχει όσες γυναίκες θέλει. Ας σταθούμε στο τελευταίο, ως το πιο αποκαλυπτικό, ενός γενικού υποδείγματος γένεσης κι αναπαραγωγής τού μηχανισμού τής θρησκείας από τον ανθρώπινο εγκέφαλο:
‘Πολεμούν με στρατιωτικά μέσα’, συνεχίζει στη συνέντευξή του ο Refsdal. ‘Δεν έχω πρόβλημα με ό, τι κάνουν, όσο οι στόχοι τους είναι στρατιωτικοί’. Κι αυτό, γιατί, όπως ο ίδιος αναφέρει, το καθεστώς Άσαντ είναι υπεύθυνο για τη δολοφονία 100.800 αμάχων [όχι 100.700 φέρ’ ειπείν, ή 100.900, αλλά ακριβώς 100.800!]. Ο Refsdal, χωρίς να το γνωρίζει, είναι κι αυτός ένα ακόμη θύμα τής πιο αναίσχυντης προπαγάνδας στην οποία έχει επιδοθεί η Δύση, προκειμένου να δικαιολογήσει έναν από τους πιο βίαιους επεκτατικούς πολέμους της.
Θα αρκούσε να δει το εξίσου εκπληκτικό ντοκιμαντέρ Shadow World (2016), του συναδέλφου του Johan Grimonprez, το οποίο επίσης προβάλλεται στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, για να κατανοήσει – ή να θυμηθεί – το επιβεβαιωμένο πια γεγονός, ότι οι φονταμενταλιστές που μάχονται σήμερα στη Συρία είναι ευθείς απόγονοι των μουτζαχεντίν που χρηματοδοτήθηκαν, οπλίστηκαν κι εκπαιδεύτηκαν από τις Η.Π.Α. και τους συμμάχους τους το ’80 στο Αφγανιστάν, με στόχο να προκαλέσουν τη μεγαλύτερη δυνατή ζημιά, στην ήδη παραπαίουσα τότε Σοβιετική Ένωση.
Δεν υποστηρίζουμε εδώ, ότι η κυβέρνηση Άσαντ δεν έχει διαπράξει εγκλήματα κατά αμάχων. Δυσκολευόμαστε ωστόσο να δεχτούμε και την εικόνα που προσπαθεί να μας μεταδώσει ο Refsdal, των τζιχαντιστών ως ‘πολεμιστών τής ελευθερίας’, που ‘πολεμούν με στρατιωτικά μέσα’ και, ενίοτε, παίζουν ξένοιαστοι με μικρά παιδάκια σε αλάνες (σε μία από τις τελευταίες σκηνές τής ταινίας), όταν δεν αυτο-ανατινάζονται, ζωσμένοι με τόνους εκρηκτικών, κατά αμιγώς ‘στρατιωτικών στόχων’.
Ευτυχώς που ο Refsdal δεν έμεινε στα λόγια, όταν δήλωνε, ότι ως βασικό του σκοπό είχε την αντικειμενική, χωρίς υποκειμενικές κρίσεις, παρουσίαση των τζιχαντιστών. Κι αφήνοντας την κάμερά του να κινηθεί όσο το δυνατόν πιο αβίαστα μεταξύ των ίδιων των μαχητών, δίνοντας σε αυτούς το λόγο κι επιτρέποντάς τους να μιλήσουν ελεύθερα για τις σκέψεις, τα πιστεύω και τα κίνητρά τους, μας προσέφερε – ίσως κι άθελά του – ένα μικρό κινηματογραφικό αριστούργημα.
(*)Ο Ελευθέριος Μακεδόνας έχει σπουδάσει Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμό (Ε.Α.Π.)
[1] http://www.telegraph.co.uk/men/thinking-man/al-qaeda-asked-for-my-cv-meet-the-man-who-filmed-suicide-bombers/.
[2] Carlo Michelstaedter, La Melodía del Joven Divino (MJD) [Η Μελωδία του Θεϊκού Νέου], Editorial Sexto Piso, Κογιοακάν (Μεξικό) & Μαδρίτη 2011, σ. 56.