Φίλλις  Ουίτλεϋ, η σκλάβα ποιήτρια, 1753–1784 (γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης)

0
130
Phillis Wheatley: The unsung Black poet who shaped the US (Credit: Paul Matzner/Alamy)

 

 

γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

 

Η Φίλλις Ουίτλεϋ (Phillis Wheatley, 1753–1784),  ήταν η πρώτη γυναίκα αφρικανικής καταγωγής που είδε κάποιο υλικό  της δημοσιευμένο.  Γεννήθηκε γύρω στα 1753 στη Δυτική Αφρική και μεταφέρθηκε στη Βοστώνη ως σκλάβα, το 1761. Ενθαρρυμένη από την κυρία της, που την χρησιμοποιούσε ως οικιακή υπηρέτρια, έγινε γρήγορα εγγράμματη και ξεκίνησε να γράφει ποίηση που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες της Βοστώνης. Η Φίλλις είχε γράψει αρκετά ποιήματα μέχρι το 1772, ενώ   προσπάθησε να αξιοποιήσει την αυξανόμενη φήμη της, δημιουργώντας ένα βιβλίο με προηγούμενα δημοσιευμένα και νέα έργα. Επειδή δεν κατάφερε να βρει  εκδότη στη Βοστώνη, η κυρία της αναζήτησε επιτυχώς έναν εκδότη από το Λονδίνο. Η Φίλλις Ουίτλεϋ πέρασε αρκετές εβδομάδες στο Λονδίνο, το 1773. Επέστρεψε στη Βοστώνη πριν από τη δημοσίευση του βιβλίου της, «Ποιήματα για Διάφορα Θέματα: Θρησκευτικά και Ηθικά» (Poems on Various Subjects: Religious and Moral), για να φροντίσει την ασθενούσα κυρία της, πιθανότατα με αντάλλαγμα κάποια υπόσχεση χειραφέτησης. Αφέθηκε ελεύθερη, αλλά τα τελευταία χρόνια της σημαδεύτηκαν από προσωπικές και οικονομικές απώλειες. Το 1778 παντρεύτηκε τον Τζων Πήτερς (John Peters), έναν ελεύθερο μαύρο που άλλαζε συχνά επάγγελμα και ήταν μονίμως χρεωμένος οικονομικά. Σύμφωνα με πληροφορίες, έκαναν  τρία παιδιά, τα οποία πέθαναν όλα μικρά. Η Φίλλις δεν κατάφερε να βρει εκδότη για την δεύτερη ποιητική συλλογή της, η οποία  επρόκειτο να συμπεριλάβει μέρος της διατλαντικής αλληλογραφίας της. Τελικά, η Φίλλις  Ουίτλεϋ-Πήτερς πέθανε φτωχή και δυστυχισμένη στη Βοστώνη, το 1784, και φέρεται να θάφτηκε σε έναν ασήμαντο τάφο.

Τα «Ποιήματα για Διάφορα Θέματα: Θρησκευτικά και Ηθικά»,  καταδεικνύουν το ικανό και πολύπλευρο το ταλέντο της σε  στίχους,  ύμνους, ελεγείες, μεταφράσεις, φιλοσοφικά ποιήματα και παραμύθια. Αναμφίβολα, όμως, η Φίλλις Ουίτλεϋ εκμεταλλεύτηκε και επωφελήθηκε από το αυξανόμενο διατλαντικό ενδιαφέρον της εποχής της για τα χρονικά, γεωγραφικά, κοινωνικά και εθνοτικά θέματα. Ο Αμερικανός Μπέντζαμιν Ρας (Benjamin Rush, 1745-1813), την  επαινεί ως γυναίκα και άτομο αφρικανικής  καταγωγής στο ‘An Address to the Inhabitants of the British Settlement in America, upon Slave-Keeping’ (Βοστώνη, 1773), αναφέροντας την εντυπωσιακή πορεία ενός μικρού κοριτσιού με τα τόσα εντυπωσιακά προσόντα που διέθετε.  Στη Γαλλία, μια επιστολή του Βολταίρου του 1774 προς τον βαρόνο Constant de Rebecque αναφέρει ότι ο πολύ ωραίος αγγλικός στίχος της Φίλλις, απορρίπτει τον ισχυρισμό κάποιων ότι δεν υπάρχουν μαύροι ποιητές. Η Φίλλις Ουίτλεϋ, για την ιστορία, μαζί με τον Φράνσις Γουίλιαμς και τον Ιγνάτιους Σάντσο, έγιναν μεταθανάτια σημαντικά πρόσωπα στη διατλαντική συζήτηση για τη δουλεία, ειδικά όταν αναφερόμαστε στις τελευταίες δεκαετίες  του δέκατου όγδοου αιώνα. Ας δούμε κάποια χαρακτηριστικά ποιήματα της Φίλλις Ουίτλεϋ:

Για τη μεταφορά απ’ την Αφρική στην Αμερική
Ήταν η ευσπλαχνία  που μ’ έφερε απ’ την παγανιστική μου  γη,
Δίδαξε τη νυχτωμένη μου  ψυχή  να καταλάβει
Ότι υπάρχει ένας Θεός, ότι υπάρχει κι’ ένας Σωτήρας:

Μόλις  λυτρώθηκα ούτε αγωνίστηκα ούτε γνώριζα.

Κάποιοι βλέπουν τη μαύρη μας φυλή με  περιφρόνηση,
‘Το χρώμα τους είναι ένα σατανικό καλούπι’

Θυμηθείτε,  Χριστιανοί,  Νέγροι, μαύροι όπως ο Κάιν,
Μπορεί να εξευγενιστούν και να ενταχθούν στην αγγελική αμαξοστοιχία.

 

Η αφηγήτρια ξεκινά δηλώνοντας ότι ήταν  ευλογία, μια ελεύθερη πράξη της συμπόνιας του Θεού που την έφερε εδώ απ’ την Αφρική, μια παγανιστική γη. Ταυτόχρονα εκτιμά ότι  η συγκεκριμένη διαδικασία ήταν  μια ταπεινή αναγνώριση των αρετών μιας χριστιανικής χώρας, όπως είναι η Αμερική.  Παρά τις δυσκολίες που υπέστησαν και τις φοβερές αδικίες που υπέφεραν, δείχνει ότι υπάρχει τελικά μια αξιοπρεπής προσέγγιση στην όλη κατάσταση. Οι συνθήκες που επικρατούσαν πάνω στα δουλεμπορικά πλοία, είναι ιστορικά τεκμηριωμένο και γνωστό  ότι ήταν τρομερές, αφού  πολλοί πέθαιναν από ασθένειες, ενώ άλλοι πνίγονταν. Ενώ δεν υπάρχει καμία αναφορά για το ταξίδι, αυτό καθ’ εαυτό, ή την απαγωγή ή το συναισθηματικό άγχος, αφού η συνολική εμπειρία προέκυψε μέσα  απ’ την ευσπλαχνία του Θεού. Η επιβίωση από το μεγάλο και απαιτητικό ταξίδι  από την Αφρική στην Αμερική, εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την τύχη και από κάποια θεϊκή πρόνοια ή θεία παρέμβαση. Η αφηγήτρια έχει μάθει για την ύπαρξη του Θεού,   έχει επίγνωση της ζωής του Χριστού πάνω στη Γη και τώρα σώζεται, χωρίς να έχει προηγουμένως κάποια γνώση ή ανάγκη για λύτρωση της ψυχής. Οι τέσσερις πρώτες γραμμές επικεντρώνονται στην αναδρομική εμπειρία της αφηγήτριας, η οποία  έχουσα τώρα αποκτήσει γνώση της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, μπορεί να ομολογήσει ότι έχει προσηλυτιστεί και είναι πλέον πιστή. Δεν φαίνεται στη φωνή της κάποια πικρία, αλλά τουναντίον παρουσιάζεται  ήρεμη, προσγειωμένη και ευγνωμονούσα  για την τύχη της. Ο πέμπτος στίχος αντιπροσωπεύει μια μετατόπιση της διάθεσης και του όλου  τόνου του ποιήματος, αφού υπαινίσσεται ότι οι μαύροι δεν θεωρούνται καλύτεροι από τα ζώα και στην πραγματικότητα αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα και τίποτα περισσότερο. Ταυτόχρονα φέρνει στο προσκήνιο την ιδέα ότι η προκατάληψη, ο φανατισμός και ο ρατσισμός απέναντι στους μαύρους ανθρώπους είναι λανθασμένη τακτική και αντιχριστιανική.

Σε σύνολο, το ποίημα εξυπηρετεί έναν σκοπό, που δεν είναι άλλος από την περιβόητη ισότητα όλων των ανθρώπων. Οι μαύροι άνθρωποι δεν είναι κακοί και ενώπιον του Θεού, όλοι είναι ευπρόσδεκτοι!

* * * * *

Ένας ύμνος στο απόγεμα

Μόλις ο ήλιος διέκοψε την ανατολική του πορεία
Η βροντερή αστραπή  τράνταξε  την ουράνια  πεδιάδα.

Εξαίσιο μεγαλείο! Απ’ τα φτερά του Ζέφυρου,

Αποπνέει το λιβάνι της λουλουδιασμένης  άνοιξης.

Τα ρυάκια ρέουν απαλά, τα πουλιά ανανεώνουν τις νότες τους,

Και μέσα στον αέρα, σκορπίζει η μελωδία τους

Αλλά η δύση αγάλλεται στο βαθύ κόκκινο:

Έτσι που τα στήθια μας με κάθε  αρετή να λάμπουν,
Οι ζωντανοί ναοί του Θεού μας κάτω!

Γεμάτοι με την ευλογία εκείνου που δίνει το φως,
Και τραβάει τις πένθιμες κουρτίνες της νύχτας,
Ας ηρεμήσουν οι γαλήνιοι ύπνοι κάθε κουρασμένο μυαλό,
Το πρωί να ξυπνήσουν  πιο  ουράνιοι, πιο εξευγενισμένοι,

Έτσι θ’ αρχίσουν οι εργασίες της ημέρας
Πιο καθαρές, περισσότερο επιφυλακτικές απ’ τις παγίδες της αμαρτίας.
Το βαρύ σκήπτρο της νύχτας σφραγίζει τα νυσταγμένα μου μάτια.

 

Σκοπός του ποιήματος αυτού, είναι να περιγράψει την ομορφιά της ζωής και του κόσμου και να εξηγήσει ότι αυτή αποτελεί δώρο  του Θεού που δεν διαρκεί, όμως, για πάντα. Στην αρχή, η Φίλλις  Ουίτλεϋ περιγράφει την ομορφιά του κόσμου γύρω της, όπως είναι οι πεδιάδες, ο άνεμος, η ανθοφορία της άνοιξης, τα ρέματα, τα πουλιά, κλπ., κατά τη διάρκεια ενός απογέματος. Χρησιμοποιεί δεόντως την προσωποποίηση, για να περιγράψει πολλές από αυτές τις ομορφιές, όπως για παράδειγμα τη βροντερή αστραπή  που τράνταξε τον απέραντο κάμπο. Καθώς συνεχίζει, εξηγεί ότι ο Θεός είναι εκείνος που δίνει το φως και που τραβάει τις πένθιμες κουρτίνες του χρόνου, λέγοντας ότι η ομορφιά του κόσμου είναι ένα δώρο από εκείνον ο οποίος μπορεί ελεύθερα να το δώσει, αλλά και να το πάρει. Στο τέλος του ποιήματος, εξηγεί ότι τα νυσταγμένα μάτια της θα κλείσουν και δεν θα δουν την ομορφιά του  κόσμου, μέχρις ότου ο ήλιος ανατείλει πάλι την αυγή, και επαναλαμβάνοντας ότι την ομορφιά του κόσμου ο Θεός την μοιράζεται μαζί μας με την ανατολή του ήλιου και καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.

 

* * * * *

Περί Φαντασίας

 

Τα ποικίλα έργα σου, αυτοκρατορική βασίλισσα, βλέπουμε,

Πόσο λαμπερά είναι τα σχήματά τους! Πόσο στολισμένα με μεγαλοπρέπεια από σένα!

Τα θαυμαστά σου έργα στέκονται σε όμορφη τάξη,

Και όλα μαρτυρούν πόσο δυνατό είναι το χέρι σου.

Από τα λαμπερά ύψη του Ελικώνα,

Ιερή χορωδία, παρακολουθήστε και βοηθήστε τις προσπάθειές μου:

Για να διηγηθείτε τις δόξες της με πιστή γλώσσα,

Εσείς, ανθισμένες χάρες, θριαμβεύστε στο τραγούδι μου.

Τώρα εδώ, τώρα εκεί, η περιπλανώμενη Φαντασία πετάει,

Μέχρι που κάποιο αγαπημένο αντικείμενο χτυπήσει τα περιπλανώμενα μάτια της,

Τα μεταξωτά της δεσμά δένουν όλες τις αισθήσεις,

Και η απαλή αιχμαλωσία τυλίγει το μυαλό.

Φαντασία! Ποιος μπορεί να τραγουδήσει τη δύναμή σου;

Ή μπορεί να περιγράψει την ταχύτητα της πορείας σου;

Πετώντας στον αέρα για να βρούμε τη φωτεινή κατοικία,

Το ουράνιο παλάτι του βροντερού Θεού,

Με τα φτερά σου μπορούμε να ξεπεράσουμε τον άνεμο,

Και να αφήσουμε πίσω μας το κυλιόμενο σύμπαν:

Από αστέρι σε αστέρι περιπλανιέται η νοητική όραση,

Μετράει τους ουρανούς και περιηγείται στα βασίλεια των ουρανών.

Εκεί, με μια ματιά, αντιλαμβανόμαστε το πανίσχυρο σύνολο,

Ή με νέους κόσμους θαυμάζουμε την απεριόριστη ψυχή.

Αν και ο Χειμώνας συνοφρυώνεται στα εκστασιασμένα μάτια της Φαντασίας

Τα χωράφια μπορούν να ανθίσουν και να αναδυθούν χαρούμενες σκηνές

Τα παγωμένα βάθη μπορούν να σπάσουν τα σιδερένια τους δεσμά,

Και να ζητήσουν από τα νερά τους να μουρμουρίσουν πάνω από τις άμμους.

Η Όμορφη Χλωρίδα μπορεί να ξαναρχίσει την ευωδιαστή της βασιλεία,

Και με τα ανθισμένα πλούτη της να στολίσει την πεδιάδα

Ο Συλβάνος μπορεί να σκορπίσει τις τιμές του τριγύρω,

Και όλο το δάσος να στεφθεί με φύλλα:

Θέατρα μπορούν να κατέβουν και δροσιές να αποκαλύψουν τα πετράδια τους,

Και νέκταρ να λάμψει στο ανθισμένο τριαντάφυλλο.

Ο Συλβάνος ας σκορπίσει τις τιμές του τριγύρω,

Και όλο το δάσος να στεφθεί με φύλλα:

Θα κατέβουν οι ψιχάλες, και οι δροσιές θα αποκαλύψουν τα πετράδια τους,

Και το νέκταρ θα λάμψει στο ανθισμένο τριαντάφυλλο.

Τέτοια είναι η δύναμή σου, ούτε οι εντολές σου είναι μάταιες,

Ω εσύ, ο ηγέτης της νοητικής πορείας:

Σε πλήρη τελειότητα όλα τα έργα σου είναι σφυρηλατημένα,

Και δικό σου το σκήπτρο πάνω στα βασίλεια της σκέψης.

Μπροστά στον θρόνο σου τα υποκείμενα πάθη υποκλίνονται,

Των υποκείμενων παθών κυρίαρχος άρχοντας εσύ

Με την εντολή σου η χαρά ορμάει στην καρδιά,

Και μέσα από τις λαμπερές φλέβες τα πνεύματα ξεχύνονται.

Η φαντασία μπορεί τώρα να δοκιμάσει τα μεταξωτά της φτερά

Να ανυψωθεί απ’ τη γη και να σαρώσει το κενό ψηλά:

Από το κρεβάτι του Τιθωνού ίσως τώρα υψωθεί η Αυγή,

Με τα μάγουλά της να φλέγονται από ουράνια χρώματα,

Ενώ ένα καθαρό ρεύμα φωτός πλημμυρίζει τους ουρανούς.

Τον μονάρχη της ημέρας θα μπορούσα να δω,

Και όλα τα βουνά με λαμπερό χρυσάφι στις κορυφές,

Αλλά διστάζω να αφήσω τις ευχάριστες εικόνες,

Τις οποίες η Φαντασία ντύνει για να ευχαριστήσει τη Μούσα

Ο αυστηρός χειμώνας μου απαγορεύει να ποθήσω,

Και οι βόρειες καταιγίδες καταπνίγουν τη φλόγα που ανατέλλει

Παγώνουν τα κύματα της ρέουσας θάλασσας της Φαντασίας,

Σταμάτα λοιπόν, τραγούδι μου, σταμάτα τον άνισο στίχο.

 

Έχει ειπωθεί από πολλούς ότι οι βιογραφικές λεπτομέρειες των ποιητών μπορεί να μην είναι πάντα σημαντικές όταν διαβάζουμε τα ποιήματά τους, αλλά είναι πιθανώς καλύτερα να ανταποκριθούμε θετικά σε αυτό το ποίημα γνωρίζοντας την πραγματικά αξιοσημείωτη ζωή της ποιήτριας Φίλλις Ουίτλεϋ ως απελευθερωμένης σκλάβας που μάχεται ενάντια σε κάθε είδους κακουχίες. Το ποίημα είναι συνειδητά μεγαλοπρεπές και εντυπωσιακό στον τόνο του με το πλήθος των κλασσικών αναφορών. Η Ουίτλεϋ καταδεικνύει ξεκάθαρα ότι μπορεί να γράφει στο ύφος της εποχής με τρόπο που υποδηλώνει δεξιότητα, ευαισθησία και μάθηση. Στοχάζεται πάνω στη δύναμη της φαντασίας παρουσιάζοντας  τη «Φαντασία», ως βασίλισσα ικανή για θαυμάσιες πράξεις. Μεγάλο μέρος του ποιήματος ασχολείται με τη μεταμορφωτική, εμπνευσμένη, σχεδόν μαγική δύναμη της απεριόριστης φαντασίας που μπορεί να προσφέρει ελευθερία και ευχαρίστηση, ίσως και κοινωνική και πολιτική ελευθερία για κάποιον της φυλής και του φύλου της!

 

Προηγούμενο άρθροBarroux επί τρία κι ένας ονειροπόλος (της Ελένης Γεωργοστάθη)
Επόμενο άρθροΑνέφικτη αλλαγή (γράφει η ‘Ερη Σταυροπούλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ