του Διαμαντή Αξιώτη
Ο εξ Άρτας ορμώμενος, κάτοικος πλέον των Πατρών, φιλόλογος Γιάννης Η. Παππάς, συνέλλεξε τριάντα τρία ολιγοσέλιδα στην πλειονότητά τους πεζογραφήματα μικρής αναπνοής, περιορισμένου εύρους και τα συστέγασε σε μία συλλογή με τον αδιευκρίνιστο, ανατρεπόμενο στη συνέχεια τίτλο Θαμπές ζωές.
Όσο κι αν οι γεωγραφικές αναφορές μέσω των διαδραματιζόμενων συμβάντων αφορούν ένα μεγάλο τμήμα των Βαλκανίων, τη μερίδα του λέοντος διεκδικούν οι πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας, κυρίως της Ηπείρου. Για να καταλήξουν
-αναπόφευκτα;- στην πρωτεύουσα της Αχαΐας, την Πάτρα, υπερτονίζοντας ωστόσο τα ήθη και έθιμα όλου του ελλαδικού χώρου μιας εποχής. Αυτής της πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια, εκπροσωπώντας την ολοκληρωτική μιζέρια μιας χώρας. Ανατρέποντας ευφυώς την εθελοτυφλούσα ρήση «κάθε πέρσι και καλύτερα».
Ιερά πατρογονικά, κήποι με καρποφόρα, κίτρινα χωράφια της σοδιάς, παραπόταμοι και γκιόλες, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, υπαίθριοι αναστενάρηδες συνθέτουν ένα βουκολικό περιβάλλον, όπου καλούνται οι ήρωες του βιβλίου να ανδρωθούν και να δράσουν, παγιδευμένοι σε «ξόβεργες με μέλι». Οι περισσότεροι από αυτούς, ανήμποροι να δραπετεύσουν προς ένα «καλύτερο αύριο», αποδέχονται μοιρολατρικά τον εγκλωβισμό τους και ριζώνουν.
Φέτες ζωής που περιορίζονται σε δύο ή τρεις σελίδες του βιβλίου, συμβιούν με άλλες εξίσου ασφυκτικά συμπιεσμένες, ικανές, σε άλλη περίπτωση, να αναπτυχθούν σε «κανονικά» διηγήματα ή νουβέλες, μιας και τα πάθη και παθήματά τους μένουν κολοβά ή στις καλύτερες των περιπτώσεων ανολοκλήρωτα με αποσιωπητικά και υποσχέσεις. Άλλα, τα πλέον ατυχή, μπορεί να τα εκλάβει ο αναγνώστης ως ανέκδοτα που γειτνιάζουν ατυχώς με κακοποιήσεις ανηλίκων γυναικών, βιασμούς παιδιών και των δύο φίλων, εκβιασμούς, απορρίψεις, διωγμούς και φονικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας «Ο Μήτσος ο χασικλής», «Ο δόκιμος και η “θείτσα”», «Η τελευταία συνάντηση», «Δύο απ’ όλα». Καλαμπούρια της αντροπαρέας που εξατμίζονται με το σβήσιμο του τελευταίου τσιγάρου.
Ο Γ. Παππάς, επιστρατεύοντας άλλοτε πρωτοπρόσωπη και άλλοτε τριτοπρόσωπη αφήγηση, λαμβάνει το δικαίωμα να μιλήσει για μνήμες πολύτιμες στη φύλαξή τους, με τολμηρή αποκαλυπτικότητα, συναναστρεφόμενος ετερόκλητους μεταξύ τους ανθρώπους, των οποίων τα επίσης ετερόκλητα περιστατικά παίρνουν πνοή για να συμβιώσουν μέσα στις ελέγξιμες διαστάσεις μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής που επιτείνει τον εγκλωβισμό τους. Το ρήγμα που δημιουργείται κάτω από τα πόδια τους τούς οδηγεί στην άβυσσο της εξαθλίωσης και της απόγνωσης.
Η γλώσσα που εντέχνως χρησιμοποιεί είναι αφοπλιστικά απλή έως απλοϊκή, παρεξηγήσιμα εύκολη, διανθισμένη με όχι απαραίτητες πάντα βωμολοχίες. Λες και με αυτό τον τρόπο επιδιώκει να γίνει προσεγγίσιμη, κατανοητή, ίσως και συμπάσχουσα η οδύσσεια των ηρώων του. Μιας και στις αφηγήσεις του παρελαύνουν πολυπληθείς οικογένειες, σκιαγμένοι σαλοί που ζουν σε μικρές ανώνυμες πόλεις, άντρες δίχως προσανατολισμό και προσδοκίες που περιστοιχίζονται από πλήθος γυναικών όλων των κοινωνικών βαθμίδων της επαρχίας. Ο συγγραφέας με εξαιρετική ευαισθησία και γνώση εισχωρεί στον ψυχικό κόσμο των τελευταίων για να αποκαλύψει τις θαμπές ζωές τους μέσα από το ένδοξο παρελθόν τους, τότε που εκθαμβωτικά όμορφες και θελκτικές, “χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ” έχτιζαν τα τείχη που έμελε να τις εγκλωβίσουν, αφήνοντάς τες “από τον κόσμον έξω”. στο τέλμα και τη λήθη.
Στις σελίδες της συλλογής συμβιώνουν, με τρόπο αφοπλιστικό, τα μεγάλα με τα μικρά, τα σημαντικά με τα ασήμαντα, ώστε όση έμφαση δίνεται στον βιασμό μιας γυναίκας ή στον βίαιο θάνατο ενός παιδιού, να υπογραμμίζεται με την ίδια ένταση η συνεύρεση ενός αγένειου έφηβου με μία πόρνη. Η σκληρότητα της επαρχιακής πραγματικότητας αναμετράται με εκείνη του Κέντρου και υπερτερεί. Η βαρβαρότητα των «άξεστων» ανθρώπων ανταγωνίζεται εκείνη του συνωστιζόμενου πλήθους των φωτεινών λεωφόρων. Οι ερωτικές βιαιοπραγίες, οι απιστίες και η εξάρτιση από τη σάρκα, κάτω από τον μεγεθυντικό φακό του συγγραφέα, παίρνουν διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Οι νέοι στις «Θαμπές ζωές», μιμούμενοι τους ομήλικούς τους του «μυθιστορήματος της εφηβείας» του Κ. Πολίτη «Eroica», ενηλικιώνονται μέσα από επαναστατικά-αριστερά αναγνώσματα, το ποδόσφαιρο με ιδιαίτερη λατρεία στον ΠΑΟΚ της Τούμπας, συμμετοχή σε συλλαλητήρια διαμαρτυρίας και διστακτικές επισκέψεις της πρώτης φοράς σε πορνεία
«Συμμετέχουν» στην ταινία «Τέλος εποχής» του Αν. Κόκκινου, όπου κυριαρχεί η φιλία, οι ανταγωνισμοί, οι κατακτήσεις και οι συγκρούσεις της δικής τους χρονικής περιόδου.
Οι γυναίκες -κυρίως αυτές- ανεβαίνουν στο σανίδι για να εκτελέσουν τον δικό τους θεατρικό μονόλογο, όμοιο με εκείνον της «Γυναίκας της Πάτρας» του Γιώργου Χρονά που έδρασε κατά τη δεκαετία 1950-1960. Τη θέση της πόρνης Πανωραίας σπεύδει να καταλάβει η «λιανή, ξανθή, με γαλανά μάτια, όμορφη στα ογδόντα της» Βασίλω του ομώνυμου αφηγήματος, που «χορτάτη από έρωτα και χάδια», αρχίζει να εξιστορεί την θυελλώδη «θαμπή ζωή» της από τότε που ήταν δεκαέξι χρονών. Η οποία, σε κάποια στιγμή της δικής της παράστασης, αφηγούμενη τον πρώτο έρωτα της ζωής της με ‘κείνο τον «ψηλό, μαυριδερό, με σγουρά κοράκιασα μαλλιά, άντρα σωστό» δάσκαλο, θα ξεφλουδίσει το δικό της πορτοκάλι, θα το σφίξει στο χέρι της, και λίγες σταγόνες θα στάξουν στο χώμα κάποιου μικρού ορεινού χωριού της Πρέβεζας. Σπονδή στη ζωή που, μετά από τόσες ερωτικές θύελλες, την καταδίκασε να υπηρετεί και να «ξεσκατίζει» επί πέντε χρόνια τον «λίγο λειψό στο μυαλό και κουτσό», κατάκοιτο άντρα της.
Από τις πλέον αληθινές και απολαυστικές σελίδες του βιβλίου.
Και όταν ο επίμονος αναγνώστης προσπεράσει τα στιγμιότυπα με «Τα μπλε παπούτσια» και «Τα λευκά δόντια» θα βρεθεί, στο κλείσιμο του βιβλίου, έκπληκτος εμπρός στα πολυσέλιδα, διαφορετικού ύφους, θέματος και βαρύτητας διηγήματα «Το χιτώνιο ή “Ποιος θα μου δώσει πίσω τα παιδικά μου χρόνια;”» και «Η τελευταία φωτογραφία».
Στο αυτοβιογραφικό «Χιτώνιο» ο συγγραφέας βρίσκεται, τον Μάρτιο του 2013, στην Ουγγαρία, καλεσμένος της Ντόρας Σόλτι, διευθύντριας του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου για να μιλήσει για τον «μεγάλο συγγραφέα Δημήτρη Χατζή, άξιο τέκνο της Ηπείρου». Εκεί παρευρίσκεται σε εκδήλωση όπου η συγγραφέας Αρετή Σκεύη-Μπακιρτζή καταθέτει συγκλονιστικές μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο της «”Παιδομάζωμα” ή “παιδοσώσιμο”; -Παιδιά του εμφυλίου στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη», αποσπάσματα του οποίου παραθέτει στη δική του ιστορία ο Γ. Παππάς. Αρχίζοντας από την 1η του Απρίλη του 1948 για να κλείσουν -οι μαρτυρίες- στις μέρες μας με μια επίσκεψη στο ανάκτορο -πολιτιστικό ίδρυμα σήμερα- «Γιόζεφ Κάροι», το οποίο πριν από πέντε δεκαετίες φιλοξένησε εκατοντάδες εκπατρισμένα Ελληνόπουλα.
Στο δεύτερο από τα τόσο σημαντικά ιστορικά διηγήματα, ο συγγραφέας βρίσκεται στο Κηπουριό των Γρεβενών στο γλέντι ενός γάμου. Εκεί, με τον ήχο του κλαρίνου, ακούει έκπληκτος για πρώτη φορά να γίνεται λόγος για τον τρομερό επικηρυγμένο ληστή Θωμά Γκαντάρα, ο οποίος «στα 1923 αποφασίζει να φωτογραφηθεί» από τον φωτογράφο των Τρικάλων Θανάση Μάνθο. Δέκα χρόνια αργότερα συναντά τον ίδιο ληστή στην ποιητική συλλογή «Με των αλόγων τα φαντάσματα» του Χρήστου Μπράβου από τη Δεσκάτη των Γρεβενών. Ο κύκλος της ιδιόμορφης σκυταλοδρομίας της γνωριμίας του με τον ληστή-θρύλο κλείνει το 2000, όταν ο Λαρισαίος τραγουδοποιός Θανάσης Παπακωνσταντίνου κυκλοφορεί το δίσκο «Βραχνός προφήτης», όπου εξιστορεί τον άδοξο θάνατο του Θωμά Γκαντάρα. 5 Αυγούστου 1923 στη θέση Οξιά της Δεσκάτης Γρεβενών. «Το κεφάλι του Θωμά κόπηκε, μεταφέρθηκε στο Γερακάρι και κατόπιν εκτέθηκε σε κοινή θέα στην Καλαμπάκα, για παραδειγματισμό».
«Άιντε σου κλαίν τα δέντρα όλα, βρε Γκαντάρα, σου κλαιν και τα κλαδιά…»
Αν o Γιάννης Η. Παππάς αρκούνταν να αναπτύξει μόνο αυτά τα δύο ιστορικά ντοκουμέντα, παραχωρώντας τα περισσότερο χώρο και δράση, θα ήταν υπέρ-ικανά να αποτελέσουν το σώμα ενός βιβλίου που θα έφερε επάξια τον τίτλο «Θαμπές ζωές». Και ηρωικές, προσθέτω.
info: Γιάννης Η. Παππάς, Θαμπές ζωές, πεζογραφήματα, εκδ. Καστανιώτης 2018