Φάλκονερ

0
627

Της Νίκης Κώτσιου.

Το  Φάλκονερ(1977), ένα από τα διασημότερα αμερικάνικα μυθιστορήματα ψυχολογικού ρεαλισμού, θεωρείται από πολλούς το αριστούργημα του Τζον Τσίβερ(1912-1982),  σπουδαίου συγγραφέα που μεγαλούργησε κυρίως στη μικρή φόρμα γράφοντας αξεπέραστα διηγήματα και σύντομες ιστορίες. Πρωταγωνιστής είναι ο  Φάραγκατ, που ξεκινά ως τυπικός αντι-ήρωας για να εξελιχθεί στην πορεία σ’ ένα απαράμιλλο σύμβολο πνευματικής ελευθερίας.

O Ιεζεκιήλ Φάραγκατ εκτίει στη φυλακή Φάλκονερ την ποινή του, μετά το φόνο του αδελφού του που διέπραξε εν θερμώ στο πλαίσιο μιας θυμωμένης στιχομυθίας. Ο Φάραγκατ είναι τοξικομανής, λαμβάνει μεθαδόνη και κουβαλά τραυματικές αναμνήσεις από το οικογενειακό παρελθόν αλλά και από την έγγαμη ζωή του, αναμνήσεις που προσπαθεί να τακτοποιήσει μέσα του όχι πάντα με επιτυχία. Γιός ενός αυτοκαταστροφικού πατέρα και μιας ναρκισσευόμενης μητέρας, σύζυγος μιας ματαιόδοξης και εγωπαθούς γυναίκας, ο Φάραγκατ προσπαθεί να ανασυστήσει τη ζωή του μέσα από τις αναμνήσεις και στην προσπάθειά του αυτή προσκρούει πάντα πάνω στο παράλογο των περιστάσεων και των προσώπων. Οι εμπειρίες και τα βιώματά του τον έχουν κάνει ευάλωτο και εύθραυστο αλλά μέσα από την αλληλεπίδρασή του με τους υπόλοιπους τροφίμους της φυλακής, κατορθώνει να αποκτήσει σιγά-σιγά την αυτοεκτίμηση που του λείπει και μια πιο δυναμική ματιά πάνω στη ζωή.

Ο Φάραγκατ συναναστρέφεται τους συγκρατούμενους και οικοδομεί μαζί τους σχέσεις φιλίας και αλληλεγγύης. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς, ο Τζόντι, γίνεται ερωτικός του παρτενέρ αλλά και κάτι πολύ περισσότερο, γίνεται μέντορας και καθοδηγητής σε μια άλλου είδους θέαση της ζωής, που απελευθερώνει τον Φάραγκατ και τον βοηθάει να αποκτήσει  την αυτοπεποίθηση που μέχρι πρότινος στερούνταν σχεδόν ολοκληρωτικά. Έτσι, την ανθρωπιά και τη ζεστασιά που δεν ένιωσε και δεν γνώρισε μέσα στην οικογένεια και το γάμο, ο Φάραγκατ την κατακτά και την επεξεργάζεται μέσα από την ομήγυρη και τον μικρόκοσμο της φυλακής, παρ’ όλες τις δυσχέρειες και τις αντιξοότητες που έχει να αντιμετωπίσει ως βαρυποινίτης. Μολονότι λοιπόν έχει διαπράξει μια ειδεχθή αδελφοκτονία, μέσα στη φυλακή ο Φάραγκατ δείχνει να κατανοεί αναδρομικά όλα όσα συνεπάγεται η συντροφικότητα και η αδελφοσύνη, έτσι όπως τη μοιράζεται με τους συντρόφους του, το Λαγό Νούμερο Δύο, τον Βράχο, το Ράνσομ και τον Κερατά.

Όλοι τους έχουν βιώσει την πτώση, όλοι τους έχουν εισπράξει το παράλογο της ανθρώπινης ζωής και προσπαθούν να σταθούν πάλι όρθιοι, όλοι τους έχουν προδοθεί. Ο Φάραγκατ θέλει να αρθρώσει ένα αίτημα για ενότητα και αρμονία μέσα στον κόσμο, μέσα στον εαυτό του και στη σχέση του με τους άλλους. Επιθυμεί να εντοπίσει νόημα και σκοπό και θεωρεί την ευτυχία δικαίωμα του καθενός, αν και ο ίδιος μοιάζει να μην τη γεύτηκε ποτέ. Απέναντι στην παγερή σιωπή του κόσμου και τις κοινωνικές συμβάσεις, που αποτελούν μία ακόμη όψη του παραλόγου, ο Φάραγκατ αποδύεται σε έναν σισύφεια αγώνα, γιατί επιθυμεί να ζήσει. Για τον Καμύ, ο Σίσυφος πρέπει να νιώθει ευτυχής, παρά την κακοδαιμονία του, γιατί αφιερώνεται σ’ έναν αγώνα ενάντια στους θεούς και το πεπρωμένο, με προοπτική τη ζωή και την ευτυχία. Αδύναμος κι όμως εξεγερμένος, γνωρίζει καλά την κατάστασή του και πράττει με διαύγεια. Αυτό είναι το μαρτύριό του, που συγχρόνως σηματοδοτεί και τη νίκη του.

H φυλακή Φάλκονερ είναι πράγματι μία κόλαση αλλά ο σκοπός του Τσίβερ δεν είναι να καταγγείλει τα κακώς κείμενα του σωφρονιστικού συστήματος. Ο σχεδιασμός του πάει πολύ  παραπέρα και , μέσα από μια επιδέξια χρήση των συμβολισμών που προσφέρει η φυλακή, μιλάει για τη διαχείριση της πνευματικής ελευθερίας και τη διαμόρφωση της ηθικής  ταυτότητας μέσα σε μια κοινωνία όπου όλα αποσυντίθενται και παρακμάζουν αφήνοντας τον άνθρωπο έκθετο και απροστάτευτο. Ο Φάραγκατ ξαναβρίσκει τον εαυτό του, όταν επανακτά την ικανότητα να συνάπτει ανθρώπινους δεσμούς και αυτό το πετυχαίνει μέσα στο σκληρό περιβάλλον της φυλακής, που, εκτός από τόπος δοκιμασίας, γίνεται επίσης τόπος αυτεπίγνωσης και συνειδητοποίησης, τόπος ανάληψης ευθύνης έναντι των άλλων και της κοινότητας που αυτοί οι άλλοι αποτελούν. Οι συγκρατούμενοί του φτιάχνουν μια άτυπη αλλά δεμένη οικογένεια, σαν αυτή που δεν είχε την τύχη να γνωρίσει ο Φάραγκατ όσο ήταν παιδί ούτε και μετέπειτα στο γάμο του, και μέσα σ’ αυτή την ιδιάζουσα «οικογένεια» βρίσκει  ζεστασιά και υποστήριξη. Άλλωστε η κοινή μοίρα της ανελευθερίας σφυρηλατεί δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στους τροφίμους  και δημιουργεί συνθήκες  μιας οικειότητας που διευκολύνει τη συνύπαρξη και μπορεί κάθε φορά να αμβλύνει τα δυσάρεστα.

Η ως εκ θαύματος απόδρασή του θα συμβεί σε μια σημαδιακή στιγμή και θα έρθει να σηματοδοτήσει μια καινούρια γέννηση. Καθαρμένος και ανάλαφρος ο Φάραγκατ εισέρχεται εκ νέου στον κόσμο των ανθρώπων, απ΄όπου είχε προηγουμένως εκδιωχθεί. Μετά από την κόλαση και το καθαρτήριο της φυλακής κι αφού έχει περάσει πια δια πυρός και σιδήρου, επανεντάσσεται αθώος στην κοινωνία και μοιάζει να ξαναβρίσκει το βηματισμό του. O Tζον Τσίβερ ,επιρρεπής κι ο ίδιος στους εθισμούς και τις εξαρτήσεις, αρχίζει να γράφει το Φάλκονερ μετά από θεραπεία απεξάρτησης από το αλκόολ, επιχειρώντας ενδεχομένως να ξορκίσει και ολοδικούς του, προσωπικούς  φόβους. Δεν ήταν όμως μόνο ο αλκοολισμός που σκίαζε και περιέπλεκε τη ζωή του συγγραφέα. Η αμφισεξουαλικότητά του αποτελούσε ένα ακόμη βάσανο που  δυσχέραινε και κλόνιζε το γάμο και την οικογενειακή ζωή. Στο Φάλκονερ, τα ζητήματα αυτά, που απηχούν ξεκάθαρα την προσωπική ιστορία του Τσίβερ, τίθενται με τρόπο ανάγλυφο και περιγράφονται ως καθοριστικά στοιχεία της προσωπικότητας του πρωταγωνιστή ορίζοντας και διαμορφώνοντας το περί ελευθερίας όραμά του.

Το «Φάλκονερ» ξεκινά με την αδελφοκτονία του Φάραγκατ, πράξη που αντηχεί από τους βιβλικούς απόηχους της Παλαιάς Διαθήκης, παραπέμποντας στον Κάιν και τον Άβελ. Η φυλακή, ως μετωνυμία μιας δαντικής κόλασης, οδηγεί στο Πουργατόριο και εκβάλλει σε έναν αναπάντεχο παράδεισο. Η εικονοποιία που ξετυλίγεται στο τέλος του βιβλίου, με ποιητικές αναπαραστάσεις  (ανα)γέννησης και  κάθαρσης, σηματοδοτεί το θρίαμβο της ελπίδας και την έλευση της σωτηρίας, με όρους μάλλον χριστιανικούς. Ωστόσο, ο Φάραγκατ είναι μια φιγούρα που μοιάζει να ανήκει περισσότερο στην πινακοθήκη του υπαρξισμού καθώς, παρ’όλη την αδυναμία του, προσπαθεί να αναμετρηθεί με το παράλογο επιδεικνύοντας τόλμη και αθωότητα.

 

INFO:Τζον Τσίβερ: Φάλκονερ, μτφρ. Ιλάειρα Διονυσοπούλου, εκδ. Καστανιώτη,σελ. 208, 2014

 

Προηγούμενο άρθροΠαιδεία και λογοτεχνία
Επόμενο άρθροΑ’ Παγκόσμιος: Ο πόλεμος των άλλων;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ