Με έκπληξη διαπίστωσα πως συμφωνώ έστω και σε κάτι με τον Κώστα Τζαβάρα, έναν υφυπουργό «πολιτισμού» που η ως τώρα διαδρομή του (αυθαίρετη, ασχεδίαστη, ανακόλουθη) δεν προδιαθέτει σε συναινέσεις. Ωστόσο, μια παρατήρησή του στο Συνέδριο για το βιβλίο του Συνδέσμου Εκδοτών Βιβλίου θα την επικροτούσα ανεπιφύλακτα, παρ’ ότι αυτή ακριβώς η παρατήρηση προκάλεσε, αν όχι την λοιδορία, πάντως σίγουρα την καχυποψία των περισσότερων παριστάμενων και τον αρνητικό σχολιασμό από τον «Αναγνώστη». Πρόκειται για τον εκθειασμό των ευεργετικών αποτελεσμάτων της αποστήθισης τον οποίο αποτόλμησε ο υφυπουργός στο Συνέδριο, προς αντίκρουση του οποίου προτάθηκε το επιχείρημα δεν είναι δυνατόν να μιλάει ο Κ. Τζαβάρας για αποστήθιση, «όταν προσπαθούμε να βρούμε ένα τρόπο προσέλκυσης νεαρών αναγνωστών, αποσπώντας τα παιδιά από την πλήξη του μηχανικού διαβάσματος».
Όμως μηχανική ανάγνωση και αποστήθιση κάθε άλλο παρά ταυτίζονται. Αντίθετα, η αποστήθιση βοηθάει τον αναγνώστη να εμβαθύνει στο κείμενο, να αφουγκραστεί τη μουσική του, να επιτρέψει στα νοήματά του να τον κατοικήσουν. Aξίζει να σκεφτούμε περισσότερο τον ιδιωματισμό «από στήθους», «by heart» στα αγγλικά, «par coeur» στα γαλλικά· όπως θα έλεγε και ο Τζωρτζ Στάινερ, δεν είναι τυχαίος. Και φυσικά είναι άλλο αποστήθιση και άλλο παπαγαλία. H πρώτη ασκεί τη μνήμη, η δεύτερη, αφηρημένη και μηχανική, φαινομενικά την αφυπνίζει, στην ουσία όμως την ναρκώνει. Εξάλλου η αποστήθιση, όπως φαντάζομαι την εννοεί ο Κ. Τζαβάρας, δεν έχει να κάνει με τη μαθησιακή διαδικασία, αλλά με την απολαυσιακή διάσταση της κατάκτησης ενός λογοτεχνικού κειμένου, ενός ποιήματος, ας πούμε, που το μαθαίνεις απέξω για να το διατηρήσεις σαν κάτι πολύτιμο, όπως έκαναν οι αποσυνάγωγοι του «Φαρενάιτ 451» για να δημιουργήσουν τις νοερές, πάντοτε και παρά τις απαγορεύσεις επισκέψιμες, βιβλιοθήκες τους.
Θα επικαλεστώ και πάλι τον Στάινερ. Στο δοκίμιό του «Ο σπάνιος αναγνώστης», καταδικάζοντας την «ατροφία της μνήμης» που κατ’ αυτόν είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό στην εκπαίδευση και την κουλτούρα του μέσου και του ύστερου 20ου αιώνα, τονίζει ότι οι καλλιεργημένοι άνθρωποι, σε μια παράδοση που εκτεινόταν από την κλασική αρχαιότητα έως, σε γενικές γραμμές, τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, γνώριζαν κείμενα «από στήθους». «Η ικανότητα να παραπέμπουν σε περικοπές των Γραφών, να απαγγέλουν από μνήμης εκτενή αποσπάσματα από τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, τον Οράτιο ή τον Οβίδιο, να ανακαλούν στη στιγμή μια φράση από τον Σαίξπηρ, τον Μίλτον ή τον Πόουπ, παρήγαγαν την κοινή δομή των απόηχων, της διανοητικής και συγκινησιακής αναγνώρισης και αμοιβαιότητας, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η γλώσσα της πολιτικής, του νόμου και των γραμμάτων στη Βρετανία», γράφει ο Στάινερ. «Η από στήθους γνώση των λατινικών πηγών, του Λαφονταίν, του Ρακίνα, των ηχηρών επικλήσεων του Βικτόρ Ουγκώ, έδωσε στην όλη διάρθρωση της γαλλικής δημόσιας ζωής τη ρητορική της ένταση».
Μονάχα, έτσι, λέει ο Στάινερ, τοποθετείται το αναγιγνωσκόμενο κείμενο μέσα σε μια αντηχητική πολλαπλότητα. «Η ηχώ απαντά στην ηχώ, η αναλογία είναι ακριβής και συνεχόμενη, η διόρθωση και η αποκατάσταση δικαιώνονται από ένα ορθά ανακαλούμενο προηγούμενο. Ο αναγνώστης απαντά στο κείμενο, ανατρέχοντας στην οργανωμένη αφθονία του προσωπικού του αποθέματος σε αναφορές και μνήμες. Πρόκειται για έναν παλαιότατο και βαρύνοντα υπαινιγμό: οι Μούσες της μνήμης και της επινόησης είναι μία».
Ας κρατήσουμε την επισήμανση του Στάινερ. Ας συναινέσουμε ότι αυτό το «προσωπικό απόθεμα» αναφορών το αποκτά κανείς σε μικρή ηλικία. Και ας αναγνωρίσουμε ότι οι στίχοι που θυμόμαστε, τα αποφθέγματα που ανακαλούμε, τα ελάχιστα χωρία, που απομνημονεύσαμε, έστω και με το ζόρι, παιδιά, είναι ένας πλούτος που δεν πρέπει να απεμπολούμε αβασάνιστα.
Να , κάτι που δεν είχαμε σκεφτεί….