της Λίλας Κονομάρα.
(φωτό από την τιανία : Οι γυναίκες του τελευταίου ορόφου του Ζαν – Φιλίπ Λε Γκε )
Η κοινωνιολογία, σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, είναι πριν απ’ όλα κοινωνική τοπολογία. Η κοινωνία μπορεί να αναπαρασταθεί σαν ένας πολυδιάστατος χώρος βασισμένος στις αρχές της διαφοροποίησης και της διανομής ιδιοτήτων ικανών να προσδώσουν ισχύ στον κάτοχό τους. Η διαμόρφωση της κατοικίας σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική διαστρωμάτωση και τους κανόνες της άρχουσας τάξης. Σημασιοδοτεί το χώρο και θέτει όρια.
Από τον Μεσαίωνα ως σήμερα, ο τρόπος ζωής των αστών και αριστοκρατών οι οποίοι συνοδεύονται από ένα πλήθος υπηρετών -αμαξάδες, βαλέδες και καμαριέρες, μάγειρες, παραμάνες και νταντάδες- καθόρισαν τη διαρρύθμιση του εσωτερικού. Το υπόγειο, χώρος προορισμένος για την υποδοχή και αποθήκευση τροφίμων, το μαγείρεμα αλλά και το πλύσιμο των ρούχων, ανήκει στο υπηρετικό προσωπικό. Στο ισόγειο, χώρο υποδοχής και συνδιαλλαγής με τον έξω κόσμο καθώς και στον πρώτο όροφο, όπου βρίσκονται τα διαμερίσματα της οικογένειας, κινούνται οι αφέντες. Ο τελευταίος όροφος προορίζεται για τα δωμάτια των υπηρετών, τα γνωστά στη Γαλλία ως chambres de bonne με κοινή τουαλέτα στο διάδρομο, στα οποία σήμερα, μετά τον χωρισμό των παλιών μεγάρων σε διαμερίσματα, κατοικούν φοιτητές λόγω του φτηνού ενοικίου τους. Η ίδια διαρρύθμιση απαντάται και στους αγγλικούς πύργους και εξοχικές επαύλεις. Μέχρι το 1850, στην Αγγλία, η πλειοψηφία των υπηρετών σε σπίτια της αριστοκρατίας και της μεσαίας τάξης ήταν γυναίκες. Το ίδιο συνέβαινε κατ’ αναλογία και στην Ελλάδα με τις ψυχοκόρες, στις πολυκατοικίες δε μέχρι το 1970 προβλεπόταν και δωμάτιο υπηρεσίας, ένας μικροσκοπικός χώρος δηλαδή συνεχόμενος με την κουζίνα, ο οποίος δεν διέθετε καν παράθυρο. ΄Οσο για την Αμερική, οι μαύροι υπηρέτες συνήθως στεγάζονταν σε διαφορετικό οίκημα, πράγμα που δήλωνε την ακόμη μεγαλύτερη απόσταση που τους χώριζε από τα αφεντικά.
Η λογοτεχνία σκιαγραφεί με πλείστες όσες λεπτομέρειες το πώς διαμορφώνεται η καθημερινή ζωή αλλά και οι σχέσεις ανάμεσα σε υπηρέτες και αφεντικά. Οι άρχοντες σπάνια επισκέπτονται τα δύο άκρα του σπιτιού ενώ, αντίθετα οι υπηρέτες κινούνται σε όλους τους χώρους του σπιτιού, στρώνοντας τα κρεβάτια και καθαρίζοντας, ανάβοντας τη φωτιά, σερβίροντας ή ντύνοντας τα αφεντικά τους. Κατά μία έννοια οι υπηρέτες μοιάζουν να έχουν καλύτερη εποπτεία του χώρου λόγω ακριβώς της ενασχόλησής τους με αυτόν. Παράλληλα, αυτή η συνεχής μετακίνηση τούς προσφέρει άριστη γνώση των σχέσεων των μελών της οικογένειας, των προβλημάτων που αυτοί αντιμετωπίζουν και των επιθυμιών τους. Επιπλέον, τόσο ο λόγος όσο και οι πράξεις τους είναι στενά συνδεδεμένοι με όλα τα υλικά ζητήματα, το σώμα και τις ανάγκες του –το δικό τους και των κυρίων τους: φαγητό, ποτό, εκκενώσεις, σεξουαλική ζωή. Συχνά οι γυναίκες αναγκάζονται να ενδώσουν στις ορέξεις των αφεντικών τους πολλοί από τους οποίους τις θεωρούν κτήμα τους, με τραγικές συνέπειες για τις ίδιες: νόθα παιδιά, διαπόμπευση, απόλυση. Λέγεται πως από το Μεσαίωνα υπήρχε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης “ο νόμος της πρώτης νύχτας” που έδινε το δικαίωμα στον τοπικό άρχοντα να περνάει εκείνος με τη νύφη την πρώτη νύχτα του γάμου αν η νύφη και ο γαμπρός ήταν υποτελείς του.
Στα μέρη του σπιτιού που προορίζονται για αυτούς, οι υπηρέτες οικοδομούν έναν νέο μικρόκοσμο στα πρότυπα των αφεντικών τους, που διέπεται από το ίδιο εθιμοτυπικό και την ιεραρχία και έχει τους αντίστοιχους κανόνες, προνόμια και υποχρεώσεις: στη θέση του αφέντη, ο μπάτλερ, της κυρίας, η οικονόμος, των νεότερων μελών της οικογένειας νεαροί βαλέδες και καμαριέρες που οφείλουν τυφλή υπακοή στους ιεραρχικά ανώτερούς τους. Η ύπαρξη ξεχωριστού δωματίου προορισμένου για την νταντά ή την παιδαγωγό δίπλα στα διαμερίσματα των παιδιών της δίνει διαφορετική θέση σε σχέση με των υπολοίπων.
Αρλεκίνος και Πανταλόνε, Σκαπέν, Τουανέτ και Αργκάν, Σγκαναρέλ και Δον Ζουάν, Κλερ και Σολάνζ: το θέατρο, ξεκινώντας από την comedia dell arte, τον Σαίξπηρ και το Μολιέρο, αργότερα με τον Γκολντόνι και τον Μπωμαρσέ και φτάνοντας ως το μπουλβάρ και τον Ζαν Ζενέ, έπλασε αλησμόνητους χαρακτήρες και αποτύπωσε έξοχα τις σχέσεις αφεντάδων και υπηρετών χρησιμοποιώντας συχνά τη διαρρύθμιση του χώρου και τα quiproquo που μπορούν να προέλθουν από αυτήν ως πηγή κωμικού στοιχείου. Τις παραμονές του γάμου του Φίγκαρο, ο κόμης Αλμαβιβά προσφέρει στους μελλόνυμφους το δωμάτιο που βρίσκεται ανάμεσα στα διαμερίσματά του και της κόμισσας ώστε όπως ισχυρίζεται ο Φίγκαρο και η Σουζάννα να έρχονται αμέσως μόλις τους χρειαστούν τα αφεντικά τους. Στην πραγματικότητα σχεδιάζει να απομακρύνει κάθε τόσο με κάποια δικαιολογία τον Φίγκαρο από τον πύργο ώστε να επισκέπτεται ο ίδιος την νεαρή καμαριέρα της γυναίκας του. Πολλές κωμικές καταστάσεις προκύπτουν και από την ανταλλαγή ρόλων ανάμεσα σε αφεντικά και υπηρέτες όπως στην περίπτωση του Μολιέρου με τις Γελοίες κομψευόμενες ή του Μαριβώ με Το παιχνίδι του έρωτα και της τύχης. Οι υπηρέτες, των οποίων η ζωή είναι οργανωμένη γύρω από την αναγκαιότητα, εμφανίζονται πολυμήχανοι και καταφερτζήδες προκειμένου να διατηρήσουν τη θέση τους, να εξασφαλίσουν δηλαδή κατάλυμα και τροφή, γιατί ο μισθός συχνά δεν προβλεπόταν κι αν προβλεπόταν δεν τον έπαιρναν πάντα. Άλλοτε κολακεύοντας κι άλλοτε διακωμωδώντας, αποκαλύπτουν τα ελαττώματα των αφεντικών τους εκφράζοντας την κοινή λογική και τη σοφία του λαού. Ήδη από το Μεσαίωνα και κατά την Αναγέννηση με το Μωρίας εγκώμιο του Έρασμου, ο λαός έβρισκε τρόπο να ασκήσει κριτική στους άρχοντες. Ο τρελός του βασιλιά καθώς και οι μεταμφιέσεις κατά την περίοδο του καρναβαλιού είχαν ως στόχο να ανατρέψουν τους νόμους, να άρουν, έστω προσωρινά, τις κοινωνικές διαφορές και τους φραγμούς. Μέχρι τον 18ο αιώνα ωστόσο, ο ρόλος των υπηρετών είναι ουσιαστικά δευτερεύων. Αν υφίστανται ως χαρακτήρες είναι για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα και τις ανάγκες των αφεντικών τους είτε κοινωνικά είτε δραματουργικά. Η σχέση υποτέλειας δεν ανατρέπεται ποτέ.
Μετά τον 18ο αιώνα, τα πράγματα αλλάζουν. Τα εργατικά στρώματα αποκτούν σταδιακά κοινωνική συνείδηση και από αντικείμενο, μετατρέπονται σε υποκείμενο της ιστορίας. Αρχίζουν να εγείρουν περισσότερες αξιώσεις. Η Πάμελα, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Σ. Ρίτσαρντσον, ο Φίγκαρο και ο Ζακ ο μοιρολάτρης του Ντιντερό κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως μαρτυρά ο τίτλος των τριών βιβλίων. Ο Φίγκαρο εμφανίζεται ίσος αν όχι ανώτερος από τον κόμη, ματαιώνοντας τα σχέδιά του. Η κυριαρχία των αφεντικών αρχίζει να τίθεται υπό αμφισβήτηση, οι ρόλοι αντιστρέφονται. Αντιδρώντας στην εκμετάλλευση που συχνά υφίστανται, οι υπηρέτες, που δεν ξεχώριζαν από τα αντικείμενα του σπιτιού, αρχίζουν να διεκδικούν μια ταυτότητα. Ενίοτε ραδιουργούν κατά των αφεντικών τους και επιβουλεύονται τη θέση και τα πλούτη τους. Μέσα από διάφορα παιχνίδια κυριαρχίας, επιχειρούν να περάσουν από τη θέση του υποκατάστατου στη θέση του προσώπου και σφετερίζονται τον χώρο των αφεντικών τους. Στο μυθιστόρημα Το κόκκινο και το μαύρο του Σταντάλ, ο Ζυλιέν Σορέλ, φτωχικής καταγωγής, προσλαμβάνεται ως παιδαγωγός στο σπίτι του δημάρχου και το πρώτο πράγμα που απαιτεί είναι να μην τρώει με τους υπηρέτες. Στη συνέχεια, βάζει ως στόχο να κατακτήσει τη γυναίκα του δημάρχου η οποία όντως γίνεται ερωμένη του. Στον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ έχουμε την ίδια ανατροπή ρόλων. Στη νουβέλα του Χένρυ Τζέιμς Το στρίψιμο της βίδας, «οι υπηρέτες» είναι, όπως γράφει ο ίδιος, «κακοί και διεφθαρμένοι, εξαχρειώνουν και εκφαυλίζουν τα παιδιά… Οι υπηρέτες πεθαίνουν και τα φαντάσματά τους, οι μορφές τους επιστρέφουν στο σπίτι και κυνηγούν τα παιδιά προς τα οποία φαίνονται να γνέφουν, προσκαλώντας και παρακινώντας τα από το βάθος των πιο επικίνδυνων σημείων…». Στις Δούλες του Ζενέ, η Σολάνζ και η Κλερ θαυμάζουν και ταυτόχρονα φθονούν την κυρία. «Δεν υπάρχουν δούλες χωρίς κυρία», λέει η Κλερ εκφράζοντας τη σχέση εξάρτησης που τις ενώνει. Κατά την απουσία της, μεταμορφώνονται: παίρνουν τη θέση της, οικειοποιούνται το δωμάτιό της, τα ρούχα της, το ύφος της, αποκαλύπτοντας τις πιο μύχιες σκέψεις που κρύβουν στο υποσυνείδητό τους. Παραμένουν ωστόσο αιώνια παγιδευμένες στην ταυτότητα της δούλας αφού, παρά την πρόθεσή τους να σκοτώσουν την Κυρία, δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν την πράξη τους.
Τα ίδια παιχνίδια εξουσίας που θα έχουν καταστροφικές επίσης συνέπειες παρακολουθούμε και στον Υπηρέτη του Ρόμπερτ Μομ, μυθιστόρημα το οποίο διασκεύασε για την οθόνη ο Χάρολντ Πίντερ και σκηνοθέτησε ο Τζόζεφ Λόουζι: το αφεντικό, ένας Άγγλος μεγαλοαστός εξαρτάται σταδιακά όλο και περισσότερο από τον μπάτλερ του ώσπου γίνεται τελικά υποχείριό του. Ασκώντας ψυχολογική βία, παίζοντας μαζί του όπως η γάτα με το ποντίκι, ο υπηρέτης οδηγεί τον κύριο στην κατάθλιψη, τον αλκοολισμό, την πλήρη ακινησία, καταλαμβάνοντας σταδιακά όλο το χώρο του σπιτιού και οικειοποιούμενος τα προνόμιά του. Η ταινία αποτυπώνει με έξοχο τρόπο την παρακμή της μεγαλοαστικής αγγλικής τάξης, αλλά κυρίως τη νοσηρότητα της σχέσης που δημιουργείται ανάμεσα σε κύριο και υπηρέτη: σχέση πολύπλοκη, αμφίσημη, που γεννά πλήθος συναισθημάτων, ταξική και ερωτική ταυτόχρονα, σχέση ισχύος και υποταγής, θύματος και θύτη.