Υπαρξισμός και γκόθικ στο όνομα της αθανασίας (της Ιφιγένειας Σιαφάκα)

0
686

 

Γράφει η Ιφιγένεια Σιαφάκα (*).

Η Nεκρή Φύση του George Le Nonce (Bibliothèque, 2016) ακολουθεί το πρώτο βιβλίο του ποιητή Ο Εμονίδης (Μικρή Άρκτος, 2013) συνεχίζοντας το ιδιαίτερο ύφος αλλά και την προτίμηση του προς τη μικρή φόρμα, που καλλιεργείται κυρίως με κείμενα ποιητικής πρόζας. Η παρούσα συλλεκτική έκδοση των 200 αριθμημένων αντιτύπων, με πολυτονικά στοιχεία, είναι προσεγμένη εικαστικά και με τη σημειολογία του τίτλου παρούσα στην τυπογραφία, αρχής γενομένης από το μαύρο εξώφυλλο της vintage γυναικείας φωτογραφίας και τις μαύρες ενδιάμεσες σελίδες που λειτουργούν ως προάγγελοι του θέματος του θανάτου, που ο ποιητής επεξεργάζεται στις διαφορετικές κάθε φορά μετωνυμικές εκφάνσεις του και σε επτά διαφορετικές ενότητες (Tόπος, Κιβώτιο, Σκιάχτρο, Θυσία, Περίβολος, Βρικόλακας, Ελιξήριο).

Στο πλαίσιο αυτής της διαχείρισης του υλικού, ο αναγνώστης θα συναντήσει μικρά αφηγήματα ποίησης σε πρόζα, ποιήματα σε στίχους, θεατρικούς μονολόγους και σύντομες αφηγήσεις/στιγμές/συμβάντα που λειτουργούν ως κομμάτια ενός παζλ και ολοκληρώνουν μία θεματική ενότητα. Τα κείμενα υιοθετούν την εξομολογητική ή απολογητική διάθεση και την αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, για να μιληθούν η απώλεια, η έλλειψη, το πένθος, o σπαραγμός, η ματαίωση από θύτες και θύματα συνάμα, ο ευνουχισμός, ο έρωτας, η βία, ενώ η σήψη, η ξηρασία, ο μαρασμός, η φθορά, η πνευματική, ψυχική και σωματική διάλυση συνιστούν το επαναληπτικό μοτίβο της συλλογής:

(…)  Ξηράνθηκες εντελώς μετά τον θάνατο, το θυμάμαι (…) / Όταν ο έρωτας έχει περάσει, έχει μαραθεί, έχει πεθάνει(…)/ Αλλά είμαι ακόμη εδώ. Ανθρώπινος μέσα στη σήψη μου (…)  — (…) Εικόνες αθανασίας του σώματος: οι σάρκες που σήπονται,/ τα σκουλήκια, η συμβολή σου στην ευφορία των χωμάτων, / μεταθανάτιες ανθοφορίες που σε ευγνωμονούν. / Ή ο κλίβανος, η τελευταία φωτιά, η στάχτη/ που κανείς δεν θα μείνει να την πει σποδό ή τέφρα, /ασηπτικό τέλος, στάχτη καθαρή, ανώφελη. (…) — (…) Σώμα που δεν αρδεύεται /σώμα που δεν αρδεύει / – αιφνίδια νεκρή φύση στο θείον μέλος. / Εκεί τελειώνει το τέλος. (…) — (…)  Ενώ το χώμα το δικό μου βαρύ σαν νόσος ανίατη, /βαρύ και πένθιμο πάνω στο κατάξερο σώμα μου,/ που σπονδές θανάτου δέχθηκε και νόσησε και μαράθηκε (…)

Τα κείμενα χαρακτηρίζονται από λιτότητα, ακρίβεια, χαμηλούς εκφραστικούς τόνους, ήπιους γλωσσικούς ρυθμούς και vintage υλικά, που δίνουν χρώμα, άρωμα και ατμόσφαιρα στα σκηνικά που κατασκευάζονται: (…) Δεν απογοητεύτηκα· όλα τα σημεία ήταν εκεί: οι διάδρομοι ήταν στενοί και άσπροι· το προσωπικό γηραλέο και χαμογελαστό· το δωμάτιό μου απίστευτα ψηλοτάβανο, ευρύχωρο, με ελάχιστα έπιπλα και θέα στο σκοτεινό ποτάμι. (…) Γνώστης, εξάλλου, της λογοτεχνικής παράδοσης ο George Le Nonce επιλέγει να εμπλουτίσει τις ζοφερές περιγραφές του με στοιχεία νεκρανάστασης, ομιλίας νεκρών, γειτνίασης ή περιφοράς ανάμεσά μας (βαμπίρ καταδιωκτικά μητρικά μορφοείδωλα, όπως στην ενότητα Σκιάχτρο ή καταρρακωμένες και ενοχοποιητικές μητέρες σε συνδυασμό με κατάπτυστους και ανεπαρκείς πατέρες, όπως στην ενότητα Θυσία, «κανιβαλικές» ερωτικές και κοινωνικές σχέσεις)· στοιχεία που συναντούμε στον Όμηρο, στο δημοτικό τραγούδι, στον χαρακτηριστικό Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο και στη γοτθική ατμόσφαιρα (ρομαντισμός με τρομακτικά στοιχείο), που ξεκινά στην Αγγλία τον 18ο αιώνα, για να αναπτυχθεί και να διαδοθεί τον αμέσως επόμενο. Τα κείμενα διαποτίζονται κυρίως από τη γοτθική ατμόσφαιρα –με αποκορύφωμα την 6η ενότητα, που επιγράφεται Βρικόλακας–, ατμόσφαιρα η οποία, ωστόσο, δεν λειτουργεί σχηματικά ή εικονικά αλλά κυρίως υπαρξιακά, μέσω φαντασιώσεων, παραισθήσεων, ονείρων, περασμάτων από το πραγματικό στο φαντασιακό/ονειρικό και το αντίστροφο, χαμηλών ή αφύσικων φωτισμών. Ο George Le Nonce δεν κρύβει, άλλωστε, το σαρκασμό και την ειρωνική του διάθεση απέναντι στη απλοϊκή και δεισιδαίμονα αναπαράσταση της ψυχικής πραγματικότητας σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, χωρίς τη βαθύτερη ερμηνεία που πυροδοτεί τον τρόμο και τις φρικιαστικές εικόνες που παράγει η ανθρώπινη ψυχή.

Σημαντικό ρόλο στα ατμοσφαιρικά κείμενα της συλλογής παίζει η απώλεια του χωρόχρονου και η συνεπαγόμενη υπαρξιακή αγωνία των υποκειμένων. Ο κόσμος της ψυχικής διαταραχής και το παράλογο εμπλέκονται κάθε φορά στο υποκείμενο χωρόχρονο με διαφορετικούς τρόπους, όπως για παράδειγμα στο Hotel de rivier: Ώσπου να έλθει το ποτό μου, δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι η γλώσσα την οποία μιλούσα δεν ήταν ούτε αγγλικά ούτε γερμανικά ούτε γαλλικά ούτε καμία άλλη γνωστή γλώσσα· αλλά παραδόξως εξακολουθούσα να καταλαβαίνω τα περισσότερα από αυτά που έλεγαν.  Το συμβολικό στοιχείο είναι παρόν συνάμα, όπως στο Grand Hotel, όπου ο χώρος, έρημος και αδυσώπητος, λειτουργεί συνάμα ως σύμβολο μνήμης, έρωτα, θανάτου και κατ’ επέκτασιν ως σύμβολο της μοναδικής ενοποιητικής τους λειτουργίας, της ποιητικής: Kαι με τα λόγια αυτά γδύθηκε εντελώς, πήρε τη βαλίτσα μου, και με οδήγησε στον πέμπτο όροφο, σε ένα δωμάτιο ολόλευκο με θέα σε έναν κήπο όπου έπαιζαν αμέριμνοι ένα κοπάδι λύκοι. Στο Ιατρείο ενδιαφέρουσα είναι η συνομιλία με την καφκική Μεταμόρφωση, όπου το φανταστικό στοιχείο του κατακόκκινου φολιδωτού δέρματος συνιστά το εύρημα για την καταδήλωση της απώλειας της αφής λόγω μιας ματαιωμένης ερωτικής υποτροπής.

Ο ποιητής αν και κινείται σε κλειστούς χώρους ψυχικών ή ρεαλιστικών τοπίων (τάφος, φρεάτιο, κιβώτιο, ασανσέρ, άσυλο, νεκροφόρα, μικρά δωμάτια) δεν ξεχνά, εν είδει άμυνας, να μετατρέψει τη ματαίωση σε σαρκασμό και ειρωνεία για τη νεκρή αλλά πάντα αθάνατη φύση της ανθρώπινης φύσης: (…) ώσπου να διαλυθώ και με το χώμα να γίνω ένα / και να ξεναγεννηθώ άνθος πικρό, άθυρμα / του τυχάρπαστου χεριού που θα με ξανακόψει (…). Εν κατακλείδι, η Νεκρή Φύση στις 190 σελίδες της έχει να επιδείξει πλούσιο και αξιοσημείωτο υλικό και κυρίως τη δεινότητα του ποιητή στη λιτή ποιητική πρόζα, που οι έντονα γοτθικές υπαρξιακές της ατμόσφαιρες της προσδίδουν ιδιαίτερο χαρακτήρα, άξιο λόγου και διάκρισης για τον απαιτητικό αναγνώστη.

 

(*) Η Ιφιγένεια Σιαφάκα είναι φιλόλογος, ποιήτρια, μεταφράστρια

info:George Le Nonce, Νεκρή Φύση, Bibliothèque, 2016

Προηγούμενο άρθροΣτον ψυχεδελικό και προφητικό κόσμο του Φίλιπ Ντικ (της Νίκης Κώτσιου)
Επόμενο άρθροΗ μοναξιά του κούκου (του Γιώργου Λίλλη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ