Του Δημήτρη Κόκορη (*)
Η Βασιλική Κοντογιάννη ως καθηγήτρια νεοελληνικής φιλολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης έχει συμβάλει υψηλόβαθμα στη διερεύνηση και στην ερμηνεία του έργου διακεκριμένων ποιητών της γενιάς του 1930 (ιδίως του Γιώργου Σεφέρη), αλλά και κατά τι παλαιότερων (π.χ. Τάκης Παπατσώνης) ή και μεταπολεμικών (π.χ. Μιχάλης Γκανάς), ενώ έχει φωτίσει με καίριες παρατηρήσεις τον αυτοβιογραφικό γυναικείο λόγο και πολλά ακόμη ζητήματα του πεδίου της λογοτεχνίας. Δημοσίευσε ευάριθμα ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ οι Κύκλοι συγκροτούν το πρώτο ποιητικό βιβλίο της.
Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερις ποιητικές ενότητες: «Νερά», «Σώμα», «Μητέρα», «Ποίηση». Στην πρώτη, το νερό εισπράττεται από την ποιητική φωνή ως υπαρξιακά φορτισμένο ζωογόνο στοιχείο, στου οποίου τη βιωματική συμβολική εμφωλεύει ο έμφυλος λόγος και το ερωτογενές υπόστρωμα:
ΚΟΚΚΙΝΟΣ
Το νερό περνάει κελαρυστό μέσ’ απ’ τις πέτρες / χαράζει κοιλώματα / δροσίζει χώματα / φτάνει σ’ εμένα / χαράζει το δρόμο του μέσα μου / με κάνει ποτάμι / με κάνει σκοτεινά υπόγεια κοιλώματα / με κάνει άμμο και χώματα / κόκκινες πέτρες / με κάνει ν’ αντηχώ και να ευφραίνομαι / Με κάνει γη και με διαπερνά
Στη δεύτερη ενότητα, ενσαρκώνονται ποιητικά οι βασικότερες κορυφώσεις που το γυναικείο σώμα μπορεί να βιώσει. Η υπαινικτική έκφραση ενδυναμώνει τη σεμνή αλλά τολμηρή ποιητική γλώσσα που ανασυσταίνει και το σκηνικό αλλά και την ένταση του ερωτικού βιώματος στη σεξουαλική πτυχή του:
ΑΣΤΥ
Κι η πόλη / κόλλαγε στο πετσί τους / ρουφούσε τα μάτια τους / τραβούσε σα λάστιχα / τα νεύρα τους / έπαιζε ζάρια την ψυχή τους / φώναζε μέσα στο αίμα τους / τις διαταγές της / κρατούσε στην παλάμη της / τούφες τα μαλλιά τους // Κι εκείνοι, σπασμένοι / με σπασμωδικές κινήσεις / απαντούσαν / οργασμικά
Η αίσθηση και το βαθύ σημάδι της μητρότητας κυριαρχούν στην τρίτη ποιητική ενότητα και δίνουν την ευκαιρία στην τρυφερότητα να αναβλύσει και στο ίχνος του βιωμένου χρόνου να γίνει ανεξάλειπτο:
ΘΗΣΑΥΡΟΙ
Εκείνο το φουστανάκι είχε αποκτήσει ένα λεκέ, χρώμα σκουριάς, στον άσπρο γιακά. / Φώτιζε χρόνια, με τον τέλειο παραλογισμό της ηλικίας του, το καλάθι με τις στοίβες / τ’ άπλυτα. […] Κάποτε τό ’πλυνα / μ’ αίσθημα τελεσίδικης πράξης. / Δεν ξεχνάω το φως του.
Τέλος, τα ποιήματα ποιητικής σφραγίζουν την τέταρτη ενότητα της συλλογής, εκπέμποντας γόνιμη αναζήτηση της λειτουργικότητας του ποιητικού λόγου και στερεώνοντας την αποδοχή της δικαιωμένης ποιητικής έκφρασης ως αξεδιάλυτης κράσης ήχου και λόγου, σκέψης και γλωσσικής ενσάρκωσης, σημαινόντων και σημαινομένων (ο κραταιός εκείνος Στεφάν Μαλαρμέ είχε δίκιο, όταν σημείωνε εμφαντικά πως «η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες . γίνεται με λέξεις»):
ΠΟΙΗΤΙΚΗ IV
Η γλώσσα είναι μια οικογενειακή ατμόσφαιρα / μια μουσική που μοιραζόμαστε / ένα δώρο που μου στέλνει η προ-προ-προγιαγιά μου / Ακουμπάμε τα μάγουλά μας / μυρίζουμε ο ένας τον άλλον / νιώθουμε τα χνώτα μας / ζούμε βουτηγμένοι μέσα στη γλώσσα // Θα φέρει πέρα μακριά / στην άλλη άκρη της γραμμής / την ψυχή μου / ζυμωμένη με τον ήχο
Ένας άνθρωπος που εκφράζεται λογοτεχνικά, ενώ ταυτόχρονα ασχολείται με την έρευνα, την ερμηνεία, αλλά και τη διδασκαλία των λογοτεχνικών κειμένων, είναι αφύσικο και αδύνατον να αποτρέψει την εμφιλοχώρηση λογοτεχνικών επιρροών στο συγγραφικό του σώμα. Το σημαντικό είναι ότι η Βασιλική Κοντογιάννη έχει αφομοιώσει δημιουργικά αυτές τις επιρροές και τις έχει γόνιμα εντάξει και μετουσιώσει στην ποιητική της γραφή. Το αισχύλειο στη ρίζα του και σεφερικό στην αξιοποίησή του «τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» ή το και πάλι σεφερικό «ζεστό νερό» ως αποδεικτικό σπάραγμα ζωής ανιχνεύονται στα ποιήματα των «Νερών», αλλά βρίσκονται στον εσώτατο πυρήνα του ποιητικού βιώματος, μετεξελιγμένα σε προσωπική έκφραση σε επίπεδο ποιητικής επιφάνειας. Ακριβώς επειδή, μάλιστα, η ποιήτρια δεν κατατρύχεται από το άγχος της εκδίωξης των λογοτεχνικών επιρροών (κάθε γνήσιος ποιητής νιώθει πως εσκεμμένα ή και ανεπαισθήτως θα διεισδύσουν αναπόδραστα οι επηρεασμοί στη γραφή του), δεν διστάζει να εντάξει αυτούσιους στίχους ποιητικών προγόνων στα ποιήματά της, σημαίνοντάς τους με εισαγωγικά, όπως πράττει με δύο στίχους από τα «Ερωτικά» του Ιωάννη Βηλαρά: « “Από τα δυο σου αχείλια τ’ αθάνατο νερό / πολύ και πλούσιο τρέχει γλυκό και καθαρό… ”».
Η Βασιλική Κοντογιάννη ως έμπειρη φιλόλογος (άρα, και ως έμπειρη αναγνώστρια της ποίησης) νιώθει πως η καλλιτεχνικά δικαιωμένη ποιητική έκφραση είναι λόγος ρυθμικός (όσες και όσοι πιστεύουν πως η έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων υπό μορφήν ελεύθερου στίχου με γλαφυρές και εξεζητημένες, ενίοτε, λεκτικές χρήσεις ανήκει στο ποιητικό πεδίο, έχουν την πρόθεση ίσως να γράψουν ποιήματα, αλλά η πρόθεση δεν ευοδώνεται). Εφόσον, λοιπόν, επιλέγει, κυρίως, τον ελεύθερο στίχο, αξιοποιεί και τις παύσεις, και τις συνηχήσεις, και τις παρηχήσεις, αλλά και την λεκτική απλότητα ως υφολογική διαστρωμάτωση, φορτίζοντας έτσι την ελευθερόστιχη έκφραση με ρυθμική δυναμική, την οποία εμπλουτίζουν, επιπροσθέτως, και ορισμένοι έμμετροι υποτονισμοί, καθώς και μερικά ίχνη ομοιοκαταληξίας (βλ. για παράδειγμα, το ποίημα «Κόκκινος»). Η ρυθμική λειτουργικότητα ενδυναμώνεται και με δύο από τους βασικούς τρόπους της νεωτερικής έκφρασης: τη δραματικότητα και τη σποραδική υπέρβαση της λογικής και ρεαλιστικής αλληλουχίας. Και μόνον στα παραπάνω ποιητικά δείγματα να σταθούμε, θα διαπιστώσουμε ότι στο εσωτερικό κάθε ποιήματος γίνεται απτή μία διαδοχή εικόνων, σκέψεων ή και συναισθημάτων, δηλαδή αυτή η διαδοχική κίνηση στοιχείων που γεννά εσωτερικό ρυθμό και στοιχειοθετείται ως «δραματικότητα» ( ˂ δράω-ώ = πράττω, κινούμαι) στο πλαίσιο της ποιητικής έκφρασης. Από την άλλη, ορισμένες εικόνες που εισπράττονται μεν έλλογα, αλλά δεν επιβεβαιώνονται αισθητηριακά και ρεαλιστικά, εμπλουτίζουν τον ποιητικό λόγο, προικίζοντάς τον με έναν ιδιότυπο ρυθμό εσωτερικής καύσης που συμβάλλει και στη στοιχειοθέτηση μιας προσωπικής εκφραστικής σφραγίδας.
Από τα ποιήματα της Κοντογιάννη, που ψηλαφίζουν τη διαχρονική υπαρξιακή θεματική του ποιητικού λόγου (έρωτας, χρόνος, θάνατος), αναδύονται βιωματική γνησιότητα, εκφρασμένη με προσωπικό νεωτερικό τρόπο, και συγκινησιακή δραστικότητα, η οποία ενέχει ως αφετηρία την έμφυλη διάσταση αλλά κατορθώνει να εκταθεί έως την πανανθρώπινη προοπτική. Η εκδίωξη της λογοτεχνικής πόζας και η βαθιά ειλικρίνεια της έκφρασης οικοδομούν ένα κλίμα ποιητικής αλήθειας και συναισθηματικής θέρμης, το οποίο ελκύει τον αναγνώστη και συντελεί στο να εκλάβουμε τους Κύκλους ως μία ευπρόσδεκτη, δημιουργική και λειτουργική καλλιτεχνική συνεισφορά.
INFO: Βασιλική Κοντογιάννη, Κύκλοι. Ποίηση, Αθήνα, Ποιητικά – Εκδόσεις Γκοβόστη, 2016, σελ. 64.
(*) Ο Δημήτρης Κόκορης είναι επίκουρος καθηγητής στο ΑΠΘ