της Ελένης Σβορώνου.
Και τα δυο. Γιατί στο τελευταίο μυθιστόρημα του Φίλιππου Μανδηλαρά ξεδιπλώνεται ο μαθητόκοσμος, οι καθηγητές, οι οικογένειές τους και ολόκληρο το μωσαϊκό της ελληνικής-πολυεθνικής πλέον- κοινωνίας μας σε όλο του το πολύχρωμο, πικρό και αντιφατικό μεγαλείο του.
Είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα όπου την αφήγηση αναλαμβάνουν 17 (αν μετρήσαμε σωστά) μαθητές της Γ’ Γυμνασίου ενός σχολείου στο κέντρο της Αθήνας, κάπου στα Πατήσια. Η σχολική χρονιά οδεύει προς τη λήξη της. Όλοι ανυπομονούν για το αποχαιρετιστήριο, της γυμνασιακής ζωής, πάρτι που θα γίνει στο σχολείο. Όταν όμως τα μηχανήματα, ηχεία και κονσόλες, που φυλάσσονται στην αποθήκη κάνουν φτερά, το πάρτι απειλείται να τιναχθεί στον αέρα. Κανένας από τους μαθητές που αφηγούνται τα γεγονότα αυτών των ημερών δεν έχει στ’ αλήθεια προτεραιότητα το πάρτι. Ο καθένας και η καθεμία τους έχει άλλο καημό. Ο Φώτης είναι τρελά ερωτευμένος με την Ελεονόρα. Την κοπέλα που δίνει φτερά στην πένα του. Γιατί ο Φώτης είναι ποιητής, είναι πεζογράφος και γράφει με τον δραματικό εκείνο τρόπο που γράφουν οι έφηβοι – ποιητές. Οι ευαίσθητοι αυτοί νεαροί που βλέπουν τα φωτάκια της νυχτερινής πόλης και πάλλονται τα μέσα τους για τις ιστορίες που αφουγκράζονται στο λαμπύρισμά τους. Είναι η Ελεονόρα, ύστερα, που ξαφνιάζεται με την ομολογία αυτή του έρωτα. Ένα αδέξιο γκράφιτι στον τοίχο της, εμπνευσμένο από στίχους του Nick Cave, δια χειρός Φώτη, της φέρνει το μαντάτο. Απρόσμενο το χτύπημα του έρωτα. Που τη θυμώνει λιγάκι, αφού «με αναγκάζει να βλέπω τώρα τον εαυτό μου μέσα από τα μάτια του», σκέφτεται ενοχλημένη. Δεν είναι όλα τα κορίτσια ταγμένα στην αναμονή του πρίγκιπα. Να όμως που όταν αυτός φτάσει απρόσκλητος και αδέξιος μέσα στα φαρδιά του ρούχα και την ιδρωτίλα του δεν είναι και τόσο άσχημα.
Είναι ο Αντώνης που θα χάσει τον θείο του, πατέρας στη θέση του νεκρού πατέρα του, από καρκίνο. Ένας πατέρας άψογος ως τη στιγμή που αποφάσισε να μυήσει τον 14χρονο Αντώνη στις γυναίκες. Άστοχος ο χειρισμός του θείου, αξιοπρεπής και γενναιόδωρη η στάση του ανεψιού. Και τώρα ο Αντώνης βρίσκεται να φοράει το κοστούμι του θείου Σταμάτη που είχε αγοράσει σε ένα καρναβάλι για να ντυθούν, θείος και ανεψιός, πιγκουίνοι. «Το καρναβάλι είναι θάνατος» , αλλά σε αυτή την πένθιμη συγκυρία ο Αντώνης θα δεχτεί το πρώτο ερωτικό φιλί από την Ιωάννα. Αβίαστα, ειλικρινά, χωρίς διόλου πονηριά και νάζια. Μια κίνηση που δεν έλεγχε κανένας τους, δυο σώματα που υπάκουαν στον συμπαντικό νόμο που θέλει τον έρωτα να είναι η μόνη απάντηση στο θάνατο.
Ο Σάκης είναι ένα βουβάλι, ένας τρομοκράτης που εκφοβίζει συστηματικά το παπαδοπαίδι της τάξης, τον Ανάργυρο. Ώσπου ο τελευταίος παίρνει ανάποδες και αποφασίζει να γευτεί το γλυκό πιάτο της εκδίκησης. Γεμίζει με υβριστικά και σεξουαλικά συνθήματα με πρωταγωνιστή τον Σάκη τις τουαλέτες και τους τοίχους, εκεί ακριβώς που φιγούραρε πριν το δικό του όνομα και τηλέφωνο. Αλλά κι ο Ανάργυρος βρήκε τον δάσκαλό του, που άκουγε στο όνομα Κέλυ. Η θεά της τάξης, η σεξοβόμβα, που είναι η μόνη που δίνει σημασία στον Ανάργυρο και τον καλεί με την καρδιά της στο πάρτι. Μα τον Άγιο Ιωάννη, που πλήρωσε τη Σαλώμη με το κεφάλι του, ο Ανάργυρος εκτοξεύτηκε μεμιάς στην κόλαση του ντεκολτέ της Κέλυς.
Η Χριστιάνα, πάλι, ξέρει καλά από πού περνάει ο δρόμος προς την ευδαιμονία: από το φαγητό και μάλιστα από τη σοκολάτα. Έξω καρδιά, έχει συμβιβαστεί με τα κιλά της και ξέρει πως θέλει να γίνει σεφ, παρά τη θέληση των γονιών της που τη θέλουν φαρμακοποιό. Είναι ακόμη η πανύψηλη Τατιάνα, η αθλήτρια, η Ραφαηλία με τα άχαρα γυαλιά που όλο γκρινιάζει κι όλο κάτι κακό έχει να πει για όλους, ο Χρήστος που κοιτάζει με μάτι κοφτερό τα πάντα, αλλά υπερβολικά αραχτός, αμέτοχος, κουλ, βαριέται να ξυπνήσει, σχεδόν, η Αντεσίνα, η μαύρη, καλλονή, που υφίσταται τα αδιάκριτα βλέμματα των ανδρών ακόμη και μέσα στο σπίτι της που ζηλεύει κορίτσια όπως η Ιωάννα που βάζουν τα πράγματα στη θέση τους και δεν αφήνουν κανέναν να τις χειραγωγεί. Ο Αρντίν πάλι αποφασίζει να βάλει τέλος στο φλερτ του με την παρανομία και «τις μπούκες» και να ακολουθήσει το όνειρό του να γίνει ακροβάτης. Κοτσάρει την αφίσα με τον Νικ Γουαλέντα, τον σχοινοβάτη, να διασχίζει τον Νιαγάρα από αέρος και φαντάζεται τον εαυτό του να τολμά τον ακατόρθωτο.
Κάθε παιδί και η ιστορία του. Όλα δοκιμάζουν τα όριά τους, το σπάσιμο των κανόνων, από αθώες παραβιάσεις γονεϊκών κανόνων ως τη σοβαρή παρανομία. Γύρω τους κινείται μια συμμορία από νεαρούς γκάγκστερ που απειλούν τον Σάκη αλλά και όλη την μικροκοινωνία του σχολείου. Απειλούν το πάρτι που πια αποκτά ένα συμβολικό χαρακτήρα. Είναι η θέλησή τους να ζήσουν τον αποχωρισμό τους, να ζήσουν την τελευταία μέρα του γυμνασίου, την τελευταία φορά που θα είναι όλοι μαζί, κι ας έβραζαν υπόγεια ρεύματα ζήλειας, ανταγωνισμών, εκφοβισμών, περιφρόνησης και άλλων ταπεινών και ταπεινωτικών συναισθημάτων. Ανάμεσά τους κυλούσαν γάργαρα ποταμάκια φιλίας, αλληλεγγύης, καταθέσεων ψυχής που όλο και δυνάμωναν καθώς καλούνταν να υπερασπιστούν το περίφημο πάρτι από τα νύχια των συμμοριών της γειτονιάς. Όσο ο κίνδυνος πλησιάζει, τόσο ένας ένας απογυμνώνεται, σαν τον ηθοποιό που καταθέτει τον ρόλο του και αποκαλύπτει το κουκούτσι από το οποίο είμαστε όλοι φτιαγμένοι. Άνθρωποι που αναζητούν συντροφιά και παρηγοριά για τα βάσανά τους. Ακόμη και οι πιο τυχεροί, οι πιο προνομιούχοι, έχουν κι αυτοί τα ζόρια τους. Κι όλοι έχουν δικαίωμα στο όνειρο.
Η συγκίνηση εναλλάσσεται με το γέλιο, η λυρική περιγραφή με την κοφτή και αθυρόστομη λαλιά, ένα πανόραμα της σύγχρονης εφηβικής ζωής, της ελληνικής-πολυεθνικής κοινωνίας, της οικογένειας και του σχολείου. Ενός σχολείου που αν και αδιάφορο, μισητό μερικές φορές, λάμπει τελικά ως απολύτως απαραίτητο. Γιατί σε καλεί να σκεφτείς «τις σχέσεις σου με τις κολλητές σου, με τους συμμαθητές σου και τους καθηγητές. Τη σχέση όλων μας με αυτό που μας υποχρεώνει να βρισκόμαστε εδώ, μαζί.»
Γραμμένο σα θεατρικό έργο, με παράλληλους μονολόγους και τις σκηνοθετικές οδηγίες γραμμένες με πλάγια γράμματα, εύκολα μπορείς να φανταστείς να ανεβαίνει σε σχολική παράσταση. Για να μάθεις, στο επίμετρο, ότι στη συγγραφή του έργου «καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα μέλη της θεατρικής ομάδας του 20ου Γυμνασίου Αθηνών». Αν δεν κολλήσει κανένας εκπαιδευτικός στις «βρισιές» που βγαίνουν κυρίως από το στόμα του δύστυχου νταή, του Σάκη (συνηθίζονται αυτές οι διαμαρτυρίες από εκπαιδευτικούς και γονείς), μπορεί να δούμε εξαιρετικά ανεβάσματα του έργου στις σχολικές σκηνές.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα βιβλίο πολύ δουλεμένο, εξαιρετικά ισορροπημένο, γιατί αν και θίγει πολλά θέματα (διαζύγια, διαλυμένες οικογένειες, αλκοολισμός γονέων, σωματική βία ανάμεσα στα ζευγάρια, σεξουαλική παρενόχληση εφήβων, εκφοβισμός, φτώχεια, κρίση, ανεργία, ανισότητες, ανεπάρκεια καθηγητών, σχέσεις μητέρας-κόρης, παραβατικότητα κ.α.) , όλα είναι στη σωστή τους δόση, πειστικά και αληθινά μέσα από τις ζωές των ηρώων. Και το κυριότερο, ο συγγραφέας αγαπά τους ήρωές του. Αγαπά τη ζωή. Και τελικά πράγματι, αυτός ο άνισος, άδικος και δύσκολος κόσμος των εφήβων είναι ένας υπέροχος κόσμος. Κι αυτό το διακρίνει από την πολύ όμορφη τριλογία του δρόμου, του ίδιου συγγραφέα. Αγαπήσαμε το Κάπου να ανήκεις, το Ύαινες, και το Ζωή σαν ασανσέρ, αλλά ο Υπέροχος κόσμος είναι ένας ύμνος στη ζωή και στις σχέσεις, ένα μάθημα ζωής που αξίζει ίσως περισσότερο από όλα τα μαθήματα του σχολείου.
Ο Φιλιππος Μανδηλαράς δε χρειάζεται συστάσεις, μπορεί όμως κανείς να ανατρέξει στο έργο του εδώ και στην ιστοσελίδα του στο facebook https://www.facebook.com/PhilipposMandilaras/
Info
Φίλιππος Μανδηλαράς, Ένας υπέροχος κόσμος, Πατάκης, 2016
Το βιβλίο το έχετε διαβάσει; Απορώ πραγματικά με την κριτική σας. Το βιβλίο είναι καταστροφικό για τα παιδιά. Βγάζει μόνο μίσος, κόμπλεξ και ανωμάλία. Δεν έχει κάμια λογοτεχνική αρετή ούτε στο ελάχιστο! Και εσείς προτείνετε να ανεβεί και σε σχολική θεατρική σκηνή! Απίστευτο! Τι έχει να διδάξει στα παιδιά; Βρισιές, μίσος, κακία και κόμπλεξ ενός θλιβερού τύπου που σίγουρα δεν πρέπει να ονομάζεται συγγραφέας. Τραγική κατάπτωση της ελλαδικής κοινωνίας. Αυτός έχει δικά του παιδιά ή … το έγραψε μόνο πιασάρικα για να πουλήσει. Για τον κάδο ανακύκλωσης κατ’ ευθείαν. Εάν αυτός είναι συγγραφέας εγώ είμαι πυρηνικός επιστήμονας. Βαριέμαι να ξοδέψω άλλο χρόνο κριτικής σε ένα βιβλίο-σκουπίδι. Το τελευταίο που έχω να πω είναι ότι το διάβασε το παιδί μου και ο χαρακτήρας του έχει αλλοιωθεί. Αναρρωτιόμουν που είχε μάθει τόσες βρισιές και γιατί είχε γίνει επιθετικό τόσο ξαφνικά χωρίς λόγο.
“Ευχαριστούμε πολύ τον αναγνώστη του Αναγνώστη για το σχόλιο.
> Ένας γόνιμος διάλογος για το εφηβικό βιβλίο θα ήταν προς όφελος όλων μας: συγγραφέων, κριτικών και το εφηβικού αναγνωστικού κοινού.
> Θα ήταν χρήσιμο η κριτική της κριτικής να γίνεται σε ήπιους τόνους και με κάποια τεκμηρίωση.
> Ποια συγεκριμένα χαρακτηριστικά του βιβλίου , ποιο απόσπασμα, ίσως εγείρει αντιρρήσεις;
> Ο Φίλιππος Μανδηλαράς, ένας καταξιωμένος συγγραφέας σε αυτό το βιβλίο επιχειρεί μια πολυφωνική αφήγηση από την πλευρά των εφήβων.
> Αν δε θέλουμε να έχουμε ξύλινους ήρωες, νεαρούς που μιλάνε όπως οι ενήλικες, θα πρέπει το λεξιλόγιο και το ύφος τους να θυμίζει αληθινούς εφήβους. Το αν είναι ένα βιβλίο αντιπαιδαγωγικό, τα ήθη που προάγει, δεν κρίνονται από αυτά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των ηρώων. Κρίνεται από την ουσία της ιστορίας, από την έκβασή της, από το βλέμμα του συγγραφέα. Και στο συγκεκριμένο βιβλίο το βλέμμα είναι γεμάτο αγάπη και κατανόηση για τα παιδιά. Πολλά από τα οποία βιώνουν δύσκολες καταστάσεις αλλά προσπαθούν. Η ελπίδα για ένα καλύτερο κόσμο βλασταίνει σε αυτό το βιβλίο όπως τα αγριολούλουδα της πόλης ανάμεσα στις ραγισμένες πλάκες του πεζοδρομίου.
> Αλλά να ευχαριστήσουμε και πάλι τον αναγνώστη μας για την ευκαιρία που μας δίνει να σκεφτούμε πάνω στο εφηβικό βιβλίο.”
>