της Μάνιας Μεζίτη
«…Κανένας δεν βλέπει πώς κυλώ
τι είμαι και γιατί μιλώ
Κανένας δεν μπορεί να δει
Ούτε και θέλει.»
Η τρίτη ποιητική συλλογή της Σοφίας Σακελλαρίου «υπάρχει γράμμα για μένα;» περιλαμβάνει εξήντα πέντε αριθμημένα ποιήματα δίχως τίτλους, ποιήματα που αναρωτιούνται και ρωτούν. Η Σακελλαρίου, εμπνεόμενη από έναν στίχο του Αμερικανού ποιητή Michael March, οικοδομεί το ποιητικό της σύμπαν πάνω σε ένα ερωτηματικό. «The body immune to reason/No place to rest the eyes/The body an echo/ “Is there a letter for me-?”
Με την επανάληψη, την προσωποποίηση και την ερώτηση να παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της μορφής, τα ποιήματα της Σακελλαρίου συνδέονται μεταξύ τους με ένα κοινό νήμα – σύμβολο: την επιστολή. Συχνά δε, παραπέμπουν σε πληροφορίες από αρχεία εφημερίδων μεταφέροντας τον απόηχο της δημοσιογραφικής της εμπειρίας. Το ποιητικό υποκείμενο δεν ταυτίζεται πάντοτε με την ποιήτρια. Ενίοτε πρόκειται για προσωποποιημένη έννοια, όπως στην περίπτωση του εθνικού δανείου που θέτει το ίδιο την ερώτηση «υπάρχει για μένα αποπληρωμή;» Συνήθως όμως έχει ανθρώπινη μορφή και δεν παύει ν’ αναρωτιέται: «Υπάρχει κάποιος να με θυμηθεί/κάποιος για να μου γράψει;» και «υπάρχει ένα χάδι για μένα;/υπάρχει μια θέση εργασίας με ένσημα για μένα; /υπάρχει θάνατος για μένα;» Η Σακελλαρίου μεταπίπτει τεχνηέντως από το ιδιωτικό στο δημόσιο, από το ατομικό στο συλλογικό και τούμπαλιν.
Η λειτουργία της επιστολής πολλαπλή. Κατά βάση, πρόκειται για το όχημα που μεταφέρει σ’ εμάς τη σκέψη και τα συναισθήματα του υποκειμένου. Το γράμμα κομίζει την πληροφορία, κυρίως την πληροφορία της απώλειας και του θανάτου: τον θάνατο του πρόσφυγα στο ιστορικό συγκείμενο της Μικρασιατικής Καταστροφής, την τέφρα του Ολοκαυτώματος, το θανατηφόρο εργατικό ατύχημα, τον θάνατο ενός ανθρώπου από εκτροχιασμό μιας αμαξοστοιχίας, όπως και το θάνατο αγαπημένων προσώπων του υποκειμένου. Το γράμμα κομίζει τον θάνατο, αλλά όχι μόνο. Μεταφέρει την παράκληση του υποκειμένου να του φερθούν έντιμα· λειτουργεί ως υπενθύμιση για την απλήρωτη εργασία, ως δηλωτικό της ανεργίας· αφορά τις οφειλές, τους λογαριασμούς, αλλά και το δάνειο της χώρας· αφορά το ποίημα που περιμένει να διαβαστεί, και κάθε τι ανεκπλήρωτο. Και όταν δεν φτάνει στον παραλήπτη, η έλλειψή του συνοδεύεται από προσμονή, αναμονή και ματαίωση, με τον ταχυδρόμο ως άλλο Ερμή να λέει «Δεν έχει γράμμα για σένα». Γράμματα δίχως παραλήπτες, που επιστρέφονται, γράμματα που δεν ανοίγονται, γράμματα που αρνούνται τα ίδια να διαβαστούν, που δεν περιέχουν ουδεμία αλλαγή. Όλα μοιάζουν να κινούνται στο σύμπαν της Σακελλαρίου, ενώ ταυτοχρόνως μένουν στάσιμα: «του έγραψα να μη μου γράφει τις ίδιες λέξεις πάντα/Μα το γράμμα δεν διάβασε το γράμμα».
Σε ποιον και σε πόσους απευθύνεται, όμως, η ποιήτρια; Από ποιον απαιτεί απάντηση; Τις ευθύνες είναι σαφές σε ποιον τις αποδίδει, αλλά τις απαντήσεις ποιος θα τις δώσει; Η ατέρμονη αναμονή παραπέμπει στον μπεκετικό Godot, ίσως και στην ερμηνεία που δόθηκε από κοινό και κριτικούς, ότι δηλαδή οι χαρακτήρες του περιμένουν την άφιξη μιας υπερβατικής φιγούρας που θα τους σώσει, άποψη που ο Μπέκετ ασφαλώς απέρριψε, λέγοντας πως ούτε ο ίδιος είχε ιδέα ποιος είναι ο Godot. Ωστόσο, η ομοιότητα του «γράμματος» με τον Godot έγκειται στην αναμονή: στο ποιητικό σύμπαν της Σακελλαρίου όλοι και όλα περιμένουν κάτι, αλλά η αυλαία πέφτει, ανεβαίνει και ξαναπέφτει, αποκαλύπτοντας ξανά και ξανά την ίδια ακινησία: τη σιωπή. Ίσως γι’ αυτό η ποιήτρια παρακινεί λέγοντας «Γράψε εσύ το γράμμα που περιμένεις».
Η Σακελλαρίου χρησιμοποιεί κατά βάση τον ελεύθερο στίχο, ωστόσο τα ποιήματα διαθέτουν ρυθμό και εσωτερικό μέτρο. Κάπου κάπου διακρίνουμε καθαρό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο «πελάγη δεν τα βρέχουνε, πλοία δεν τα διαβαίνουν», ενώ πότε πότε επιλέγει να χρησιμοποιήσει την ομοιοκαταληξία: «Μιλάμε, το βλέπεις, την ίδια γλώσσα/-ακόμα κι αν εκείνη δεν μας ομιλεί-/ τη δημοκρατική ποιητική /Ανήκουμε στην ίδια συνιστώσα». Ο χρόνος που χρησιμοποιεί είναι κυρίως ο Ενεστώτας, καθώς και ο ιστορικός Ενεστώτας, ενώ το πρώτο ενικό πρόσωπο το διαδέχεται το πρώτο πληθυντικό και κάπου κάπου το δεύτερο ενικό.
Έχοντας ήδη θέσει αρκετά ερωτήματα, η ποιήτρια προς το τέλος του βιβλίου, θέτει ακόμα ένα, αυτό που αφορά την ποίηση και την ποιητική. «Οι ποιητές μετακινούμαστε πολύ και είμαστε χιλιάδες -» γράφει η Σακελλαρίου ενώ μοιάζει να την απασχολεί ιδιαίτερα το ποιητικό τοπίο στο οποίο υπάρχει. Αν για τον Ουίτμαν όλα τα ποιήματα σ’ αυτήν την πλάση ενώνονται και συνδέονται με μια αόρατη κλωστή εις το διηνεκές, και είναι γραμμένα ουσιαστικά από έναν, η Σακελλαρίου μας λέει πως οι ποιητές είναι εκείνοι που συνδέονται μεταξύ τους, όχι όμως μέσω μια μεταφυσικής συνοχής, αλλά επειδή αναμασούν τα ίδια: «Μοιάζουμε, Ελένη, τόσο πολύ/ λέμε τα ίδια πράματα περίπου/κοιτάζοντας τη γέφυρα του Ευρίπου/ τα άστρα, τη Σελήνη, την ανατολή» ή «όλοι μαζί κάνουμε έναν ποιητή/ το βλέπετε, θα συμφωνείτε/ Και μας λυπάται και προσποιείται/ δεν μας το λέει η φίλη μας η κριτική». Ο ποιητής, κατά τον Έλιοτ,[1] σε μια ώριμη εποχή μπορεί ακόμη να ελπίζει ότι θα κάνει κάτι που δεν έκαναν οι προκάτοχοί του. Μπορεί ακόμη να εξεγερθεί εναντίον τους, όπως ένας φέρελπις νέος εξεγείρεται εναντίον των πεποιθήσεων, των συνηθειών και των τρόπων των γονέων του. Αλλά εκ των υστέρων μπορούμε να διαπιστώσουμε πως είναι επίσης συνεχιστής των παραδόσεών τους, ότι διατηρεί τα βασικά οικογενειακά χαρακτηριστικά και ότι οι διαφορές στη συμπεριφορά είναι διαφορές που προκύπτουν από συνθήκες άλλης εποχής. Ίσως αυτή να είναι η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που θέτει η Σακελλαρίου, από την οικονομική μετανάστευση και το προσφυγικό, ως την εσωτερική μοναξιά, τη ματαίωση, το γήρας και τον θάνατο.
info: Σοφία Σακελλαρίου, «Υπάρχει γράμμα για μένα;», Μελάνι, 2018
[1] Τ.Σ ‘Ελιοτ, Οι φωνές της ποίησης, μτρφ. Άρης Μπερλής, Π.Ε.Κ., 2013