Ποιητική ανθολογία εν προόδω από τον Θανάση Χατζόπουλο.
Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ (1895-1976)
Η ΠΕΤΡΑ
Όταν, τα καλοκαίρια, σημάνει η ώρα να φυσήξουν άνεμοι της δροσιάς,
για να διαλύσουν μονομιάς την κυριαρχία του βαριού ήλιου,
φτασμένοι από τη θάλασσα, που την ριπίζουν ξαφνικά και, από καθρέφτη
ασάλευτο, το ρίγος της ορμής της φέρνουν και την φωσφορίζουν, –
πάλι το κέντρο όλου του γύρω κόσμου δεν παύει να είναι
αυτός ο μεγάλος φλεγόμενος Δίσκος.
Αυτός απόμονώνει το κάθε τι στην ενατένισή του.
Αυτός κρατά το σκήπτρο της Ημέρας και του Κόσμου.
Αυτός συγκλονίζει το λογικό στην άχνα της μαρμαρυγής του.
Και σαν η Νύχτα πέσει, η τόσο σιωπηλή και μυστική,
στην ίδια την Παραλία την παραλλαγμένη,
εκεί που η αμμουδιά διαρκώς αλλάζει σύνορό της,
με τη γραμμή του κύματος που δεν αναπαύεται,
ποιος χρωματίζει τη θαμπήν αυτή Σελήνη με το περήφανο,
νεκρό της χρώμα, παρεχτός ο ίδιος Ήλιος; Και μολονότι
προ δύο ή τριών μόλις ωρών προετοίμασε μια τόσο φλογοβόλη
αποχώρηση κάτου κι έξω του κόσμου με σαλπίγματα και πορφύρες,
και άφαντος, ξέρει πάντα, και κρυμμένος να στέλνει κάτι
που να μας θυμάει την αιώνια του παρουσία.
Κάτι κρυφό ζυγιάζεται αυτές τις ώρες στα εσώτατα του ανθρώπου,
που, είτε σαν Ήλιος, είτε σαν Σελήνη, έχει θρονιάσει
καταμεσής της ψυχής, και του χαρίζει
τη λάμψη ενού σκότους που δεν παραλλάζει
από τη νόηση του Θεού ή τη συντριβή της Εκκλησίας.
Μια ροπή προς το καλό και προς το ατάραχο. Μιαν Αγάπη
κι ένα αγκάλιασμα προς όλα τα γύρω. Δίχως διάκριση ή προτίμηση,
δίχως αποσκίαση, δίχως φθορά, ή κατατριβή.
Δίχως διακρίσεις εχτός, αχ, μιας, Θεέ μου. Της βαρειάς,
της οξείας εκείνης Πέτρας, που έταξες μερικών ανθρώπων
να τους βαραίνει το στήθος τις νύχες τόσο πολύ κι ασφυχτικά,
τόσο απελπιστικά και ωραία. Που, αν πρόκειται ν’ αποσειστεί ποτέ,
θάναι για να την διαδεχτεί η διαρκής του τάφου.
Τόσο κυριαρχικά, τόσο έμμονα, έχει στηθεί για πάντα.
[(1929), ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ 1934]
ΠΑΡΟΙΜΙΑ
Από την φαύλην Ώρα, φαυλότερο το μέτρημά της.
Άσε την να παρέλθει αμέτρητη,
και, αν σου είναι δυνατό, δίχως ν’ αφήσει τα Ίχνη.
Μέτρα, αν το κρίνεις πρόσχαρο κι ωφέλιμο,
Αν σε έγινε συνήθεια τον βίο σου να μετράς,
μέτρα την Ευφροσύνη, που η φυγή της φαύλης Ώρας
και η λησμονιά της ασφαλώς σου προσφέρουν (άνω τελεία)
αλλά ποτέ τη φαύλην Ώρα.
Κράτησε τα Ίχνη τούτων των σπανίων Ωρών,
αλλά όχι εκείνα. Εκείνα είναι νεκρές
Σελήνες των Δυσμών, καταντικρύ
της πρωινής Λάμψης. Είναι ψευδείς Επινοήσεις,
πονηροί Συνδυασμοί, που, παλαιόθεν,
εβάλθηκαν να προκαλούν την Τάξη την θεσπεσία.
[(1932), ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ, 1934]
ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ
Ποιος είπε ναι στην ώρα της φθοράς,
ποιος ψιθύρισε τον πλούτο στην αμύθητη πενία,
ποιος περιβλήθη τα κόκκινα και τα χρυσά
και τη μεγαλωσύνη της γιορτής στη θλίψη,
ποιος διευθύνει τα ιδεώδη μάτια της νυχτός,
ν’ ανεύρει τι στερούμεθα,
κι ανεύρε ό,τι ελπίζαμε,
στάθηκε ολόχαρος να το προσφέρει
ανταλλάζοντας τη γαλήνη του με την ταραχή μας,
δέχθηκε με όλα του τ’ άρματα τον πόλεμο,
παραδίνεται στους δικούς μας εφιάλτες,
μας υπόσχεται συντροφιά
στο θάνατο και στη ζωή,
το λάδι της φροντίδας στον πόνο,
τον ταυτισμό του στη χαρά των ωρών,
την κοινότητα στο δυσδιάκριτο τον Καλό και το Κακό,
την απλοχεριά στ’ αδιατύπωτα τα αιτήματα,
την αλληλεγγύη της φοβερής της ευθύνης,
τη γεύση του πικτού πιοτού στο ίδιο
ποτήρι του μυστηρίου, το γάμο των χειλιών,
το δώρο της επιβολής, το ξερίζωμα
και την απόθεση του μάταιου υλικού,
στην πυρά της φλογάτης ευστάθειας,
που άσβηστη καίνει, δίχως Εστιάδες άλλες,
παρεχτός τούτη την περιιπτάμενη
και μην αναλισκόμενη,
την πλουμιστή Χρυσαλλίδα,
Δεσπότη Αρμένη που με φτερά ταώ
την ανεμίζει και τη συντηρεί
με ανερμήνευτη Επενέργεια.
Εκείνο το ξερόνησο, μαύρο στα σύννεφα,
δελφίνια το αγκαλιάσας γύρω γύρω
τα χέρια του της στοργής (άνω τελεία) στ’ ανοιχτά,
το πλοίο που έπλεχε, φούντωσε τον καπνό του
και, καθώς νηνεμία ήταν, τον ανύψωσε,
άσπρο Χρυσάνθεμο, ιερό Ψαλμό
στον ουρανό του χειμώνα, και, σαν απονύχτωσε,
το άστρο στη δύση του στυλώθηκε,
δεν έλεγε να βασιλέψει,
κόκκινο και υπερέχον,
βοώντας τη δίψα του να βλέπει,
τι συντελείτο ανεξιχνίαστο.
Παρέτυχε να βλέπει
σαν αμέτοχος κι ο Θεός (άνω τελεία)
κι ενώ όριζεν Εκείνος, οριζόταν:
τόση κατάνυξη περιείχε αυτό το ΝΑΙ.
ΣΟΦΙΑ
Εφθάσαμε έτσι λίγο λίγο στην γυμνότητα,
ένα ένα αποδυθήκαμε τα περίφημα προβλήματα,
τα πολύχρωμα, τα βύσσινα, τα πορφυρά των γοητειών,
και μόνον τώρα, μολονότι κάποιος φόβος κι από πριν,
κάποιο προμήνυμα, μας έλεγαν τι μας προσμένει,
όμως, μονάχα τώρα, οι γυμνωμένοι
είδαμεν, ότι χους εσμέν. Άθλιας επίγνωση
σοφίας. Ένδεια ημερινή. Βραδύνοια της χθες.
Δουλειά μας τώρα να την αναγάγομε σε θρίαμβο.
[ΤΟ ΑΣΜΑΤΙΚΟΝ, 1962]
ΠΡΩΤΕΣ ΧΛΟΕΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Οι πρόδρομοι όλοι
στο προσκλητήριο απόψε
παρόντες (άνω τελεία)
η ψύχρα, η τγρασία,
η σκοτεινιά,
όλη η κρυμμένη
άνοιξη εδώ κάτου,
τόσο χαμηλά,
στο σβώλιασμα του χώματος,
στο μέστωμα του αγριολούλουδου,
κι ο ακαταπόνητος
χτύπος της καρδιάς,
(γιατί χτυπάει
αυτή η καρδιά;)
χίλιες εικασίες
η κάθε σφυριά της
κι άλλες τόσες
αβεβαιότητες:
ένας τυφλός
δεν είναι πιο αβέβαιος
ακούοντας να δουλεύει
το σκεπάρνι,
αν τάχα ο εργάτης
φυτεύει
τα νέα του δέντρα,
ή αν ανοίγει
βιαστικά μνήματα
στις χλόες.
IF ONLY
Ω, αν κάποτε έρθει ο καιρός,
η μόνωση πλησίον μιας παραλίας μακρινής
να πληροί όλα τα φοβερά κενά της ζωής
και των νυχτών της, όλους τουν αγώνες
με το Άγνωστο και το Μαύρο, – τούτο μόνο
θ’ αρκούσε, όλα νάταν λυμένα
τα μυστήρια τα αγωνιώδη.
Αν μόνο η θέα ολοσκέπαστου ουρανού
του φθινοπώρου, που δίνει νέα διαφάνεια
στα βότσαλα της θαλάσσης,
(εκείνη την ανοιχτά πράσινη των ματιών της Νεράιδας)
έφθανε να καλύψει τη ζωή στο σύνολό της,
ετούτο μόνο, θάταν κιόλας ευτυχία.
Όταν μιά σου στιγμή,
άνθρωπε, πούχεις ξεφύγει το πλέγμα των θορύβων,
αισθανθείς άυλος πια και κατασταλαγμένος,
– τούτο, αν ήσουν βέβαιος πως θάταν και το διαρκές (άνω τελεία)
πως σε μιαν ώρα μέσα, στο πλευρό σου
δεν θα βρισκόταν η Σειρήνα, να σου ταράξει
τη διαφάνεια των βοτσάλων, – και τούτο μόνο
θάταν κιόλας ευτυχία.
Αλλά έρχεται ήδη η φωνή της, από Βορρά, από Νότου,
από Ανατολικά κι από Δυσμών. Βουάνε
όλοι οι ορίζοντες από δαύτη. Έρχεται ολούθε
με την ουσία της βροχής ή των ανέμων. Με τους αφρούς
των κυμάτων. Το σύμπαν, κι η ψυχή του ανθρώπου,
είναι γεμάτα απ’ αυτή τη φωνή. Ας έρθει. Δεν είναι ακόμη
ερχόμενος ο καιρός του Θανάτου.
(ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ ΠΡΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΟΝ, 1962)
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925-2005)
ΕΠΙΤΑΦΙΟΝ
Εδώ αναπαύεται
Η μόνη ανάπαυση της ζωής του
Η μόνη του στερνή ικανοποίηση
Να κείτεται μαζί με τους αφέντες του
Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο.
ΠΕΝΤΕ ΜΙΚΡΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΙΙΙ
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατελείωτα
Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σ εκάθε γωνιά
Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος και ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε.)
IV
Κάτω απ’ τα ρούχα μου δεν χτυπά πια η παιδική μου καρδιά
Λησμόνησα την αγάπη που ’ναι μόνο αγάπη
Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου
Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του ονείρου
Ένιωσα στο στήθος μου να σπάζει στη φυγή σου
Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.
(ΕΠΟΧΕΣ, 1945)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι στίχοι αυτοί μπορεί και νά ’ναι οι τελευταίοι
Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια
Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι
Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά
Σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος
Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα
Και τα νερά τους δε μπορείς να ξεχωρίσεις
Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
Να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.
(ΕΠΟΧΕΣ, 3, 1951)
ΚΙ ΗΘΕΛΕ ΑΚΟΜΗ…
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σππουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα π ε ρ ι μ έ ν ω.
(Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ, 1954)
ΜΙΛΩ…
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλητες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δ΄ρομους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
(Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ, 2, 1956)
ΣΤ’ ΑΣΤΕΙΑ ΠΑΙΖΑΜΕ…
Στ’ αστεία παίζαμε!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σάπισαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
(Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ, 3, 1962)
ΠΟΙΗΤΙΚΗ
– Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσειτ ης ζημιάς που προκαλείται
Με το παράδειγμά σας στους νεώτερους.
– Το τι δεν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα σ΄τοματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπιαν ιερά αμς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείς πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
Ο ΟΥΡΑΝΟΣ
Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου
Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου
Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος
Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα ένα
Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.
Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.
Δεν περνούν από δω ξυλοκόποι.
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ
Πέθανες – κι έγινες και συ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.
Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τό ’ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα
Κοιμού εν ειρήνη δε θά ’ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο.)
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θα ’σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
(Ο ΣΤΟΧΟΣ, 1971)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ (1941)
ΘΥΜΑΣΑΙ ΡΕΓΚΙΝΑ;
Τις νύχτες πλάγιαζα νωρίς, Τριστάνε μου
Και σε ονειρευόμουν. Οι δρόμοι πλήγωναν
Τα βήματά μου και σε σκεφτόμουν.
Χιόνιζε στο δωμάτιο, το σώμα έπεφτε
Σαν πυρετός.
Το ξέρω πως θα ξυπνήσω αν ανοίξω
Την πόρτ’ αυτή. Τυλίγομαι με χρώματα
Ακούω τα φαντάσματα
Βλέπω το βράχο να επιπλέει
Στο κεφάλι μου
Που μόλις τον χωρά.
Τη θάλασσα να με παιδεύει.
Κι ο ποιητής.
Έσκασε μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο –
Άνοιξε, γέμισε καπνούς. Φούσκωσαν τα ποιήματα
Τον εκδικήθηκαν.
Η ποίηση είναι μνησίκακη.
Θυμάσαι που σου τό ’λεγα Ρεγκίνα;
(ΟΙ ΤΡΙΣΤΑΝΟΙ, 1992)
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΩΜΑ ΚΑΛΗΝΎΧΤΑ
Ναι, θα επιστρέψω στο σκοτάδι όπως κι εσύ,
Όμως ώς τότε θέλω να γευτώ τα χώματα
Που βγαίνουν από τ’ άνθη
Όταν το σώμα σφίγγεται για να μη σπάσει.
Θέλω ν’ ανοίξω τα φυλλώματα
Και να ριχτώ στη θάλασσα του στήθους σου
Γλείφοντας και ρουφώντας.
Θέλω να γίνω το κουκούτσι σου
Να τυλιχτείς σαν αύρα γύρω απ’ τη ζωή μου
Να λύσεις τα φιλιά τα κλειδωμένα
Και θέλω να με πάρεις στη μεγάλη προκυμαία.
Θέλω να βγω απ’ τον κλοιό σου
Για να ξανάρθω πέτρινος
Στην τρυφερή πληγή σου.
Να κλέψω τα λειψά σου όνειρα
Ν’ ακόυσω την ορμή σου
Λίγο πριν σκοτεινιάσει
Πριν κλείσει η πόρτα
Και ψιθυρίσω μέσα στο χώμα καληνύχτα.
ΕΤΣΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Χωρίς ολόκληρες αναπνοές
Έχοντας το βλέμμα στραμμένο
Στους φεγγίτες
Τα σώματα συστρέφονταν μες στην ομίχλη (άνω τελεία)
Μικρά παιδάκια έπειζαν
Και των πουλιών το μαύρο χάιδευε το νερό.
Από καθρέφτες
Πιο πολύ σπασμένους
Έβλεπα τη ζωή τους
Να μένει άχρηστη στο δρόμο.
Οι αναμνήσεις καίγονταν σε σιγανή φωτιά
Σαν εικονίσματα στη λίμνη του μυαλού.
Οι αρτηρίες, οι απολήξεις των βολβών
Τα οστά, όλα σε μια σακούλα.
Έτσι γίνεται το ποίημα.
Επίσκεψη στο σπίτι του νεκρού
Το τσάι στη βεράντα
Μια μπούκλα, τα όνειρα του δύτη
Που γλιστράνε στον αφρό
Η πέστροφα και ο δημιουργός
Ανάσκελα στη μέση του Στρυμόνα.
Τις ώρες της αναμονής
Τρίβεις τα κόκαλα
Με σάλια νιότης
Σηκώνεις πλάκες
Κι όταν γεμίσεις στάχτες
Που σου κλέβουνε το φως
Γράφεις τον πρώτο στίχο:
Χωρίς ολόκληρες αναπνοές.
Τα άλλα έρχονται σαν τη βροχή.
ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Έφτιαξα μια ζωή από πηλό
Που ράγισε στα χέρια μου
Λερώθηκε στα χέρια αλλωνών
Μέχρι που κομματιάστηκε.
Ζωγράφισα τη μοναξία (άνω τελεία)
Με βλέμμα τρομαγχμένο ταξίδεψα
Σε έρημα νησιά χωρίς φωνή.
Αγάπησα φαντάσματα που σύρθηκαν
Μαζί μου σε κρεβάτια ηδονικά
Κι έπειτα πέταξαν από κοντά μου κρώζωντας.
Αρρώστησα σε κάτασπρα δωμάτια
Κρατώντας το κορμί να μη σκορπίσει.
Έκλαψα από πόνο κι από στέρηση.
Πύργους ονειρεμένους έχτισα
Μα η αρχιτεκτονική λειψή και χάλασαν,
Στον δεύτερο σεισμό δεν άντεξαν,
Κρίθηκαν κατεδαφιστέοι.
Με βλέμμα άτονο την παγωνιά προσμένω.
Νοέμβριος και στο μυαλό μου βρέχει καλοκαίρια.
Μα είμαι σίγουρος πως κάποτε
Μέσα στου χωραφιού την πρωινή δροσιά
Μέσα από τη λίμνη την ακύμαντη θα βγω
Και θα επιστρέψω φωτεινός.
(ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΦΩΤΕΙΝΟΣ, 2000)
ΑΙΜΑ ΘΝΗΤΩΝ
Τα σώματα των ζωντανών
Καίγονται ευκολότερα
Στην έξαψη της κλίνης.
Τα κόκαλα στραβώνουν
Καθώς συριάζονται
Σιγά σιγά στον πάτο.
Μουρμουρητά σαν από λίμνες
Καμένη σάρκα σαστισμένη
Αίμα θνητών.
Στάχτη πάνω στη στάχτη
Που βουλιάζει
Γίνεται λίπασμα
Λάσπη για το μέλλον.
Τα σώματα των ζωντανών
Κοιμούνται στην ομίχλη
Γεμίζουν μάτια
Κι ύστερα γέρνοντας
Αδειάζουν τη βροχή
Που τα στοιχειώνει.
Η νύχτα γράφει όνειρα στο καθαρό σεντόνι.
Αρπάζοντας το κούτσουρο που καίει
Πατώ το θάνατο και τροπαιούχος
Υψώνομαι στην καπνοδόχο.
Χιονίζει ασταμάτητα
Μα εγώ πετώ πάνω απ’ τα σύννεφα
Με φλόγες στα μαλλιά
Τρέχοντας προς τον ήλιο.
(ΟΙ ΕΛΕΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ, 2014)
ΒΑΓΙΑ ΚΑΛΦΑ (1984)
ΟΤΑΝ ΚΟΙΤΑΖΩ
Όταν κοιτάζω
Έξω απ’ το τζάμι
Σημαδεύοντας
Πέτρινες στέγες
Μυστικές διαδρομές
Κλαδιών και στενών
Καρέ καθαρών ουρανών
Μ’ ένα βλέμμα δραπέτη
Το κρεβάτι στενεύει –τα φτερά δε βολεύονται–
Και το χέρι σου
Μου δυσκολεύει τον ύπνο – τραβήξου
Η κοιλιά που κάνει
Άβολους ήχους
Είναι ένας φόβος πως
Γίνεσαι ανθρώπινος
ΣΥΝΟΔΕΙΑ
Κι ύστερα γίνεσαι
Πιο κυνικός κι απ’ το φεγγάρι
Πιο μόνος κι απ’ την παλάμη σου
Άηχος
Σχεδόν χρόνος
(ΑΠΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, 2012)
ΒΡΑΔΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ
Επιτέλους φυσά
Ο αέρας
Να ξεριζώσεις
Τις τέντες, να λυγί-
Σει τα δέντρα
Να βυθίσει
Στο σκοτάδι
Την πόλη
Προπάντων
Να στεγνώσει
Την υγρασία
Του ακύσωνα
Που περιπαίζει
Όσους απέμειναν
(ΛΗΘΟΣΤΡΩΤΟ, 2013)