Της Σωτηρίας Καλασαρίδου.
Είναι αξιοθαύμαστο με ποιους τρόπους, σε ποιες χρονικές στιγμές, αλλά κυρίως πόσο εύστοχα και κριτικά η γαλλική διανόηση και η τέχνη αναμοχλεύουν πτυχές της ζοφερής περιόδου της γαλλικής Κατοχής και ό,τι αυτή κληροδότησε. Πρόκειται κυρίως για το συλλογικό κατοχικό τραύμα, γνωστό στη βιβλιογραφία ως «σύνδρομο Βισύ», το οποίο επικαθόρισε και φαίνεται να συνεχίζει να προβληματίζει τη γαλλική κοινωνική και πολιτισμική σκηνή. Ο λόγος εν προκειμένω γίνεται για το βιβλίο του Πιερ Ασουλίν Ένας πύργος στη Γερμανία ― Ζιγκμαρίνγκεν που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις (Μάρτιος, 2016) σε μια πολύ φροντισμένη μετάφραση της Μαρίζας Ντεκάστρο.
Είναι αλήθεια πως από τότε που ο Λουί Μαλ ψέχθηκε από την κριτική, δεξιά και αριστερή, αναφορικά με την ταινία του Λακόμπ Λισιέν – που σεναριακά τη συνυπέγραψε με τον Πατρίκ Μοντιανό το 1974 – για αστική χειραγώγηση της Ιστορίας και εξομάλυνση της κοινοτυπίας του φασισμού που βεβήλωνε τη δημόσια Μνήμη και την εθνική κανονιστική παράδοση, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι του ακανθώδους ζητήματος του «συνδρόμου Βισύ» και στην παρουσίασή του από τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Το παρόν μυθιστόρημα του Ασουλίν παραλαμβάνει τη σκυτάλη της λογοτεχνικής πραγμάτευσης σε ό,τι αφορά τον γαλλικό δωσιλογισμό από τον Ρομαίν Σλοκόμπ και το αριστουργηματικό μυθιστόρημά του Κύριε Διοικητά (Πόλις, 2014), σε μια απόπειρα να φωτίσει άλλες πτυχές του γαλλικού τραύματος, οι οποίες δεν αφορούν απλώς τη φιλοναζιστική στάση της υψηλής αστικής γαλλικής τάξης. Έτσι, ο Ασουλίν μας προσκαλεί να ακολουθήσουμε τα ίχνη και να παρακολουθήσουμε τις τελευταίες ημέρες της γαλλικής «εξουσίας», της εξόριστης δηλαδή γαλλικής κυβέρνησης των δωσιλόγων του Φιλίπ Πεταίν στη Γερμανία, και μας δεξιώνεται σε έναν καλά θωρακισμένο πύργο στο Ζιγκμαρίνγκεν.
Κεντρικά στη λογοτεχνική σκηνή δεσπόζει το πρωταγωνιστικό δίδυμο του μπάτλερ του πύργου και μιας νεοφερμένης γαλλίδας οικονόμου: ο Γιούλιους Στάιν, «ο ενορχηστρωτής του υπηρετικού προσωπικού» του πύργου, πύργος ο οποίος ανήκει στη δυναστεία των Χοεντσόλερν στο Ζιγκμαρίνγκεν, και η Ζαν Βόλφερμαν, η προσωπική οικονόμος του στρατάρχη Πεταίν. Από εκεί και πέρα παρελαύνουν πλήθος προσώπων της σύγχρονης γαλλικής Ιστορίας: ο στρατάρχης Φιλίπ Πεταίν, ο ήρωας του Α΄ παγκοσμίου πολέμου που μετατράπηκε σε συνεργάτη των ναζί όντας ο πρόεδρος του «Κράτους του Βισύ», ο Πιερ Λαβάλ, πρωθυπουργός της φιλοναζιστικής κυβέρνησης του Πεταίν, και συνεργάτες τους, όπως ο Ζοζέφ Νταρνάν, ο Φερνάν Ντε Μπρινόν, ο Μπερνάρ Μενετρέλ και άλλοι. Στο τέλος του βιβλίου ο Ασουλίν μας δίνει ιστορικά στοιχεία για την τύχη των γάλλων δωσιλόγων μετά το Ζιγκμαρίνγκεν, προικοδοτώντας τη μυθιστορηματική αφήγηση με έναν χαρακτήρα ντοκουμέντου, όπου ο μύθος και η Ιστορία διαπλέκονται περίτεχνα και ευρηματικά, λειτουργώντας σε όφελος του αναγνώστη που καλείται να αφομοιώσει ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα πρωταγωνιστών και κομπάρσων στα πεδία της τέχνης και της ζωής. Και είναι αριστοτεχνικός ο τρόπος που ο Ασουλίν διαχειρίζεται την ειρωνεία που αναδύεται από τα προηγούμενα πρόσωπα, που αν και μαριονέτες λειτουργούν ως νομείς εξουσίας και δύναμης, ως μοχλοί μιας ανύπαρκτης ή κατασκευασμένης δράσης σε ένα περιβάλλον που κυριαρχούν συνθήκες θερμοκοιτίδας και στατικότητα.
Στα πλεονεκτήματα του βιβλίου εντάσσεται και η ύπαρξη ηρώων με διπλούς ρόλους, όπως επί παραδείγματι η ηρωίδα Ζαν Βόλφερμαν, οι οποίοι είναι ενταγμένοι εντέχνως στην πλοκή και συνυφασμένοι με το τέλος της αφήγησης, εξασφαλίζοντας όχι απλά τα στοιχεία της έκπληξης και του απροσδόκητου αλλά τροφοδοτώντας μάς με τα αισθήματα της ανακούφισης και της μελαγχολίας την ίδια στιγμή. Εν προκειμένω, ο συγγραφέας φαίνεται να πατάει γερά στον κόσμο του θεάματος, στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, οφειλές που τις αναγνωρίζει και ο ίδιος στο τέλος του βιβλίο του. Και μπορεί ο κεντρικός πρωταγωνιστής που έπλασε ο Ασουλίν να μας θυμίζει κάποιες στιγμές τον Άντονι Χόπκινς στο φιλμ Τ’ απομεινάρια μιας μέρας (1993) του Τζέιμς Άιβορι ή ακόμη και τον πασίγνωστο τηλεοπτικό μπάτλερ της βρετανικής σειράς Ο Πύργος του Ντάουντον (2010-2015) που υποδύθηκε ο Τζιμ Κάρτερ, εντούτοις ο συγγραφέας είναι πάνω από όλα μετρ στη σμίλευση λογοτεχνικών πορτρέτων, στοιχείο που έντονα το ανέδειξε και σε άλλα βιβλία του, όπως στο πολυπρόσωπο επίσης μυθιστόρημα Ξενοδοχείο Lutetia (Πόλις, 2006), αλλά και στο περισσότερο στοχαστικό και προσωπικό Οι βίοι του Ιώβ (Πόλις, 2013). Έτσι κι εδώ, ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Γιούλιους Στάιν συγκεντρώνει όλα εκείνα τα συστατικά που συνηγορούν υπέρ της ένταξής του σε μια πινακοθήκη λογοτεχνικών πορτρέτων προικισμένων με μια μοναδικότητα: το μυστηριώδες προφίλ του, η μυστικοπάθεια, η αμφισημία του χαρακτήρα του, η αεικίνητα σκιώδης παρουσία του, η εκφορά της γλώσσας. Στην ενδυνάμωση της λογοτεχνικότητας του ήρωα αλλά και του βιβλίου λειτουργούν και τα ιντερμέδια του μυθιστορήματος που φέρουν τον κοινό τίτλο «Στο τρένο», τα οποία γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο και βάσει της τεχνικής του εσωτερικού μονολόγου συμπληρώνουν ― σταδιακά και με τις αρμόζουσες δόσεις αποκάλυψης στοιχείων για τη διατήρηση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος ― τα καρέ της ιστορίας αλλά ταυτόχρονα χρωματίζουν το περίγραμμα της πρωταγωνιστικής φιγούρας.
Το βιβλίο μπορούμε να πούμε ότι εντάσσεται στην κατηγορία του κινήματος του Mode Retro, της πολύ-επίπεδης συζήτησης δηλαδή που ξεκίνησε στη Γαλλία από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, και κυρίως μετά από την απόσυρση του Ντε Γκωλ από τη γαλλική πολιτική σκηνή, αναφορικά με τον γαλλικό δωσιλογισμό, την ανασημασιοδότηση της ισχύος της γαλλικής αντίστασης και κατ’ επέκταση την αναδιευθέτηση της εθνικής παράδοσης. Η περιοδική επιστροφή μέσα από τη λογοτεχνία στο απωθημένο τραύμα δεν συνιστά μια άνευ ουσίας παλινδρόμηση και πολλώ μάλλον μια αμήχανη αδυναμία επαναπροσδιορισμού της εθνικής παράδοσης. Απεναντίας, μιλώντας και ανασκαλεύοντας μύχιες πτυχές του παρελθόντος επιτυγχάνεται η επικαιροποίησή του μέσα από την προβολή στο παρόν, κυρίως όμως μας αποκαλύπτεται η αδήριτη ανάγκη διαφύλαξης της Μνήμης όχι ως ανέγγιχτου απολιθώματος αλλά ως διαρκούς συμμετοχής.