Γιάννης Ν. Μπασκόζος
Στο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Σκέψεις για τον εικοστό αιώνα» (Αλεξάνδρεια, μτφρ: Ελένη Αστερίου) ο Τόνυ Τζαντ αναπτύσσει το σύνολο των σκέψεων του για τον αιώνα που αφήσαμε πίσω μας. Το βιβλίο προήλθε από συνεχόμενες συζητήσεις του ιστορικού με τον καθηγητή ιστορία Τίμοθι Σνάιντερ που διεξήχθησαν το 2009 λίγο προτού ο Τζαντ καταρρεύσει από μια σπάνια ασθένεια. Είναι ένα μικτό βιβλίο καθώς αποτελεί εν μέρει ένα βιογραφικό για την προσωπική του ιστορία αλλά κι ένα «βιογραφικό» βιβλίο των ιδεών που διαμόρφωσαν, ενέπνευσαν ή ταλάνισαν τον 20ο αιώνα.
Μια δύσκολη, σημαδεμένη ζωή
Η παιδική του ηλικία σημαδεύεται από την εβραϊκή καταγωγή του. Παρόλο που οι γονείς του δεν τον ανέθρεψαν ως εβραίο και ο ίδιος ελάχιστα πράγματα έγραψε για τους εβραίους εντούτοις το αυτοβιογραφικό κομμάτι στέκεται ιδιαίτερα στην πάλη με τον εαυτό του να καθοριστεί αυτόνομα και ανεξάρτητα από τη θρησκευτική του ταυτότητα. (Μου θυμίζει τον Φίλιπ Ροθ στα «Γεγονότα» και τις προσπάθειες του Γούντυ Άλεν να απεγκλωβιστεί από τον εβραϊσμό του μέσα από τη σάτιρα στις ταινίες του). Ο κόσμος όμως της νιότης του σημαδεύεται από τον Χίτλερ, το εβραϊκό ζήτημα υπεισέρχεται στη σκέψη και στον κόσμο των ιδεών που τον καθορίζει. Σκέπτεται ότι δεν μπορεί να αναπτύξει την ιστορία των ιδεών του 20ου αιώνα χωρίς να συναντήσει την ιστορία των Εβραίων.
Παρατηρεί ότι ο κόσμος των εβραίων της Ευρώπης δεν είναι ενιαίος. Αυτοί που προέρχονταν από την ανατολική Ευρώπη είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς που προέρχονται από την πρώην αυτοκρατορική Αυστρία. Παρατηρεί ότι «η δημοκρατία ήταν καταστροφή για τους Εβραίους που ευημερούσαν στις φιλελεύθερες αυτοκρατορίες, χάρις και στα προνόμια που τους είχαν δοθεί». Οι λύσεις ήταν να εξαφανιστούν ή να αλλάξουν τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, και γι αυτό προτιμούσαν λύσεις επαναστατικές , ίσως και αυταρχικές.
Παράλληλα τον τυραννάει η ίδια η αμφιθυμία του Κάφκα απέναντι στη φρίκη της εβραϊκής στενότητα/απομόνωσης και την ευρύτητα της εβραϊκής κουλτούρας από την άλλη. Αμφισβητεί την Χάνα Άρεντ αλλά συμφωνεί με την προσπάθεια της να απεγκλωβίσει το εβραϊκό ζήτημα από το δίπολο γερμανοί vs εβραίοι.
Από τα χρόνια των διαβασμάτων του σέβεται τους διανοούμενους του ΄30, είναι αυτοί που καθόρισαν την εικόνα ιδεών του 20ου αιώνα. Επισημαίνει την επιρροή της γερμανικής φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ και των συνεχιστών του στη σκέψη των διανοουμένων της υπόλοιπης Ευρώπης, επικρίνει τον Σαρτρ για την ανοχή που έδειξε απέναντι στα αντιδημοκρατικά καθεστώτα. Για τον Τζαντ η όλη προσπάθεια των πολιτών πρέπει να στρέφεται στην κατοχύρωση , ασφάλεια και σταθεροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και όχι μόνον στην προσπάθεια να το εξασφαλίσουμε απλώς. Δεν συμφωνεί με μια «δημοκρατία του φόβου», όπως αποκαλεί την άποψη της Άρεντ όπου απλώς ο κατακερματισμός των εξουσιών προστατεύει τους πολίτες από τις υπερεξουσίες μιας κεντρικής αυταρχικής κυβέρνησης.
Η κοινωνική ισορροπία
Ο ιστορικός Τόνι Τζαντ στο προηγούμενο βιβλίο του «Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα»(Αλεξάνδρεια) καλούσε τον αναγνώστη να ξανασκεφτεί από την αρχή τι είναι αυτό που λείπει σε μια ανθρώπινη κοινωνία. Το ερώτημα γι’ αυτόν είναι απλό: «Σε ποιες συνθήκες μπορεί και αξίζει να ζουν οι άνθρωποι;». Ο συγγραφέας θα ανακαλέσει και πάλι το «πολιτικό στοιχείο». Χρειαζόμαστε, θα πει, λόγους για να προτιμήσουμε μια πολιτική ή ένα σύνολο πολιτικών. Επιπλέον θα πει ότι αυτό που λείπει είναι μια ηθική αφήγηση: μια εσωτερικά συνεκτική εξήγηση που να προσδίδει στις πράξεις μας μια σκοπιμότητα που τις υπερβαίνει. Ο Τόνι Τζαντ, αναστοχάζεται για το «καλό» και το «δίκαιο», αλλά και για το πώς φτάσαμε εδώ, σε μια εποχή κρίσης και αβεβαιότητας, όπου κανένας δρόμος δεν διαφαίνεται να οδηγεί προς την έξοδο.
Έτσι και στο βιβλίο «Σκέψεις…»τον απασχολεί το πολιτικό ζήτημα όπως τέθηκε τον 20ο αιώνα από μια ηθική σκοπιά. Και αυτό έχει μια ονομασία: Σοσιαλδημοκρατία – η κοινοτοπία του καλού. Η βασική ερώτηση για τον Τζαντ τίθεται ως εξής: «Πώς θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από το ηθικό κριτήριο και από τη θέση ότι το κράτος οφείλει να προωθεί τον σχεδιασμό.
Για τον Τζαντ ο σχεδιασμός είναι κεντρική έννοια. Αν και σαν πρόταση για πρώτη φορά ακούστηκε τον 19ο αιώνα εντούτοις εφαρμόστηκε για να εγκαταλειφθεί εν μέρει ή εν όλω τον 20ο αιώνα. Ο Ουίλιαμ Χένρι Μπέβεριτζ , βρετανός οικονομολόγος και βουλευτής, είναι ο πρώτος που εισήγαγε την έννοια του κοινωνικού σχεδιασμού έχοντας μια «ηθική» φιλοσοφία. Πρότεινε σχέδιο κοινωνικής προστασίας στην βρετανική κυβέρνηση που τη βοήθησε να μετατραπεί σε σύγχρονο κοινωνικό κράτος. Σε μια παράλληλη πορεία κινήθηκε και ο Τζορτζ Μέιναρντ Κέινς. Αυτοί οι δύο ανέτρεψαν τη νεοκλασική οικονομική θεωρία που ήθελε τις κυβερνήσεις να μην παρεμβαίνουν στην οικονομία για την οποία πίστευαν ότι οι όποιες αστάθειες είναι παροδικές και μακροπρόθεσμα ισορροπούν – αν δεν εξασφαλίζουν κιόλας αυτή την ισορροπία. Ο Τζαντ αντιτίθεται στην άποψη Χάγεκ ότι οι πολλές κυβερνητικές ρυθμίσεις μπορεί να οδηγήσουν σε έναν Χίτλερ, σε αυταρχικά καθεστώτα. Προσυπογράφει την κευνσιανή θέληση για «ισορροπία», η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά «στόχος και αρετή». Ξαναθυμίζει μάλιστα την ρήση της Χάνα Άρεντ ότι αυτή η ισορροπία εξασφαλίζει μια ιδιωτική ζωή με αξιοπρέπεια, στηριγμένη σε στόχους και αξίες. Έχει να πει τα καλύτερα λόγια για το Σχέδιο Μάρσαλ, πιστεύει ότι έσωσε την Ευρώπη στο τον τομέα της δημόσιας πολιτικής.
Η ηθική στο προσκήνιο
Και εδώ κάπου ο Τζαντ ξαναθέτει το θέμα της ηθικής. Αναθυμάται τη λογοτεχνία, τον Σίνκλαιρ (Η ζούγκλα), τον Στάινμπεκ (Τα σταφύλια της οργής), τον Τέρκελ (Δύσκολοι καιροί) για να μας πει ότι σήμερα χρειαζόμαστε μια ανανέωση της προσοχής σε πράγματα που είναι κάτω από τη μύτη μας και δεν τα βλέπουμε. Πολλοί από μας , λέει, ζούμε σε φυσικούς θυλάκους, που κρατούν έξω από αυτούς ένα είδος κοινωνικής πραγματικότητας που μοιάζει να μην μας αφορά.
Πολύ οξείες είναι οι παρατηρήσεις του για τους διανοούμενους σήμερα. Εκτιμά ότι λείπει η προθυμία και η ικανότητα να εκφράσουν αυτό που πραγματικά συμβαίνει στην κοινωνία. Η ικανότητα αυτή χάθηκε σε δύο στάδια. Στο πρώτο στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 οι διανοούμενοι αποστασιοποιήθηκαν από τις παρατηρήσιμες αδικίες της οικονομικής ζωής. Οι αριστεροί διανοούμενοι έλεγαν «ναι , υπάρχουν κι αυτές, αλλά οι μεγαλύτερες είναι στο νου». Έτσι, σημειώνει ο Τζαντ, έγιναν εξυπνότεροι ως προς τον εντοπισμό της αδικίας αλλά ενδιαφέρονταν λιγότερο για οποιαδήποτε αδικία θύμιζε την εποχή του ΄30, φτώχεια, ανισότητα κλπ. Στις επόμενες δεκαετίες οι διανοούμενοι δεν ρωτούν αν κάτι είναι σωστό ή λάθος αλλά αν μια δημοσιονομική πολιτική είναι αποτελεσματική ή όχι. Δεν ρωτούν αν το τάδε μέτρο είναι καλό ή κακό αλλά μόνον αν βελτιώνει την παραγωγικότητα. Γι αυτούς το παν είναι να παράγονται πόροι, δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση για τη διανομή τους.
Ο Τζαντ διαπιστώνει μια ολέθρια επίδραση της οικονομικής σκέψης πάνω στους διανοούμενους., κάτι που έδρασε ως φρένο σε μια κοινωνική συζήτηση όπου βεβαίως υπεισέρχεται, άμεσα ή έμμεσα, η ηθική. Διαπιστώνει με λύπη του ότι «μόνον τα πράγματα που είναι προϊόντα θεωρούνται πραγματικά» . Και ότι προϊόν αυτής της αντίληψης είναι η λατρεία για τις ιδιωτικοποιήσεις.
Ο Τόνυ Τζαντ είναι ένας διανοούμενος σύγχρονος, με την έννοια ότι στοχάζεται λύσεις για το σήμερα. Μπορεί σε κάποιους να ακούγεται «ξεπερασμένος» με τις επικλήσεις του στην ηθική της πολιτικής , αλλά ο ίδιος θέλει να επαναφέρει την αξία της πολιτικής που ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο. Η σοσιαλδημοκρατία ή όπως αλλιώς ειπωθεί η ανάγκη για κοινωνική κράτος και βοήθεια σε αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη, είναι αυτό που είχε στο μυαλό του ακόμα και λίγο πριν το φυσικό του τέλος και καθόρισε το σύνολο του έργου του.