Των αγίων πάντων, στην Ελλάδα του ’50 (Της Χρύσας Φάντη)

0
443

Χρύσα Φάντη

 

 

1.

Το 2017 ─ ένα τέταρτο του αιώνα μετά την πρώτη του έκδοση, και δεκαεφτά χρόνια μετά την δεύτερη (1) − το μυθιστόρημα Των αγίων πάντων επανεκδίδεται από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

Δεκαετία του ’50, σκηνικό μεταπολεμικό και μετεμφυλιακό. Ένα αγόρι υπερευαίσθητο και μοναχικό μιλά για τον εαυτό του και τους ανθρώπους που το περιβάλλουν, εξομολογούμενο  επιθυμίες και όνειρα που στις ελάχιστες κοινωνικές εκδηλώσεις του δεν θα τολμούσε ποτέ να αποκαλύψει. Το θέμα δεν είναι καινούριο για τα συγγραφικά δρώμενα. Η διαπραγμάτευσή του όμως από τον Γ. Παπαγεωργίου, και ως προς την μορφή και ως προς το περιεχόμενο, είναι ριζοσπαστική. Η χειμαρρώδης και ειλικρινής κατάθεση του έφηβου υπερβαίνει τα στενά πλαίσια του κατεστημένου της εποχής, θέτοντας πλαγίως σε αμφισβήτηση πολιτικές ιδεοληψίες και κοινωνικά στερεότυπα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνεχίζουν να ισχύουν ακόμη και σήμερα. Ταραχή, θυμός, ζήλεια, αχαλίνωτες εφηβικές φαντασιώσεις και εμμονές, λόγος θερμός και γλώσσα που αν και μιμείται τα λάπσους της ταραγμένης εφηβικής ιδιοσυγκρασίας παραμένει καθαρή και νοηματικά διαυγής(2), αισθησιασμός, συνεχείς επαναλήψεις εικόνων, νοημάτων και φράσεων:

[…]Αλλά και ο θυμός του άντρα εκεί στο πάτωμα επειδή το καλοκαίρι για δροσιά κατέβαζαν τα στρώματα στο πάτωμα […] όταν ακούστηκε κλάμα γυναίκας και ύστερα φωνές ανάσες και αναφιλητά επειδή με τρόμαζαν από άγνοια που δεν ήξερα εγώ από ανάσες και αναφιλητά ή φωνές μέσα στον ύπνο μου άμα ξύπναγα έτσι ξαφνικά σαν το σκυλί. (σελ. 9)

Ο αφηγητής, έμπλεος φόβου μπροστά στην ερωτικά ώριμη και πολύ μεγαλύτερή του ηλικιακά Μαριάννα, βρίσκεται αντιμέτωπος με συναισθήματα αντιφατικά και ανερμήνευτα:

[…] ονειρεύτηκα τη νύχτα ότι με αγκάλιαζαν τα στήθη της τεράστια που μακραίνανε σαν κάτι ελαστικά μακριά πλοκάμια και φοβήθηκα στον ύπνο μου (σελ. 11).

Τη ροή της αφήγησης του αγοριού διακόπτουν παρένθετες ιστορίες, διηγήσεις συγγενών ή γειτόνων,  κουτσομπολιά, επικρίσεις, μονόλογοι (με ή χωρίς απεύθυνση), εξομολογήσεις που άλλοτε αναπτύσσονται σε πρώτο πρόσωπο αυτόνομα, και άλλοτε ενσωματώνονται και καταγράφονται από το ίδιο το αγόρι, εγκιβωτισμένες μέσα στον κύριο κορμό της αφήγησής του:

[…]περίμενα ν’ αρχίσει αυτή να δω τι θα μου πει και πράγματι άρχισε «περίμενε το Σάββατο ως αργά γιατί δεν πήγα […]» (σελ. 108) […] σκέφτηκα να φύγω αλλά δεν έφευγα παρά μετά […] και φεύγοντας την άκουσα να λέει αν «αύριο Σάββατο άμα ήθελα να της το πω[…]» (σελ. 109).

Η γλώσσα του έφηβου και κεντρικού αφηγητή, όπως και εκείνη των άλλων προσώπων είναι μακροπερίοδη και παραληρηματική, δεν υπάρχουν κόμματα, οι τελείες και οι παύλες σπανίζουν, τα δε εισαγωγικά, όπου και όπως χρησιμοποιούνται (άλλοτε σε  έλλειψη και άλλοτε σε πλεονασμό), υποστηρίζουν πρωτίστως την ζωντάνια της προφορικότητας και τις ανάσες του παραληρήματος αναδεικνύοντας έτσι το ιδιαίτερο ηχόχρωμα των εναλλασσόμενων φωνών. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, όπως για παράδειγμα στην αρχή και το τέλος των σχετικά αυτόνομων πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων των τρίτων προσώπων, η χρήση τους (λιγότερο ανορθόδοξη και πιο κοντά στον γραμματικό κανόνα) φαίνεται να αποσκοπεί στην καλύτερη διάκρισή τους από την κεντρική αφήγηση του έφηβου.

Δραστική και ακαλαίσθητη ευγλωττία, χαρακτηρίζει ο Σπύρος Τσακνιάς την αφήγηση του αγοριού (3) ενώ η Ελισάβετ Κοτζιά επισημαίνει(4): η δημιουργία ενός ενιαίου και ταυτοχρόνως διαλυμένου κειμένου αποτελεί το απαραίτητο μέσον για να ελέγξει ο συγγραφέας τη συγκίνηση, συμπέρασμα που σε πρώτη ανάγνωση ξενίζει, αφού ένας τέτοιος λόγος αυτήν ακριβώς την συγκίνηση υπονοεί ∙ πράγματι, όμως, χάρη σ’ αυτόν ακριβώς τον λόγο (προφορικό, εξομολογητικό, συμπαγή και ταυτόχρονα αποσαθρωμένο) αποτρέπεται επιτυχώς και εν τη γενέσει της κάθε απόπειρα ρητορείας και ανούσιου μελοδραματισμού.

Επιπρόσθετα, στο δικό της σχετικό κριτικό υπόμνημα η αείμνηστη Μαρία Κυρτζάκη (5) αναφέρει:

η γλώσσα [..]ορθώνεται βεβαία μέσα στην αβεβαιότητά της […] ισχυρή και εξουσιαστική. Νομίζω πως αν υπάρχει «γυναικεία γραφή», αυτή είναι μια γραφή καθαρά «αντρική» και την διαβάζω για πρώτη φορά.

Η φωνή του έφηβου, θεατρογενής (6), πολυπλόκαμη, και σε ύφος και γλώσσα που δεν αλλάζει σημαντικά ακόμη κι όταν μεταφέρει αυτούσια ή σχεδόν αυτούσια τα λόγια των ενηλίκων, καταφέρνει όχι μόνο να πείσει τον αναγνώστη αλλά και να τον μαγέψει παρασύροντάς τον.

Αφηγήσεις για πρόσωπα ή από πρόσωπα του στενού περίγυρου που το αγόρι ακούει και καταγράφει κρυφά, παρένθετες μικροϊστορίες που μοιάζουν με μουρμουρητό κάποιας ρώσικης μπάμπουσκας και λόγια θυμοσοφικά με επικλήσεις στον θεό, σε κάποιον άγιο ή τη θεία δίκη, σκέψεις εμπύρετες, πικρές, συχνά αντιφατικές ∙ σε ενδιαφέρουσα αντίστιξη αλλά και γενναία αφηγηματική ανατροπή (στιλιστικό στοίχημα που ο Παπαγεωργίου επάξια κερδίζει) ο λόγος σ’ αυτές τις τρίτες φωνές αν και στις περισσότερες περιπτώσεις ανήκει σε ενήλικες, δομικά και νοηματικά εμφανίζεται πολύ πιο απλός και συνηθισμένος.

2.

Το πεζογράφημα Των αγίων πάντων, χάρη στο ενιαίο ύφος και τη χαλαρή του δομή φαίνεται να ισορροπεί ενδεδειγμένα μεταξύ ατομικού βιώματος και Ιστορίας (7),  ενώ σε σημεία αγγίζει εμφανώς μια ιδιόμορφη τραγικότητα και ένα μεσσιανικό ύφος σε ενδιαφέρουσα συνοδοιπορία και δημιουργική μετεξέλιξη του αντίστοιχου ύφους, έτσι όπως το συναντάμε σε έργα του Γιώργου Χειμωνά.

Και ο φόβος του άντρα με βασάνιζε ώσπου μίσησα κι έτσι από μίσος δεν φοβόμουν και περίμενα ότι θα ξεσπάσει ξαφνικά ένα γκρέμισμα μεγάλο από παντού μες στα αίματα –χελώνας σπλάχνα που είδα μια φορά μέσα στο δάσος σκορπισμένα εδώ κι εκεί ανασαίνανε χυμένα […] Αθέατο ζώο το μίσος μου κουβέντιαζα μαζί του σαν με τον εαυτό μου και με ακολούθαγε παντού όπου πήγαινα μουγγρίζοντας βουβά μην προδοθεί σε ανήξερους για να είναι έτοιμο τη μέρα εκείνη που το αίμα θα υψωθεί τεράστιο κύμα […] (σελ. 21).

Συγκλονιστικός ο τρόπος με τον οποίο συμπλέουν ο έρωτας και ο θάνατος, με τη γραφή τόσο νοηματικά όσο και υφολογικά να ακολουθεί την ροή της συνείδησης ─ ροή που ο αείμνηστος Χ. Μηλιώνης  προτιμά να αποκαλεί κίνημα της ψυχής και όχι συνείδηση (8), αφού αυτή, όπως επισημαίνει, είναι ακόμη αδιαμόρφωτη στον έφηβο, αν και θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί το αντίθετο, ότι δηλαδή, αυτή ακριβώς η συνείδηση ως τέτοια (αδιαμόρφωτη ή υπό διαμόρφωση) αποτελεί όχι μόνο τον πυρήνα αλλά και τον κεντρικό μοχλό αυτής της ιδιότυπα ακατέργαστης και σχεδόν χοϊκής γλώσσας.

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΑΝΟΙΞΑΝΕ το φέρετρο και είδα ανέμιζε για λίγο η γραβάτα του νεκρού μετά ξεσκέπαστο ανοιχτό το βάλανε στη μέση ακριβώς της σάλας για τις ονομαστικές εορτές με τα ίδια πρόσωπα των εορτών (σελ. 7 και 188) […] Και πίσω από το φέρετρο πάνω από το κεφάλι του νεκρού κλαδιά φοινικιάς στηριγμένα στο τοίχο χιαστί απ’ αυτά που αργότερα είδα στις εθνικές εορτές πλαίσιο ηρώων  (σελ. 8).

Σε συστοιχία με τον άχρονο κύκλο τόσο των εποχών όσο και εκείνον της μνήμης, ό έρωτας και ο θάνατος, η ταφή και η γιορτή ενώνουν την αρχή με το τέλος της αφήγησης μέσα από την επανάληψη της ίδιας εικόνας. Ανιχνεύσιμες και ενδιαφέρουσες οι υποδόριες συνομιλίες και συμπλεύσεις με τον ιταλικό νεορεαλισμό και τα ομιχλώδη ονειρικά σκηνικά του Φελίνι (μνημονεύσουμε τη θέα του γυναικείου σώματος και ιδιαίτερα του μαστού ως το νούμερο ένα ερωτικό φετίχ, ενώ και η πρόωρη ερωτική μύηση του αγοριού συντελείται παράδοξα ∙ ανοίκεια, επιθυμητή και ταυτόχρονα απεχθής).

Το Των αγίων πάντων του Γ. Παπαγεωργίου,  μυθιστόρημα με εστίαση τόσο στο ατομικό βίωμα όσο και στα συλλογικά πάθη, και ιδιαίτερο όχι μόνο για την εποχή του, είναι έργο πρωτίστως πολιτικό. Αυτό  υποδηλούν τόσο

  1. Ο τίτλος, που παρά (ή μέσα από) την θρησκευτική του χροιά (Των αγίων πάντων) παραπέμπει εμμέσως πλην σαφώς στους πολιτικούς μάρτυρες εκείνης της εποχής και την μετέπειτα προσπάθεια για συλλογική εξιλέωση και κάθαρση, όσο και
  2. Η εικόνα που φιλοξενεί το εξώφυλλο της τελευταίας του επανέκδοσης (εικαστική δημιουργία της Doris Salcedo από την έκθεση Altrabilious 1992-1933) ─ εικόνα που στοχεύει στην καταγγελία του φασισμού μέσα από την ανάδειξη του ζεύγους των παπουτσιών που αφήνει πίσω του κάποιο ανώνυμο θύμα του.

 

  1. Α΄ έκδοση, Κέδρος, 1992, Β΄ έκδοση, Ελληνικά Γράμματα, 2001.
  2. Βλέπε και Άλκηστη Σουλογιάννη, Ασθμαίνων λόγος εφηβικός, bookpress,Ιούνιος 2017.
  3. Σπύρος Τσακνιάς, περ. Η λέξη, τχ.113, Γενάρης-Φλεβάρης 1993, Αποσπάσματα Κριτικών, Των αγίων πάντων, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, εκδ. Γκοβόστη, ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ, 2017.
  4. Ελισάβετ Κοτζιά, Των αγίων πόντων, Μυθιστόρημα για την δεκαετία του ’50, εφ. Καθημερινή, Δεκέμβριος 1992, Αποσπάσματα Κριτικών, Των αγίων πάντων, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, οπ. πρ.
  5. Μαρία Κυρτζάκη, Επιστολή, 16.12.92. Αποσπάσματα Κριτικών, Των αγίων πάντων, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, οπ. πρ.
  6. 6. Βλέπε και Κώστα Γεωργουσόπουλο, Του αγίου ταλέντου, Διασκευή της νουβέλας του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, Θέατρο οδού Κεφαλληνίας, εφ. Τα Νέα, 14 Ιουνίου 1993, Αποσπάσματα Κριτικών, Των αγίων πάντων, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, οπ. πρ.
  7. Βλέπε και Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, Το τέλος της εποχής της αθωότητας, εφ. Ελευθεροτυπία, 10 Μαρτίου 1993, Αποσπάσματα Κριτικών, Των αγίων πάντων, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, οπ. πρ.
  8. «Κινήματα της ψυχής παρά της συνείδησης, αφού η συνείδηση του ήρωα είναι αδιαμόρφωτη», Χριστόφορος Μηλιώνης, απόσπασμα ομιλίας του από την παρουσίαση του βιβλίου στο πατάρι του Κέδρου τον Δεκέμβριο του 1992, Αποσπάσματα Κριτικών, Των Αγίων πάντων, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, οπ. πρ.

 

 

info: Των αγίων πάντων, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εκδ. Γκοβόστη 2017

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΈνας ερωτευμένος σουλτάνος (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΟ Μάστορας ο παραγιός ο μουγγός (διήγημα του Στρατή Χαβιαρά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ