Τρολ (χριστουγεννιάτικο 15,του Νίκου Ξένιου)

0
626

 

     του Νίκου Ξένιου (*)

Η ιστορία αυτή διαδραματίστηκε τότε που ακόμη το Τάμα το φυτεύαμε με τα ίδια μας τα χέρια στα Τουρκοβούνια, φορώντας κοντά προσκοπικά καλτσάκια με φούντα. Τότε που οι Αμπελόκηποι είχαν αμπέλια και που στα πάρτι μας πίναμε πορτοκαλάδα και καθόμασταν τα αγόρια απέναντι από τα κορίτσια μέχρι να βάλει ο πατέρας το καζαντζόκ στο πικ απ.

Θα πρέπει να ήταν μετά τα μεσάνυχτα, προπαραμονή Πρωτοχρονιάς του εξήντα οκτώ. Ξαπλωμένοι στα δίδυμα κρεβάτια μας, ακούσαμε και οι δυο τον θόρυβο από τον κάτω όροφο, από το καθιστικό. Άναψα το αμπαζούρ και ο αδερφός μου είχε ακούσει, ήταν ξύπνιος. Κοιταχτήκαμε με νόημα, σβήσαμε ξανά το φως και περιμέναμε να δούμε πότε θα έσβηνε η φωτεινή δέσμη πάνω στο μωσαϊκό που προερχόταν από απέναντι, από το δωμάτιο των γονιών μας. Ακούστηκε το πνιχτό “καληνύχτα” της μαμάς, το μουγκρητό του μπαμπά και μετά σιωπή. Περιμέναμε δυο λεπτά, τρία λεπτά, πέντε λεπτά, και μόνο οι ανάσες μας ακούγονταν. Η συνηθισμένη επίσκεψη καληνύχτας της μαμάς στο δικό μας δωμάτιο είχε προηγηθεί.  Φιλάκι, και “άσε λίγο ανοιχτή την πόρτα”, κι όλα τα καθιερωμένα.

Τα πρώτα βράδυα των διακοπών ήταν αδύνατο να κλείσουμε μάτι. Θες η αδημονία για τα δώρα, θες η πίεση από το σχολείο που δεν είχε ακόμα φύγει, θες τα γεγονότα της επικαιρότητας που έφταναν στο σπίτι σαν εξαχνωμένα σύννεφα μιας μπόρας και μας άφηναν ημιενημερωμένους και ξέψυχους σαν φραγκόκοτες εν μέσω θυέλλης, θες -τέλος- ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, το αποτέλεσμα ήταν πως από τη στιγμή του προσποιητά νυσταγμένου “καληνύχτα μαμά” έως την ουσιαστική επίσκεψη του Μορφέα στο δωμάτιό μας περνούσαν τρεις ώρες το λιγότερο. Ευτυχώς οι γονείς μας μάς εμπιστεύονταν. Λάθος τους -δεν λέω- όμως μας εμπιστεύονταν. Κι εμείς το εκμεταλλευόμασταν, αυτό,στο έπακρο. Όταν όμως το φως στο δωμάτιο των γονιών μας έσβηνε, δεν ακουγόταν κιχ στο σπίτι.

***

Σηκώθηκα πρώτος, στις μύτες κατέβηκα τη σκάλα και πλησίασα το τζάκι. Από πίσω μου ο Αργύρης, άρχισε να ρωτάει με την εκνευριστικά δυνατή ψιθυριστή φωνή του που ξυπνάει ακόμη και τους πεθαμένους. “Σσςςςςς!” του έκανα, “θα σου πω πάνω, φύγε τώρα”. Αυτός το χαβά του. Περίμενε να δει τα τεκμήρια. Η τεταμμένη μου προσοχή έπιασε κάτι πάνω από το σκέπαστρο του τζακιού, μια λεπτομέρεια που υπό άλλες συνθήκες ούτε θα είχα διανοηθεί καν να συγκρατήσω: έλειπαν δυο μικρά κέρατα ταράνδου ξύλινα που η μαμά στόλιζε κάθε χρόνο πάνω από τη φωτιά πλαισιωμένα με μπαμπάκια, ούτως ώστε το τζάκι μας να δίνει αυτήν την εντύπωση αλπικού σκηνικού που τη συγκινούσε και που την έκανε να ανακαλεί με νοσταλγία τη μια και μοναδική της επίσκεψη στη χιονισμένη Αυστρία σε περίοδο χριστουγεννιάτικων διακοπών, τα σνίτσελ στα προάστεια της Βιέννης, το άπφελστρούντελ στα ζαχαροπλαστεία και τα άλογα που χόρευαν βαλς μεταμφιεσμένα σε μπαλαρίνες. Αυτό γιατί όλα τα υπόλοιπα Χριστούγεννα που ακολούθησαν το κονδύλιο επαρκούσε το πολύ για μια επίσκεψη στο “Μινιόν” και για ένα πανετόνε κι ένα κιλό ξεροτήγανα από  ζαχαροπλαστείο  του Κολωνακίου. Κι έξω από την πόρτα.

-Πού πήγαν τα κέρατα; ρώτησε ανήσυχος ο Αργύρης.

-Πού να ξέρω

-Ποιος ξέρει

-Η μαμά

-Μην το πεις της μαμάς

-Γιατί

-Θα νομίσει…

Σιωπή για λίγο. Και μετά, πάλι:

-Μα πού να πήγαν τα κέρατα;

Το ζήτημα λοιπόν που ανέκυπτε ήταν: πού πήγαν τα κέρατα; Ποιος διάολος είχε ανάγκη από ένα ζευγάρι κέρατα ταράνδου φτιαγμένα από ξύλο; Να τα κάνει τι; Η απορία μου θα οξυνόταν και άλλο εάν το αμέσως επόμενο λεπτό δεν παρατηρούσα, με κάποια δόση φόβου είναι η αλήθεια, ότι εκτός από τα κέρατα έλειπαν και δυο μικρά αγγελούδια από πορσελάνη που η κακόγουστη θεία Μαίρη μάς είχε κάνει δώρο κάποια Χριστούγεννα, όπως και ένας ροζ κουμπαράς με το χρώμα και το σχήμα ενός  γουρουνιού, με όλες τις οικονομίες ενός χρόνου. Και έλειπε και μια σειρά λαμπιόνια από το δέντρο, που από τη βιάση τους οι κλέφτες το είχαν αφήσει να γέρνει στραβό.

Η φαντασία μου άρχισε να οργιάζει. Δεν μπορούσα να ζεσταθώ καθόλου πια. Πώς θα τα εξηγούσα τώρα όλα αυτά του Αργύρη, που ήταν και φοβιτσιάρης; Μπορεί να ήμασταν δίδυμοι, αλλά ο “μεγάλος” ήμουν εγώ. Ανεβήκαμε σαν αίλουροι στο δωμάτιό μας και βουτήξαμε στα σκεπάσματα. Ο μικρός από τον φόβο του μπόρεσε να κλείσει μάτι μόνο όταν μπήκαν από τα παντζούρια οι πρώτες ακτίνες του ήλιου και φάνηκαν οι κρύσταλλοι από λευκό σπρέι και τα περιγράμματα φάτνης που είχε ψεκάσει η μαμά στα τζάμια με εκείνα τα χάρτινα αυτοκόλλητα.

-Πάνε τα αγγελούδια, πάει και ο κουμπαράς, ανακεφαλαίωνε ο Αργύρης, μόλις παίρναμε να ζεσταινόμαστε κάτω από τα στρωσίδια και πάνω που με έπαιρνε γλυκά γλυκά ο ύπνος.

-Αργύρη κοιμήσου λέμε…

 

***

Όταν ξύπνησα είχαν φύγει οι αστυνομικοί για τα δακτυλικά αποτυπώματα. Πηγαίνοντας στην κουζίνα προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως όλα τάχατες ήταν στη θέση τους, και μεταξύ αυτών και οι δυο μεγάλες, πλεχτές κάλτσες που είχαμε κρεμάσει στις δυο άκρες του τζακιού. Ο Αηβασίλης θα μπορούσε έτσι με άνεση να βάλει εκεί μέσα τις παραγγελίες που του είχαμε μηνύσει μέσω της παραδοσιακής αλληλογραφίας. Γιατί βεβαίως ο Αηβασίλης ήταν ο πρώτος μας pen pal, που είχε εγκαινιάσει μιαν οικογενειακή παράδοση αλληλογραφίας μεγάλης έκτασης με διάφορες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά, εις άπταιστον αγγλικήν.

Η θεία Μαίρη Αρματζή, που είχε μια μεγάλη εληά στη μύτη και το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Αρμανιάν, η καλύτερη φίλη της μαμάς, κατέφθασε το μεσημέρι και φτιάξαν καφέ με τη μαμά να τα συζητήσουν. Η θεία Μαίρη στα νιάτα της είχε αρραβωνιαστεί έναν άγγλο πιλότο, τον μεγάλο και μοναδικό έρωτα της ζωής της, ο οποίος είχε πάει κι έπεσε με το αεροσκάφος του στις ακτές της Αιγύπτου και πέθανε ακαριαία, με αποτέλεσμα να μείνει ανύπαντρη στο Χαρτούμ για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Από τότε που εγκατασταθήκαμε στην Ελλάδα μάς επισκεπτόταν για να κοιμηθεί στον καναπέ του σαλονιού μας κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο απαρεγκλίτως και πάση θυσία στις γιορτές.

Η ερμηνεία της θείας Μαίρης, μόλις η μαμά τής τα ξεφούρνισε όλα χαρτί και καλαμάρι, ήταν πως ο κλέφτης μάλλον θα είχε ανάγκη από κάλτσες, και θα είχε και τεραστίου μεγέθους πατούσες. Ανησυχητικό!

-Άρα;

Η μαμά δεν ήθελε να μας τρομάξει. Φυσικά, είχε έτοιμη τη διάγνωση του εγκλήματος:

-Τι σου’λεγα; Ήρθαν πάλι τα τσιλικρωτά!

Η μαμά έδειχνε βέβαιη. Και η θεία Μαίρη σιγόνταρε, από κοντά. Μας κοίταξαν πλάγια, να δουν τις αντιδράσεις μας.

-Ναι, ναι, αλλά το δέντρο τι τους έφταιγε;

Εγώ τόλμησα να ρωτήσω:

-Οι καλικάντζαροι, μαμά;

-Ε, ναι, ποιος άλλος βρε Νικόλα;

Εγώ κι ο αδερφός μου ακούσαμε παγωμένοι την ετυμηγορία. Η θεία Μαίρη έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στη μαμά και συμπλήρωσε, με τη σοβαρότητα μιας αρμένιας Μις Μαρπλ:

-Άλλωστε είχε σκόρπιες και στάχτες από το τζάκι…

-Τι να φωνάζουμε αστυνομία; Δεν έχει νόημα!

Και μας κοίταξαν πάλι πλαγίως, κλείνοντας η μια το μάτι στην άλλη.

Οι φόβοι μας ήρθαν και πήραν τερατώδεις διαστάσεις, οξύνθηκαν και τεντώθηκαν τόσο, που θα χρειαζόταν φαρμακευτική βοήθεια για να κοιμηθούμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς που θα επακολουθούσε. Στο τηλεφώνημα που δέχτηκε η μαμά από τον διοικητή της αστυνομίας δεν μάθαμε ποτέ τι ειπώθηκε. Κάτι ψιθύριζαν εκεί με τον πατέρα μου και μας άφησαν απέξω. Φυσικά μάς απέκρυψαν τα περί παραβιασμένης μπαλκονόπορτας και σχοινένιας θηλειάς που βρέθηκε κομμένη στα κάγκελα της βεράντας. Και φρόντισαν να μην πάρουμε χαμπάρι από το γεγονός ότι αλλάχθηκαν αμέσως όλες οι κλειδαριές του σπιτιού. Εμείς βεβαίως οφείλαμε να κάνουμε τις προσωπικές μας εκτιμήσεις, όπως κάθε αξιοπρεπές νήπιο.

Ναι, ο Μαλαγάνας και ο Παγανός είχαν έρθει στην πόλη, μετά από πολλά χρόνια απουσίας, χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανείς. Ήταν κάτι σαν τους αμπορίτζιναλς που κυκλοφορούν στους δρόμους της Μελβούρνης. Τρομακτικοί αλλά προσαρμοσμένοι. Σίγουρα είχαν περάσει τα φανάρια των αυτοκινήτων τυλιγμένοι στα πανωφόρια κοινών ανθρώπων, μαζί με τους άλλους πεζούς, και κατά πάσαν πιθανότητα είχαν κοιμηθεί στο προαύλιο της εκκλησίας χωρίς να τους αντιληφθεί ο νεωκόρος. Με το που έπεσε σκοτάδι είχαν εντοπίσει το σπίτι στο Παλιό Ψυχικό, στα όρια με τη Νέα Φιλοθέη. Αν είναι δυνατόν. Μα με τι τρόπο; Πώς έγινε η συνεννόηση; Είχαν πράκτορες στο λεκανοπέδιο; Και οι δυο μας μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Πότε η μαμά θα προλάβαινε να αντικαταστήσει τις δύο καρώ μάλλινες κάλτσες; Από πού κι ως πού οι καλικάντζαροι θα μας λυπούνταν κατά τη διάρκεια όλων των εφιαλτικών εορταστικών νυκτών που θα ακολουθούσαν; Εννοείται πως ενισχύθηκε ο θυμός μας για την πανουργία και τη δολιότητα των μεθόδων των οποίων μετέρχονταν αυτά τα πλασματάκια με τη μεγάλη πλατυποδία και  τις περιελισσόμενες ουρές, με τα μικρά διαολεμένα μάτια και τις τριχωτές μουσούδες, με το μακρόστενο  κορμί τους και με τη σκανταλιά σήμα κατατεθέν τους. Κλέφτες ικανοί να τρυπώσουν μέσα από μια καμινάδα, να γλιστρήσουν μέσα από μια χαραμάδα, να πηδήξουν από στέγη σε στέγη.

Πόσων χρονών ήμασταν; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Πέντε; Έξι; Εγώ, γεννημένος τέσσερα λεπτά νωρίτερα, είμαι και αρμοδιότερος να θυμηθώ, όμως η μνήμη μου ήταν πάντα ασθενική. Γι’αυτό και απορώ γιατί ανέλαβα, τώρα, να ξαναθυμηθώ αυτό το επεισόδιο, πενήντα χρόνια μετά. Ίσως γιατί ο Αργύρης σήμερα είναι πολύ απασχολημένος με τα κέρδη του ώστε να αφιερώσει χρόνο σε κάτι τόσο αφελές, παιδαριώδες και μη κερδοφόρο, όπως το να γράφεις μια χριστουγεννιάτικη ιστορία.

Πολλά χρόνια μετά η συχωρεμένη η μάνα μας μάς ξεφούρνισε την αληθινή εκδοχή της ιστορίας αυτής. Η μαμά ήταν γνωστή σε όλο το σόι, θείες, θείους και ξαδέλφια, για το πρακτικό της πνεύμα, την αυστηρή της φυσιογνωμία, τις λακωνικές της διατυπώσεις και την τρυφερή, πλην κάθετη επιβλητικότητά της. Για λόγους παιδαγωγικής δεοντολογίας δεν θέλησε τότε να μας αναφέρει τα ονόματα των δυο μικρών Τούρκων που είχαν παραβιάσει το μπαλκόνι του σπιτιού μας. Τους έλεγαν Αχμέτ και Τζιράν και έμεναν σε κάτι μαχαλάδες πάνω, ψηλά, προς το Τάμα.  Όταν μετά από λίγες μέρες τα δυο τουρκάκια  συνελήφθησαν, η αστυνομία είχε βρει πάνω τους τα πάντα εκτός από τις πλεχτές κάλτσες. Και ακούστηκε πως, μετά από μια εβδομάδα στο κελί της φυλακής, οι άλλοι κρατούμενοι είχαν παρατηρήσει πως τις κάλτσες τις φορούσαν, για να ζεσταθούν: μια ο ένας στο δεξί του πόδι και μια ο άλλος στο αριστερό.

 

(*) Ο Νίκος Ξένιος είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο η νουβέλα Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία, Εκδόσεις Κριτική (2017).

Προηγούμενο άρθροΑμπαλάζ (χριστουγεννιάτικο 14, της Μαριαλένας Σεμιτέκολου)
Επόμενο άρθροΡεβεγιόν στο Red Donuts (χριστουγεννιάτικο 16, του Χρίστου Κυθρεώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ