του Γιάννη Μουγγολιά
Μέρες σαν αυτές που γιορτάζεται η εθνική επέτειος του ΟΧΙ του ελληνικού λαού το μυαλό αυτόματα πηγαίνει στα τραγούδια του αγώνα όπως ερμηνεύτηκαν από τη Βέμπο και εμψύχωσαν τους πολεμιστές φτάνοντας στο μέτωπο αλλά και σε αυτούς που έμειναν στα μετόπισθεν γεμίζοντάς τους με ελπίδα και υπομονή. Πολύ μελάνι χύθηκε για τους εκπρόσωπους του ελαφρού τραγουδιού που τραγούδησαν ξετυλίγοντας την ηρωική και συχνά ερωτική θεματολογία των στίχων. Μαζί με τη Βέμπο, οι αδελφές Καλουτά, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Δανάη Στρατηγοπούλου (η οποία ωστόσο είχε χαρακτηρίσει πατριδοκαπηλική την υπερπληθώρα των πολεμικών τραγουδιών εκείνης της περιόδου), η Κούλα Νικολαϊδου, η Πάολα, ο Νίκος Γούναρης στέκονταν στις επάλξεις και με επισκέψεις τους σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, νοσοκομεία και συγκεντρώσεις στρατιωτών κρατούσαν τη φλόγα αναμμένη.

O Αττίκ με σατιρικές παρωδίες των τραγουδιών του ερμηνευμένες από την Κάκια Μένδρη, Θεόφραστος Σακελλαρίδης με τις σπουδαίες οπερέτες του, Μιχάλης Σουγιούλ ο οποίος περιόδεψε μαζί με τη Βέμπο στο αλβανικό μέτωπο αλλά και οι συνθέτες Σπύρος Περιστέρης, Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Στελλάκης Περπινιάδης, Μπαγιαντέρας (Δημήτρης Γκόγκος) και η τραγουδίστρια Ρόζα Εσκενάζυ μέσω της οδού του ρεμπέτικου έβαζαν το δικό τους πολύτιμο λιθαράκι στη μεγάλη εποποιία.
Παράλληλα τα τραγούδια που ξεπήδησαν μέσα από πάνω από 20 πολεμικές επιθεωρήσεις στη διάρκεια της σεζόν 1940-41 αποτέλεσαν τη μαγιά της ελπίδας στα δύσκολα αυτά τα χρόνια. Μαζί τους ακούγονταν σατιρικές παρωδίες βασισμένες σε διεθνείς επιτυχίες. Η θεματολογία των πολεμικών αυτών επιθεωρήσεων και κατά συνέπεια των τραγουδιών που ακούγονταν σε αυτές, με σαφή σατιρική διάθεση, στρεφόταν γύρω από τον απόηχο του ελληνοϊταλικού πολέμου, την έλλειψη αγαθών και τροφίμων, τη μαύρη αγορά, την καλλιτεχνική και πνευματική ζωή της Αθήνας και τους τρόπους που διασκέδαζαν οι Αθηναίοι κλπ. Το μεγαλύτερο μέρος των πολεμικών επιθεωρήσεων ξεκίνησε αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου αφού τα θέατρα μετά το σοκ της νέας πραγματικότητας έμειναν κλειστά από τις 28 Οκτωβρίου έως τις 2 Νοεμβρίου, μέρα που οι παλαιοί θίασοι επανάκαμψαν με συνέχιση των παραγωγών που παίζονταν πριν τον πόλεμο αλλά και των νέων με το ανέβασμα των επιθεωρήσεων.
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης (Κώστας Γιαννίδης)
O Γιάννης Κωνσταντινίδης, κορυφαίος συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και πιανίστας της συμφωνικής μουσικής, γνωστός στο πλατύ κοινό από τον χώρο του ελαφρού τραγουδιού ως Κώστας Γιαννίδης, τις παραμονές του πολέμου, έχοντας ήδη νιώσει σημάδια κορεσμού από τις επενδύσεις επιθεωρήσεων και μουσικών κωμωδιών και με τον φόβο της οικονομικής κατάρρευσης λόγω του πολέμου που ερχόταν, μεταπήδησε στον χώρο του ραδιοφώνου. Έτσι το 1939 προσελήφθη στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας το 1939 ως υπεύθυνος του τομέα του Μουσικού Τμήματος για την ελαφρά μουσική και θήτευσε εκεί μέχρι που ο ραδιοφωνικός σταθμός παραδόθηκε στους Γερμανούς το 1941. Θα επανακάμψει στο Ε.Ι.Ρ. από το 1944.

Τα γκρίζα χρόνια της Κατοχής όπως ήταν αναμενόμενο έφεραν πολλές δυσκολίες και παρότι ο Κωνσταντινίδης συνεχίζει να γράφει τη μουσική για τις επιθεωρήσεις της εποχής, οι συνθήκες της Κατοχής αλλάζουν πλήρως το κλίμα που υπήρχε στη δεκαετία του 1930. Έτσι οι παραγωγές πλέον είναι ελάχιστες και βέβαια δεν χαρακτηρίζονται από τον πλούτο του παρελθόντος. Μέσα στο 1940 ο Κώστας Γιαννίδης με τη μουσική του παρουσία σφραγίζει τα θεατρικά έργα «Πολεμική Αθήνα» (κείμενα: Χρήστος Γιαννακόπουλος, Δημήτρης Γιαννουκάκης, Αλέκος Σακελλάριος), «Πέρδικα» και «Βραδυνές τρέλλες», ενώ τα επόμενα χρόνια μέχρι τη λήξη του Πολέμου τα θεατρικά έργα «Γέλιο χωρίς δελτίο», «Η Τύχη της Μαρούλας», «Αθηναϊκά μοτίβα», «Έτσ΄ είναι η ζωή», «Αλήθειες και ψευτιές» και «Ζητείται πρώτη καμαριέρα». Στην «Πολεμική Αθήνα» η Ρένα Βλαχοπούλου τραγούδησε το πολεμικό τραγούδι των Κώστα Γιαννίδη-Μίμη Τραϊφόρου «Πήγαινε και όταν θα ‘ρθεις». Το τραγούδι αλλά και η επιθεώρηση στο Θέατρο Μοντιάλ δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία αφού λίγο καιρό μετά την πρεμιέρα οι Γερμανοί μπαίνουν ως κατακτητές στην Ελλάδα και οι πολεμικές επιθεωρήσεις με τα πατριωτικά τους νούμερα αποσύρονται εσπευσμένα.
Για να καταφέρει να επιβιώσει ο Κωνσταντινίδης παίζει μουσική σε μπουλούκια και θιάσους βαριετέ. Όμως λόγω έλλειψης δουλειάς και κατά συνέπεια ραγδαίας αύξησης του ελεύθερου χρόνου του, αφοσιώνεται στη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού και τον σχεδιασμό έργων οργανικής μουσικής. Άλλωστε η ένταξη στοιχείων του δημοτικού τραγουδιού στο κλασικό έργο του ήταν βασικό χαρακτηριστικό της εργογραφίας του. Έτσι το 1943 αρχίζει να γράφει το έργο «Από τα Δωδεκάνησα – Τραγούδια και χοροί» που θα ολοκληρωθεί το 1946.
Οι μεγάλες επιτυχίες του Γιάννη Σπάρτακου
Μεγάλη μορφή του ελαφριού τραγουδιού και της τζαζ ήταν ο Γιάννης Σπάρτακος. Στα χρόνια της δεκαετίας του ’30 ξεκίνησε επίσημα την καριέρα του σαν πιανίστας στα βαριετέ και τα καμπαρέ της εποχής όπου τραγουδούσαν η Σοφία Βέμπο και η Δανάη. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν το τραγούδι «Θα γυρίσεις ξανά» (1935) με πρώτη ερμηνεία στο κέντρο «Όαση» από τη Σούλα Καραγιώργη που ήταν αστέρι πρώτης κλάσης της εποχής, το οποίο ήταν το πρώτο ηχογραφημένο τραγούδι της Βέμπο και πρώτη μεγάλη επιτυχία της.
Το τραγούδι του «Πιτσιρίκα μη σε μέλει» σε στίχους Ηλία Βραχνά που αγαπήθηκε σε πανελλήνια κλίμακα ήταν ένα ακόμη δείγμα της εκλεκτής δουλειάς του εκείνη την εποχή. Ένα τραγούδι που τις παραμονές της κήρυξης του Πολέμου με το περιστατικό του τορπιλισμού του καταδρομικού του Πολεμικού Ναυτικού «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου στις 15 Αυγούστου 1940 προσαρμόστηκε σε επίκαιρο τραγούδι-σύμβολο αφού άλλαξαν οι στίχοι του γεμίζοντας με σθένος τους Έλληνες πολεμιστές: «Πιτσιρίκα μη σε μέλει/ Κι΄αν σου βούλιαξαν την ΄Ελλη / Τον ιταλικό στο στόλο / Θα τους τον βουλιάξουμε όλο…».

Το καλοκαίρι του ’40 ο Σπάρτακος εργαζόταν ως πιανίστας και μαέστρος στο βαριετέ «Όασις» όπου και γνωρίζει τη Ρένα Βλαχοπούλου και μαγεύεται από τη φωνή της και την παρουσία της. Βασιλιάς και βασίλισσα της τζαζ όπως αργότερα τους αποκάλεσαν σκόπευαν να συνεργαστούν αλλά ο ερχομός του Πολέμου χάλασε τα σχέδιά τους. Ο Σπάρτακος (Σπάρτακος Αναστασίου) κατατάχθηκε στο στρατό και πήγε στο Μέτωπο μαζί με άλλους καλλιτέχνες της εποχής όπως τον Μιχάλη Σουγιούλ και τον Γιώργο Οικονομίδη. Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του δίσκου βινυλίου-συλλογής «Γιάννης Σπάρτακος Αξέχαστες μελωδίες» σε σημείωμα του συνθέτη Χρήστου Χαιρόπουλου: «Έπειτα τον νεαρό πιανίστα διεκδίκησαν και εκέρδισαν τα νυχτερινά κέντρα και τα καμπαρέ “Φέμινα”, “Αρζεντίνα” – με την ορχήστρα του ευγενικού δεξιοτέχνου της τρομπέτας Βαγγέλη Ευαγγελίου…
Ακολούθησε η Αλβανία, ο νεαρός πιανίστας έβαλε πρόθυμα και ενθουσιαστικά το χακί και στρατευμένος ξεπέταξε τη μεγάλη επιτυχία του: “Πιτσιρίκα μη σε μέλλει”».
Ο Γιάννης Σπάρτακος ξανασυνάντησε τη Ρένα Βλαχοπούλου το 1942, μέσα στην Κατοχή στο θέατρο «Πάνθεον» της οδού Πανεπιστημίου, έναντι REX), κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης «Στο ρυθμό της τζαζ» (κείμενα Χρήστου Γιαννακόπουλου και Αλέκου Σακελλάριου, μουσική Μιχάλη Σουγιούλ και Μίμη Κατριβάνου) από τον θίασο των Μαρίκα Κρεββατά, Μάνο Φιλιππίδη, Μαρίκα Νέζερ κ.α. και όπου εμφανιζόταν η ορχήστρα τζαζ του Σπάρτακου, με τραγουδίστρια την Ρένα Βλαχοπούλου.
Στο σημείωμά του ο Χαιρόπουλος αναφέρει: «Διασχίζοντας έπειτα κάθετα την οδό Πανεπιστημίου ο Σπάρτακος μεταπήδησε προς το “Ρεξ” για να παίξη τις μουσικές κωμωδίες “Αλάτι και πιπέρι”, “Ταξίδι του γάμου” και τη δική του με κείμενο του αξέχαστου σκηνοθέτη Ρενάτο Μόρντο και στίχους του Δημήτρη Μυράτ “Φάντασμα του Μετροπόλ”. Είναι μια καλλιτεχνική εξόρμησις που είχε εμπνευσθή τότε ο Γιώργος Χέλμης γιατί η Μαρίκα δεν δεχόταν να παίξη στη Γερμανοκρατούμενη Αθήνα… Στη σκηνή αξιοθαύμαστος μουσικός πρωταγωνιστής ο Δημήτρης Χορν – στα δυο πιάνα ο Γιάννης Σπάρτακος και ο αείμνηστος Γιώργος Κατσαρός».
Μετά ο Σπάρτακος συμμετείχε σε σειρά επιθεωρήσεων εισάγοντας την καινοτομία της ορχήστρας επί σκηνής. Στο «Σινέ Νιους» εκεί που σήμερα βρίσκεται το «Άστορ» η μεγάλη ορχήστρα ατραξιόν του Σπάρτακου με τραγουδίστρια τη Ρένα Βλαχοπούλου λάνσαρε τη μεγάλη διεθνή επιτυχία του «Θα σε πάρω να φύγουμε», γραμμένο το 1942 σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου. Οι στίχοι του τραγουδιού απόλυτα προσαρμοσμένοι στο κλίμα της εποχής που γράφτηκε αναφέρονται στην επιθυμία του Έλληνα να αποδράσει από τον φόβο, τους πόνους, τα καρδιοχτύπια και το σκότος της Κατοχής και να πάει «σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη». Το τραγούδι αργότερα έγινε παγκόσμια επιτυχία, συμπεριλήφθηκε στο Βιβλίο Γκίνες ως ελληνικό μπολερό και παίχτηκε από διάσημες διεθνείς ορχήστρες όπως αυτή του Ξαβιέ Κουγκάτ.
Σκαλκώτας, Μητρόπουλος, Καλομοίρης
Σε κλασικό επίπεδο τώρα ο μεγάλος Έλληνας που διέπρεψε εκτός Ελλάδας, εκείνη την περίοδο βρισκόταν στο εξωτερικό. Πρόκειται για τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Μάλιστα αναφέρεται ότι παραμονές του Πολέμου παρά τις σπουδαίες εμφανίσεις του ως διευθυντής ορχήστρας ο Δημήτρης Μητρόπουλος βρισκόταν σε πολύ άσχημη ψυχική διάθεση που άγγιζε τα όρια της κατάθλιψης. Από την άλλη πλευρά ο Νίκος Σκαλκώτας που είχε έρθει από το 1933 στην Ελλάδα από το εξωτερικό και είχε αντιμετωπίσει την καχυποψία, την επιθετικότητα και τον αποκλεισμό του μουσικού κατεστημένου (συνθετών και δημοσιοσχετιστών) εργαζόταν ακαταπόνητα συνθέτοντας διαρκώς αριστουργηματικά και εξαιρετικά πρωτότυπα έργα. Πάνω από 100 έργα ήταν η δημιουργική του συγκομιδή από το 1935 έως το 1945. Το 1940 συγκεκριμένα γράφει τα υπέροχα «32 κομμάτια για πιάνο», κομμάτια επικά που χαρακτηρίζονται για την ηρωική τους διάθεση Παράλληλα αυτός ο ογκόλιθος της σύνθεσης με το άκρως προσωπικό κκαι ιδιοσυγκρασιακό ύφος εργαζόταν για να βγάλει τα προς το ζειν ως βιολιστής σε ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας.

Τον Ιανουάριο του 1940 ο θεμελιωτής της Εθνικής Μουσικής Σχολής Μανόλης Καλομοίρης είχε ανεβάσει στη χιτλερική Γερμανία και συγκεκριμένα στη Λαϊκή Όπερα του Βερολίνου (Volksopera) την όπερα «Το Δαχτυλίδι της μάνας» σε μια παράσταση που το ελληνικό έργο, ο συνθέτης και οι συντελεστές αποθεώθηκαν. Την όπερα την είχε συνθέσει ο Καλομοίρης το 1917 και την είχε εκ νέου επεξεργαστεί το 1939. Σύμφωνα με τον Καλομοίρη ήταν «μουσικόδραμα σε τρία μέρη» εμπνευσμένο από το ομώνυμο δράμα του Γιάννη Καμπύση το οποίο βασιζόταν στη ζωή του Κώστα Κρυστάλλη. Το λιμπρέτο ήταν του ποιητή Γιώργου Στεφόπουλου, που το υπέγραψε ως «Άγνης Ορφικός». Η όπερα στο Βερολίνο παρουσιάστηκε υπό τη διεύθυνση του Λεωνίδα Ζώρα και όπως είχε γράψει ο Μίνως Δούνιας στα «Μουσικοκριτικά» του (εκδ. Εστία, Αθήνα 1964), στο συμβολικό έργο υπάρχουν ρητές συγγένειες με τη βαγκνερική τετραλογία «Το δαχτυλίδι του Νιμπελούγκεν». Η παράσταση είχε μεγάλη επιτυχία σε χρόνο που ο πόλεμος ήταν κυρίαρχο θέμα στη Γερμανία.
Ο Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης δεν μπόρεσε να καταταγεί στον στρατό
Στο βιβλίο του Γεώργιου Φ. Κατραλή «Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης 1908-1996. Η ζωή και το έργο του» (Πνευματικό Κέντρο Δήμου Τρίπολης-εκδ. Παρουσία, Αθήνα 2004) δίνονται στοιχεία για τη δράση του συνθέτη και πιανίστα κατά την περίοδο εκείνη.
Πριν ξεσπάσει ο Πόλεμος στην Ελλάδα και ενώ στο εξωτερικό η φλόγα του ήταν πολύ πιο έντονη, ένας άλλος σημαντικός συνθέτης, ο Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης σπούδαζε διεύθυνση ορχήστρας στις Βρυξέλλες. Η Γερμανία έδειχνε τα δόντια της στους λαούς της Ευρώπης και ο Κυδωνιάτης αντιλαμβανόμενος τα προβλήματα που πλέον υπήρχαν όσον αφορά την αλλαγή της οικονομικής κατάστασης με την εκτίναξη του πληθωρισμού, αλλά και υπό την πίεση των γονιών του που ανησυχούσαν για την τύχη του, διέκοψε τις σπουδές του, άφησε το όνειρο να γίνει διευθυντής ορχήστρας ανεκπλήρωτο και επέστρεψε στις 20 Αυγούστου 1939 στην Αθήνα. Ένα μήνα αργότερα ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Κυδωνιάτης μόλις πρόλαβε να γυρίσει στην Αθήνα χωρίς να κινδυνεύσει στο εξωτερικό. Παραμονές της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου οι ζωντανές εμφανίσεις στο πιάνο του Κυδωνιάτη είχαν πυκνώσει. Ερμηνείες με οικουμενική διάσταση που απέδιδαν τις συναισθηματικές και αισθητικές πλευρές των έργων με ποιητικό, στοχαστικό τρόπο αλλά και τη διανοητική εφευρετικότητά του. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1940 στον ραδιοφωνικό σταθμό συνόδεψε τη βιολονίστα Ηλέκτρα Αργυροπούλου σε έργα Haendel, Kreisler και Sarasate, στις 13 Οκτωβρίου 1940 τη βιολονίστρια Ειρήνη Μπίστη-Δρακοπούλου σε έργα Nardini και Ravel, στις 21 Οκτωβρίου 1940 τον βιολονίστα Βύρωνα Κολάση σε έργα Wieniawski, Ries, Bruch και Sarasate.

28 Οκτωβρίου ξέσπασε ο Πόλεμος στην Ελλάδα αλλά ο Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης λόγω της μεγάλης του μυωπίας (είχε ξεπεράσει τους 20 βαθμούς και στα δυο μάτια) ήταν αδύνατον να γίνει δεκτός στο στράτευμα, παρότι παρακαλούσε τους υπεύθυνους. Μέχρι και η γυναίκα του Jeanne Delvoye πήγαινε συνέχεια στο Φρουραχείο και ζητούσε να τον στείλουν στο μέτωπο. Αμέσως μετά τις πρώτες μάχες, στις 4 Νοεμβρίου 1940 έπαιξε έργα Beethoven, Schumann, Turina και Paray μαζί με τον βιολονίστα Βασίλη Σταυριανό στο Θέατρο Ολύμπια. Οι δυο τους στις 22 Νοεμβρίου 1940 στο Ραδιόφωνο ερμήνευσαν έργα Ravel και Turina και στις 27 Δεκεμβρίου 1940 τη σονάτα αρ. 4 του Mozart και τη σονάτα σε σολ μείζονα του Ravel. Ο χαμηλός μισθός του Κυδωνιάτη στο Ωδείο Αθηνών και οι ελάχιστες αμοιβές του από τις εμφανίσεις του δεν αρκούσαν για τα απαραίτητα σε μια περίοδο όπου η καλλιτεχνική κίνηση της Αθήνας είχε παγώσει, ο πληθωρισμός και οι τιμές των τροφίμων είχαν εκτοξευτεί, η ανέχεια και η φτώχεια άγγιζε το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. Τους πρώτους τρεις μήνες του 1941 εμφανίστηκε μόνο στα στούντιο της Ραδιοφωνίας συνοδεύοντας φίλους του σολίστες σε έργα μουσικής δωματίου. Τον Οκτώβριο του 1941 Κυδωνιάτης διορίστηκε αρχιμουσικός της συμφωνικής ορχήστρας της Ραδιοφωνίας, η οποία τότε δεν έκανε συναυλίες και δημόσιες εμφανίσεις αλλά όλα τα έργα που ερμήνευε μαγνητοφωνούνταν ή αναμεταδίδονταν απευθείας από το Ραδιόφωνο. Ο Κυδωνιάτης διηύθυνε κάθε 1η και 16η του μηνός στο στούντιο του Ζαππείου.
Η ίδρυση της Λυρικής Σκηνής του Εθνικού και οι μεγάλοι καλλιτέχνες του μελοδράματος παραμονές του Πολέμου και στην Κατοχή
Λίγο πριν τον Πόλεμο, το 1939 πραγματοποιήθηκε ένα μέγιστο και καθοριστικό βήμα για τη μουσικά πράγματα της χώρας, η ίδρυση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο οργανισμός ιδρύθηκε χάρη στις συντονισμένες προσπάθειες του Κωστή Μπαστιά, συγγραφέα, δημοσιογράφου, διευθυντή του Βασιλικού (Εθνικού) Θεάτρου, αρχικά ως παράρτημα του Εθνικού Θεάτρου, στο κτίριο του οποίου που είχε κατασκευάσει ο Τσίλλερ στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου γίνονταν οι πρώτες παραστάσεις. Ήταν το επιστέγασμα μιας προσπάθειας και σημαντικής προηγηθείσας δημιουργικής δραστηριότητας στον χώρο του μελοδράματος πολλών χρόνων.

Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Βασικό (Εθνικό) Θέατρο προκειμένου να μην είναι ορατό και αντιληπτό από τα εχθρικά αεροπλάνα σκεπάζεται και οι παραστάσεις φιλοξενούνταν στο κινηματοθέατρο Παλλάς. Η μεταφορά στο νέο χώρο κρίθηκε αναγκαία για ασφάλεια και λόγω της ύπαρξης καταφυγίου σε περίπτωση αεροπορικού συναγερμού, κάτι που ήταν συχνό την περίοδο εκείνη. Ο θερινός χώρος που γίνονταν οι παραστάσεις ήταν το Θέατρο Παρκ της οδού Μαυροματαίων. Λίγο πριν την Απελευθέρωση το 1944 στέγη των παραστάσεων ήταν το πρώτο Θέατρο Ολύμπια στην οδό Ακαδημίας, ενώ από τότε έγινε αυτονόμηση από το Εθνικό Θέατρο και ως Εθνική Λυρική Σκηνή λειτούργησε ο οργανισμός-νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με διευθυντή τον Μανόλη Καλομοίρη.
Στο βιβλίο του Γιώργου Κουσουρή «Έλληνες Αρχιτραγουδιστές του Μελοδράματος» (Πειραϊκαί Εκδόσεις, 1978) αλλά και από την έκδοση «Ελληνικό Λυρικό Θέατρο 100 χρόνια 1888-1988» (εκδ. ΥΠ.ΠΟ., Αθήνα 1988) με δίσκους βινυλίου και κατατοπιστικό πολυσέλιδο ένθετο αντλούμε πολύτιμες πληροφορίες.
Το 1939 όταν αποφασίστηκε η ίδρυση ενός κρατικού θιάσου Όπερας-Οπερέτας σαν παράρτημα του Εθνικού Θεάτρου με διευθυντή του νεοσυσταθέντα οργανισμού τον Κώστα Μπαστιά μετά από προσωπική εντολή του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, στη μεγάλη προσπάθεια για το ελληνικό μελόδραμα αγνοήθηκαν πλήρως και δεν κλήθηκαν να βοηθήσουν καλλιτέχνες μεγάλου κύρους και κορυφαίες μορφές που εμπλέκονταν με αυτό όπως ο συνθέτης και στυλοβάτης του επονομαζόμενου Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος, του σημαντικότερου θιάσου του ελληνικού μελοδράματος, Διονύσιος Λαυράγκας, ο τενόρος Οδυσσέας Λάππας, ο βαρύτονος Ηλίας Οικονομίδης, η σοπράνο Άρτεμις Κυπαρίσση, ο βαρύτονος Γιάννης Αγγελόπουλος κ.α.

Για τον Γιάννη Αγγελόπουλο για τον οποίο η διεθνής κριτική είχε εκφραστεί με διθυραμβικά σχόλια (ο Αυστριακός παραγωγός και δημοσιογράφος της κλασικής μουσικής Gottfried Kraus τον είχε χαρακτηρίσει «έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του αιώνα, κάτι το μεγαλειώδες, το συναρπαστικό κι ανεπανάληπτο» και ο Γερμανός Joachim Kaiser είχε πει: «είναι σαν βαρύτονος ότι ήταν ο Caruso σαν τενόρος. Μοναδικός και ανεπανάληπτος. Τέτοια φωνή και τέχνη δεν έχω ξανακούσει…») η ίδρυση του κρατικού φορέα, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που τον έβρισκε στα 49 του χρόνια, στο απόγειο της καλλιτεχνικής του πορείας, ήταν ένα όνειρο ζωής που γινόταν πραγματικότητα. Ωστόσο η στάση του όπως και των προαναφερθέντων «αδικημένων» ήταν πραγματικά ανώτερη και ξεχωριστή και συμπυκνωνόταν ως εξής: «Ας πάει μπροστά το Μελόδραμα κι εμείς θα το καμαρώνουμε κρυφά». Τη διετία 1939-1940 ο Αγγελόπουλος τραγούδησε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, τον βασιλιά Alfonso από τη Favorita του Donizetti. Οι θεατές εγκατέλειπαν το θέατρο με δακρυσμένα μάτια εξαιτίας της συγκλονιστικής λυρικής ερμηνείας του γίγαντα αυτού του παγκόσμιου μελοδράματος. Στα χρόνια της Κατοχής όπου «οι πνευματωδέστατοι νέοι καλλιτεχνοδεσπότες τον καταδίκασαν σε καλλιτεχνική αργία», όπου η εθνική συμφορά, η πείνα, ο θάνατος πλήθους Ελλήνων ήταν στο αποκορύφωμα, ο Αγγελόπουλος προσβάλλεται από μια ασθένεια των νεφρών. «Γερμανοί και Ιταλοί πηγαινοέρχονταν στο σπίτι του και προσπαθούν να τον πείσουν να κάνει έστω μια εμφάνιση σαν Rigoletto αλλά ο θερμός πατριώτης αρνείται να τραγουδήσει για τα ξένα τσακάλια». Το παράπονο του Γιάννη Αγγελόπουλου για την παραγκώνισή του εκείνα τα πρώτα χρόνια της Εθνικής Λυρικής Σκηνής αποτυπώθηκε στα λόγια του προς τον βαρύτονο και συνθέτη Τίτο Ξηρέλλη τον χειμώνα του 1942 στον κήπο του Μουσείου: «Τι μου λες για το Εθνικό Θέατρο Τίτο μου; Ο Μπαστιάς μου είπε ότι ούτε για καφετζή δεν με παίρνει!». Στις 5 Δεκεμβρίου 1943 και παρότι αντιτάχθηκε με σθένος και τόλμη τον Ναζισμό, οι Γερμανοί απέστειλαν στην κηδεία του Γιάννη Αγγελόπουλου τιμητικό άγημα
Ο δραματικός τενόρος Οδυσσέας Λάππας που συνδύαζε εξαιρετικά τους ρόλους του λυρικού τενόρου και του σπάνιου ηθοποιού ήταν κι αυτός από τους αδικημένους εκείνης της περιόδου που ιδρύθηκε η Εθνική Λυρική Σκηνή.

Από το 1935 που επέστρεψε στην Ελλάδα είχε αφιερωθεί στην προσπάθεια για ίδρυση ελληνικού κρατικού λυρικού θεάτρου και από το 1936 πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ένωσης Ελλήνων Λυρικών Αοιδών και παρότι όλος ο επιστημονικός και καλλιτεχνικός κόσμος με μοναδική εξαίρεση το Εθνικό Θέατρο, είχε υπογράψει στις 8 Μαϊου 1936 ένα μανιφέστο, οι υπογραφές των Παλαμά, Σκίπη, Λαυράγκα, Μητρόπουλου, Κοτοπούλη, Βεάκη, Μελά κ.α. δεν κατάφεραν να αγγίξουν το επίσημο κράτος και να αλλάξει τακτική απέναντι στο Μελόδραμα. Και όταν τελικά ιδρύθηκε η Εθνική Λυρική Σκηνή, ο Οδυσσέας Λάππας μαζί με άλλους εξέχοντες ήταν εκτός σχεδίου. Νιώθοντας προσβεβλημένος τον Μάιο του 1939 χρηματοδότησε την ίδρυση του Λαϊκού Μελοδράματος Αθηνών, του οποίου ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής. Έτσι μόλις ανέβηκε η «Νυχτερίδα» του Strauss από τη Λυρική, ο Λάππας ανεβάζει τις όπερες «Boheme Pagliacci» και «Gianni Schicchi» δίνοντας βήμα σε νέους καλλιτέχνες να αναδειχτούν όπως τη σοπράνο Φανή Αιδαλή και τον τενόρο Πέπο Μπαξεβάνο στο πλευρό της Φλερύ και του Τίτου Ξηρέλλη. Με την κήρυξη του Πολέμου και στη διάρκεια της Κατοχής οι αγώνες του να μην σβήσει η φλόγα του Μελοδράματος συνεχίστηκαν. Παίρνει μέρος στην Αντίσταση και ταυτόχρονα πιέζει τους λίγους καλλιτέχνες που είχαν απομείνει να μην εγκαταλείψουν και να ανεβάζουν έστω και λίγες παραστάσεις. «Νηστικοί, φτωχοί και κατατρεγμένοι στέκονται σαν πραγματικά λιοντάρια, απέναντι στη δημιουργηθείσα κατάσταση».

Ο σημαντικός τενόρος Πέτρος Επιτροπάκης, που εκτός από τις μεγάλες του επιτυχίες στη όπερα ήταν και ένας σπουδαίος ερμηνευτής του ελληνικού τραγουδιού, με την ίδρυση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής αποτέλεσε τον βασικό πρωταγωνιστή της και αφού ερμήνευσε τον «Κουρέα της Σεβίλλης», αποδέχτηκε την πρόταση του Βιεννέζου μαέστρου Walter Pfeffer να ενσαρκώσει με την κορυφαία φωνή του τον κόμη Danilo στην «Εύθυμη χήρα» του Lehar. Συνέχισε στην όπερα και στην οπερέτα ερμηνεύοντας ως τενόρος και ηθοποιός μεγάλους ρόλους που γράφτηκαν με χρυσά γράμματα στην ιστορία του είδους με πρώτο και καλύτερο αυτόν του Χαρμίδη στον «Βαφτιστικό» του Σακελλαρίδη αλλά και άλλους.
Ο βαρύτονος Τίτος Ξηρέλης που είχε επιστρέψει από την Αμερική το 1938, το 1939 συνεργάστηκε με το Μελόδραμα Αθηνών του Λάππα και εμφανίστηκε ως Gianni Schicchi, παίζει Rigoletto στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ενώ μέσα στα οδυνηρά χρόνια της Κατοχής, το 1942 μεταμορφώθηκε σε ιδανικός Scarpia στην περίφημη πρώτη παράσταση της Tosca από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Θερινό Θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος, με τη 19χρονη Μαρία Καλογεροπούλου (μετέπειτα Κάλλας) στον ομώνυμο ρόλο. Μετά τον Πόλεμο μεγαλούργησε στο Θέατρο Ολύμπια για 10 χρόνια σε παραστάσεις της Ε.Λ.Σ.
Ο βαρύτονος Ευάγγελος Μαγκλιβέρας που ήταν ο πρώτος που τραγούδησε τον ρόλο του τραγικού βασιλιά στην παγκόσμια πρώτη της όπερας «King Lear» που δόθηκε στο πλαίσιο του Maggio Musicale Fiorentino, με την κήρυξη του Πολέμου επέστρεψε στην Αθήνα και έγινε πρωταγωνιστής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το 1943 σε μια μνημειώδη παράσταση αντάξια των μεγαλύτερων γερμανικών παραγωγών, που δόθηκε στο Ηρώδειο ο Μαγκλιβέρας ερμήνευσε τον Pizzaro της όπερας Fidelio. Μαζί του οι Αντώνης Δελένδας (Florestan), Ζωή Βλαχοπούλου (Marzelline), Γιώργος Κοκολιός (Jaquino), Μαρία Καλογεροπούλου-Κάλλας εναλλάξ με την εξαιρετική Ζωή Ρεμούνδου (Leonora).
Ο δραματικός τενόρος Ζανής Καμπάνης στις 12 Οκτωβρίου 1940 προσλήφθηκε ως σολίστ στη Σκάλα του Μιλάνου και ο διευθυντής της Gino Marinuzzi του ανέθεσε να τραγουδήσει Gioconda και Pagliacci. Η έναρξη του Πολέμου στην Ελλάδα άλλαξε τα σχέδιά του αφού επέστρεψε στην πατρίδα για να καταταγεί στον στρατό. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι το 1940 στα 26 του είχε πάει στο Μιλάνο για ανώτερες σπουδές με υποτροφία του Δήμου Αθηναίων ενώ πέντε μήνες μετά την άφιξή του στην Ιταλία συμμετείχε σε διαγωνισμό της Σκάλας του Μιλάνου όπου αναδείχτηκε πρώτος ανάμεσα σε 60 υποψήφιους. Λέγεται ότι ο διάσημος Ιταλός βαρύτονος Riccardo Stracciari του είχε πει: «Η φωνή σου είναι εντάξει, τί ήρθες να κάνεις στην Ιταλία;».
Το 1940 ο χαρισματικός μπάσος Θάνος Μπούρλος ήταν στο εξωτερικό και μάλιστα στη Γερμανία. Μέσα στην ιστορική αυτή χρονιά που δεν θα ξεχάσει ποτέ η ανθρωπότητα τραγούδησε στο Βερολίνο ερμηνεύοντας μοναδικά τους ρόλους του Silvio από την όπερα «Παλιάτσοι» του Ruggero Leoncavallo και του Σωτήρη από την ελληνική όπερα «Δαχτυλίδι της μάνας» του Καλομοίρη. Επίσης το 1940 ερμήνευσε στην Όπερα του Άαχεν την όπερα «Fidelio» υπό τη διεύθυνση του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν.
Ο Θάνος Μπούρλος και οι χαμένες παρτιτούρες του Σκαλκώτα στο Βερολίνο
Έχει ενδιαφέρον ωστόσο η ιστορία που ο ίδιος ο Μπούρλος αναφέρει στο βιβλίο του «Στα διαλείμματα» (εκδ. Νικολινάκος, Αθήνα 1980) και αναφέρεται στο έργο του σπουδαίου συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα που ο μπάσος ήρθε τυχαία σε επαφή εκείνη την εποχή μέσω ενός απροσδόκητου περιστατικού.

Γράφει συγκεκριμένα ο Θάνος Μπούρλος:
«Για τον Σκαλκώτα έχω γράψει συχνά. Το περιστατικό με το κασσόνι το γιομάτο με τα χειρόγραφά του που μου πρόσφερε στη διάρκεια του πολέμου στο Βερολίνο γέρο-Όρτμαν, ο μουσικός παλαιοβιβλιοπώλης της Κάρμερστράσσε δεν το ξεχνάω.
Εκείνο τον καιρό, στις αρχές του πολέμου, είχαμε μαζευτεί στο Βερολίνο πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες της Όπερας (η Τασοπούλου, η Τουρλιτάκη, ο Αργύρης, ο Μυλωνάς, ο Μπαξεβάνος, ο Βαφειάδης, ο Δελένδας, ο Θωμάκος, εγώ κ.α.). Οι περισσότεροι πηγαίναμε για κοντρόλ στο δάσκαλο του τραγουδιού Κάμμερζένγκερ Εκ που έμενε στο κέντρο του Βερολίνου, στη Κάρμερστράσσε. Στον ίδιο δρόμο, είχε το παλαιοπωλείο του κι ο γερο-Όρτμαν που μας προμήθευε ό,τι νότες χρειαζόμαστε για τη δουλειά μας. Αλλά ο πόλεμος είχε αρχίσει να γίνεται όλο και σκληρότερος και μια μέρα ύστερα από ένα φοβερό βομβαρδισμό της γερμανικής πρωτεύουσας, ο Όρτμαν μου λέει: «Άκου αγαπητέ μου, έχω εδώ στην αποθήκη μου ένα κιβώτιο γιομάτο νότες εκείνου του φτωχού Έλληνα συνθέτη που σπούδαζε στο Βερολίνο, του Σκαλκώτα. Μου το ΄χει αφήσει να του το φυλάω για να το πάρει άμα ξανάρθει. Επειδή δεν είμαι σίγουρος, ύστερα από τους τελευταίους φοβερούς βομβαρδισμούς, πως το μαγαζί μου θα μείνει όρθιο, δεν το παίρνεις εσύ να του το φυλάξεις πουθενά, πατριώτες είσαστε, κάποτε θα τον ανταμώσεις να του το δώσεις.

Ο Σκαλκώτας ήταν τότε άγνωστος μέσα στους αγνώστους. Κι΄ εγώ σκέφθηκα: Δεν κοιτάς να φυλάξεις τα δικά σου μικροπράγματα, το κιβώτιο του Σκαλκώτα θα κοιτάς τώρα; Πού να φανταστώ τι κρυβόταν σ΄ αυτόν τον Σκαλκώτα και τί πολύτιμος θησαυρός θάταν σ΄ αυτό το κασσόνι με τις συνθέσεις του. Κι ο πόλεμος τελείωσε κι΄ ύστερα από μερικά χρόνια, μακριά πια απ΄ το Βερολίνο κι΄ όταν ο Σκαλκώτας άρχισε να γίνεται πασίγνωστος, ξαναθυμήθηκα το κασσόνι. Έγραψα αμέσως στον Όρτμαν , αλλά δεν πήρα απάντησή του. Δεν έμαθα αν ζει ή αν πέθανε. Και ίσως επίτηδες να μη μ΄ απαντούσε γιατί θάθελε πια το κασσόνι με τις πολύτιμες νότες του μεγάλου Έλληνα συνθέτη να το κρατήσει για τον εαυτό του.
Είναι αλήθεια πως οι Γερμανοί «ανακάλυψαν» τον Σκαλκώτα. Στον τόπο μας, τον είχαμε όσο ζούσε του κλώτσου και του μπάτσου, όπως τους περισσότερους που αξίζουν κάτι. (Γιατί σε μας περνάει η ανικανότητα και το ύφος. Ιδίως στις Τέχνες). Κι αφήσαμε το μεγάλο συνθέτη, τον ντροπαλό κι΄ αμίλητο, να παίζει κάπου στα τελευταία αναλόγια ένα βιολάκι στην ορχήστρα για να ζήσει. Μέχρι που πέθανε από την πείνα προς δόξα και τιμή μας!
Όμως τα έργα του στη Γερμανία άρχισαν να παίζονται παντού. Δεν πάνε πολλές μέρες που άκουσα απ΄ το σταθμό της Κολωνίας τους περίφημους χορούς του. Μα και τα σκίτσα του κι΄ η Σουίτα του κι΄ άλλες πολλές άγνωστες συνθέσεις του, είδαν τελευταία το φως και ερμηνεύτηκαν από μεγάλους μαέστρους και φημισμένους σολίστες».
Η σοπράνο Ζωή Βλαχοπούλου και η ιστορική πρεμιέρα της όπερας «Μπατερφλάι» που συνδέθηκε με το τελεσίγραφο των Ιταλών
Κορυφαία μορφή της όπερας που συνδέθηκε με την ίδρυση της Ε.Λ.Σ. η λυρική σοπράνο Ζωή Βλαχοπούλου πρωταγωνιστεί στην ιστορική παράσταση όπερας που δόθηκε στη σκηνή του Ακροπόλ παραμονές της κήρυξης του Πολέμου στην Ελλάδα. Έχοντας αποφοιτήσει με άριστα το 1939 και παίρνοντας υποτροφία για το εξωτερικό στην οποία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί λόγω των πολεμικών εξελίξεων στην Ευρώπη, η Ζωή Βλαχοπούλου έκανε το ντεμπούτο της στην παρθενική παράσταση της νεοϊδρυθείσας Ε.Λ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου, στην όπερα «Νυχτερίδα» του Strauss που δόθηκε στις 5 Μαρτίου 1940.

Όμως στις 25 Οκτωβρίου 1940 τραγούδησε για πρώτη φορά τη μεγάλη της επιτυχία «Μπατερφλάι». Στην πρεμιέρα των παραστάσεων της όπερας υπήρχε μια απίστευτη φαινομενική σύμπνοια αφού παραβρέθηκαν ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, οι πρίγκιπες, ο Ιωάννης Μεταξάς, όλο το διπλωματικό σώμα και δίπλα στον Ιταλό πρεσβευτή Γκράτσι παρακολούθησε την παράσταση ο γιος του μουσουργού της όπερας Puccini, Antonio Puccini με τη σύζυγό του. Η Βλαχοπούλου τότε είχε μεγαλουργήσει εντυπωσιάζοντας με τις σπάνιες φωνητικές δυνατότητες και την ερμηνευτική στάση της τους πάντες. Δεν ήταν τυχαίος και προσωρινός ο αντίχτυπος που είχε η εμφάνισή τους αφού μετά το τέλος της πρεμιέρας δέχτηκε επίσημη πρόσκληση να τραγουδήσει τον ίδιο ρόλο στη Σκάλα του Μιλάνου. Όπως ήταν φυσικό μετά την ένταση που φόρτιζε τις σχέσεις Ιταλών και Ελλήνων λόγω του τορπιλισμού της Έλλης στην Τήνο τον Δεκαπενταύγουστο του 1940, ρωτήθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς αν θα ερχόταν ο Antonio Puccini για την όπερα, ο δικτάτορας απάντησε ότι όλα θα γίνονταν όπως προέβλεπε ο αρχικός προγραμματισμός.

Το επόμενο βράδυ, στις 26 Οκτωβρίου, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου παραχωρήθηκε δεξίωση προς τιμή του Antonio Puccini με καλεσμένο τον Γκράτσι ενώ παρούσα ήταν όλη η κοσμική Αθήνα. Στη δεξίωση αυτή που γινόταν με αφορμή καλλιτεχνική και είχε έντονο το κοσμικό στοιχείο, το πολιτικό παρασκήνιο που διαγραφόταν καθόρισε τα μαύρα χρόνια που ακολούθησαν. Από το απόγευμα το τηλεγράφημα με το ιταλικό τελεσίγραφο σε δόσεις έφτανε στους Ιταλούς της πρεσβείας στην Αθήνα και τους είχε αναστατώσει δημιουργώντας μια διαρκή κινητικότητα. Η αναστάτωση των Ιταλών αξιωματούχων ήταν εμφανής στο ξεκίνημα της δεξίωσης οδηγώντας τον διευθυντή της Λυρικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου Κωστή Μπαστιά να απευθυνθεί στον Γκράτσι και να του πει: «Κύριε πρέσβη, βλέπω πως καταπονείστε πολύ σ’ αυτήν την πρεσβεία και τη νύχτα ακόμα». Αξίζει να αναφερθεί ότι μετά από χρόνια στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους» ο Γκράτσι σημείωνε: «Αισθανόμουν να μου σφίγγεται η καρδιά και το πρόσωπό μου να κοκκινίζει στη σκέψη ότι, ενώ εδίδετο μια θαυμάσια γιορτή προς τιμήν της ιταλικής τέχνης, είχε ήδη ωριμάσει στην Ιταλία το σχέδιο να μαχαιρώσουν τη φτωχή εκείνη χώρα».
Τρεις μέρες μετά την πρεμιέρα των παραστάσεων η Ιταλία κήρυξε τον Πόλεμο στην Ελλάδα μέσω του τελεσιγράφου του Γκράτσι προς τον Μεταξά και ο θρίαμβος της Βλαχοπούλου στο καλλιτεχνικό επίπεδο ακολουθήθηκε από τις επιτυχίες των Ελλήνων στο μέτωπο. Αργότερα, με την είσοδο των φασιστών στην Ελλάδα καταβαραθρώνεται η όποια καλλιτεχνική ζωή. Η Λυρική Σκηνή του Εθνικού κάνει μερικές σποραδικές παραστάσεις και «με το ανέβασμα της «Απαγωγής από το Σεράι» του Mozart, 8 Οκτωβρίου 1941, το ακροατήριο αποθεώνει τη Βλαχοπούλου και βλέπει στο πρόσωπο της σκλαβωμένης Kostanza την Ελλάδα και στου Belmonte τον Έλληνα στρατιώτη που έρχεται να λευτερώσει την πολυαγαπημένη του. Στιγμές γεμάτες Εθνικό Μεγαλείο που σήμερα είναι ξεχασμένες…».
Στην Αμερική εννιά μέρες πριν την ανάφλεξη του πολέμου στην Ελλάδα, ο διάσημος τραγουδιστής και ηθοποιός Bing Crosby τραγουδούσε το «Only Forever» και αυτό σκαρφάλωνε στην πρώτη θέση των Billboard charts από τις 19 Οκτωβρίου 1940 και έμενε για 9 εβδομάδες. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου την τιμητική του είχε το τραγούδι «Λιλί Μαρλέν» βασισμένο σε ένα παλιό γερμανικό ερωτικό ποίημα, γραμμένο από το δάσκαλο Χανς Λάιπ (1893–1983) στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και πρωτοδημοσιευμένο το 1937 με τον τίτλο «Το τραγούδι ενός νεαρού στρατιώτη στη σκοπιά»). Τον 1938 μελοποιήθηκε από τον Νόρμπερτ Σουλτς, συνεργάτη του Γιόζεφ Γκέμπελς και το 1939 ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά σε ερμηνεία της Γερμανίδας τραγουδίστριας Λάλε Άντερσεν. Ωστόσο το τραγούδι αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε με πάθος και από τις δυο πλευρές των μαχών, τόσο από τους Γερμανούς όσο και από τους Συμμάχους και βέβαια έκανε θραύση και στους Έλληνες.

Κλείνουμε με μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της μουσικής που συνδέθηκε με τον Πόλεμο προαναγγέλλοντας ουσιαστικά το τέλος του και την Απελευθέρωση της χώρας μας από τα ναζιστικά στρατεύματα. Το καλοκαίρι του 1944 (πρεμιέρα: 14 Αυγούστου), σε ένα ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο Ηρώδειο, ανέβηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή η όπερα «Fidelio», η μοναδική όπερα του Beethoven. Στη διανομή φιγουράριζε το όνομα της Μaria Callas που ερμήνευσε τον ρόλο της Λεονόρα. Η συγκινησιακή φόρτιση των θεατών ήταν έντονη και κατά τη διάρκεια της απόδοσης του χορωδιακού μέρους των φυλακισμένων δεν συγκρατήθηκαν και κραύγαζαν «Ελευθερία!» με δάκρυα στα μάτια. Οι Γερμανοί εμβρόντητοι δεν μπόρεσαν να πιστέψουν πως ένα ανώδυνο φαινομενικά σημείο της όπερας πάνω στη σύνθεση του Beethoven γινόταν τόσο πηγαία έκφραση του ελληνικού λαού. Ένα μήνα μετά το τέλος των παραστάσεων, στις 12 Οκτωβρίου 1944, η λέξη «Ελευθερία!» που έβγαλε από τα εσώψυχά του το κοινό κραυγάζοντας, γινόταν πραγματικότητα. Η Απελευθέρωση της Αθήνας και η εκτόνωση του λαού ήταν πλέον Ιστορία.


























