Τρία φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους ντοκιμαντέρ (του Ελ.Μακεδόνα)

0
349

 

 

 

του Ελευθέριου Μακεδόνα

 

Το ISIS αύριο. Οι χαμένες ψυχές τής Μοσούλης [ISIS tomorrow. The lost souls of Mosul] (2018) – των Francesca Mannocchi & Alessio Romenzi

Μία ακόμη άκρως ενδιαφέρουσα ταινία, με θέμα της τον πόλεμο και την τρομοκρατία στη Μέση Ανατολή – στο Ιράκ συγκεκριμένα, – από τις πολλές που έχουν προβληθεί σε πρόσφατα Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Ντοκιμαντέρ τής Θεσσαλονίκης.

Οι σκηνοθέτες παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στη Μοσούλη τού Ιράκ, από την έναρξη τής μεγάλης ‘Μάχης τής Μοσούλης’[1] τον Οκτώβριο του 2016, μέχρι και το 2018, οπότε γυρίζεται η ταινία. Όπως ανέφερε η μία εκ των σκηνοθετών, Francesca Mannocchi – η οποία παρευρέθηκε στην προβολή τής ταινίας και την προλόγισε – ο βασικός τους στόχος δεν υπήρξε απλά και μόνο να δώσουν κάποιες απαντήσεις σε φλέγοντα ερωτήματα, αλλά μάλλον να θέσουν οι ίδιοι κάποια ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο μετά τη Μάχη, το ISIS κι η ιδεολογία του έχουν πράγματι ηττηθεί στο Ιράκ ή εάν – και σε ποιο βαθμό – συνεχίζουν να ακμάζουν ή και να επεκτείνονται ακόμη, ειδικά μεταξύ των οικογενειών και κυρίως των παιδιών των νεκρών μαχητών τού ISIS.

Μία ακόμη ταινία επομένως, – μετά το αριστουργηματικό Πατέρες και Γιοι [Of Fathers and Sons] (2017), του Σύριου σκηνοθέτη Talal Derki,[2] – γύρω από το ευαίσθητο θέμα των παιδιών των τζιχαντιστών μαχητών και τη χρησιμοποίησή τους από ISIS για τη μετάδοση και διαιώνιση της μισανθρωπικής κι απάνθρωπης ‘ιδεολογίας’ του. Για να προσεγγίσουν το δύσκολο θέμα τους, οι σκηνοθέτες επικεντρώνονται στην ίδια την τζιχαντιστική ιδεολογία, στα κύρια συστατικά της στοιχεία, αλλά και στις ‘εκπαιδευτικές’ μεθόδους που χρησιμοποιούν οι τζιχαντιστές, προκειμένου να την ενσταλάξουν στα παιδιά που στρατολογούν.

Ένας μυστικός πράκτορας του Ιρακινού στρατού – ο οποίος, εμβόλιμα, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, σχολιάζει από την πλευρά του Ιρακινού στρατού καίρια σημεία που σχετίζονται με την παρουσία τού ISIS στο Ιράκ, – σημειώνει, ότι: “Το ISIS επηρεάζει σήμερα τις πιο ευαίσθητες ομάδες τού πληθυσμού τής χώρας”. Πράγματι, όπως έχουμε δει και στο Πατέρες και γιοι (2017) του Derki, τα παιδιά αποτελούν την κύρια πληθυσμιακή ομάδα, την οποία έχει επιλέξει το ISIS για τη μετάδοση της ιδεολογίας του﮲ και μάλιστα, όπως υπονοείται στην ταινία, τα παιδιά οικογενειών που ανήκουν στα πιο φτωχά πληθυσμιακά στρώματα, κάτι το οποίο δεν διστάζουμε καθόλου να πιστέψουμε.

Οι Mannocchi & Romenzi παρεμβάλλουν συχνά αποσπάσματα από προπαγανδιστικά βίντεο των τζιχαντιστών, στα οποία παρακολουθούμε τις ιδιαίτερες ‘εκπαιδευτικές’ μεθόδους που χρησιμοποιεί η οργάνωση για την κατήχηση των δύστυχων παιδιών στον πόλεμο και την τρομοκρατία. Είναι οι ίδιες με αυτές που έχουμε δει και στο Πατέρες και γιοι τού Derki: τα παιδιά γίνονται αντικείμενο άγριων ξυλοδαρμών, υποβάλλονται ουσιαστικά σε βασανιστήρια και σε ακραία επίπεδα πόνου και ταπείνωσης, μυούνται στον διαρκή πόλεμο, στη βία και στο μίσος απέναντι στον Άλλο.

Ένα από τα πολλά ορφανά παιδιά τζιχαντιστών που μιλούν στην ταινία, ανασυνθέτει το βασικό ‘κήρυγμα’ ενός από τους τζιχαντιστές εκπαιδευτές του: “Εάν μπορείτε να σκοτώσετε έναν άπιστο με όπλο, σκοτώστε τον με όπλο. Αν μπορείτε να τον σκοτώσετε με μαχαίρι, σκοτώστε τον με μαχαίρι. Αν μπορείτε με πέτρα, σκοτώστε τον με πέτρα. Αν δεν έχετε τίποτε από όλα αυτά στα χέρια σας, φτύστε τον στο πρόσωπο.” Άλλο παιδί, ανακαλεί άλλο τσιτάτο από αυτά που του μετέδωσαν οι τζιχαντιστές εκπαιδευτές του: “Αυτοί μας χτυπούν εδώ, εμείς θα τους βρούμε και θα τους χτυπήσουμε στο σπίτι τους. Οι βομβιστικές επιθέσεις στις Ευρωπαϊκές πόλεις είναι η εκδίκησή μας για τα παιδιά που έχουν σκοτωθεί στη Μοσούλη.”

Πρόκειται για μία κοσμοθεωρία τού απόλυτου κι αδιαπραγμάτευτου διαχωρισμού. Για έναν τρόπο σκέψης, ο οποίος δεν είναι ικανός να αντιληφθεί τον κόσμο παρά μόνον ως διαίρεση﮲ μία μανιχαϊστικού τύπου διαίρεση, περιστρεφόμενη αιωνίως γύρω από τον βασικό άξονα ενός ‘Εμείς’ κι ενός οι ‘Άλλοι’﮲ ‘Εμείς’ οι ‘εκλεκτοί τού Αλλάχ,’ ‘Εμείς’ οι εκπρόσωποι του ‘καλού,’ του ‘ιερού’ και του (θρησκευτικά) ‘ορθού’﮲ κι οι ‘Άλλοι,’ οι ‘άπιστοι,’ οι φορείς τού ‘κακού,’ οι ‘ασεβείς’﮲  Οι οποίοι φυσικά, πρέπει πάση θυσία να εξαλειφθούν από προσώπου Γης.

Μα ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι δαιμονοποιημένοι ‘Άλλοι’; Μία γυναίκα, χήρα τζιχαντιστή μαχητή, διαμαρτύρεται – και δίκαια – για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό όπου διαμένει και κυρίως για τον κοινωνικό αποκλεισμό που υφίσταται αυτή και τα παιδιά της, μετά τη λήξη τού πολέμου, από την τοπική κοινωνία και το επίσημο Ιρακινό κράτος, λέγοντας με αγανάκτηση: “Κι εμείς Ιρακινοί είμαστε!” Μετά τον πόλεμο και τη νίκη των Ιρακινών τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων, η ταμπέλα τού ‘κακού Άλλου’ έχει αλλάξει στρατόπεδο: τώρα πια, τα μέλη των οικογενειών των τζιχαντιστών είναι αυτά που έχουν αναλάβει αυτόν τον ρόλο. Οι γυναίκες και τα παιδιά των τζιχαντιστών κρατούνται υπό τις χείριστες δυνατές συνθήκες, σε ειδικές φυλακές-‘καταυλισμούς,’ στα περίχωρα της Μοσούλης.  Μόλις κάποιο παιδί ή γυναίκα τολμήσει να βγει από τα όρια του καταυλισμού πέφτει θύμα άγριων ύβρεων και ξυλοδαρμών από τους υπόλοιπους κατοίκους τής πόλης. Δεν επιτρέπεται στα παιδιά να πηγαίνουν σχολείο. Τα σπίτια τους έχουν δημευθεί και φέρουν όλα τη διακριτική επιγραφή “ISIS.” Στον καταυλισμό δεν τους παρέχεται καν πόσιμο νερό, ενώ πραγματικά λιμοκτονούν από τη δραματική έλλειψη τροφίμων. Δεν τους επιτρέπεται φυσικά ούτε να εργαστούν. Ανά πάσα στιγμή, μία απλή καταγγελία οποιουδήποτε πολίτη αρκεί για να χαρακτηριστεί κανείς ως μέλος τού ISIS, να συλληφθεί και να αποκλειστεί κοινωνικά. Οι Mannocchi & Romenzi ορθά αφήνουν να αιωρείται στην ταινία τους το ερώτημα του ποια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα μίας τέτοιου είδους εκδικητικής πολιτικής αποκλεισμού και στίγματος εκ μέρους της Ιρακινής κυβέρνησης. Το τυφλό μίσος κατά πάντων, το αίσθημα περιθωριοποίησης κι η όλο και μεγαλύτερη προσκόλληση των γυναικών και των παιδιών των νεκρών μαχητών τού ISIS στην τζιχαντιστική ιδεολογία είναι προς το παρόν τα απτά κι αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, όπως γίνεται σαφές στην ταινία.

Όμως η χήρα τού νεκρού τζιχαντιστή έχει δίκιο: μπορεί οι διαδοχικοί πόλεμοι στη Μέση Ανατολή να έχουν υποκινηθεί κι ενθαρρυνθεί εν πολλοίς από τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις στο όνομα των δικών τους συμφερόντων, ωστόσο, το φαινόμενο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού στη συγκεκριμένη περιοχή έχει και βαθιά τοπικά αίτια, τα οποία εδράζονται στην ιδιαίτερη Ιστορία και ιδιοσυστασία των εκεί λαών. Κάθε επιμέρους πόλεμος φέρει οπωσδήποτε και τα χαρακτηριστικά εμφυλίου πολέμου. Πράγματι, ο πόλεμος τού Ιράκ με το ISIS είναι σε μεγάλο βαθμό και ένας τοπικός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Ιρακινών. Ο ‘Άλλος,’ σε κάθε πόλεμο, αλλά ειδικά σε αυτού του είδους τους πολέμους, είναι μία καθαρά κατασκευασμένη μεταφυσική έννοια, η οποία, όπως και κάθε άλλη μεταφυσική έννοια, είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητη και ρευστή σημασιολογικά. Θα ήταν λάθος να περιοριστούμε στις άπειρες μετατοπίσεις κι εκδηλώσεις της σε επίπεδο θρησκευτικό, πολιτικό, εθνικό, αθλητικό κλπ. Οφείλουμε να κατανοήσουμε το γενικό μηχανισμό που παράγει τις απειράριθμες αυτές επιφανειακές εκδηλώσεις. Πρόκειται για έναν καθαρά ψυχολογικό μηχανισμό, ο οποίος σχηματικά θα μπορούσε να διατυπωθεί κάπως έτσι:

Αίσθημα ανασφάλειας κι αβεβαιότητας﮲ επίγνωση της φθαρτότητας και του εφήμερου της ανθρώπινης ύπαρξης﮲ φόβος θανάτου → Αναζήτηση μίας κατάστασης χωρίς πόνο και θάνατο → Επινόηση μίας ‘Μεγάλης Ιδέας’: η ‘Πατρίδα,’ ο ‘Θεός,’ ο ‘Παράδεισος’ → Ταύτιση με πρόσωπα και ιδέες → Η ταύτιση με τη ‘δική μου Πατρίδα,’ τον ‘δικό μου Θεό’ κλπ. αναπόφευκτα αναιρεί κάθε άλλη ‘Πατρίδα’ ή ‘Θεό.’ Η μοναδικότητα του δικού μου ‘Θεού’ αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου ‘Θεού.’ → Ο ‘Άλλος’ πρέπει να εκμηδενιστεί → Διαίρεση, μισαλλοδοξία, πόλεμος και βία σε παγκόσμια κλίμακα.

Το υπόδειγμα αυτό εξηγεί με ικανοποιητικό τρόπο τη γένεση κάθε είδους εθνικισμού, πολιτικής ιδεολογίας, θρησκείας κλπ. Με βάση αυτό, γίνεται κατανοητό το γιατί θρησκεία και βία υπήρξαν ιστορικά έννοιες αδιαχώριστες, σχεδόν συνώνυμες. Ειδικά σήμερα, σε παγκόσμια κλίμακα κι ειδικότερα στην εύφλεκτη ζώνη τής Μέσης Ανατολής, παρακολουθούμε μία άνευ προηγουμένου κλιμάκωση της θρησκευτικής βίας. Η εμφάνιση ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού θρησκευτικών σεχτών στην περιοχή, οι οποίες συγκρούονται μέχρι θανάτου μεταξύ τους, διεκδικώντας τη μοναδικότητα και παγκόσμια θρησκευτική ορθότητα του δικού τους (ανύπαρκτου) θρησκευτικού δόγματος, επιβεβαιώνει την υπόθεση, ότι η θρησκεία επιτελεί τον ρόλο τής ενδυνάμωσης του ‘Εγώ’ (ή του ‘Εμείς’), μέσω της ριζικής τους διαφοροποίησης από τον ‘άπιστο Άλλο.’

Σε μία άλλη, εξίσου υψηλού επιπέδου ταινία για το ίδιο θέμα, το Dugma [Το Κουμπί] (2016), του Νορβηγού Paul Refsdal, ένας από τους τζιχαντιστές μαχητές τους οποίους παρακολουθεί στην καθημερινότητά τους η ταινία, εξηγεί στην κάμερα: “Αυτό που δεν καταλαβαίνει κάποιος που δεν πιστεύει στον Αλλάχ, είναι ότι με το να γίνει μάρτυρας, ενώνεται με τον Αλλάχ. Αυτή είναι η διαφορά μας με αυτούς.’[3]

Αυτή η πάντοτε προβληματικά ορισμένη ‘διαφορά’ μας ‘με αυτούς’ τους ‘Άλλους’ είναι τελικά η βαθύτερη αιτία κάθε φυλετικής, εθνικιστικής, πολιτικής, θρησκευτικής κλπ. σύγκρουσης μεταξύ των ανθρώπων. Η βία είναι μόνο το αιτιατό. Το πραγματικό της αίτιο είναι εκείνος ο τρόπος σκέψης που δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο στη βάση τής διαίρεσης ενός ιδεατού ‘Εγώ’ από έναν εξίσου ιδεατό ‘Άλλο’.

Στην ταινία των Mannocchi & Romenzi και πάλι, ένα άλλο στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών τού Ιρακινού στρατού περιγράφει πώς κάποτε είχε θέσει σε έναν παλιό συμφοιτητή του που είχε ασπαστεί την τζιχαντιστική ιδεολογία το εξής απλό ερώτημα: “Μα, συνήθως, οι βομβιστές αυτοκτονίας σας δεν χτυπούν στρατιωτικούς στόχους, αλλά πρωτίστως αμάχους! Πώς το εξηγείς αυτό”; Η απάντηση που είχε λάβει τότε ήταν: “Πιστεύεις ότι αν πραγματικά ήταν χρήσιμοι σε κάτι, θα επέτρεπε ο Αλλάχ να πεθάνουν μ’ αυτόν τον τρόπο”; Όπως εξηγεί στη συνέχεια ο μυστικός πράκτορας, η απάντηση του συμφοιτητή του παρερμήνευε κάποιο ξεχασμένο χωρίο τού Κορανίου, το οποίο κατά προσέγγιση διεκήρυττε πως “Στη Γη θα απομείνουν μόνο όσοι είναι χρήσιμοι [στον Αλλάχ].” Αφ ης στιγμής έχει λάβει χώρα ο διαχωρισμός τού ‘Άλλου,’ τα απαραίτητα επιχειρήματα για την αιτιολόγηση της αναγκαιότητας του αφανισμού του θα βρεθούν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία: στα πιο απίθανα τσιτάτα των κάθε λογής θρησκευτικών, πολιτικών και άλλων εγχειριδίων, σε μία εκπληκτική – όσο και τρομακτική – εκδήλωση της αυτοαναφορικότητας αυτού τού είδους τής σκέψης.

Γι’ αυτό και ίσως η πιο συγκλονιστική στιγμή τής ταινίας και κατά την άποψή μας το βασικό μήνυμα των Mannocchi & Romenzi, είναι όταν κάποιος από αυτούς που μιλούν στην κάμερα, – τζιχαντιστής ή κυβερνητικός δεν έχει ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το επίπεδο της συζήτησης, – μας βεβαιώνει, ότι: “Η τζιχάντ δεν έχει τελειώσει στο Ιράκ. Ούτε πρόκειται ποτέ να τελειώσει. Έχει ηττηθεί ίσως προσωρινά στη Μοσούλη, αλλά θα εμφανιστεί κάπου αλλού μόλις οι συνθήκες γίνουν και πάλι ευνοϊκές.” Άποψη την οποία συμμεριζόμαστε απόλυτα, εφόσον σε προηγούμενη σκηνή τής ταινίας έχουμε ακούσει ένα άλλο παιδί νεκρού τζιχαντιστή να μας εξιστορεί, πώς ο πατέρας του για καιρό, πίεζε με πάθος τα υπόλοιπα μέλη τής οικογένειάς του να ασπαστούν κι αυτά άμεσα την τζιχαντιστική ιδεολογία και να ενταχθούν στο ISIS, με το εξής επιχείρημα: “Τι περιμένετε; Γιατί να μην εξασφαλίσετε από τώρα κιόλα τον Παράδεισο”; Άλλα παιδιά τζιχαντιστών μας εξηγούν κι αυτά επί της οθόνης τα όσα τους έμαθαν οι γονείς κι οι στρατιωτικοί εκπαιδευτές τους, σχετικά με τα οφέλη που επιφέρει η ένταξη στο ISIS κι ένας ηρωικός θάνατος στο όνομα της ιδεολογίας τής τζιχάντ: ο νεκρός μαχητής εξασφαλίζει τη θέση του στον Παράδεισο, έχει πρόσβαση σε άφθονες ποσότητες φαγητού και σε αμέτρητες παρθένες, ενώ του συμβαίνουν και πολλά άλλα θαυμαστά κι άκρως δελεαστικά. Θυμόμαστε και πάλι τους μουτζαχεντίν που παρελαύνουν στο Dugma τού Refsdal: τα ίδια αφελή επιχειρήματα, με τα οποία μία απάνθρωπη, παρανοϊκή ιδεολογία καθαγιάζεται και υιοθετείται με τυφλό πάθος και χωρίς περαιτέρω διύλιση, από εκατομμύρια ανθρώπους χαμηλού μορφωτικού και διανοητικού επιπέδου ανά τον κόσμο.

Φυσικά και δεν μπορούμε να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι υπό αυτές τις συνθήκες. Ούτε οι Mannocchi & Romenzi είναι. Η μόλυνση τού τζιχαντισμού φαίνεται πως υπακούει σε βαθείς μηχανισμούς τής ανθρώπινης σκέψης και του εγκεφάλου, οι οποίοι ενεργοποιούνται ακόμη πιο εύκολα και σε πιο έντονο βαθμό, όσο πιο χαμηλό είναι το υλικό και μορφωτικό επίπεδο των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται. Όσο δεν γίνονται κατανοητοί οι μηχανισμοί τού φόβου και της αναζήτησης ψυχολογικής ασφάλειας από τον ανθρώπινο εγκέφαλο, οι οποίοι οδηγούν στη γένεση κάθε είδους ιδεολογιών κι ‘Απόλυτων,’ δεν μπορούμε να είμαστε καθόλου αισιόδοξοι για το οριστικό τέλος τού τζιχαντισμού στον αραβικό κόσμο, ούτε και των πολλών άλλων μορφών ‘τζιχαντισμού’ που ευδοκιμούν ανά τον κόσμο.

 

Το εταιρικό πραξικόπημα [The corporate coup d‘etat] (2018) – του Fred Peabody

Με την ίδια φαταλιστικού χαρακτήρα πρόβλεψη που συναντήσαμε στις Χαμένες ψυχές τής Μοσούλης ερχόμαστε αντιμέτωποι και στο Εταιρικό Πραξικόπημα του Καναδού Fred Peabody. Ένας από τους άνεργους πρώην μεταλλωρύχους τής πάλαι ποτέ ακμάζουσας βιομηχανίας ατσαλιού τού Οχάιο και νυν φανατικός οπαδός τού Τραμπ, μας διαβεβαιώνει: “Ο Τραμπ δεν θα φύγει. Κι αν φύγει αυτός ο Τραμπ, θά ‘ρθει άλλος κι άλλος…” Παρότι ο Peabody κι οι πραγματικά άξιοι θαυμασμού για τις απόψεις και την αισιοδοξία τους αριστεροί διανοητές και φιλόσοφοι που εμφανίζονται στην ταινία του καταλήγουν ότι υπάρχει ακόμη και σήμερα ελπίδα για μία ριζική ανατροπή τής τρέχουσας απελπιστικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, εμείς προτιμούμε να είμαστε λίγο πιο συγκρατημένοι ως προς την αισιοδοξία μας.

Η κύρια άποψη που διατρέχει την ταινία τού Peabody είναι, ότι ήδη από τη δεκαετία τού ’70, στις Η.Π.Α. έχει ξεκινήσει ένα κεκαλυμμένο ‘κορπορατίστικο’ πραξικόπημα, υποκινημένο από ορισμένες πανίσχυρες επιχειρήσεις και ομάδες συμφερόντων, το οποίο επιχειρεί – και το καταφέρνει θαυμάσια μέχρι στιγμής – να συγκεντρώσει τον πλούτο τής χώρας στα χέρια λίγων μόνο μεγιστάνων, ακυρώνοντας παράλληλα κάθε δημοκρατικό κεκτημένο στη χώρα. Η ιδέα δεν είναι καινούρια, ενώ είναι εμφανής επίσης στην ταινία μία – κοινή σε όλες τις αντίστοιχες του είδους – ροπή προς τη συνωμοσιολογία και την κινδυνολογία. Οφείλουμε πάντως να αναγνωρίσουμε το θάρρος των λίγων βορειοαμερικανών αριστερών φιλοσόφων, διανοουμένων, συγγραφέων και σκηνοθετών, οι οποίοι τολμούν να ορθώσουν το ανάστημά τους και να ασκήσουν σκληρή κριτική απέναντι σε ένα πολιτικό κατεστημένο κι ένα κοινωνικό σύνολο συντριπτικά ανώτερης ισχύος, εμποτισμένα ‘μέχρι το μεδούλι’ από την κρατούσα νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, τα οποία, στην καλύτερη περίπτωση, τους αντιμετωπίζουν ως γραφικά στοιχεία. Δεν είναι εύκολο επίσης να αρνηθεί κανείς την ορθότητα των περισσότερων από τις αναλύσεις των διανοουμένων που εμφανίζονται στην ταινία – του δημοσιογράφου Chris Hedges (τον είχαμε γνωρίσει στο Ο Κόσμος της Σκιάς [Shadow World] (2016) του Johan Grimonprez, το οποίο είχε προβληθεί στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το 2017), του Καναδού πολιτικού φιλοσόφου John Ralston Saul, του έγχρωμου φιλοσόφου και πολιτικού ακτιβιστή από τις Η.Π.Α. Cornel West: πράγματι, είναι κοινός τόπος, ότι ολοένα και περισσότερο, τα διάφορα όργανα πολιτικής εξουσίας των Η.Π.Α. διαβρώνονται και χειραγωγούνται από πολυποίκιλα λόμπι συμφερόντων, τα οποία εκπροσωπούν μεγάλες επιχειρήσεις και άλλα ισχυρά κέντρα εξουσίας. Η απουσία εναλλακτικών επιλογών για τον μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο – πέραν των δύο μοναδικών, αιώνιων κομμάτων των Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικάνων – αλλά κι η όλο και πιο χαμηλή στάθμη των ανθρώπων που αναδεικνύονται ηγέτες τους, με αποκορύφωμα την τραγικωμωδία που ακούει στο όνομα Τραμπ, είναι στοιχεία ενδεικτικά της έκπτωσης κι απαξίωσης των όποιων δημοκρατικών θεσμών και δομών υπήρξαν ποτέ στις Η.Π.Α.

Όμως εμείς θα μείνουμε στην παραπάνω εκπληκτική πρόβλεψη τού τέως μεταλλωρύχου και θα τη συνδέσουμε με την ανάλυση που προηγήθηκε για τις Χαμένες ψυχές τής Μοσούλης: “Ο Τραμπ δεν θα φύγει.” Μία συμβολική φράση, – παρότι αυτός που την εκφέρει δεν έχει ίσως ακριβή επίγνωση της σημασίας και των προεκτάσεών της, – από την άποψη ότι μετατοπίζει το κέντρο βάρους τής ανάλυσης κατευθείαν στα αίτια που οδηγούν στην εκδήλωση συγκεκριμένων φαινομένων κι όχι στα αιτιατά τους, δηλαδή στα φαινόμενα καθαυτά. Το ίδιο ερώτημα που ταλανίζει τις Η.Π.Α. κι ολόκληρη την υφήλιο από την ημέρα τής εκλογής τού Τραμπ μέχρι σήμερα, το θέτει ο Peabody σε πολλούς από τους άνεργους μεταλλωρύχους τής κάποτε ακμάζουσας εθνικής βιομηχανίας ατσαλιού των Η.Π.Α. στο Οχάιο: “Γιατί ψήφισες Τραμπ;” Οι περισσότεροι από τους εργάτες υπήρξαν παλιά ψηφοφόροι των Δημοκρατικών κι όμως, στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν Τραμπ. Οι απαντήσεις που δίνουν στον Peabody είναι του τύπου: “Αυτός δεν έχει ανάγκη από λεφτά. Επομένως, έχει περισσότερες πιθανότητες να μην είναι διεφθαρμένος”﮲ “Όλοι οι πολιτικοί το ίδιο είναι. Αυτός τουλάχιστον δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους”﮲ “Ο Τραμπ είναι ένας άνθρωπος που έχει μοχθήσει πολύ στη ζωή του κι έχει καταφέρει να βγάλει πολλά χρήματα. Επομένως, θα ξέρει πώς πρέπει να λειτουργήσει κι η οικονομία τής χώρας”﮲ “Οι προηγούμενοι έκλεισαν τα εργοστάσια και μας πέταξαν στο δρόμο. Ο Τραμπ μάς έχει υποσχεθεί ότι θα τα ξανανοίξει και πιστεύω ότι δεν λέει ψέματα”﮲ “Όλοι οι προηγούμενοι ‘πούλησαν’ την πατρίδα. Τουλάχιστον αυτός θέλει το καλό των Η.Π.Α.”

Πρόκειται για ανθρώπους που ανήκουν στα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας των Η.Π.Α., για ανθρώπους οι οποίοι αποτελούν τον κύριο στόχο τού ‘εταιρικού πραξικοπήματος’ – της ολοένα και μεγαλύτερης επιρροής που ασκούν στην οικονομική, πολιτική, δικαστική σφαίρα των Η.Π.Α. οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα σχετιζόμενα με αυτές κέντρα συμφερόντων﮲ πρόκειται για ανθρώπους που έχουν χάσει τις δουλειές τους αμετάκλητα και παραμένουν έκτοτε χρόνια άνεργοι, διαβιώντας σε υποβαθμισμένες πόλεις-φαντάσματα, χωρίς σπίτι, φαγητό κι ιατρική περίθαλψη, έχοντας ως μοναδικό τους καταφύγιo τα ναρκωτικά. Κι όμως, αυτοί αποτέλεσαν μία από τις κύριες πληθυσμιακές ομάδες που έκριναν το εκλογικό αποτέλεσμα υπέρ του Τραμπ στις τελευταίες εκλογές των Η.Π.Α. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται το κύριο αίτιο του φαινομένου Τραμπ: προφανώς, πάντα υπήρχε – και θα συνεχίσει να υπάρχει, όπως σωστά μας διαβεβαιώνει ο πρώην μεταλλωρύχος – ένας Τραμπ σε κάποια ζοφερή γωνιά τού ψυχισμού τού μέσου ψηφοφόρου των Η.Π.Α. Προφανώς ο Τραμπ αποτελεί μία εξωτερίκευση ενός γενικότερου πολιτισμικού υπόβαθρου, το οποίο χαρακτηρίζει τις Η.Π.Α. και τους κατοίκους της συνολικά. Ο Τραμπ τού ακραίου εθνικισμού, του μιλιταρισμού, του άκρατου νεοφιλελευθερισμού και της διάλυσης τού κράτους πρόνοιας, της νομιμοποίησης της οπλοκατοχής, ο Τραμπ τής διαφθοράς και της διαπλοκής με τα ισχυρά λόμπι τού χρήματος και της εξουσίας, δεν είναι άλλος από τον μέσο πολίτη των Η.Π.Α., όπως τον παρακολουθούμε να επωάζεται κατά τα διακόσια πενήντα χρόνια τής ιστορίας τους. Κι η διαδικασία αυτή είναι τόσο δυναμική, τόσο συμπαγής κι αγκαλιάζει ένα τόσο μεγάλο τμήμα τού πληθυσμού τής χώρας, που πραγματικά φαντάζει ως αναπόδραστη.

Επειδή ο μέσος πολίτης των Η.Π.Α. είναι τόσο μη αναστρέψιμα εκφυλισμένος σε όλα τα επίπεδα, επειδή αυτός κι η κοινωνία των Η.Π.Α. βρίσκονται τόσο κοντά στη δυστοπική περιγραφή που μας έχει προσφέρει ο Mike Judge στο αριστουργηματικό του Idiocracy (2006),[4] ο Τραμπ δεν αποτελεί ούτε κάποιο δυσεξήγητο φαινόμενο, ούτε έκπληξη για τα δεδομένα τής πολιτικής ζωής των Η.Π.Α. Δεν αποτελεί έναν προσωρινό εκτροχιασμό από κάποιου είδους ‘ομαλότητα.’ Είναι η ‘κανονικότητα’ η ίδια τής κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής πραγματικότητας των Η.Π.Α. Και για τον ίδιο λόγο, το φαινόμενο Τραμπ δεν προβλέπεται να εκλείψει στο μέλλον, ακόμη κι αν ο συγκεκριμένος Τραμπ αποχωρήσει. Έχουμε εισέλθει σε μία παγκόσμια ‘τραμπική’ κατάσταση, όπως ακριβώς έχουμε εισέλθει και σε μία παγκόσμια ‘τρομοκρατική’ και ‘τζιχαντιστική’ τάξη πραγμάτων. Κι αυτό δεν συμβαίνει ως κάτι το μηχανιστικά κι εξωγενώς δοσμένο, αλλά μάλλον ως κάτι το ενδογενώς προσδιορισμένο: είναι άμεσο αποτέλεσμα του ότι οι ίδιες οι μάζες – είτε πρόκειται για τις Ιρακινές, τις Σύριες ή αυτές των Η.Π.Α. – βρίσκονται πλέον σε μία κατάσταση ύπαρξης, στην οποία η ‘τραμποποίηση’ ή η ‘τζιχαντοποίησή’ τους τούς παρουσιάζονται ως ελκυστικό δέλεαρ κι ως η βέλτιστη δυνατή επιλογή για τη ζωή τους.

 

Η κρυφή όψη της διακίνησης ζώων [The hidden side of animal transport] (2018) – του Manfred Karremann

Σε ένα αρκετά διαφορετικό επίπεδο, σε μία ταινία η οποία πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο διακινούνται σήμερα τα ζώα που εξάγει η Ευρωπαϊκή Ένωση προς τρίτες χώρες, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα παρόμοιου τύπου αδιέξοδο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει μία σειρά κανονισμών, σύμφωνα με τους οποίους, η μεταφορά (ζωντανών) ζώων από οποιοδήποτε σημείο τής γεωγραφικής της επικράτειας προς τρίτες χώρες, πρέπει υποχρεωτικά να γίνεται βάσει συγκεκριμένων ελάχιστων προδιαγραφών μετακίνησης, με σεβασμό των βιολογικών αναγκών και του ψυχικού κόσμου των μεταφερόμενων ζώων, υπό τις κατάλληλες συνθήκες θερμότητας, διαθέσιμου χώρου και υγιεινής στα μέσα μεταφοράς τους και  με ελαχιστοποίηση του άγχους και του πόνου που θα αισθανθούν τα ζώα στη δύσκολη, χρονοβόρα και άχαρη διαδρομή τους προς την τελική θανάτωσή τους εκτός Ε.Ε.

Σε χώρες όπως η Γερμανία υπάρχουν σε κάποιο βαθμό έλεγχοι εκ μέρους τού κράτους και των φιλοζωικών οργανώσεων, οι οποίοι διασφαλίζουν την τήρηση αυτών των κανονισμών. Μέσω της διασταλτικής τους ερμηνείας δε, έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται ένα κανονιστικό πλαίσιο και κυρίως μία κουλτούρα, η οποία επιχειρεί να διασφαλίσει την τήρηση των κανονισμών καλής μεταχείρισης και φροντίδας των ζώων και εκτός εδαφών Ε.Ε., στις χώρες που εισάγουν τα ζώα από την Ε.Ε.

Ωστόσο, η πραγματικότητα, όπως μας δείχνει με σοκαριστικό τρόπο ο Karremann, είναι εντελώς διαφορετική. Αφενός υπάρχουν και ‘πολιτισμένες’ χώρες, όπως η Αυστραλία (!), οι οποίες επιμένουν ακόμη να μεταφέρουν μαζικά ζώα με μεταφορικά μέσα, εντός των οποίων δεν τηρείται κανένας απολύτως από τους κανονισμούς που εφαρμόζει η Ε.Ε., με αποτέλεσμα ένα ανυπολόγιστο ψυχικό και σωματικό πόνο και πολλές χιλιάδες άδικους θανάτους ζώων ετησίως κατά τη διαδικασία τής μεταφορά τους. Οι εικόνες που παρακολουθούμε από το εσωτερικού ενός τέτοιου αυστραλιανού πλοίου, με χιλιάδες ζώα στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, υπό τις πιο άθλιες συνθήκες, είναι πραγματικά σοκαριστικές. Τα υπολείμματα των δεκάδων ή και εκατοντάδων ζώων που υποκύπτουν από την έλλειψη οξυγόνου, τροφής, νερού και ιατρικής περίθαλψης κατά τη μακρά διαδρομή, πολύ απλά πετιούνται στη θάλασσα!

Αφετέρου – κι εδώ πλέον τα πράγματα παίρνουν μία απολύτως τερατώδη και σοκαριστική διάσταση – σε όλες ανεξαιρέτως τις τριτοκοσμικές χώρες τής Μεσογείου, τα εξαγόμενα από την Ε.Ε. ζώα, μετά από μία πραγματικά εφιαλτική διαδρομή χιλιάδων χιλιομέτρων υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες, γίνονται αντικείμενο αδιανόητων βασανιστηρίων και κακοποιήσεων, μέχρι την τελική τους σφαγή σε μεσαιωνικά σφαγεία, όπου πραγματικά ο σαδισμός κι η ωμή, αδικαιολόγητη βία ξεπερνούν ακόμη και την πιο νοσηρή (ανθρώπινη) φαντασία. Οι ισλαμικές χώρες-εισαγωγείς – Λίβανος, Αίγυπτος, Μαρόκο κλπ. – δεν εννοούν να ακολουθήσουν κανέναν από τους κανονισμούς καλής μεταχείρισης προς τα ζώα που εις μάτην προσπαθούν να τους επιβάλλουν οι Ευρωπαίοι εταίροι τους κι επιμένουν στην τήρηση των δικών τους βάρβαρων τελετουργικών βασανισμού και θανάτωσης ζώων. Κι εδώ, προβάλλεται το αιώνιο πρόσχημα: οι κανόνες που θέτει το Κοράνι. Ο βασικός τέτοιος ‘κορανικός κανόνας’ σφαγής ζώων είναι το αποκαλούμενο ‘χαλάλ,’ το οποίο όπως παρακολουθούμε έντρομοι στην οθόνη, δεν είναι τίποτε άλλο από την όσο το δυνατόν πιο μακράς χρονικής διάρκειας κατακρεούργηση του ζώου, ενώ αυτό είναι ακόμα ζωντανό. Πολλοί μαζεμένοι σφαγείς, εφοδιασμένοι με μαχαίρια, χαντζάρια και τα πιο απίθανα αιχμηρά μεταλλικά αντικείμενα ξεδιπλώνουν ένα ιδιαίτερα ευφάνταστο σύνολο σαδιστικών μεθόδων ενάντια στα δύσμοιρα ζώα, πριν τα οδηγήσουν στο σφαγείο: κόβουν τους τένοντές τους, βγάζουν τα μάτια τους, τα κομματιάζουν κυριολεκτικά ζωντανά. Στο τέλος αυτής της ασύλληπτα βίαιης κι αποτρόπαιης διαδικασίας, η κυρίως σφαγή τού ζώου γίνεται και πάλι με τρόπο ώστε αυτό να πεθάνει όσο το δυνατόν πιο αργά και βασανιστικά, βουτηγμένο σε μία επιθανάτια αγωνία κι έναν πόνο που κανείς από τους σαδιστές σφαγείς του δεν θα επιθυμούσε βεβαίως ποτέ για τον εαυτό του.

Κάθε επιχείρημα περί του υποτιθέμενου ‘διατροφικού κύκλου,’ και της εκ φύσεως κρεοφαγίας τού ανθρώπου καταρρέει στη θέαση αυτών των εικόνων. Κάθε επιχείρημα υπέρ της θρησκείας και των πρωτόγονων κι απάνθρωπων τελετουργικών της, εξίσου. Σε κάθε ανεξαιρέτως τομέα – και σ’ αυτόν της συμπεριφοράς του ανθρώπου προς στα ζώα – η θρησκεία έχει επιτελέσει έναν απολύτως σκοταδιστικό ρόλο, δικαιολογώντας κι ενθαρρύνοντας συστηματικά τα πιο σκοτεινά, πρωτόγονα και σαδιστικά ένστικτα του ανθρώπου. Η εικόνα των Δυτικών ζωόφιλων καθώς κάνουν τον περίπατό τους με τα καλοταϊσμένα, φρεσκοπλυμένα και ανθρώπινα ντυμένα κατοικίδιά τους έρχεται αυτόματα στο μυαλό μας κι αποκτά μία μπουρλέσκ γελοιότητα. Τα όσα ακούμε να λέγονται στην οθόνη από τον αφηγητή τού ντοκιμαντέρ και τους διάφορους Ευρωπαίους κτηνοτρόφους με τους οποίους συνομιλεί, μας ακούγονται ως εξίσου γελοία: οι περισσότεροι από τους Γάλλους και Γερμανούς κτηνοτρόφους ισχυρίζονται πως δεν γνώριζαν τίποτε για την τύχη των άμοιρων ζώων που αυτοί οι ίδιοι, με περισσή αγάπη και φροντίδα, μεγάλωσαν στις φάρμες τους για πολλά χρόνια, μέχρις ότου τα πωλήσουν αυτοί οι ίδιοι και πάλι στους Τούρκους και Άραβες πελάτες τους. Μία κυρία κτηνοτρόφος μας εξηγεί μάλιστα, πως μεταφέρει η ίδια τα ζώα της, με το δικό της αυτοκίνητο, σε σφαγείο τής δικής της επιλογής – για το οποίο, όπως μας εκμυστηρεύεται, πληρώνει βέβαια κάποια περισσότερα χρήματα, αλλά αξίζει τον κόπο – ώστε τα ζώα να μην αισθανθούν το αφόρητο άγχος που σημαίνει μία μεταφορά σε σφαγείο με τα συγκεκριμένα μέσα και συνθήκες. Ο ίδιος ο αφηγητής, σε αρκετές περιπτώσεις επαινεί τις Ευρωπαϊκές Αρχές για τη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλλουν για τη δημιουργία τού κατάλληλου κανονιστικού πλαισίου και την πιστή τήρησή του από τις χώρες-μέλη τής Ε.Ε. και εξαίρει γενικά την κουλτούρα των Ευρωπαίων κτηνοτρόφων και σφαγέων, οι οποίοι αντί των βάρβαρων πρακτικών των μουσουλμάνων συναδέλφων τους, χρησιμοποιούν σύγχρονες μεθόδους σφαγής, όπως π.χ. με τη χρήση αναισθητικού.

Όλα αυτά βεβαίως είναι θετικά και σίγουρα τα προτιμούμε σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν στις τριτοκοσμικές χώρες. Ωστόσο, οι εικόνες που παρακολουθούμε στην οθόνη από τα όσα συμβαίνουν επί εδάφους αυτών των χωρών, δυστυχώς επισκιάζουν την καλή πρόθεση και τους πολιτισμένους τρόπους των Ευρωπαίων κτηνοτρόφων. Γνωρίζουμε, ότι ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος καταλαμβάνει βεβαίως το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα τού πλανήτη και ξέρουμε επίσης, ότι αντίστοιχες πρακτικές βίαιης συμπεριφοράς κατά των ζώων είναι ιδιαίτερα προσφιλείς και σε χώρες που δεν κατατάσσονται ακριβώς στις τριτοκοσμικές. Ο Karremann εμφανίζεται τελικά ως απαισιόδοξος, τόσο για τη δυνατότητα της Ε.Ε. στο άμεσο μέλλον να επιβάλλει τους σαφώς πιο πολιτισμένους κανονισμούς της και στις αραβικές χώρες προς τις οποίες εξάγει ζώα, όσο και γενικά για τις πιθανότητες να αλλάξει σε παγκόσμια κλίμακα η βίαιη συμπεριφορά των ανθρώπων προς τα ζώα. Μοιρολατρικά σχεδόν, σε κάποια σημεία τής ταινίας του, παραδέχεται ότι κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στο εγγύς μέλλον. Συμφωνούμε απόλυτα μαζί του: η εκμετάλλευση κι η σφαγή ζώων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα σήμερα, η όλο και πιο ακόρεστη δίψα τού σύγχρονου – Δυτικού κυρίως – κόσμου για κατανάλωση κρέατος και κυρίως τα πανάρχαια σαδιστικά, βίαια και διψασμένα για αίμα και πόνο ένστικτα του ανθρώπου, τα οποία βρίσκουν έναν εύκολο και ανώδυνο (χωρίς την πιθανότητα αντιποίνων) στόχο στο ανυπεράσπιστο σώμα τού ζώου, φαίνεται πως είναι παράγοντες τόσο βαθιά ριζωμένοι στο ίδιο το ανθρώπινο DNA, που δεν προβλέπεται αντιστροφή τής τρέχουσας κατάστασης στο εγγύς ή και απώτερο μέλλον. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Benoît Bringer, σκηνοθέτης μίας ακόμη ταινίας αναφορικά με τη σχέση μας με τα ζώα που προβλήθηκε στο φετινό Φεστιβάλ – το Δίλημμα του σαρκοφάγου [The carnivore’s dilemma] (2018) – μιλώντας με μία Σουηδή σφαγέα: “Μα, ακόμη κι έτσι [με όλες τις ‘πολιτισμένες’ κι ‘ανώδυνες’ μεθόδους θανάτωσης των ζώων που αυτή υποτίθεται πως χρησιμοποιεί], τελικά σκοτώνεις κι εσύ το ζώο.” Αυτό είναι και το απόλυτο ερώτημα που αργά ή γρήγορα θα τεθεί, όποτε επιχειρούμε να μιλήσουμε περί ‘καλής μεταχείρισης,’ ‘ανώδυνων’ τρόπων σφαγής και ‘φροντίδας’ απέναντι στα προς σφαγή ζώα. Από το σημείο αυτό και μετά αναγκαστικά αρχίζουν τα αδιέξοδα, οι σοφιστείες κι οι υποκριτικά ‘πολιτισμένες’ λεκτικές μανούβρες. Αυτή είναι όλη κι όλη η ουσία τού περίφημου ζητήματος της σχέσης μας με τα ζώα: δεν νομιμοποιούμαστε να ομιλούμε για σεβασμό και αγάπη για τα ζώα χωρίς την αδιαπραγμάτευτη αποχή μας από την κρεοφαγία, ακριβώς όπως δεν νομιμοποιείται ένας δολοφόνος ή ένας ορκισμένος μαχητής τού ISIS να κάνει λόγο για την ‘αγάπη’ του προς τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός κι η μισαλλοδοξία των μαχητών τού ISIS, η πολιτική στράτευση σε στρατόπεδα που προωθούν την αφαίμαξη των πολλών προς όφελος των λίγων κι η κρεοφαγία είναι οπωσδήποτε διαφορετικές εκδηλώσεις της ίδιας, εγγενούς και κοινής σε όλους μας βίας κι ως εκ τούτου, αρνούνται εκ των πραγμάτων την αγάπη προς ανθρώπους και ζώα. Αυτός θα λέγαμε πως είναι ο κοινός παράγοντας των τριών – φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους – ταινιών που παρουσιάσαμε εδώ.

 

 

Σημειώσεις

[1] Η Μοσούλη είναι μεγάλη Ιρακινή πόλη στο βόρειο τμήμα τής χώρας. Από το 2014 περιήλθε στην κατοχή των δυνάμεων της τρομοκρατικής οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Ο Ιρακινός στρατός, σε συνεργασία με Κούρδους μαχητές Πεσμεργκά και βοήθεια από διεθνείς δυνάμεις, ανακατέλαβε τελικά την πόλη τρία χρόνια αργότερα, το 2017, μετά από μία αιματηρή μάχη, η οποία διήρκεσε από τον Οκτώβριο του 2016 μέχρι τον Ιούλιο του 2017 κι η οποία υπήρξε η μεγαλύτερη στην οποία ενεπλάκη ο Ιρακινός στρατός μετά τον Πόλεμο του Ιράκ (το 2003) κι η μεγαλύτερη μεμονωμένη στρατιωτική επιχείρηση σε παγκόσμια κλίμακα, για ένα διάστημα περίπου δεκαπέντε ετών.

[2] Η συγκεκριμένη ταινία τού Derki είχε προβληθεί στο πλαίσιο του 20ού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (2018). Για μία κριτική παρουσίασή της, παραπέμπουμε στο: Ελευθέριος Μακεδόνας, Ρέκβιεμ για τη Συρία – Παρουσίαση τριών ταινιών Σύριων σκηνοθετών: “Of Fathers and Sons” (2017) του Talal Derki, “People of the Wasteland” (2018) της Heba Khaled και “One Day in Aleppo” (2017) του Ali Alibrahim. Ηλεκτρονικό περιοδικό ‘fractal’, 28.3.2018. Η ταινία τού Derki ήταν υποψήφια για βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ κατά τη φετινή διοργάνωση των Όσκαρ.

[3] Για μία κριτική παρουσίαση της ταινίας, παραπέμπουμε στο: Ελευθέριος Μακεδόνας, Το Κουμπί [Dugma] (2016). Ηλεκτρονικό περιοδικό ‘ο αναγνώστης’, 8.3.2017.

[4] Η ταινία προβλήθηκε κατά τη διάρκεια του 20ού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (2018). Για μία ανάλυσή της παραπέμπουμε στο: Ελευθέριος Μακεδόνας, Idiocracy (2006) του Mike Judge. Ηλεκτρονικό περιοδικό ‘ο αναγνώστης’, 10.3.2018.

Προηγούμενο άρθροManga και λογοτεχνική επικοινωνία (της Βενετίας Αποστολίδου)
Επόμενο άρθροΜια περιπλάνηση στο Αιγαίο των πειρατών μαζί με τον ΝΙ ΠΙ(της Αλεξάνδρας Μητσιάλη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ