Της Μαρίας Κουλούρη (*). (Με αφορμή τη συλλογή του Φάνη Παπαγεωργίου, Η θάλασσα με τα 150 επίπεδα, εκδόσεις Κουκούτσι)
Το 1964 στις Βρυξέλλες ο Φουκώ έδωσε μια διάλεξη με τίτλο «Λογοτεχνία και Γλώσσα» και εκεί ανέδειξε «την ουσιώδη σχέση του συνανήκειν της λογοτεχνίας και της τρέλας», κάτι που τον απασχόλησε και στο γνωστό του έργο «Η ιστορία της τρέλας», διατυπώνοντας την άποψη ότι η τρέλα βρήκε το γλωσσικό της ιδίωμα και μέσα από την λογοτεχνία.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, την εποχή δηλαδή κατά την οποία γεννιέται η ψυχανάλυση, η λογοτεχνία αλλάζει υπόσταση και από μια περιγραφή γεγονότων γίνεται ένας εκφερόμενος λόγος που περιέχει την αρχή της αποκωδικοποίησης. Έτσι, επαναπροσδιορίζει τις σημαίνουσες συνθήκες και τις σημασίες της γλώσσας και πλέον μιλάμε για την συμβολική οικονομία των λέξεων.
Ο Φουκώ εξίσωσε την τρέλα με την απουσία έργου και αυτό γιατί ο λόγος είναι μη ορθός και άρα δημιουργείται ένα χάσμα ανάμεσα στη γλώσσα (με την έννοια του λόγου, της σκέψης) και την ομιλία. Γλώσσα και ομιλία βιώνουν μια βουβή σχέση. Αποσυνδέονται και μονολογούν διαμορφώνοντας παράλληλα μια μεταγλώσσα η οποία αποσπάται από την ιστορική συνοχή και την δέσμευση με την σημασία. Και μήπως αυτό δεν γίνεται και με την ποίηση; Η γλώσσα της ποίησης είναι επίσης μη ορθή. Είναι παραβατική αφού αποσπάται από τα πράγματα και το νόημά τους και κόβει τον σύνδεσμο με τον χωροχρόνο.
Για να συνδεθώ με το συγκεκριμένο έργο του Φάνη Παπαγεωργίου, θα χρησιμοποιήσω μέρος ενός στίχου του για να χαρακτηρίσω την ποίηση του ως «πολτό τρέλας». Μια απελπισμένη προσπάθεια να υπάρχει κανείς, αφού και η τρέλα είναι μια διέξοδος, μια έσχατη προσπάθεια υπόστασης αλλά και μια καταγγελία απέναντι στην ορθότητα, μια επείγουσα ανάγκη αλλαγής.
Στα 49 ποιήματα της δεύτερης αυτής συλλογής του ποιητή βλέπουμε λέξεις να γεμίζουν το κενό ανάμεσα στην αρχή και το τέλος, την ελπίδα και την διάψευση. «Θα ήταν παρόν / αν είχαν μέλλον», γράφει ο ποιητής για το ζευγάρι των νέων, όπου «Θα γύριζαν την υδρόγειο (…) / θα περιπολούσαν τον κόσμο (…) / θα γέμιζαν το κενό», όμως «το κενό μεταξύ τους ήταν κομήτης / μεσουρανούσε». Θα μπορούσαμε να δούμε την ποιητική αυτή συλλογή ως μια αφήγηση της περιπλάνησης των δύο νέων. Ένα ζευγάρι της ανάγκης. Αυτός που βιώνει την στέρηση και αυτή που ματαιώνει την έκκλησή του για αγάπη. Η νεαρή γυναίκα στην οποία παραχωρούνται οι πρωτοκαθεδρίες, παρούσα στο μεγαλύτερο μέρος της συλλογής. Παίρνει την μορφή λατρευτικού συμβόλου και είναι αυτή που εξουσιάζει. «Ήταν σαφές, ο θεός είχε γεννηθεί / μέσα από τη λερναία φύση αυτής της γυναίκας…» και ο άντρας αφήνεται να στιγματιστεί, ως ένα υποκείμενο ευτυχισμένο μέσα στον πόνο, λες και η ματαίωση είναι ο πυρήνας της απόλαυσης του, «τον είχε / επτάσφραγίσει».
Ένα ζευγάρι της πόλης που κινείται στην περιφέρεια, αφού το κέντρο έχει χαθεί.
« Έβλεπε τις ώρες να περνούν μέσα από κιάλια/ κι όταν τελικά αυτή έφτασε, έσπασε μια συστοιχία τζαμιών/ ήταν τοποθετημένα περιμετρικά της πόλεως, με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι όρια απροσπέλαστα». Σύγχρονοι κάτοικοι της μητρόπολης σε διαρκή κίνηση, ταξιδευτές αιτούντες σκοπό, μια που πια ομολογούν «αγγίξαμε τα σύνορα των δυνατοτήτων/ της ιστορικής συγκυρίας εκείνης/ και οποιαδήποτε άλλης». Όλα έχουν συντελεστεί και το μόνο που μένει ίσως είναι η εφεύρεση μιας νέας ιδεολογίας και αυτό θα γίνει με την επιστροφή στα βασικά υλικά. Ίσως έτσι αιτιολογείται και η διάσπαρτη παρουσία στη συλλογή του ήλιου, της γης, του νερού. Και το φεγγάρι δέσμη φωτός που ενώ θα έπρεπε να υπογραμμίζει την αρχιτεκτονική των δρόμων, σβήνει με την λάμψη του τις μορφές και τα σχήματα. «μόνο φως κι ούτε σκιά/ ούτε φιλιά ούτε τίποτα». Όλα από την αρχή μόνο που «η μητέρα φύση είχε συμπιεστεί σε καρτ-ποστάλ» και η ανάγκη για το καινούριο ξεχειλίζει, γίνεται επείγουσα.
«Φράντς, η πόλη σε πλημμύρισε/ και δεν μαζεύεσαι/ ούτε με σφυρί/ ούτε με καλέμι/ Είναι καιρός να γίνεις το ποτάμι». Είναι η εποχή που ξαναγράφεται η ιστορία και αυτό θα ήταν αδύνατον να μην επηρεάσει τον λόγο του ποιητή. Ως ένας άλλος «νεορομαντικός» αφήνεται στην επίδραση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών. Γράφει στον απόηχο της διάλυσης και της παρακμής. Κάποτε ονειροπολεί αλλά οι ουτοπίες δεν κρατάνε πολύ, γίνονται δυστοπίες σε έναν κόσμο που είναι ανάποδα «και οι άνθρωποι φαντάσου/ είχαν σβήσει τις σκιές τους/ ενώ κοιτούσαν μόνο/ από κάτω τους/ η πτώση ήταν αποχαιρετισμός». Η μόνη λύση δείχνει να είναι η στροφή στον εαυτό για στοχασμό και ανατροφοδότηση. Ο Φράντς θα μπορούσε να γίνει το ποτάμι γιατί η ιστορία γράφεται με πράξεις και πια ελευθερώθηκε χώρος για να κυλήσει το νερό, αφού όπως λέει ο ποιητής «Το Βερολίνο δεν υπήρχε και ούτε και το τείχος». Ο Φράντς που θα μπορούσε να λέγεται και Βάλτερ Μπένγιαμιν, ίσως και να έγραφε για «Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο». Να θυμόταν και να θρηνούσε για τον οριστικά χαμένο τόπο και την ειδυλλιακή ζωή.
Ο Φράντς θα μπορούσε να γίνει το ποτάμι όμως «τοποθέτησε με προσοχή τη θαλασσινή αύρα/ στους πνεύμονες του και σκόρπισε το σώμα του στη θάλασσα». Απουσίασε το έργο, αφέθηκε στην τρέλα. «Η γλώσσα ήταν θυροκολλημένη με ένα ρίγος».
info: Φάνης Παπαγεωργίου, Η θάλασσα με τα 150 επίπεδα, εκδόσεις Κουκούτσι)
(*) Η Μαρία Κουλούρη είναι ποιήτρια
Καλησπέρα.
Θα ήθελα μια πληροφορία, στην αρχή αναφέρεται ότι ο Φουκώ έδωσε μια διάλεξη με τίτλο «Λογοτεχνία και Γλώσσα» και εκεί ανέδειξε «την ουσιώδη σχέση του συνανήκειν της λογοτεχνίας και της τρέλας»,
υπάρχει κάποιο σχετικό βιβλίο, πηγή η κείμενο μεταφρασμένο γιατί η διπλωματική μου σχετίζεται με αυτό το κομμάτι
η Βοήθεια σας θα ήταν σημαντική
Ανδρέας Ελματζόγλου
a.elmatzoglou@gmail.com