της Κατερίνας Σχινά.
Η Λύντια Ντέιβις γράφει διηγήματα – αυτό το παραγνωρισμένο, καθ΄ ημάς είδος, όχι γιατί δεν γράφονται διηγήματα στα ελληνικά, αφού σ’ αυτά κυρίως ευδοκιμεί η σύγχρονη πεζογραφία μας, αλλά γιατί δυσπιστούν προς αυτά αναγνώστες και εκδότες (οι τελευταίοι, μάλιστα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ούτε θέλουν να ακούσουν για μεταφρασμένα ξένα διηγήματα· δεν τα συμπεριλαμβάνουν στους καταλόγους τους, τα θεωρούν «αντιεμπορικά»). Να όμως που η κριτική επιτροπή του βραβείου Man Booker International με πρόεδρο τον σερ Κρίστοφερ Ρικς επιφύλαξε την τιμή σε μια διηγηματογράφο και δη μια συγγραφέα ιδιότυπη, που στην μακρά θητεία της (σήμερα είναι 66 ετών) κατάφερε να δημιουργήσει ένα διφορούμενο όσο και εύθραυστο χώρο ανάμεσα στην αυτοέκθεση και την διαφύλαξη της ιδιωτικότητας, ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, ανάμεσα στην ανεμελιά και την βαθιά πνευματικότητα.
Τα διηγήματα της Λύντια Ντέιβις είναι πολύ σύντομα. Ορισμένα περιλαμβάνουν μονάχα ένα τίτλο και μισή πρόταση. Ο Σάμιουελ Τζόνσον είναι αγανακτισμένος είναι ο τίτλος ενός διηγήματός της· και το ψαχνό του: «επειδή η Σκωτία έχει υπερβολικά λίγα δέντρα». Συμπύκνωση που υπερβαίνει κι αυτήν ακόμη τη λακωνικότητα· κι όπως παρατηρεί ένας κριτικός, ο ολοφάνερα στοχαστικός χαρακτήρας των ιστοριών της, η εκπληκτική ευστοχία των λέξεων και οι καλοζυγισμένες τους αιχμές, μας κάνουν να υποπτευόμαστε ότι υπήρξαν κάποτε μακροσκελέστερες, αλλά απογυμνώθηκαν σχολαστικά από κάθε τι το περιττό ώστε να μείνει μονάχα η ουσία τους.
Σύντομες, αιχμηρές, δηλωτικές προτάσεις, γυμνά γεγονότα, γραφή που καθώς έγραψε ο συγγραφέας Μπεν Μάρκους επιστρατεύει την εμπειρική μέθοδο της επιστήμης μάλλον παρά το ενορατικό ύφος της αφήγησης. Ωστόσο, η ίδια η Ντέιβις προσπερνά και τις δύο κατηγορίες και δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην «καθοδηγητική ευφυΐα», όπως ονομάζει την κινούσα αρχή των έργων της, «η οποία μπορεί να απορροφήσει και να αφομοιώσει επιστημονικές αρχές και ταυτόχρονα να τις μετατρέψει σε φορείς ανθρώπινων συναισθημάτων ή ψυχικών καταστάσεων»
Με ομολογημένο πρότυπο τον Σάμιουελ Μπέκετ, εκμυστηρευόμενη ότι στα νιάτα της συνήθιζε να αντιγράφει αποσπάσματα από τα κείμενά του για να ανακαλύψει το μυστικό της σύνθεσής τους, η Ντέιβις έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι ανέκαθεν της άρεσε το απλό, αγγλοσαξωνικό του λεξιλόγιο, η ευφυΐα του, η πρόκληση που αποτελούσε ο κόσμος του για την δική της ευφυΐα, το χιούμορ που υπέσκαπτε ένα δυνάμει βαρύ μήνυμα, η συνειδητή του, συνεχής μέριμνα για τη γλώσσα. Πρότυπο πια για νεότερους συγγραφείς και η ίδια, η Λύντια Ντέιβις θα παραλληλιστεί με τον Κάφκα, τον Φλωμπέρ, ακόμη και τον Προυστ, θα επαινεθεί για την οικονομία, την ακρίβεια και την πρωτοτυπία της. «Ό, τι φαίνεται σαν παιχνίδι αποκαλύπτεται βαθύτατα σοβαρό, ότι φαίνεται σαν φιλοσοφία κρύβει παιγνιώδη διάθεση, ιλαροτραγωδία, καθημερινότητα, ό, τι φαίνεται σαν καθημερινότητα απαιτεί εμβάθυνση», έγραψε για την Ντέιβις η βρετανίδα συγγραφέας Άλι Σμιθ. «Πάντοτε ζητάει την προσοχή μας και μας την ξεπληρώνει διανοίγοντάς μας νέες δυνατότητες, όπως μια έρημος σπαρμένη με λουλούδια».