Χρήστος Τσιάμης (ανταπόκριση από το Μανχάταν)
(Aναζητήσεις στη μνήμη της μνήμης)
Μέρες Μαγιού που πέρασαν. Πενήντα χρόνια πίσω. Και τις θυμάται σήμερα ο κόσμος πολλαπλώς. Κυρίως όμως σαν μέρες που έσεισαν το Παρίσι από τις διαμαρτυρίες των φοιτητών. Αυτές είναι οι εικόνες που έχουν μείνει στη συλλογική μνήμη. Οι διαμαρτυρίες των νέων που ήθελαν να αλλάξουν την κοινωνία στη Γαλλία, να αλλάξουν και τον κόσμο (από τους πολέμους κι όποιο άλλο κακό). Ομως, το ‘1968’ είχε αρχίσει δυό τρία χρόνια πρίν, στα πανεπιστήμια (Μπέρκλεϋ, Κολούμπια κ.α.) στην Αμερική. Οπως είπε πρόσφατα σε συνέντευξη του ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ (Daniel Cohn-Bendit), η εμβληματική μορφή των γεγονότων του Μάη του ’68 στο Παρίσι, ‘η εξέγερση είχε τις αρχές της στην Αμερική σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο οι Ευρωπαίοι θα δεχόντουσαν να παραδεχθούν. Είχα πάει στις ΗΠΑ το 1965-1966 και είχα συναντήσει τον Μαρκ Ράντ.’ [Ο Ραντ ήταν από τους αρχηγούς της αριστερής οργάνωσης Students for Democratic Society- Φοιτητές για Δημοκρατική Κοινωνία – ή SDS όπως ήταν περισσότερο γνωστή, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια όπου επίσης συνέβησαν πολλά εκείνον τον Μάη]. Η επανάσταση του ΄68 όχι μόνο είχε τις αρχές της στην Αμερική, όπως είπε ο Κον Μπεντίτ, αλλά επιπλέον είχε και συνέχεια στα επόμενα χρόνια και δεκαετίες, με τρόπο λιγότερο θεατρικό από τον Γαλλικό Μάη αλλά σίγουρα περισσότερο ουσιαστικόν για τις μετέπειτα πολιτισμικές εξελίξεις στις Δυτικές κοινωνίες. Θα θίξουμε το ζήτημα των διαφορών ανάμεσα στο τι συνέβη στην Αμερική εκείνη την εποχή και στον Γαλλικό Μάη του ’68 αργότερα στο κείμενο. Ομως πριν τον Μάη υπήρξε ο Απρίλης, και ακολούθως ο Ιούνιος του ‘68. Οι δυό αυτοί μήνες είχαν συνταράξει την Αμερική εκ θεμελίων με τις δολοφονίες δυο δημοφιλών πολιτικών ηγετών: του Αφρικανοαμερικανού Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που ηγείτο του κινήματος για τα Πολιτικά Δικιαώματα των μαύρων, και του Ρόμπερτ (Μπόμπυ) Κέννεντυ, υποψηφίου για το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος για τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Στην Ελλάδα, τότε, είχαμε κλείσει κιόλας χρόνο στο ησυχαστήριο της δικτατορίας. Στις εφημερίδες η λογοκρισία έκοβε κι…έγραφε. Σε μια πόλη της επαρχίας χωρίς τηλεόραση ακόμα, ένας έφηβος ανήσυχος, περίεργος, ψάχνοντας να βρεί νόημα, διαβάζει εξονυχιστικά την κάθε εικόνα του εβδομαδιαίου περιοδικού για να ‘αγναντέψει’ τη χώρα του προορισμού του στο εγγύς μέλλον. Και είναι τότε που άρχισε να σείεται ο τόπος, η πόλη του, που την ταρακουνούσε για τα καλά ο Εγκέλαδος. Τις μνήμες αυτές τις κατέθεσε με μορφή ποιητική τριάντα χρόνια αργότερα. Και είκοσι χρόνια μετά, δηλαδή σήμερα, ξαναεπισκέπτεται, σαν αναγνώστης τώρα, την καταγραμμένη μνήμη σ’ εκείνο το ποίημα. Πρώτα, όμως, να πούμε δυο λόγια για τη μνημονική λειτουργία.
Ο Καναδός συγγραφέας Μάϊκλ Οντάατζε (Michael Ondaatje) στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Φώς πολέμου» (‘Warlight’) γράφει: ‘Γυρνάς σ’ εκείνα τα χρόνια τα παλιά οπλισμένος με το παρόν, κι όσο σκοτεινός κι αν ήταν ο κόσμος εκείνος, δεν τον αφήνεις αφώτιστον.’ Αυτός είναι ένας τρόπος της λειτουργίας της μνήμης. Υπάρχουν κι άλλοι. Σε ένα δοκίμιο του για τον Βάλτερ Μπένιαμιν, το 1961, ο Γερμανός καθηγητής πανεπιστημίου Peter Szondi συγκρίνει τις αναζητήσεις μες στον χρόνο του Μαρσέλ Προυστ και του Μπένιαμιν, και υποστηρίζει ότι ενώ ο Προυστ ‘ξεκινάει μια αναζήτηση του παρελθόντος με σκοπό να ξεφύγει ολοκληρωτικά από τον χρόνο’, δηλαδή προσπαθεί να δημιουργήσει ένα άχρονο διάστημα της ύπαρξης, όπου χωρούν τα πάντα χωρίς να εξελίσσονται τα πράγματα, και ουσιαστκά να ξεφύγει από την αβεβαιότητα και τους κινδύνους του μέλλοντος, ο Βάλτερ Μπένιαμιν, πάντα κατά τον Szondi, κάνει το αντίθετο: ‘το μέλλον είναι ακριβώς αυτό που ο Μπένιαμιν αναζητά στο παρελθόν.’ Το παρελθόν, ‘το οποίον είναι ανοιχτό, μη ολοκληρωμένο’, ξαναφωτίζεται από το παρόν, και αυτή η αχτίδα φωτός το συγκολλάει στο μέλλον.
Παραθέτουμε το ποίημα, λοιπόν, και προσθέτουμε ότι ο χρόνος της αφήγησης είναι γραμμικός, ο χώρος του είναι ο χώρος της πόλης τότε πραγματικός, ο σεισμός ήταν όντως γεωλογικός (πριν γίνει, μέσα από το ποίημα, μεταφορικός), και η περιγραφή των φωτογραφιών του περιοδικού είναι, κατά σειρά, πρώτα του Μπόμπυ Κέννεντυ που πνέει τα λοίσθια, και ύστερα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ νεκρού, περιτριγυρισμένου από τους συνεργάτες του σ’ εκείνο το μπαλκόνι του ξενοδοχείου στην πολιτεία Τεννεσσή:
Ο ΣΕΙΣΜΟΣ
Η τελευταία φέτα, το διαλεγμένο μήλο
βουτηγμένη στο ποτήρι με το κρασί το κόκκινο,
τα ψίχουλα σκόρπια ακόμη στο τραπεζομάντηλο –
Είχαν βγεί στον κήπο να χορτάσουν ήλιο.
Οσο είναι καιρός ακόμη, γιατί ο κόσμος γυρίζει.
Ο νεαρός κινάει για το παράθυρο των ειδήσεων.
Στο γωνιακό περίπτερο, φρέσκος ο Τύπος μυρίζει.
Μια ανεπαίσθητη αύρα έσειε στα χέρια του το χαρτί,
που έβγαζε έναν ήχο σαν το χτύπημα φτερούγας το λοίσθιο.
Ή μήπως ήταν τα δόντια του που χτυπούσαν απ’ το κρύο,
που έπεσε εντός του κοιτάζοντας της εικόνας το μαύρο τοπίο;
Ο ήρωας πεσμένος στο πάτωμα ανάσκελα.
Κι απ’ το κεφάλι γερμένο λιγάκι στα πλάγια
εκείνο το γκρίζο πράγμα, μια λωρίδα,
που ήταν το αίμα επάνω στη μαυρόασπρη σελίδα,
ερχόταν κατά πάνω του.
Κι άνοιξε το στόμα του ν’ αφήσει να βγεί
το υποχθόνιο γόγγυσμα που ανέβαινε απ’ τη γη.
Σήκωσε το κεφάλι του κι είδε πόρτες και παράθυρα
ν’ ανοίγουν μονομιάς διάπλατα, άκουσε
από τους διαδρόμους και τα υπόγεια τα κτίρια να γογγάν.
Είδε τους συμπολίτες του σκόρπιους στης οδού το κατάστρωμα
που εδονείτο σαν δέρμα τυμπάνου κι έκανε τα ποτήρια
να τσουγκρίζουν και τα ψίχουλα να χοροπηδάν.
Κι αλλοίωνε την απόσταση που κάλυπταν τα βήματα
καθώς διαβάζοντας τα νέα επέστρεφε στην οικογένεια,
που λιαζόταν ανάμεσα στα τριαντάφυλλα.
Οι εικόνες τώρα άρχισαν να καλύπτουν της γειτονιάς
τις προσόψεις και τα μπαλκόνια, να πλαισιώνουν τα πεζοδρόμια.
Κι όταν στάθηκε να πάρει ανάσα και σήκωσε απ’ την ψυχή τα μάτια,
αντίκρυσε χέρια τεντωμένα να δείχνουν μαζί κάπου πέρα,
κι ύστερα πρόσωπα μαύρων με τον πόνο και την αποστροφή στο βλέμμα.
Οταν η φωνή τους υψώθηκε από το χαρτί
όπως στο φαράγγι ο άνεμος σηκώνεται ρεύμα,
όλοι εκείνοι οι ήχοι οι περίεργοι
– τραγούδια, αγάπες, καυγάδες, χαιρετισμοί –
αυτός δεν εύρισκε δέντρο να κρατηθεί,
κλαδί, κλαδάκι με χυμούς από το πατρικό του χώμα.
Και στην αρχή έκλαψε σαν παιδί (που ήταν ακόμη).
Κι ύστερα αφέθηκε στου δρόμου την κίνηση,
ανάμεσα σε σώματα και μηχανήματα
που περνούσαν με ταχύτητα από τη μνήμη.
Στους αχνισμένους δρόμους της φαντασίας,
στην άσφαλτο που έκαιγε σαν θυμίαμα
άκουγε όλο και πιό ξεκάθαρα το μήνυμα.
……………………………………………………………………….1
Ο Μπένιαμιν, το 1932, όταν ζούσε μακριά απ’ τη γενέθλια πόλη του, το Βερολίνο, και είχε αρχίσει να συναισθάνεται ότι έβαινε προς μια μόνιμη εξορία, είχε γράψει: « Η μνήμη δεν είναι ένα εργαλείο για την τοπογράφηση του παρελθόντος αλλά είναι το θέατρο του παρελθόντος. Είναι το περιβάλλον εμπειριών του παρελθόντος, έτσι όπως η γη είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο κείτονται θαμμένες νεκρές πόλεις. Αυτός που κοιτάει να προσεγγίσει το δικό του θαμμένο παρελθόν θα πρέπει να λετουργήσει σαν κάποιον που σκάβει». Τι ανέσκαβε άραγες ο γράφων το ποίημα τότε καθώς πήγαινε τριάντα χρόνια βάθος για να βρεί τον εαυτόν του, μέρες νεανικές, τετ-α-τετ με κάποιες σημαδιακές στιγμές; Και τι ανακαλύπτει ο συγγραφέας κοιτάζονας από εδώ καθώς φωτίζει στης μνήμης την τάφρο τους δυο άλλους εαυτούς με το φώς το σημερινό;
Ο νέος ονειρεύεται τον τόπο όπου πορεύεται. Η Αμερική έχει διαμορφωθεί στο νού του μυθική, προπαντός μέσα απ’ τον σινεμά και τη μουσική. Και είναι επίσης ακουστή σαν πηγή επιστημονικής γνώσης. Το πήρε απόφαση, εκεί θα σπουδάσει. Και ονειρεύεται τις στιγμές όταν θα φτάσει, ο καιρός πλησιάζει, λίγες βδομάδες απομένουν μόνο… Και η βία των εικόνων σ’ αυτόν τον τόπο που τώρα τις αντικρίζει στο περιοδικό τον ταράζει. Και αρχίζει από ‘… παιδί (που ήταν ακόμη)’ να αλλάζει. Φτάνει μια νύχτα Ιούλη και αράζει εκεί όπου τα πράγματα είχαν γίνει γής μαδιάμ, μόλις τον προηγούμενο Μάη. Στον όμορφο χώρο του πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Βλέπει κάποια σημάδια της αναταραχής (κυρίως γκραφίτι με κόκινα γράμματα, συνθήματα της οργάνωσης SDS), κατά τα άλλα όμως επικρατεί μια ηρεμία παραπλανητική: οι φοιτητές στο γρασίδι να παίζουν φρίσμπι, άλλοι μαζεμένοι σε μικρούς κύκλους σταυροπόδι να τραγουδούν και να κινούνται νωχελικά σε μιας κιθάρας τους ήχους, κάποιοι πάλι να συζητούν με βιβλία ανοιχτά μπροστά τους καθώς λιάζουν τα κορμιά τους, και παντού ζευγαράκια που συνεχίζουν το καλοκαίρι του έρωτα της περασμένης χρονιάς. Διαρωτήθηκε που πήγαν όλοι εκείνοι οι διαδηλωτές από τους προηγούμενους μήνες; Δεν άργησε να βρεί την απάντηση όταν σε λίγες μέρες άρχισε να παρακολουθεί στη συνωστισμένη αίθουσα ψυχαγωγίας του φοιτητικού κοιτώνα αυτά που παρακολουθούσαν με αναβρασμό όλοι απ’ την οθόνη της μεγάλης τηλεόρασης με συνεχή σχολιασμό: δηλαδή, το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο και τις συγκρούσεις στους δρόμους ανάμεσα στους εξοργισμένους για τον πόλεμο στο Βιετνάμ νέους και τις οπλισμένες δυνάμεις των αρχών της πόλης. Οι φοιτητικές διαδηλώσεις συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή το 1968 κι όλο το 1969 (όχι μόνο κατά του πολέμου αλλά και υπέρ αλλάγων στα πανεπιστήμια για μια ουσιαστική συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση τους) καί το 1970 όταν, στις αρχές του Μάη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, έστειλε την εθνοφρουρά στο πανεπιστήμιο Κέντ Στέϊτ του Οχάϊο για την πάταξη των διαδηλώσεων εκεί με αποτέλεσμα τον θάνατο τεσσάρων φοιτητών απ’ των στρατιωτών τα πυρά. Ο τραγουδιστής Νήλ Γιάνγκ (Neal Young), λίγο αργότερα, αποθανάτισε τη στιγμή αυτή (και το στίγμα) στο τραγούδι «Ohio». Το πρόωρο κλείσιμο πολλών πανεπιστημίων εκείνη τη χρονιά, για να αποφευχθούν παρόμοια γεγονότα, προμήνυε μια υποστολή στο φοιτητικό κίνημα των ΗΠΑ για τα επόμενα χρόνια. Οντως, τον Σεπτέμβρη του 1973, στον μεγάλο ανοιχτό χώρο με τα σκαλιά μπροστά από το κτίριο της πρυτανείας του Κολούμπια, μπροστά από το μπρούτζινο άγαλμα της Alma Mater, όπου τον Απρίλη και τον Μάη του 1968 ο Μαρκ Ραντ με το μεγάφωνο στο χέρι (δείτε τη φωτογραφία) απευθυνόταν σε χιλιάδες φοιτητές, ο νεαρός της ιστορίας μας βρίσκεται εκεί μαζί με λίγες δεκάδες διαδηλωτές που έχουν συγκεντρωθεί για υψώσουν φωνή διαμαρτυρίας για την ανατροπή (και τον θάνατο) του προέδρου Σαλβαντόρ Αγιέντε και την επιβολή δικτατορίας στη Χιλή. Τι είχε συμβεί; Μήπως η επαναστατική φλόγα όλων εκείνων των χρόνων είχε για πάντα σβήσει;
Τότε, ποιό μήνυμα ‘άκουγε όλο και πιό ξεκάθαρα’ του «Σεισμού» ο δημιουργός το 1998 σαν έγραφε το ποίημα; Σίγουρα, εκείνη την εποχή, κατά τη διάρκεια της δεύτερης προεδρίας του Μπίλλ Κλίντον, τα πράγματα στις ΗΠΑ φαίνονταν να είχαν πάρει μια καλύτερη τροπή. Το μήνυμα όλων εκείνων που είχαν ορθώσει τη φωνή τους εναντίον της ανάμιξης της Αμερικής σε πολέμους φαινόταν να είχε βρεί απήχηση στους κυβερνώντες, και το μήνυμα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για φυλετική ισότητα και για τα δικαιώματα των μαύρων είχε φέρει σημαντικές αλλαγές, τουλάχιστον στους μηχανισμούς της κοινωνίας, και είχε επίσης φέρει στην εξουσία έναν λευκόν από τον Νότο που πολλοί, λόγω των πολιτικών θέσεων του και της αμοιβαίας συμπάθειας με τους Αφρο-Αμερικάνους, τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά ‘ο πρώτος μαύρος πρόεδρος’ της Αμερικής. Ετσι το μήνυμα του 1998 έβριθε αισιοδοξίας. Βέβαια, όχι πολύ αργότερα, ακολούθησαν γεγονότα συνταρακτικά που δεν μπορούσε να τα είχε προβλέψει απ’ τη σκοπιά εκείνης της εποχής κανείς, αλλά που είναι δυνατόν να τα απαριθμήσουμε σήμερα και που από πρώτη όψη φαίνονται να φέρνουν μια αντίστροφη κίνηση, ταχύτατα, σε κάθε πρόοδο της κοινωνίας, επιστρέφοντας στα παλιά, και χειρότερα. Το χτύπημα των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη το 2001 το ακολουθούν δυο πόλεμοι που δεν έχουν τελειώσει ακόμη. Το 2008, ως απόρροια της ανεύθυνης συμπεριφοράς των τραπεζών και των χρηματιστικών εταιρειών, με την κάλυψη των κυβερνήσεων Μπούς, η Αμερική βρίσκεται μπροστά από την άβυσσο μιας οικονομικής καταστροφής που τελικά αποτρέπεται μα που την… πληρώνουν δυσανάλογα οι μειονότητες που είχαν παρασυρθεί από τις τράπεζες στην περιπέτεια των αβάσταχτων δανείων. Τέλος, απ’ τη σκοπιά τού σήμερα, βλέπουμε τη βία των πολέμων να ξεχειλίζει στην κοινωνία (δυσανάλογοι θάνατοι μαύρων από τα πυρά της αστυνομίας, συνεχή μακελλειά μαθητών σε σχολεία). Και, με την εκλογή ενός αλλοπρόσαλου προέδρου το 2016, βλέπουμε τον πολιτικό/κοινωνικό αταβισμό μιας μερίδας της κοινωνίας να παίρνει περίοπτη θέση στο πολιτικό προσκήνιο. Παρόλα αυτά, όμως, απ’ τη σημερινή μας σκοπιά, παρατηρούμε ότι δεν έχει παύσει προς στιγμήν μια συνεχής πορεία της κοινωνίας στην Αμερική προς θέσεις και πράξεις που υποδηλώνουν πρόοδο, και ότι οι ακραίες αντιδράσεις από ένα κομμάτι αυτής της κοινωνίας είναι ένας σπασμός σε ένα κοινωνικό σώμα που αλλάζει άρδην. Ετσι, έχουμε την εκλογή του πρώτου Αφρο-Αμερικανού προέδρου το 2008, κάτι το ακατανόητο πενήντα χρόνια πριν, την εποχή του θανάτου του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Εχουμε επίσης, το 2011, το κίνημα Occupy Wall Street (Καταλάβετε το Χρηματιστήριο) που έφερε στη συζήτηση, που ακόμα διαρκεί, την έννοια της προνομιούχου τάξης του 1% του πληθυσμού και την ανάγκη αλλαγών που θα περιορίσουν τα προνόμια της. Κι έχουμε κίνηματα, που σιγά σιγά φέρνουν αλλαγές στη δομή της κοινωνίας, για τη νομιμοποίηση του γάμου ζευγαριών του ιδίου φύλου (Gay rights), για την μείωση της αστυνομικής βίας κατά των μαύρων (Black Lives Matter), και κατά της σεξουαλικής βίας στους τόπους εργασίας (#Metoo Movement). Κι όλα αυτά τα κινήματα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Δεν έχουν ‘σταρ’ επικεφαλείς. Με συλλογική οργάνωση και με μαζική συμμετοχή κατορθώνουν να επιφέρουν την επιθυμητή κοινωνική ώθηση. Το χαρακτηριστικό αυτό μας φέρνει πίσω στον Μάη του ΄68 της Αμερικής και της
Ευρώπης.
Ο Μάης του ’68 στη Γαλλία είχε μια έκδηλη πολιτική/ιδεολογική χροιά με ιδεολογικές συμμαχίες ανάμεσα σε συγγενείς παρατάξεις, φοιτητικές, εργατικές, κομματικές. Κι αν τα συμβάντα στην εμφάνιση τους αρχικά έδειχναν αναρχικές τάσεις (φοιτητικές καταλήψεις σχολών, οι εργάτες κόντρα στην ηγεσία των σωματείων), τα συνθήματα (κατά του Αμερικανικού ιμπεριαλισμού, κατά του καταναλωτικού καπιταλισμού κλπ) δεν απείχαν και πολύ από αυτά που καλλιεργούσαν οι κομματικοί σοσιαλιστές και κομμουνιστές. Κι επίσης, τα συμβάντα είχαν συγκεκριμένη σχέση με τα πολιτικά της χώρας εκείνη την εποχή, με το κράτος του Ντε Γκωλ και με τις ανακατατάξεις ανάμεσα στα κόμματα της αριστεράς. Κι έτσι, αφού ξεθύμανε ο λαός και συνέβησαν όσα πολιτικώς χρειάζονταν να συμβούν για να επανέλθει μια ισορροπία με νέα πολιτικά δεδομένα, η εξέγερση έσβησε σιγά σιγά πριν τελειώσει το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς. Κι από εκεί τα πράγματα πέρασαν στον μύθο…μέχρι να τα παραλάβει η Ιστορία. Στην Αμερική, απ’ την άλλη μεριά, το ξέσπασμα τον Μάη του ’68 στα πανεπιστήμια ήταν ένα μόνο γεγονός σε μια συνέχεια τεκτονικών πολιτιστικων αλλαγών που είχαν αρχίσει λίγα χρόνια πριν και που συνεχίστηκαν για χρόνια μετά. Επαναστατικές αλλαγές που άφησαν το στίγμα τους μέσα στον χρόνο και που είχαν απήχηση και πέραν της χώρας.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 είχε αρχίσει σιγά σιγά στην Αμερική ένα κίνημα κατά του μεσοαστικού τρόπου ζωής. Είχε αρχίσει με λίγους ποιητές και συγγραφείς (με τη λεγόμενη γενιά Μπήτ του Αλλεν Γκίνσμπεργκ και του Τζακ Κέρουακ) και πέρασε με τον καιρό στους νέους στα πανεπιστήμια όπου οι συγγραφείς περιόδευαν. Και είναι αυτή η εποχή που στα πανεπιστήμια αρχίζει ένας νέος τρόπος διαμαρτυρίας για τα γιγνόμενα στην πολιτική σκηνή της χώρας και ειδικά για την στρατιωτική εμπλοκή της Αμερικής στο Βιετνάμ. Νωρίς το 1965 αρχίζουν τα λεγόμενα teach-ins (μεγάλες συγκεντρώσεις για ανοιχτή συζήτηση κι ανταλλαγή απόψεων επί ώρες επάνω στα καυτά πολιτικά προβλήματα της εποχής). Ξεκινάν στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, στο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και σε άλλες δεκάδες πανεπιστήμια με αποκορύφωμα τα teach-ins στο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας όπου συγκεντρώνονται δεκάδες χιλιάδες νέων. Κι εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στις διαδηλώσεις του Μάη του ’68 στη Γαλλία και στο συνεχές κίνημα που λάμβανε χώρα στην Αμερική από χρόνια πριν: οι νέοι της Γαλλίας, για να χρησιμοποιήσουμε μιαν αμερικανική έκφραση, ‘did not have skin in the game’, δηλαδή δεν έπαιζαν το τομάρι τους (σε μια ελεύθερη απόδοση της έκφρασης). Αντιθέτως, οι νεαροί Αμερικανοί στρατεύονταν για να σταλούν να πολεμήσουν στο Βιετνάμ και να γυρίσουν κατά χιλιάδες νεκροί ή σακατεμένοι στο σώμα και την ψυχή. Επίσης μια άλλη διαφορά είναι ότι στην Αμερική δεν υπήρξε συμμαχία ανάμεσα στους φοιτητές και στην εργατική τάξη που ήταν πολιτικά συντηρητική και που τους έβλεπε με μισό μάτι. (Αυτό το χάσμα το εκμεταλλέυτηκε ο Ρίτσαρντ Νίξον, το 1968, μιλώντας για τη «σιωπηλή πλειψηφία» [‘silent majority’] των πολιτών και λέγοντας πως οι φωνακλάδες φοιτητές δεν εξέφραζαν την χώρα, για να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, να συνεχίσει τον πόλεμο, και να τον διευρύνει). Τέλος, στα γεγονότα του Σικάγου οι φοιτητές έκαναν πόλεμο κατά του Δημοκρατικού Κόμματος, δηλαδή του κόμματος της πιό αριστερής κομματκής έκφρασης στη χώρα, ενώ στη Γαλλία οι δυνάμεις αυτές οι πολιτικές και οι επαναστάτες φοιτητές βρισκόντουσαν σε κάποια συμμαχία. Κι έτσι, μαζί με την πολιτική διαμαρτυρία κατά του κατεστημένου που προωθούσε τον πόλεμο της Αμερικής στο Βιετνάμ, οι φοιτητές καλωσόρισαν τα μηνύματα των Μπήτ, μέσα από τη λογοτεχνία, για έναν φιλειρηνικό, διαφορετικό τρόπο ζωής.
Οι ιδέες των Μπητ πήραν σάρκα και οστά στο νέο κίνημα των χίππυ, περί τα μέσα της δεκαετίας του ’60, που συναναστρέφονται σε ένα στυλ ζωής που διαφοροποιεί έμπρακτα τον τρόπο της ζωής των νέων από τους γονείς τους, με το παρουσιαστικό (ενδυμασία, κόμη), με κοινωνικό πειραματισμό (στο σέξ, στα παραισθησιογόνα), κι εμφατικά με τη μουσική. Το ροκ γίνεται μια γλώσσα επικοινωνίας για τα προσωπικά και για τα ζητήματα της κοινωνίας. Κι επίσης γίνεται για τους νέους μια lingua franca που ξεπερνάει τα όρια της Αμερικής. Γίνεται φορέας και καταλύτης της πολιτιστικής αλλαγής που πιάνει ρίζες και αναπτύσσεται με μορφή οργανική. Γίνεται τρόπος ζωής και διαμαρτυρίας που έχει μουσικές καταβολές στα μπλουζ και αφομοιώνει τον ακτιβιστικό χαρακτήρα της μουσικής φόλκ (folk music) στην στιχουργία (συνεχίζοντας την παράδοση των Weavers, του Woody Guthrie, του Pete Seeger). Θα παραθέσουμε, ενδεικτικά, δυο τρεις στίχους από ένα και μόνο τραγούδι, στίχους που περιεκτικά καλύπτουν τεράστια πολιτικά πεδία. Τραγουδάει ο Τζιμ Μόρρισον στο “When the Music’s Over”: “What have they done to the earth?/What have they done to our fair sister?” – μια κραυγή για την καταστροφή του περιβάλλοντος- και λίγο αργότερα βροντοφωνάζει “We want the world and we want it, now” – η αποφασιστικότητα των νέων να αλλάξουν την πολιτική τάξη. Κι εδώ να αναφέρουμε ότι το ροκ (στη συνοχή του με την μουσική φόουκ και με τη μουσική παράδοση των μπλουζ) είναι αποκλειστικά συνυφασμένο με το επαναστατικό πνεύμα εκείνων των χρόνων. Η μουσική country western εκείνη την εποχή συνεχίζει να αντιπροσωπεύει την συντηρητική μερίδα της Αμερικής του Νότου και της ‘Μέσης Αμερικής’, ενώ η τζαζ είναι η μουσική μιας μικρής κοινωνικής μερίδας, με μικρή απήχηση στους νέους, που ακούγεται σε μικρούς χώρους (χωρίς βέβαια να ξεχνάμε το φεστιβάλ του Νιούπορτ) και όχι σε στάδια και σε αγρούς. Η τζαζ είχε ήδη την επανάσταση της τη δεκαετία του ’40 και η επαναστατική της πορεία στα μουσικά πεδία συνεχίστηκε στις επόμενες δεκαετίες από μια σειρά εμπνευσμένων μουσικών (Τσάρλι Πάρκερ, Μάιλς Ντέϊβις, Τζον Κολτρέϊν, Θελόνιους Μονκ) σε έναν εσωτερικό διάλογο, πνευματικόν, και σ’ έναν διάλογο με την τέχνη τους παρά σε μια συνομιλία με ένα κοινό σε αναβρασμό.
Κι έτσι εκατέρωθεν του 1968 της Αμερικής υπάρχει το 1967 – με το πρωτοφανές φεστιβάλ Μοντερέϊ Ποπ (Monterey Pop) στην Καλιφόρνια, με το καλοκαίρι της αγάπης (summer of love), και με τη μεγάλη πορεία στο Πεντάγωνο, αργότερα το φθινόπωρο, κατά του πολέμου στο Βιετνάμ (με τον Νόρμαν Μέϊλερ και τον ποιητή Ρόμπερτ Λόουελ μπροστά) – και υπάρχει το 1969 με το άλλο μεγάλο, ιστορικό φεστιβάλ στο Γούντστοκ (Woodstock) στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Και μέσα σε αυτό το διάστημα ανθίζουν κινήματα που δεν έχουν ‘κεφαλές’ αλλά έχουν πολλές σημαντικές φωνές που δυναμώνουν το μήνυμα κι έτσι πάει μακριά, γεωγραφικά και χρονικά. Μιλάμε για κινήματα όπως αυτό για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως ο φεμινισμός, και το κίνημα για την αναγνώριση των διαφορετικών σεξουαλικών προτιμήσεων. Είναι γνωστές οι αλλαγές στη νομοθεσία της Αμερικής που απορρέουν από αυτά τα κινήματα. Κάποιες από αυτές ήλθαν πιό σύντομα (όπως για την προστασία του περιβάλλοντος), κι άλλες παίρνουν κάμποσα χρόνια (η ισοδυναμία των φύλων στον χώρο της εργασίας, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων), αλλά όμως προχωρούν σταθερά. Κι αυτά τα κινήματα πιάνουν ρίζες και πέρα από την χώρα, γίνονται πανανθρώπινα. Θα αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά γεγονότα σε μια χώρα της Ευρώπης που καθρεφτίζουν αυτά που συνέβαιναν στις ΗΠΑ εκείνα τα χρόνια. Στην Τσεχοσλοβακία, λοιπόν, τον Μάη του 1965, φτάνει ο Αμερικανός Μπητ ποιητής Αλλεν Γκίνσμπεργκ για να συμμετάσχει σε ένα φοιτητικό φεστιβάλ, οι φοιτητές τον στέφουν «Βασιληά του Μάη» (εξ ού και το ποίημα του Γκίνσμπεργκ «Kraj Majales”), και γίνεται ένας φοιτητικός ξεσηκωμός με πολλά από τα συνθήματα τους να ασπάζονται την άποψη των Μπητ για τη ζωή. Ο αναβρασμός των φοιτητών στη χώρα συνεχίζεται με αποτέλεσμα, την άνοιξη του 1968, ο πρόεδρος της χώρας, Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, να επιχειρήσει να εφαρμόσει τον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Επακολουθεί η εισβολή των τανκς της Σοβιετικής Ενωσης, ο περιορισμός και πάλι των ελευθεριών, και η συνεχής αντίσταση, με τις κρυφές εκδόσεις από χέρι σε χέρι, τις samizdat, και τη μουσική και τους στίχους του συγκροτήματος Plastic People (Πλαστικοί Ανθρωποι), που παίρνει το όνομα του από τους στίχους του τραγουδιού ενός Αμερικάνου, του Φρανκ Ζάππα, και την έμπνευση του από τα Αμερικανικά συγκροτήματα Frank Zappa and the Mothers of Invention και Velvet Underground που εμφανίζονται εκείνη την εποχή στο σκηνικό της Νέας Υόρκης.
Ο συγγραφέας σήμερα, εδώ, ξαναθυμάται μέρη και πράγματα από εκείνο το σκηνικό, όπως το κέντρο Max’s Kansas City, στο τέλος της Παρκ ΄Αβενιου, που δεν υπάρχει πιά κι όπου παλιά έπαιζε το Βέλβετ Αντεργκράουντ και τα πρώτα συγκροτήματα της μουσικής punk. Θυμάται βράδια που είχε περάσει εκεί με φίλους πίνοντας μπύρες, κάνοντας σχέδια, κυνηγόντας τον έρωτα, χωρίς επίγνωση καμιά ότι ο δυνατός ήχος των μουσικών στο βάθος είχε αρχίσει να κάνει φτερά για κάποια σκηνικά μακρινά, μελλοντικά. Τέλος, ο ποιητής, στον «Σεισμό», ανακαλεί ένα ταρακούνημα ψυχικό, και πνευματικό, που φαίνεται να τον φέρνει σε άλλα μέρη, χωρίς γυρισμό.
………………………………………………………………………………………..
Πήρε φόρα να φτάσει όπου τον βγάλει η ψυχή
Με κάτι εικόνες παλιές στον νού για πυξίδα –
ανθρώπινα σώματα καμπυλωτά πάνω από κτίρια,
γαλήνιοι κολυμβητές σε αφρούς από σύννεφα.
Ή στου εσπέριου ουρανού το τουρκουάζ η σκάλα:
χωρίς να αγγίζει τη σκοτεινιά της γής,
μήτε του φεγγαριού την ασπράδα.
Ετσι από μακριά, από κάτι τέτοια τοπία , είδε το σπίτι του ξανά:
σε ένα μελί φως ντυμένα πράγματα αγαπημένα.
Οι δικοί του όπως τους είχε αφήσει στον κήπο, μια γλύκα.
Παράξενος, όμως, ο φωτισμός χωρίς ήλιο!
Και πόσο αλλαγμένο της πατρίδας όλο το υπόλοιπο τοπίο!
Τα καταλόγισε στον σεισμό.
Κι ύστερα, πως το χάσμα έγινε αγεφύρωτο
σαν μπήκε βαθειά στην ενδοχώρα των ονείρων.
Το υπερπόντιο ταξίδι που ολοκληρώνεις
καταποντίζοντας δειλά κι αργά το ανώφελο φορτίο.
Είπε: ‘Είμαι έτοιμος να γυρίσω’.
Κι ο διπλανός του λέει:
‘Εγώ δεν έφυγα ποτέ.
Και να! Το ίδιο χάσμα αντιμετωπίζω!’
Η θέα απέναντι, αυτή η άβυσσος, δεν είναι αληθινή.
Είναι μια οπτασία μέσα από των ματιών
τις υγρές κουρτίνες, μια οίηση.
Κάθε που δακρύζω, κι αναγνωρίζω
της ψυχής μου την αντίστροφη κίνηση.
Κάτι ανάλογο ίσως συνέβη με το ιστορικό «’68» στην Αμερική. Η επανάσταση δηλαδή πήρε καιρό. Εξω από της «αγοράς» το θέατρο. Συνέβη κυματισμό τον κυματισμό, στον κόσμο τον εσωτερικό νέων ανθρώπων. Για να κάνουμε τον λογισμόν αυτόν πιό απτόν, θα χρειαστεί να γυρίσουμε σε ένα κινηματογραφικό έργο του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Στο φιλμ τού 2003 «Οι Ονειροπόλοι» (The Dreamers), τρείς νέοι, ο αδελφός, η αδελφή, και ο φίλος τους, κλεισμένοι στο σπίτι των γονιών, που έχουν φύγει για ταξίδι, ψάχνονται, ψάχνουν, με ατέλειωτες συζητήσεις, με παιχνίδια, άλλα ανόητα κι άλλα που υπακούουν σε παρορμήσεις, με αστεϊσμούς και πειραματισμούς και με άπειρες ερωτήσεις, με και δίχως απαντήσεις. Την εποχή μιας άλλης επανάστασης, δηλαδή, (όχι στον 19ον αιώνα αλλά στον 20ον) έχουμε μιαν “Αισθηματική Αγωγή,” αλλά επίσης αισθητική, πολιτική, και σεξουαλική μαζί. Γιατί δεν είμαστε πιά στου Φλωμπέρ το 1848 αλλά στην επανάσταση του Μάη του 1968. Σε όλο το φιλμ του Μπερτολούτσι παρακολουθούμε αυτούς τους τρείς νέους μόνους στις ανήσυχες αναζητήσεις τους μέσα σε εσωτερικούς χώρους. Και μόνο στις τελευταίες σκηνές τούς βλέπουμε στους δρόμους (του Παρισιού) να σμίγουν με τους διαδηλωτές, κόντρα στις αρχές, μεσα σε φωτιές και δακρυγόνα: είναι μια φευγαλέα εικόνα, εξωτερική, ανάμεσα σε τόσα που είχαν προηγηθεί στων πρωταγωνιστών την (κινηματογραφική) ζωή και σε όσα τρυπώνουν και συνεχίζονται στην ψυχή του θεατή. Ναι, κάπως έτσι μάλλον εξελίχθη (και ακόμα εξελίσσεται) το 1968 της Αμερικής.
1. Χρήστος Τσιάμης, «Το Αυτοκίνητο της Αγάπης» (Καστανιώτης, Αθήνα, 2000)