Το χρονικό της Λίμνης (αφιέρωμα στον Νίκο Χουλιαρά ,γράφει η Χαριτίνη Χ.Ξύδη)

0
986

Χαριτίνη Χ. Ξύδη

 

Άγνωστο, πόσες ημέρες πέρασα πίσω από εκείνο το σκούρο παράθυρο, μονολογώντας, και παρατηρώντας το πέταγμα των πουλιών και τα σύννεφα. Στον ορίζοντα εισχωρούσαν μνήμες ενός άλλου τοπίου, όπως και στον ουρανό. Κάπου πιο απόμακρα, υπαινιγμοί της Λίμνης, ερημιά και βροχή. Ασταμάτητη βροχή, σιγανή, σαν παράπονο. Πάει πολύς καιρός που σε αυτό το σπίτι δεν ακούγεται καμία φωνή, ούτε η δική μου. Μόνο ένα ραδιόφωνο κάπου-κάπου να θυμίζει ότι υπάρχει ακόμα ένας ζωντανός. Σαν βαθύς ηπειρώτικος σκοπός, διαλυμένος σε κομμάτια. Είναι δύσκολο να παραμένεις ολόκληρος. Μια δυσκολία που συναντάς διαρκώς στη ζωή. Αδιάκοπα διυλίζεσαι και πάλι από την αρχή λαξεύεσαι σύμφωνα με αυτή την επικίνδυνη και κάποτε υπερμεγέθη απελπισία. Ωραίος, ακέραιος, αλλά πάντοτε τρωμένος. Πώς ήταν, δεν μπορώ να θυμηθώ, χωρίς δάκρυα, η Λίμνη, πώς ήταν τα πουλιά, τα πρόβατα και οι σκύλοι, τα βουνά και οι χωρισμοί. Οι τοίχοι σφίγγουν το νερό της βροχής και τις κραυγές των αστεριών. Τα ίχνη μας μοιάζουν με μικρά λευκά μνήματα. Τι έλεγα… Α ναι, τα καλοκαίρια στην Αντίπαρο, δεν ξέρω τι είμαι, αν είμαι, ποιος είμαι ακριβώς. Ή μάλλον σαν να είμαι συνεχιστής του μαγαζιού του πατέρα μου, στα Γιάννενα, κι ας μην υπάρχει πια το μαγαζί, ούτε τα υφάσματα, ούτε τίποτε. Δεν νιώθω ζωγράφος ή συγγραφέας. Αλλά, σαν κάποιος να με είχε κουρδίσει κάποτε και να με είχε ρυθμίσει έτσι ώστε να ανοίγω πόρτες δωματίων. Που αλλού η πόρτα γράφει επάνω «Ζωγραφική», αλλού «Λογοτεχνία» και αλλού, άλλα. Όμως εγώ, ίδια όλα αυτά με τη ζωή τα βρίσκω, με ή χωρίς ονόματα, να τα λένε. Ένας σπασμένος γίγαντας περπατάει μπροστά μου και εγώ τον ακολουθώ. Κάποτε κρύβεται μέσα σε ένα τεράστιο πηγάδι και εκεί ησυχάζει όπως τον παίρνει ο ύπνος. Τα δέντρα τραυλίζουν χαμηλόφωνα ακατάληπτες λέξεις και το θρόισμά τους τον ξυπνά. Με αυτόν τον τρόπο τα μαλλιά του δεν προλαβαίνουν να σκουριάσουν. Καμιά φορά έρχεται και μου προτείνει μια παρτίδα σκάκι. Μου αρέσει, γιατί βραδιάζει νωρίς και έτσι έχω περισσότερες ώρες να σκέφτομαι. Επειδή είμαι άνθρωπος που σκέφτεται, τις πιο πολλές φορές, χωρίς να χρειάζεται. Έτσι, ξαναμπαίνω σε κάθε τι, και ζωγραφίζω και γράφω και παίζω σκάκι και μου λένε μετά οι άλλοι πως είμαι το ένα ή το άλλο, αλλά εγώ είμαι ο ίδιος με όλα αυτά. Όπως είναι ίδιες οι λέξεις με τα χρώματα και τις νότες. Απλώς, μιλάνε άλλη γλώσσα. Και είναι μόνο άλλος ο κώδικας της ζωγραφικής, άλλος της λογοτεχνίας, άλλος της μουσικής. Αν ήξερα τι είναι η ζωγραφική, δεν θα ζωγράφιζα ενδεχομένως. Για μένα προσωπικά, η ζωγραφική είναι σαν όταν ήμουνα μικρός και πήγαινα για ψάρεμα στη Λίμνη, και πέταγα την πετονιά, και περίμενα το χαζό ψαράκι, κι ονειρευόμουνα εικόνες για να περάσει η ώρα. Το ίδιο κάνω από τότε μια ζωή. Απλώς τα φτιάχνω κιόλας όλ’ αυτά, αυτά που μικρός μόνο τα σκεφτόμουνα. Και ποτέ δεν ζωγραφίζω κάτι που ξέρω πως το θέλω εξ αρχής. Και μόλις βρεθώ εντός μου έτσι, ξαναβάζω το δολωματάκι στις εικόνες σαν παιδί, και τις περιμένουν να περάσουν μία-μία από μπροστά. Και κάποιες την πατάνε τελικά. Αλλά και μία εικόνα να βγει προς τα έξω, για μένα είναι αφορμή να χωθώ αμέσως μετά στο διάδρομο της ζωγραφικής, και να χαθώ, για όσο χαθώ, εκεί μέσα ξανά. Ως την επόμενη φορά. Είναι και λίγο σαν να ζωγραφίζω εν υπνώσει. Αλλά, μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι σαν να είμαι το ίδιο κοντά στην αρχή μου, και το ίδιο κοντά στο τέλος μου. Είμαι κάτι σαν τους Σαμουράι: που μοιάζουν απέξω ήρεμοι και σαν έτοιμοι να τους πάρει ο ύπνος, αλλά τη στιγμή που χτυπάνε με το σπαθί, καθόλου κοντά σε κανέναν ύπνο δεν βρίσκονται, τελικά. Άλλαξα θέση και βρέθηκα τώρα δίπλα στο τζάκι που στραφτάλιζαν τα ξύλα του, κι οι φλόγες ψηλόλιγνες, μπλε του κοβαλτίου, σκάλισα τη φωτιά να την δυναμώσω, και ξαφνικά φώτισε το δωμάτιο σαν κάποιος να είχε ρίξει από ψηλά χιλιάδες αστέρια που διαλύονταν σε ολόχρυση και πυκνή σκόνη στον αέρα. Kαι οι άνθρωποι αλλάζουν θέσεις. Τον χειμώνα αλλάζουν και τα ενδεχόμενα. Δεν ξέρω αν είμαι πιο χαρούμενος με αυτή την αλλαγή, δεν θα μπορούσα να το πω. Θα μπορούσα όμως με σιγουριά να πω ότι όλα αυτά που μου αρέσουν είναι πράγματα που δεν έχουν να κάνουν με την ευτυχία. Θα δηλώσω πάντως πως κατά βάθος είμαι χαρούμενος. Γιατί, κατ’ αρχήν, δεν περιμένω, όπως τόσος κόσμος, να μου συμβεί κάτι για να νιώσω καλά. Κι όλη αυτή η ιστορία με την ευτυχία που την αναμασούν οι πάντες, η ευτυχία και η ευτυχία, ποια ευτυχία! Η μελαγχολία είναι, ας πούμε, πιο ενδιαφέρουσα και μπορείς έτσι να βρεις κι έναν άνθρωπο της προκοπής. Πάμε να την ξεχάσουμε αυτή την λέξη και την κατάσταση, οι Έλληνες. Είμαστε αεράτοι και όλα τα έχουμε ανεβάσει στον αέρα. Όλα να παίζουν. Κι όταν δεν είναι εκεί αυτά που θέλουμε, ή όταν έχουν αλλάξει πολύ αυτά που νομίζαμε ότι είχαν μια σταθερότητα, είναι ρευστά, σαν τα ποτάμια. Άναψα δύο κεράκια εκείνη την νύχτα, κόντευαν Χριστούγεννα, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Μόνο για το ένα θυμάμαι τον λόγο. Ίσως μια προσωρινή αλλά αδήριτη ανάγκη μου για συμμετρία μου επέβαλε υποδορίως να ανάψω και το δεύτερο, ίσως μια παλιά ενοχή. Ίσως που έβλεπα απέναντί μου πάλι το μικροσκοπικό νησί κι ήξερα ότι θα βρέξει. Από τις αρχές του Φθινοπώρου ήξερα ότι θα βρέχει συνεχόμενα για σαράντα ημέρες, σαν αξίωση μνημοσύνου. Όμως όσοι ενώνονται με το νερό δεν έχουν πολύ καιρό μπροστά τους. Μπορούσα να δω μακριά μέσα στη Λίμνη, το φάρο, τους βράχους, τα πουλιά, τους ερωδιούς, τα βούρλα, τα φύκια και τα ψάρια. Τίποτε δεν σταματούσε τα μάτια μου, είχαν τρελαθεί. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν εξαντλούνταν τα μάτια μου, δρομείς ταχύτητας και αντοχής, συγχρόνως. Πρωταθλητές. Όμως ούτε αυτό διευκόλυνε την τόση ερημιά. Κάτι παράδοξες προσευχές ανέβηκαν ως το στόμα μου τελικά και κροτάλιζαν ανάμεσα στα δόντια μου, τα σύννεφα στραγγάλιζαν τα χρώματα του δειλινού. Τα πρώτα συμπτώματα μιας εποχής που δεν θα αργούσε πολύ να εκφυλίσει τις προσδοκίες μου. Έπαψα πια να κυκλοφορώ στο Twilight zone της πόλης. Προτιμώ τα ταβερνάκια και ανθρώπους ζεστούς να μιλούν για την ξαφνική μπόρα, τα σπαρτά τους και τα χιόνια που θα ‘ρθουν γρήγορα γιατί το δείχνουν οι αστερισμοί και τα σημάδια που ξέρουν να διαβάζουν στον ουρανό και να τραγουδούν σιγοντάροντας ο ένας τον άλλον. Ναι, σίγουρα προτιμώ αυτά. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς τα Γιάννενα το χειμώνα, χωρίς την Αντίπαρο και τη θάλασσά της, τα καλοκαίρια. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά όταν θυμάμαι, θέλω να ξυπνώ και να ξέρω, να κοιμάμαι και να ξεχνώ. Είμαι γεμάτος λεπτομέρειες. Ένα σμήνος από μαύρες αγριόπαπιες μόλις διέσχισε τον ουρανό και μωλώπισε φευγαλέα την επιφάνεια της Λίμνης. Κάτι σημαίνει αυτό, νομίζω πάλι βροχή. Εκτός αν σημαίνει κάτι βαρύτερο, μια συντριβή, ή μια οδύνη. Οι άνθρωποι μπορεί και να έχουν πλαγιές, να είναι λόφοι ή βουνά. Διανύουν αποστάσεις με αερόστατα, γεμίζουν τα ψυγεία τους με φαγητά, φρούτα και κρασιά. Μπορούν να στηριχτούν στο ένα πόδι, αρκεί να έχουν και το άλλο. Μπορούν να δουν μέσα στο σκοτάδι σαν γάτες. Παίρνουν βαθιές εισπνοές και όταν τελειώσει ο αέρας τους γίνονται θρύψαλα. Οι άνθρωποι δεν είναι ούτε κοφτεροί ούτε απαλοί, ούτε αστραποβολούν ούτε θαμπώνουν. Στέκονται απλώς στην αποβάθρα και ρωτούν: Πέρασε το τραίνο; Χωρίς να βλέπουν ποιον ρωτούν. Τα μάτια τους είναι απλωμένα στα άδεια βαγόνια, το σκοτάδι τελικά μπορεί να είναι και το χώμα. Ένα μοιρολόγι σπάει στα δύο, εγώ ολισθαίνω μέσα του δύο φορές, μου φαίνεται ξαφνικά μικρότερο το σπίτι, θα αποπνιγώ, πνίγομαι, όμως έχει πρόσβαση στη Λίμνη, μπορεί και να σωθώ τελικά, αν ακολουθήσω το μονοπάτι μέσα από το δάσος, ίσως σωθώ από ένα λουλούδι, ή ένα πουλί, ή το φεγγάρι. Τώρα είναι η ευκαιρία να μιλήσω για την σωτηρία μου. Η σωτηρία μου είναι ένα σκουπόξυλο στα χέρια μιας κακόψυχης μάγισσας. Κλείνω τα παντζούρια, η φωτιά έσβησε, ψύχρανε η ατμόσφαιρα, ανάβω το τσιγάρο, έχει μπλεχτεί κάπου η ζωή μου, κάπου έχει μπλεχτεί όλη η ζωή μου. Τα μάτια μου είναι υγρά, το στομάχι μου σφιγμένο, η αναπνοή μου ασθενική, το δέρμα μου ριγεί. Στο νησί είναι ακόμα καλοκαίρι. Ίσως και στο άλλο δωμάτιο. Μου αρέσει αυτό το τραγούδι, δυναμώνω την ένταση του ραδιοφώνου, πέφτει απόψε βροχή, μια βροχή σιγανή, η δική σου φωνή… Η μνήμη μου είναι ένας λόφος επίσης, μια τούμπα, σε ανασκαπτικό τετράγωνο, γεμάτη νερό και ξαπλωμένα άστρα, και γερμένα δέντρα. Η Λίμνη μοιάζει με διαστημόπλοιο. Ένα βράδυ με δριμύ ψύχος, ήταν ο άγριος Γενάρης του 1980 γνώρισα και την Εύα. Κορίτσι τότε, κορίτσι πάντα, είχε αρραβωνιαστεί κάποιον στην Θεσσαλονίκη που την απάτησε μετά από δύο χρόνια παθιασμένου και θυελλώδους έρωτος και δεσμού. Τον παράτησε και τώρα στα 50 της ζει μια ήσυχη ζωή, εδώ στην επαρχιακή πόλη. Γεμάτη ιστορίες και μετάξια φυσικά. Γνώρισε έναν φαντάρο μικρότερό της. Είχε ονειρευτεί τον έρωτα όπως τον περιέγραφαν τότε οι ταινίες που έβλεπε στο σινεμά. Ας είχαμε τον έρωτα που είχαμε με το σινεμά μια φορά κι έναν καιρό. Αλλά, και μην πηγαίνοντας πια και τόσο, εισπράττω και πάλι τη μαγεία του, ακόμα και περνώντας για μια στιγμή έξω από έναν κινηματογράφο. Και πιστεύω πως πάντα θα γίνονται και μεγάλες ταινίες. Απλώς, αυτό που λένε οι ταινίες οι σημερινές είναι όλο και πιο λίγο, όλο και πιο ανούσιο. Αλλά, θα μου πεις, η εικόνα δεν χρειάζεται πολλά: όλες τις πραγματικά μεγάλες ταινίες μπορείς να τις δεις και χωρίς ήχο. Αντέχουνε και χωρίς λόγια, έχω να πω. Έχει πολλά στρατόπεδα τριγύρω. Έκοψε κοντό καρέ τα μαλλιά της τα έβαψε μαύρα και φοράει ρούχα πάντα κολλητά. Εντάξει, μπορεί να μην έχει την αγάπη που θέλει, κάποιος όμως της δίνει τρυφερότητα και εκείνη του δίνει στοργή. Της είπα ότι θα περάσω εδώ φέτος όλον τον χειμώνα, μπορεί και τον επόμενο, και χάρηκε. Κάναμε παρέα και σκέφτηκα να ξανανοίξω το μαγαζί του πατέρα μου με τα υφάσματα και να την πάρω υπάλληλο, αν όλα πάνε καλά. Για να βγάζεις τους χειμώνες στην επαρχία χρειάζεσαι ένα καλό στέκι με φίλους, ζεστασιά, πολλές μπύρες και λαϊκά τραγούδια στο τζουκ μποξ. Αλλά όχι έρωτες. Μετακινήθηκα προς την κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο, άρχισε μια βροχή καταρρακτώδης που σάρωσε ό,τι βρήκε μπροστά της και κατέβασε λάσπη από τα γύρω βουνά. Κατέβασε και πολλά σάπια ξύλα και μεγάλα έντομα που αντέχουν στον κατακλυσμό. Μικροί αμφίβιοι δεινόσαυροι που κάποτε έσωσε ο Νώε και τώρα είναι άτρωτοι. Πριν νυστάξουμε το φως είναι καλό για μια φωτογραφία, όλα είναι ακριβώς όπως τα θέλουμε. Η ζωή στο μυαλό μας είναι μια σύνθεση από θραύσματα άλλων ζωών που θα θέλαμε να ζούμε στην πραγματικότητα. Όλα τα όμορφα, τα ευτυχισμένα, τα ήσυχα κομμάτια αγάπης και γενναιόδωρου έρωτα που έχει διασώσει η μνήμη μου αλλά και άλλα, κτηνώδη και απάνθρωπα, τότε ξυπνάει εντός η ανάγκη για συντροφικότητα και επιστρέφει δριμύτερος ο φόβος της μοναξιάς. Μεγαλώνει η μοναξιά, μεγαλώνει η Λίμνη, μεγαλώνει κι η νύχτα. Μπορεί να είμαι άνθρωπος στραβός, αλλά είμαι τίμιος. Πάλι, βρίσκομαι με τη φαντασία μου σε τόσα μέρη, όπως ήταν παλιά, πριν από δεκαετίες. Ίσως γιατί δεν μπορώ να κάθομαι και τόσο στα νέα μέρα, όπως τα έχουν φτιάξει κάποιοι άλλοι, τελείως, μα τελείως, ξένοι, για μας. Εγώ, τουλάχιστον, δεν μπορώ. Αν υπήρχαν παντού παρέες γνήσιες, ανόθευτες, θα ήταν όλο το πράγμα καλό, κι ίσως να άντεχε περισσότερο από όσο τελικά άντεξε. Η πόλη έχει πια ξεχειλώσει, ο φίλος μένει μακριά, και το ταξίδι μπορεί να ‘ναι δυο τρεις ώρες να φτάσεις στο αεροδρόμιο ή στα πλοία, και μετά μόνο μισή ώρα ώς εκεί που πας. Παλαβά πράγματα, που αφαιρούν χειρουργικά το καλύτερο μέρος ενός ταξιδιού: αυτό που μπορεί να συμβεί στη διαδρομή. Σε οδηγούν σε μια είσοδο ενός αεροπλάνου, και σε ξαναπαίρνουν σαν με φορείο, όρθιο, από ‘κει. Και δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις ένα νόμισμα που θά ‘χει πέσει από έναν άλλον, προηγούμενο από σένα άνθρωπο και ταξιδιώτη, λίγο πριν στην ίδια διαδρομή. Σε λίγο θα βρεθούμε όπως στο παλιό τ’ ανέκδοτο: με τις ταυτότητες στο στόμα, δαγκωμένες γερά, θεόγυμνοι σε ιπτάμενα Γκουαντανάμο. Χτες ήμουνα ξανά κοντά στη λίμνη, σ’ ένα μικρό ταβερνάκι, παίζανε λαϊκά και δυο τρεις φίλοι είχαν πάρει τις κιθάρες και ένα μπουζούκι. Ήταν βράδυ κι ήταν ερημιά. Κι είχα πάει μ’ ένα βάρος μεγάλο, κι έμπαινε κόσμος συνέχεια, κι έπαιρνε πακέτα με το φαγητό του, κι εγώ περίμενα το κοτόπουλο που είχα παραγγείλει. Κι αυτή η αναμονή, μόνος μες στους άλλους που ήμουνα, μ΄έβαλε στη φάση της ευεργετικής μελαγχολίας που λέγαμε, κι ο χρόνος σταμάτησε πάλι τέλεια. Κι άλλη φορά το ίδιο έπαθα και στην Αθήνα, στους Παπαγιάννηδες. Κι εμφανίστηκε κι ένας μαύρος με τα cd, και πήγαινε κι αυτός νωχελικά, κι ήτανε σαν νά ‘χαμε όλοι μαζί μεταφερθεί μαγικά στην Κούβα του Φιντέλ, στην άλλη άκρη του κόσμου δηλαδή. Στην Αβάνα. Κυμάτισε μια ερημιά στη στοά του παλιού σινεμά του «Άλεξ» τρομερά λυτρωτική ξαφνικά. Ό,τι και να γίνεται, προς όπου και να προσπαθούν στρατιές ολόκληρες να μας οδηγήσουν, μόλις φυσήξει στη στοά των Παπαγιάννηδων, στην Αβάνα εμείς πάντα θα βρισκόμαστε, με άλλα πρόσωπα, δικά μας, φιλικά. Τις σκέψεις αυτές διέκοψε το ντριν του τηλεφώνου. Ήταν η Εύα, κανονίσαμε αύριο βράδυ να πάμε σινεμά. Στο σινεμά αφήνεις το εγώ σου μες στο σκοτάδι της αίθουσας, και το φως της οθόνης σε καθηλώνει, σ’ αναγκάζει κάπου αλλού, πέρα από σένα, να οδηγηθείς. Είτε ως ήρωας κι εσύ, είτε ως σκηνοθέτης ενός άλλου κόσμου, αποκαλυπτικού. Μερικές νύχτες όμως προτιμώ το ποδόσφαιρο. Παρί Σεν Ζερμαίν! Ομαδάρα. Ο Μπουφφόν είναι ο μέγιστος τερματοφύλακας, ίσως κι όλων των εποχών. Σαν ένα σκιάχτρο στα χωράφια φοβερό και τρομερό, να διώχνει τα μαύρα πουλιά. Αλλά και σαν παράξενη νοικοκυρά μαζί. Κι έστηνε και τους συμπαίκτες του σε κάθε στημένη φάση υποδειγματικά, σαν κορίνες στο μπόουλινγκ σωστά, να μην περνάει τίποτα. Αυτός οργάνωνε αυτό που λέγεται παιχνίδι. Αυτός οργάνωνε τη μαγεία. Γιατί και για τη μαγεία πρέπει κανείς να εργαστεί, να τη σώσει για να τον σώσει. Κι ο Μπουφφόν γι’ αυτό ακριβώς μας γοήτευσε όλους. Γιατί είναι κι ωραίος αλήτης μαζί. Έχει και την την επικίνδυνη, αλλά ποιητική, μαγκιά που χρειάζεται. Κι αυτό το σκοτεινό, αλλά υπερβατικό πράμα. Τους τακτοποιούσε τους Καναβάρους και τους Πίρλους του σαν να περίμενε τους καλεσμένους του να ‘ρθούν.

Όλοι ήρθαμε κάποτε σε αυτή τη ζωή για να δώσουμε λίγο ενδιαφέρον σε κάτι. Αυτή η στάση, δεν θέλω να μοιάζει σαν στάση λεωφορείου που ποτέ δεν έρχεται, τελικά.
Τώρα, θα πάρω ένα κλαρίνο, αντί για όλα αυτά, να φύγω με τη μουσική του, σιγά-σιγά, λέγοντας ονόματα φίλων και ανθρώπων φωτεινών. Να πηγαίνουμε και εμείς με τους άλλους, από κοντά, σε μια οθόνη κινηματογράφου μεγάλη, με το «Έλαβαν μέρος» να περνάει από τη μια μεριά. Κι ύστερα να λέει «Τέλος». Όχι, ας λέει καλύτερα «THE END», ή σε καμιά γλώσσα ακόμα άγνωστη σ’ εμάς, για να νομίζουμε πως δεν λέει τέλος, αλλά πως λέει «ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ» κανονικά.

 

Σημείωση: Τα τμήματα του κειμένου, που είναι γραμμένα με italics,  αφορούν αποσπάσματα μιας συνέντευξης, την οποία είχε παραχωρήσει ο Νίκος Χουλιαράς στον Σωτήρη Κακίση, τον Σεπτέμβριο του 2006, και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα Το Βήμα. Για τις ανάγκες του κειμένου, έχω διασκευάσει και διαμορφώσει με τέτοιο τρόπο τα αποσπάσματα, δίχως στο ελάχιστο να αλλοιωθεί το περιεχόμενο, το νόημα και η σημασία των λεγομένων, για να διευκολύνει την αφηγηματική ροή του παρόντος.

 

 

Προηγούμενο άρθροΓυμνό ή γδυμένο; Η γυναίκα στην τέχνη (της Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα)
Επόμενο άρθροΚυριακή Μπεϊόγλου: “Βορειοδυτικός άνεμος” (Για τον Νίκο Χουλιαρά,2)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ