της Ιωάννας Παπαγιάννη
Το φως του δρόμου έμπαινε από ώρα μέσα από τις γρίλιες των πατζουριών που είχαν σπάσει λίγο πριν πεθάνει η Έλσα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και άναψα το πράσινο πορτατίφ με τα κρόσια, δίπλα στο μαξιλάρι της. Μικρές πτυχές και ζάρες, ανεπαίσθητα τσαλακώματα της μαξιλαροθήκης ανάσαιναν ακόμα κι ένοιωσα σαν σουβλιά μέσα μου την ήττα της ζωής που φέρνει ο θάνατος. Χάιδεψα απαλά την τελευταία γούβα που είχε αφήσει το κεφάλι της κι ένοιωσα πάλι σύγκρυο στην ανάμνηση του ζεστού κορμιού της. Ήτανε πια πολύ αργά όταν άναψα το ούτε ξέρω ποιο τσιγάρο μου κι ετοιμαζόμουν να σβήσω το φως, όταν ξαφνικά χτύπησε το κινητό μου.
Δεν ήθελε να απαντήσει. Η Κάτια, όπως κάθε βράδυ, του είχε τηλεφωνήσει κατά τις δέκα, για να ρωτήσει πώς πέρναγε την μέρα του, τι είχε φάει, αν είχε ξαπλώσει για μεσημέρι, εάν ήθελε να του ψωνίσει κάτι, όλα όσα τελοσπάντων ρωτάει μια αδελφή που λίγο όψιμα νοιάζεται για τον αδελφό της. Δεν της αρνιόταν τίποτα. Όχι από ανάγκη. Πιο πολύ για να μην πιάσουνε καμιά από εκείνες τις ατέλειωτες συζητήσεις που θα τον έβγαζε από τις βραδινές του συνήθειες. Να πιει ένα ουίσκι και να διαβάσει εφημερίδα πριν ξαπλώσει, με το μυαλό στο πιο λατρευτό του πλάσμα. Όχι, η Έλσα δεν είχε φύγει. Ήταν εκεί, μαζί του, δίπλα του, χωμένη στα ζεστά σκεπάσματά τους.
Ξαφνιάστηκα. Μου ήταν αδύνατο να θυμηθώ σε ποιον είχα δώσει τον αριθμό μου. Σίγουρα σε ελάχιστους. Στην αδελφή μου, για παράδειγμα, και σε κάποιους συναδέλφους από την Υπηρεσία που έδειχναν αληθινό ενδιαφέρον για μένα. Το είχα αποκτήσει μια βδομάδα νωρίτερα, πιο πολύ γιατί με πίεζε η Κάτια. «Καλύτερα να ξέρουμε πού είσαι, τώρα που είσαι μόνος. Αν σου τύχει κάτι, να ξέρεις πώς θα μας βρεις, βρε παιδί μου. Άνθρωποι είμαστε».
- «Βασίλη, εσύ; Έλα γρήγορα! Λυκούργου 23, στο Χαλάνδρι…», ακούστηκε, σαν να ερχόταν απ’ τον άλλο κόσμο, μια γέρικη, γυναικεία φωνή.
- «Τι; Ποιος είναι;» ρώτησα ανάστατος και έκπληκτος.
- «Έλα γρήγορα! Βοήθεια…!», την άκουσα να λέει. Και μέχρι να προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, σιγή ασυρμάτου στην άλλη άκρη της γραμμής.
Έκλεισα το τηλέφωνο, βέβαιος πως ονειρευόμουν ξύπνιος. Όμως, όχι. Η κλήση είχε καταγραφεί στη μνήμη της συσκευής, αλλά ο αριθμός ήταν σε απόκρυψη. Το μυαλό μου ξύπνησε απότομα και άρχισε να τρέχει. Ποια ήταν αυτή η γριά; Πώς με βρήκε; Από πού με ήξερε; Κι αν ήταν φάρσα; Καμιά τρελή που παίζει με τα νούμερα; Τόσα και τόσα είχανε δει τα μάτια μου στη Σήμανση. Η φωνή της όμως ήταν θαμπή. Ξεψυχισμένη. Και δεν φαινόταν να αστειεύεται…
*
Αυτά γινόντουσαν κατά τις δύο. Λίγο πριν, η γριά είχε ανάψει το καντήλι και ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο. Το θειάφισμα της ανθισμένης κληματαριάς φέτος την κούρασε. Όμως, δεν ήθελε να φωνάξει κάποιον να την βοηθήσει. Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, αγόραζε ένα κιλό θειάφι και αργά το απόγευμα, γέμιζε μια κάλτσα, την έδενε στο καλάμι και ράντιζε αχνιστά τα καινούρια καλοσχηματισμένα φύλλα εκείνης της όμορφης κληματαριάς που γέρναγε μαζί της. Την φρόντιζε από τότε που ήρθε στο Χαλάνδρι και εκείνη, από αγάπη κι ευγνωμοσύνη, της χάριζε καλή σκιά που έκρυβε την θέα των ενοχλητικών φωταγωγών της γειτονιάς. Μήπως του χρόνου να φώναζε τον Νικήτα, εκείνο το παιδί από το μαγαζί με τα γεωργικά προϊόντα;
Κατέβηκα στον δρόμο να βρω το αμάξι. Είχα βδομάδες να το χρησιμοποιήσω γιατί τις σπάνιες φορές που πήγαινα στο κέντρο για να ρυθμίσω τα της εφορίας ή του ταμείου αστυνομικών, έπαιρνα το μετρό ή, σπάνια, ένα ταξί. Άλλωστε, με το αυτοκίνητο ποτέ μου δεν είχα καλές σχέσεις, σε αντίθεση με την Έλσα που είχε φτάσει να ξέρει τους δρόμους της Αθήνας σαν την τσέπη της. Επιτέλους το ανακάλυψα στην γωνία, πίσω από τον μπλε κάδο. Η νύχτα ήταν δροσερή και ο αέρας σκόρπιζε τις πρώτες μυρωδιές της άνοιξης. Άφησα την Αλεξάνδρας και μπήκα στην Κηφισίας. Ήμουν ακόμα σαστισμένος, πιο πολύ με τον εαυτό μου που, χωρίς να το καλοσκεφτεί, είχε βγει στους δρόμους, ακολουθώντας σαν υπνωτισμένος, μιαν άγνωστη φωνή που μου ζητούσε βοήθεια. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, τότε που γνώρισα την Έλσα και που, προς μεγάλη έκπληξη της αδελφής μου, αποφασίσαμε σχεδόν αμέσως να παντρευτούμε, μας άρεζε να κάνουμε την ίδια διαδρομή μέσα στην νύχτα. Η Έλσα πάταγε το γκάζι για να προλάβει τα φανάρια, και νοιώθαμε ευτυχισμένοι που ο αέρας μάς μαστίγωνε από τα ανοιχτά παράθυρα. Κάναμε σαν παιδιά. Πού είχα κρυμμένη τόση χαρά; Αναρωτιόμουν, κάθε μέρα που έζησα μαζί της. Γιατί να χαθεί αυτή η γυναίκα πού τόσο την αγάπησα;
Η γριά κλείδωσε κι έσβησε το φως της κουζίνας. Η καινούρια νυχτικιά της έπεφτε λίγο μακριά. Αύριο, θα έπρεπε να την κοντύνει. Ξάπλωσε. Έσβησε το μικρό πράσινο πορτατίφ με τα κρόσια πλάι στο κομοδίνο της και αφέθηκε να την πάρει ο ύπνος που πάντα υπήρξε γενναιόδωρος μαζί της. Δεν τον κατάλαβε που μπήκε. Όταν άνοιξε τα μάτια, άναψε το φως και τότε τον είδε να αδειάζει γρήγορα και αθόρυβα τα συρτάρια της ντουλάπας, πετώντας τα ρούχα της στο πάτωμα. Έψαχνε κάτι συγκεκριμένο. Απόρησε που είδε την σακούλα με το θειάφι στα πόδια του. –Τι κάνεις εκεί;, του φώναξε όσο δυνατά μπορούσε. Εκείνος συνέχισε απτόητος. Έτσι όπως ήταν στραμμένος, δεν μπορούσε να δει αυτό που θα έβλεπε λίγα λεπτά αργότερα. Ένα νεαρό παιδί με μαύρο μπουφάν, γάντια και μάσκα που άφηνε να φαίνονται τα σκούρα, σπινθηροβόλα μάτια του. Το παιδί ήταν γνωστό. Το έβλεπε στην γειτονιά. –Σταμάτα, Νικήτα! Θα φωνάξω την αστυνομία!, του είπε, καθώς προσπάθησε να ανασηκωθεί. Τότε εκείνο, βλέποντάς την να πιάνει το ακουστικό, όρμησε πάνω της και παίρνοντας μεγάλες χούφτες θειάφι της βούλωνε το στόμα. Η γριά αντιστεκόταν όσο άντεχε και προσπάθησε να τραβήξει το χέρι του. Το θειάφι απλώθηκε παντού. Ράντισε τα σεντόνια, το πάτωμα, το γέρικο σώμα. Σε λίγο το αγόρι θα έσφιγγε τον λαιμό της με το καλώδιο του τηλεφώνου αλλά έξαφνα θα έφευγε τρομαγμένο για να χαθεί στον κήπο, ακούγοντας την σειρήνα ενός περιπολικού που πέρναγε τυχαία. Η γριά ξανάπιασε μισοπεθαμένη το τηλέφωνο.
*
Έφτασε τρεις όταν πάρκαρα μπροστά στο 23 της οδού Λυκούργου, σ’ ένα από εκείνα τα παλιά, μονώροφα σπιτάκια του Χαλανδρίου, με μια μικρή αυλή, πνιγμένη σε ψηλά, παμπάλαια δέντρα. Γύρω μου, πίσσα. Σκοτάδι. Άναψα τον φακό του κινητού κι έσπρωξα την αυλόπορτα. Οι σιδερένιοι μεντεσέδες έτριξαν στο άνοιγμα κι ένα σκυλί αλύχτησε στο διπλανό οικόπεδο. Ένοιωσα την υγρασία των χόρτων να μπαίνει στα παπούτσια μου. Το χωλό μου πόδι με πέθανε και σκέφτηκα να φύγω. Τι τους θέλω τώρα εγώ τέτοιους μπελάδες;
Χτύπησα το κουδούνι δυο φορές, παρατεταμένα. Από μέσα, καμία απάντηση και καμία κίνηση. Έκανα τον γύρο του σπιτιού και βγήκα στην πίσω αυλή. Η βλάστηση με κάλυπτε και ρούφαγε τους ήχους της νύχτας από τις γύρω πολυκατοικίες. Μόνο η συνεχής ροή απ’ την Πεντέλης έφτανε στ’ αυτιά μου. Κάποιος φρενάρισε απότομα και ξύπνησε μια γάτα ξαπλωμένη στο ντεπόζιτο του πετρελαίου. Προχώρησα προς το σπίτι. Παντού μύριζε θειάφι. Κάποιος είχε ραντίσει τα πρώτα φύλλα της κληματαριάς, κι ένοιωσα ένα ρίγος, μικρό και αναπάντεχο που σκέφτηκα πως η άνοιξη ήταν εδώ. Η πρώτη δίχως την Έλσα.
Ήτανε τρεις και δέκα. Μπροστά μου, ένα σπασμένο κομμάτι ελλενίτ σκέπαζε την είσοδο μιας τζαμαρίας με μισόκλειστες κουρτίνες. Κάπου στην άκρη, ένα τραπέζι, απ’ αυτά τα πλαστικά του κήπου όπου κάποιος είχε αφήσει ένα μακρύ καλάμι μ’ ένα σακουλάκι κρεμασμένο στην άκρη. Πλησίασα το τζάμι και προσπάθησα να δω στο εσωτερικό. Νέκρα. Κατέβασα το διαλυμένο χερούλι της πόρτας. Ήταν ξεκλείδωτη και παραβιασμένη. Μπήκα. Το σπίτι μύριζε σαπίλα και κλεισούρα. Μπροστά μου, ένα πιατάκι με ψωμιά βρεμένα και ψηλά, σε μια κόγχη, ένα καντήλι αναμμένο μπροστά σε μια εικόνα της Κοίμησης.
Προχώρησα. Στο βάθος, σ’ ένα μικρό, υποφωτισμένο δωμάτιο, ένα γέρικο σώμα κρεμόταν ανάσκελα, στην άκρη του κρεβατιού. Ζύγωσα. Το καλώδιο του τηλεφώνου ήταν σφιχτά μπλεγμένο γύρω από τον λαιμό και άγγιζε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού. Η γριά κάρφωνε το ταβάνι με βλέμμα αδειανό, με κόρες διεσταλμένες από φρίκη ενώ το χάσκον στόμα της ήταν στουμπωμένο, όπως-όπως με θειάφι. Κάτι σάπιο έμοιαζε να ρέει ακόμα κάτω από το διάφανο δέρμα της. Έπιασα τον σφυγμό της. Ήταν νεκρή.
*
Έφυγα.
Όπως είχε μπει. Η ΄Ελσα τον περίμενε.