Το φαινόμενο των λογοτεχνικών διαγωνισμών και μια πρώτη αποτίμηση της σημασίας τους

1
2091

 

Ο Τάσος Μιχαηλίδης (*) διερευνά τη σημασία των λογοτεχνικών διαγωνισμών και την επίδρασή τους στην πολιτισμική πραγματικότητα.

α. Οι λογοτεχνικοί διαγωνισμοί ως καταγραφή των λογοτεχνικών τάσεων

Οι λογοτεχνικοί διαγωνισμοί υπήρξαν πάντοτε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο της πολιτισμικής πραγματικότητας κάθε τόπου και κάθε εποχής, καθώς αποτελούν ως έναν βαθμό δείκτη της λογοτεχνικής παραγωγής και φυσιογνωμίας της εγχώριας γραμματολογίας σε μία καθορισμένη χρονική στιγμή. Οι λογοτεχνικοί διαγωνισμοί (Λ.Δ.) δίνουν συχνά τον παλμό, τις υπόγειες και φανερές συνδέσεις της σύγχρονης παραγωγής με τη λογοτεχνική παράδοση, όπως και τις ρήξεις ή αντιφάσεις, όχι μόνο της λογοτεχνικής γραφής στην ιστορία του πολιτισμού μας, αλλά και του τρόπου αποτίμησής της. Έτσι, οι Λ.Δ., τουλάχιστον όσοι διαθέτουν εθνική εμβέλεια, αποτελούν μια σφυγμομέτρηση της λογοτεχνικής γραφής και της τάσης ή στάσης των νεότερων δημιουργών, γιατί αυτό ακριβώς το στοιχείο κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό, απέναντι στην παράδοση, στην επικρατούσα αισθητική και την κοινωνική δομή, που τους βασικούς πυρήνες της, σε κάποιο βαθμό, η αισθητική αυτή απηχεί και υπηρετεί.

Πάντως, το ζήτημα των Λ.Δ. βρίσκεται συχνά στην πολιτισμική επικαιρότητα, γιατί καταφέρνει να δημιουργεί αμφιλεγόμενα συναισθήματα στους εμπλεκόμενους -με όποια ιδιότητα και αν συμμετέχουν στη διαδικασία-, θέτει διαρκώς στο προσκήνιο τα προκλητικά ερωτήματα που απασχολούν διαχρονικά τη λογοτεχνική και φιλολογική κριτική, ενώ αποτελεί ένα σημείο επαφής όλων των λογοτεχνικών γενεών, τάσεων, νοοτροπιών και τεχνοτροπιών μιας εποχής. Είναι, επίσης, πιθανόν να αναδείξουν ή έστω να ενθαρρύνουν συγγραφείς που στο μέλλον μπορεί να ενταχθούν στον λογοτεχνικό κανόνα της εθνικής λογοτεχνίας μας, ενώ κατά πολλούς είναι δυνατόν να αποθαρρύνουν νέους και πιθανότατα υποσχόμενους λογοτέχνες, από την προσπάθειά τους να διεκδικήσουν μια θέση στον συγκεκριμένο χώρο.

Σε κάθε περίπτωση, οι Λ.Δ. επικαιροποιούν κάθε φορά την ανάγκη των «ειδικών», κριτών και κρινόμενων, να προσδιορίσουν ποια στοιχεία/χαρακτηριστικά ορίζουν ένα κείμενο ως λογοτεχνικό, ενώ ακόμα περισσότερο τους πιέζουν να αποσαφηνίσουν ακριβή κριτήρια αξιολόγησης των λογοτεχνικών έργων, απευθυνόμενοι μπροστά σε ένα πλατύτερο κοινό.

 

β.Το διακύβευμα της αντικειμενικότητας και ο πολιτισμικός αντίκτυπος των λογοτεχνικών διαγωνισμών

Όλοι οι προαναφερθέντες λόγοι φανερώνουν τις εύθραυστες ισορροπίες πάνω στις οποίες κινούνται οι Λ.Δ., αλλά και επιβεβαιώνουν τη σημασία τους για την ανάδειξη νέων αισθητικών προτύπων που αλληλεπιδρούν γόνιμα με την εκάστοτε λογοτεχνική παράδοση. Πιθανότατα, η γοητεία που ασκούν στους «επαγγελματίες αναγνώστες», κριτικούς, δημιουργούς και ερευνητές, κρύβεται στην αντίφαση που ελλοχεύει στην ίδια τη φράση, καθώς συμπλέκεται η έννοια «λογοτεχνικός», άρα συναισθηματικά φορτισμένος και υποκειμενικά προσδιορισμένος λόγος, με τη λέξη «διαγωνισμός», που συνεπάγεται μία αντικειμενική διαδικασία κρίσης και επιβράβευσης-ανάδειξης του πιο ολοκληρωμένου έργου. Παραδοσιακά, για όσους μας αφορούν, είναι ένα κρίσιμο θέμα που δοκιμάζει τις κοινωνικές και ατομικές μας δεξιότητες και αντοχές, επιφορτισμένο, κατά περιόδους, με αρκετές δόσεις συνωμοσιολογίας, αμηχανίας και αγωνιστικού πνεύματος, όχι απαραίτητα ιδιαιτέρως εξευγενισμένου, αφού οι Λ.Δ. λειτουργούν ως το τελευταίο προπύργιο επισφράγισης ενός status quo στον βαλλόμενο χώρο των γραμμάτων και των ανθρωπιστικών επιστημών, γι’ αυτό και αρκούντως σημαντικών για να παραγκωνιστούν ή να ξεχαστούν ως ζήτημα.

Έτσι, απέναντι στο συγκεκριμένο πολιτισμικό φαινόμενο θα μπορούσα να έχω αρνητική ή θετική στάση, αλλά ως ερευνητής της λογοτεχνίας, λογοτέχνης και μάλιστα διαγωνιζόμενος τα τελευταία χρόνια σε κάποιους από αυτούς, έχοντας άλλες φορές διακριθεί ή βραβευτεί και άλλες «αποτύχει», όπως και ενίοτε έχω διατελέσει κριτής σε ορισμένους, δεν θα μπορούσαν να με αφήνουν αδιάφορο. Οφείλω να ομολογήσω, ότι από νωρίς στα φοιτητικά έδρανα, ως νεαρός σπουδαστής της ιστορίας της λογοτεχνίας και εκκολαπτόμενος λογοτέχνης, ανέπτυξα αρχικά μια αρνητική στάση απέναντι στους Λ.Δ., στάση αμηχανίας, ανασφάλειας που οδηγούσε σε μια ψευτοπεριφρονητική και ελιτίστικη αποστασιοποίηση εκείνη την εποχή, η οποία κράτησε για χρόνια. Θεωρώ ότι ήταν το αποτέλεσμα της φοβίας ενός νέου δημιουργού να εκτεθεί και να απορριφθεί από κριτές, καθώς δεν είχα ακόμα καλλιεργήσει αντανακλαστικά αντιμετώπισης σε μια ενδεχόμενη «αναγνωστική απόρριψη», αναφορικά με μια τόσο προσωπική και φορτισμένη συγκινησιακά ενασχόληση.

Αρχικά, η στάση μου ήταν η αντίδραση ενός νεοφώτιστου φοιτητή στο γεγονός της «αποτυχίας» σημαντικών λογοτεχνών, που επιβλήθηκαν με το πέρασμα των χρόνων στον λογοτεχνικό κανόνα, να διακριθούν σε διαγωνισμούς της εποχής τους, στους οποίους επικράτησαν ομότεχνοί τους, πιθανότατα ξεχασμένοι σήμερα. Ωστόσο, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, ενδεχόμενες νίκες ή αποτυχίες, ούτε βοήθησαν απαραίτητα, ούτε, όμως, εμπόδισαν. Πάντως, η τάση είναι να δικαιολογούμε ως φυσική τη νίκη κάποιου που αργότερα κέρδισε την υστεροφημία, ενώ ασχολούμαστε επιμόνως με την παράδοξη ήττα του, χωρίς να εστιάζουμε, συνήθως, στους κανόνες του διαγωνισμού, στην εποχή και τα διαγωνιζόμενα έργα.

Όπως ανέφερα, όμως, οι Λ.Δ. είναι μια σφυγμομέτρηση της στιγμής και η βράβευση ή η διάκριση είναι αποτέλεσμα μίας αξιολόγησης με συγκεκριμένα κριτήρια, από συγκεκριμένα άτομα, μέσα σε ένα καθορισμένο πλαίσιο. Αποτελούν, ταυτόχρονα, την ανάδειξη της αναγνωστικής δυναμικής ενός έργου, μέσα σε ένα σύντομο και πιεστικό χρονικό διάστημα, σε άμεση σύγκριση με την αναγνωστική δυναμική άλλων κειμένων και όχι την αποτίμηση της αξίας ή την πρόβλεψη της πορείας ενός δημιουργού.

Η παραπάνω αποσαφήνιση, ωστόσο, δεν θεωρώ ότι αλλοιώνει την αξία της στιγμής ενός θετικού αποτελέσματος, ούτε μειώνει την ευθύνη των κριτών να διαμορφώνουν σαφή κριτήρια αποτίμησης της λογοτεχνικής προσπάθειας των συμμετεχόντων. Άλλωστε, η τελική κρίση είναι συνήθως απότοκος ομαδικής επανεκτίμησης κάποιων έργων, τα οποία ξεχώρισαν σε μια πρώτη αποτίμηση. Συνεπώς, πολύ συχνά έργα που έφτασαν κοντά στη βράβευση ή διάκριση, τελευταία στιγμή μπορεί να βρεθούν εκτός λίστας, χωρίς να μάθουν ποτέ την κατάταξή τους οι συγγραφείς. Αυτή η αναφορά δεν είναι παρηγοριά στους ηττημένους, ούτε επιχείρημα υπέρ της δικαιοκρισίας της όποιας κριτικής επιτροπής, αλλά απλώς μια καταγραφή της πραγματικότητας. Γι’ αυτό θεωρώ ωφελιμότερους τους διαγωνισμούς, ενηλίκων και μαθητικούς, οι οποίοι ανθολογούν ένα συγκεκριμένο αριθμό επιλεγμένων κειμένων σε ηλεκτρονική ή έντυπη έκδοση, ενώ δεν είμαι θετικά διακείμενος απέναντι σε Λ.Δ. που μοιράζουν για επικοινωνιακούς λόγους πολλά βραβεία και επαίνους. Μάλιστα, θεωρώ το έπαθλο της ανθολογίας πιο σημαντικό από το όποιο χρηματικό ποσό προσφέρουν άλλοι Λ.Δ. στους νικητές, γιατί η  συμμετοχή σε ένα συλλογικό έργο είναι χρησιμότερη, όπως θα εξηγήσω, για έναν νέο δημιουργό. Έτσι, προτείνω σε νέους λογοτέχνες, η έντυπη ή ηλεκτρονική έκδοση μιας μικρής λίστας λογοτεχνικών έργων να αποτελεί κριτήριο επιλογής για τη συμμετοχή τους σε μία τέτοια διαδικασία, λαμβάνοντας, βέβαια, σοβαρά υπόψη τους ποια άτομα στελεχώνουν την κριτική επιτροπή, αφού κατά βάση η δική τους αξιοπιστία νοηματοδοτεί ως ωφέλιμο το όλο εγχείρημα για τους συμμετέχοντες.

γ. Κατηγορίες εμπλεκομένων και κριτήρια συμμετοχής των διαγωνιζόμενων

Το παρόν κείμενο, λοιπόν, δεν αποσκοπεί σε μια ενδελεχή μελέτη και αποτίμηση των κινήτρων των εμπλεκομένων στους Λ.Δ., ούτε των κατηγοριών που συμμετέχουν ως διαγωνιζόμενοι, αφού δεν είναι δυνατόν αυτό να γίνει χωρίς βιβλιογραφική έρευνα, αν και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα, το οποίο απαιτεί την προσοχή των ερευνητών της λογοτεχνίας και της πολιτισμικής κριτικής. Η ανάλυσή μου επικεντρώνεται σε μια πιο διαισθητική επισκόπηση και καταγραφή ενός τρόπου πρόσληψης του φαινομένου φανερώνοντας την ενάργεια της διάδρασής του στη νεοελληνική πραγματικότητα και αναδεικνύοντας τη δυναμική, τις δυσκολίες και τις προκλήσεις της σύγχρονης λογοτεχνίας.

Σε αυτό, λοιπόν, το σημείο, φτάνουμε σε δύο βασικές κατηγορίες, αναφορικά με το κοινό που απευθύνονται: α) τους Λ.Δ. ενηλίκων κάθε ειδολογικής κατηγορίας και β) τους Λ.Δ. ανηλίκων, γνωστούς συχνά ως μαθητικούς. Αναφορικά με τη διαδικασία και τους ρόλους των εμπλεκομένων, μπορούμε να διακρίνουμε: α) τους οργανωτές, -εντάσσω εδώ και τους ενδεχόμενους χορηγούς-έμπειρους και άπειρους, καταρτισμένους ή όχι, τοπικής και εθνικής εμβέλειας, θεσμικούς και μη θεσμικούς, τους έχοντες ως κύριο κίνητρο την ανάδειξη της γραφής νέων/ικανών δημιουργών και όσους αποσκοπούν πρωτίστως στη δική τους προβολή. β) Τους κριτές που συνήθως προέρχονται, όσο είναι δυνατόν στο ασφυκτικό πολιτισμικό τοπίο της Ελλάδας να διαχωριστούν, από τον χώρο της λογοτεχνίας, της λογοτεχνικής κριτικής, της δημοσιογραφίας, της μέσης εκπαίδευσης, (ειδικά για τους μαθητικούς ή τοπικούς Λ.Δ.) και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. γ) Τους κρινόμενους που ως κατηγορία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού αυτή τελικά δίνουν σάρκα και οστά στη διαδικασία.

Ειδικότερα, όσον αφορά στην κατηγορία των διαγωνιζόμενων, μπορεί κανείς να διακρίνει διάφορες υποομάδες με βάση τα κίνητρα συμμετοχής τους. Συνήθως, ένας αριθμός συμμετεχόντων ανήκει στην ομάδα των νέων δημιουργών που βρίσκονται ακόμα σε πρωτόλεια στάδια γραφής και δεν έχουν διαμορφώσει τη λογοτεχνική τους φωνή, οι οποίοι αναζητούν κυρίως επιβεβαίωση ή ενθάρρυνση. Άλλοι, ίσως και οι περισσότεροι, είναι νέοι δημιουργοί, όχι απαραίτητα με ηλικιακά κριτήρια, που γράφουν συστηματικά λογοτεχνία και διεκδικούν μια θέση στο λογοτεχνικό σκηνικό, αναζητώντας ευκαιρίες προβολής και δημοσίευσης του έργου τους ή έστω επικοινωνία με επαρκείς αναγνώστες. Τέλος, έχουμε την κατηγορία των αναγνωρισμένων δημιουργών, αν και οι τελευταίοι απευθύνονται σε Λ.Δ. αυξημένου θεσμικού κύρους και πολιτισμικού βάρους, στους οποίους δεν συνηθίζεται νεότεροι ή πρωτόπειροι δημιουργοί να συμμετέχουν. Σε κάθε περίπτωση, οι αναγνωρισμένοι δημιουργοί στρέφονται στους Λ.Δ., μάλλον με τα ίδια κριτήρια με τη δεύτερη ομάδα, απλώς προσδιορίζουν με πιο απαιτητικό τρόπο την έννοια της προβολής ή συμμετέχουν για το χρηματικό έπαθλο.

δ. Αποτίμηση κινήτρων και τρόπων πρόσληψης των λογοτεχνικών διαγωνισμών ανά κατηγορία

Σε αυτή την πρώτη αποτίμηση του φαινομένου θα εστιάσω στη βασική διάκριση των Λ.Δ. ανάλογα με το κοινό που απευθύνονται –ενηλίκων/ανηλίκων- και θα προτείνω συγκεκριμένα και διακριτά κίνητρα/τρόπους κατανόησης του φαινομένου ανά κατηγορία, στηριζόμενος σε μια βιωματική προσέγγιση ως λογοτέχνης και εκπαιδευτικός. Άλλωστε, το ερώτημα που επανέρχεται, αναφορικά με τους Λ.Δ., είναι αν τελικά αξίζει κάποιος να συμμετέχει και γιατί. Σε πρώτο επίπεδο, όσον αφορά στην κατηγορία των ενηλίκων, θεωρώ ότι η θετικότερη, πλέον, στάση μου στους Λ.Δ. σχετίζεται με τον δικό μου τρόπο αποκωδικοποίησης-ερμηνείας του πολιτισμικού τοπίου σε μια ρευστή/μεταβαλλόμενη εποχή, καθώς περισσότερο ίσως από ποτέ οι συγγραφείς αναζητούν ευκαιρίες επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με άλλους ομότεχνους.

Πώς αυτό μπορεί, όμως, να επιτευχθεί μέσα από τη συμμετοχή ενός δημιουργού με ψευδώνυμο σε έναν Λ.Δ.; Ποια επικοινωνία ή αλληλεπίδραση διασφαλίζεται με μια αποστολή ενός έργου του; Προφανώς, τουλάχιστον, με βάση τη δική μου εμπειρία, δεν εννοώ κάποια διαπροσωπική σχέση και την καλλιέργεια ουσιαστικών λογοτεχνικών συζητήσεων, που θα ήταν πολύ δύσκολο να προκύψει μέσα σε μια αμήχανη και θορυβώδη τελετή βραβεύσεων. Αυτή η επικοινωνία στην οποία αναφέρομαι, σχετίζεται με τη δυνατότητα που προσφέρεται στους διαγωνιζόμενους να οικειωθούν όψεις μιας πιο σύγχρονης και νεωτερικής γραφής μέσα από μια ανθολογία κάποιων διακριθέντων έργων. Αυτή η επιτυχία είναι ίσως η πιο αξιοσημείωτη και ρεαλιστική νίκη που μπορεί να αποβλέπει ένας δημιουργός μέσα στο κάπως άχαρο πλαίσιο των Λ.Δ. Αν και κάποιος είναι πιθανόν να θεωρήσει ότι είναι μια φιλτραρισμένη επιλογή μέσα από κριτήρια άλλων, επομένως, μη διαφωτιστική, η αλήθεια παραμένει ότι αποτελεί μια οικείωση με λογοτεχνικές φωνές που συνδιαμορφώνουν μια νέα αισθητική και το ευσύνοπτο της ανθολογίας κάνει πιο «προσβάσιμα» τα έργα από τον αναγνώστη, σε σχέση με την πληθώρα των άνισων κειμένων, τα οποία εντοπίζει κανείς σε άλλες πηγές, όπως για παράδειγμα στο διαδίκτυο.

Θεωρώ ότι σε μια εποχή που ως νέος/ανερχόμενος λογοτέχνης ορισμένης προβολής ορίζεται, συνήθως, κάποιος μέσης ηλικίας και με αρκετές ήδη δημοσιεύσεις έργων στο ενεργητικό του, αν και αυτό δεν είναι μόνο σύγχρονο φαινόμενο στην ελληνική γραμματολογία, οι ευκαιρίες προβολής μέσα σε δομημένα πλαίσια είναι πολύτιμες. Η διαδικτυακή πραγματικότητα και οι αυτοεκδόσεις, αναμφίβολα, προσφέρουν χώρο έκφρασης σε μια οικονομική καθημαγμένη εκδοτική πραγματικότητα που αναλώνεται είτε σε επανέκδοση γνωστών συγγραφέων του 19ου και 20ου αιώνα, καθιερωμένων στην ιστορία της εθνικής παράδοσης –π.χ. Κ.Π. Καβάφης- είτε στην επένδυση σε μυθιστορήματα που πραγματεύονται ευπώλητες θεματικές, αλλά η τεράστια προβολή, συχνά χωρίς κανένα προστατευτικό κριτικό πλαίσιο, δεν αφήνει περιθώρια για πραγματική επαφή του συγγραφέα με τους αναγνώστες του. Οι Λ.Δ., επομένως, τουλάχιστον, ένας αριθμός από αυτούς, εγγυάται μια δέσμευση προσεκτικής ανάγνωσης από επαρκείς αναγνώστες σε μια εποχή ταχύτητας και προχειρότητας, στην οποία ο χρόνος που απαιτεί η ενεργητική ανάγνωση μοιάζει ανέφικτος ή ουτοπικός ή έστω δεν είναι πιθανόν να τον δαπανήσει ο δέκτης σε μία ανερχόμενη ή άγνωστη φωνή, χωρίς να τον διαβεβαιώνει κάποιος ότι επενδύει την ενέργειά του σε μια «σίγουρη αξία».

Με λίγα λόγια, ακόμα και η επίτευξη μιας βράβευσης είναι μικρότερης σημασίας σε σύγκριση με τη σχετική εγγύηση ποιότητας που διασφαλίζουν οι καταρτισμένοι κριτές και την επικοινωνία του δημιουργού με επαρκείς αναγνώστες μέσω μιας τέτοιου τύπου ανθολογίας. Σε μια λογοτεχνική πραγματικότητα χωρίς αίσθηση της συνοδοιπορίας και της ανοιχτής διαλεκτικής των νέων δημιουργών γύρω από μεγάλες ιδέες και σχήματα, οι λογοτέχνες που ανθολογούνται έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν ομοιότητες και διαφορές, μορφολογικές και θεματικές συναντήσεις. Μέσα σε μια αστική ή ημι-αστική συνείδηση, η οποία έχει προσδιορίσει τη φιλαναγνωσία ή τη δημιουργική γραφή ως ένα ακόμα φωσφορίζον χαρακτηριστικό της ακριβοπληρωμένης εκπαίδευσής της -διακοσμητικής, όμως, λειτουργίας-, η επαφή, η οικείωση, ο έμμεσος διάλογος λογοτεχνών και αναγνωστών, η μελέτη των ομοτέχνων σε μια σπάνια μαζική εκδήλωσή της είναι ξεχωριστή εμπειρία. Υπό αυτό το πρίσμα, οι αναγνωρισμένοι δημιουργοί μπορούν να ανακαλύψουν και να μελετήσουν νέες φόρμες και θεματικά μοτίβα, ενώ οι αναζητούντες ευκαιρίες ανέλιξης στον λογοτεχνικό στίβο είναι οι κατεξοχήν κερδισμένοι μέσα από αυτή τη διαδικασία, όπως ανάλογα οφέλη είναι δυνατόν να προκύψουν για τους διεκδικούντες ενθάρρυνση ή σύγχρονα πρότυπα γραφής.

 ε. Επιλογικά

Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η συμμετοχή σε έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό οφείλει να μην επιδρά στην ανάγκη ή την απόφαση κάποιου να εκφράζεται μέσω της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνική φωνή ενός δημιουργού διαμορφώνεται σταδιακά μέσα στον χρόνο και δεν αρκεί η πηγαία ικανότητα, αλλά απαιτεί επένδυση χρόνου, εκπαίδευση και συστηματική έρευνα και επεξεργασία των κειμένων του.

Είναι φανερό ότι όποιος έχει φτάσει στο σημείο «εσωτερικής τριβής», ώστε να αυτοπροσδιορίζεται ως λογοτέχνης, δεν μπορεί να αποθαρρυνθεί ουσιαστικά από την όποια έκβαση ενός Λ.Δ., ούτε κάμπτεται η ενδογενής ανάγκη του να εκφράζεται μέσω της γραφής και να εξελίσσεται καλλιτεχνικά. Αν κάποιος διεκδικεί τη σύγκρισή του με άλλα έργα, όπως σε όλους τους χώρους, χρειάζεται καταρχήν να εμπιστεύεται και να πιστεύει στην πορεία του και την ιδιοτυπία της φωνής του, γιατί μόνο τότε έχει να κερδίσει από την όποια διαδικασία δημοσίευσης ή προβολής. Η αίσθηση αυτοκυριαρχίας ενός δημιουργού είναι ένα πρωταρχικής σημασίας χαρακτηριστικό που έρχεται με τα χρόνια δουλειάς πάνω στην προσωπική έκφραση και αυτή η αυτοεκτίμηση αποτελεί κριτήριο και βάση οποιασδήποτε επόμενης κίνησης. Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι η όποια συμμετοχή πρέπει να έρχεται σε μια στιγμή ωριμότητας, για να μην αισθάνεται πως εκτίθεται ή παλινωδεί στη σχέση του με τον εαυτό του και τη λογοτεχνία.

Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα που ο καθένας δημιουργός είναι αναγκαίο να θέτει στον εαυτό του, πριν από κάθε απόφασή του να επιδιώξει την επικοινωνία του με τους αναγνώστες, είναι οι μαθητικοί διαγωνισμοί. Σε αυτή την περίπτωση, ο ρόλος των εκπαιδευτικών είναι πολύ σημαντικός για τον τρόπο πρόσληψης και αντιμετώπισης ενός τέτοιου διαγωνισμού. Η συμμετοχή σε έναν μαθητικό Λ.Δ. δεν γίνεται για τη διάκριση, ούτε για τη συμμετοχή σε ανθολογίες και την προβολή, αλλά για την ενθάρρυνση των εφήβων να ανακαλύψουν τις κλίσεις τους, να αισθανθούν αυτοπεποίθηση και να νιώσουν ασφαλείς να ενσωματωθούν στη μαθητική κοινότητα με βάση τα δικά τους προτερήματα, αλλά και να εμβαθύνουν στον εαυτό τους, αποκτώντας κίνητρα ενεργητικής ανάγνωσης και δημιουργικής έκφρασης.

Είναι λυπηρό, βέβαια, που οι μαθητικοί Λ.Δ. έχουν απομείνει σχεδόν οι μόνοι διαγωνισμοί που ανήκουν στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών. Κρίνεται απαραίτητο, να οργανώνονται όχι μόνο διαγωνισμοί δημιουργικής γραφής, αλλά και ερμηνευτικής ικανότητας και φιλαναγνωσίας, γιατί σε αυτό συνίσταται, ούτως ή άλλως, η στόχευση των Λ.Δ. για ανήλικους. Το άλλοθι της μείωσης των μαθητικών διαγωνισμών λόγω της προσπάθειας ελέγχου ή περιορισμού της τεχνοκρατικής σημασιοδότησης της έννοιας της αριστείας στη σύγχρονη εποχή δεν έχει πραγματικό έρεισμα στην περίπτωση των Λ.Δ. και στα γνωστικά αντικείμενα των ανθρωπιστικών επιστημών, εφόσον οι ιδέες και οι έννοιες που πραγματεύονται τα εν λόγω αντικείμενα αποσκοπούν στην καλλιέργεια της ελεύθερης επιλογής, της ορθολογικής κρίσης και της ολόπλευρης μόρφωσης. Έτσι, ενώ οι Λ.Δ. ενηλίκων αποτελούν έναν έμμεσο τρόπο συνάντησης λογοτεχνικών φωνών της σύγχρονης πολιτισμικής πραγματικότητας και προϋποθέτουν τη συνειδητοποιημένη και συστηματική σχέση με τη λογοτεχνία ως τέχνη με την ιδιαίτερη παράδοση και τις τεχνικές της, οι μαθητικοί Λ.Δ. είναι ένα εργαλείο αυτοβελτίωσης και ενίσχυσης της αυτογνωσίας, με παιδαγωγικό στόχο που δεν απαιτεί, ούτε αναμένεται διαμόρφωση μιας λογοτεχνικής φυσιογνωμίας από τον συμμετέχοντα.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η σημασία και οι διαστάσεις των Λ.Δ. ως πολιτισμικό φαινόμενο δεν περιορίζονται μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας, αλλά σχετίζονται και αντανακλούν τις νοοτροπικές δομές μιας κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας.  Οι Λ.Δ. συνιστούν πεδίο άσκησης, κίνητρο εξέλιξης και μέσο προβολής των νέων δημιουργών, όπως και καταξίωσης κατασταλαγμένων και αισθητικά άρτιων φωνών της εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο να επενδύσουν οι θεσμικοί και πολιτισμικοί φορείς στην οργάνωση, την αξιοπιστία και τη μέγιστη δυνατή εδραίωση τέτοιου τύπου εγχειρημάτων στην ελληνική κοινωνία. Αναμφίβολα, αν διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες και δοθούν τα αναγκαία κίνητρα, οι Λ.Δ. μπορούν να αποτελέσουν πυλώνα πολιτισμού, ενώ ειδικά οι μαθητικοί διαγωνισμοί είναι δυνατό να λειτουργήσουν ως παιδαγωγικό εργαλείο καλλιέργειας της ενεργητικής ανάγνωσης των νέων.

Σε τελική ανάλυση, γίνεται σαφές ότι υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί λόγοι που δείχνουν ότι απαιτείται περισσότερη διερεύνηση του εν λόγω φαινομένου, σχετικά με τους τρόπους που αλληλεπιδρούν με την πορεία της λογοτεχνικής γραφής, τη διαμόρφωση του λογοτεχνικού κανόνα, αλλά και τον παιδαγωγικό ρόλο τους μέσα στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

 

(*) Ο Τάσος Μιχαηλίδης είναι Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ-λογοτέχνης

Προηγούμενο άρθροΈνα διαρκές βάδην της ψυχής: Η Ταφή του Κόμητος Οργκάθ της Κλ.Λυμπέρη (Γράφει η Λίλλυ Εξαρχοπούλου)
Επόμενο άρθροΗ επάνοδος του Τόλη Καζαντζή (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ