Του Νικόλα Σάπο (*)
«Καλησπέρα σας, ο κύριος Νίκος»; Δεν αρχίσαμε καθόλου καλά, σκέφτηκα πριν απαντήσω. Άλλωστε ούτε το κύριος ούτε το Νίκος πέτυχε. «Πείτε το και έτσι» είπα κοφτά. «Ξέρετε, είμαι ο κ. Μερεμέτης, ο διαχειριστής της πολυκατοικίας. Θα πρέπει να κατεβείτε στην αποθήκη σας στο υπόγειο να ελέγξετε τα πράγματά σας γιατί έσπασε ένας σωλήνας και γεμίσαμε νερά. Βέβαια σταματήσαμε τη διαρροή αλλά σε μερικές αποθήκες ήδη έχει γίνει ζημιά» είπε σχεδόν χωρίς ανάσα ο άγνωστος σε μένα κύριος.
Πολλές νέες πληροφορίες ξαφνικά κατέκλυσαν το μυαλό μου: Διαχειριστής, κ. Μερεμέτης, διαρροή, αποθήκη, υπόγειο, ζημιά. Όπως σε κάθε άλλη αντίστοιχη περίπτωση έτσι και τώρα έπαθα αυτό που παθαίνω συνήθως. Μπλόκαρα. Τα λίγα δευτερόλεπτα σιωπής ήταν ικανός χρόνος για να νομίσει ο κ. Μερεμέτης ότι του έκλεισα το τηλέφωνο ή είχα λιποθυμήσει. Το μόνο που σκέφτηκα να ρωτήσω μετά από αυτή την καταιγίδα πληροφοριών ήταν το πώς βρήκε το τηλέφωνό μου.
Μόλις κλείσαμε, σκέφτηκα πιο ψύχραιμα την κατάσταση. Είχε έρθει η καταστροφή. Η αποθήκη στο υπόγειο, ήταν γεμάτη με όλα τα προσωπικά μου αντικείμενα, που είχα κουβαλήσει από το παλιό παιδικό μου δωμάτιο και μου απαγόρευσε η σύζυγός μου να βάλω στο σπίτι μας. Και τώρα, ο χώρος αυτός ήταν γεμάτος και με νερά.
Έβαλα τα αθλητικά μου παπούτσια και κίνησα να κατέβω στο υπόγειο. Δεν με ένοιαξε ούτε στιγμή ότι φορούσα πιτζάμες. Λίγο πριν βγω από το σπίτι θυμήθηκα ότι δεν έχω τα κλειδιά της αποθήκης. Ήταν στο μπρελόκ της Φωτεινής και δεν είχα αξιωθεί τρεις μήνες από τη μετακόμιση να βγάλω αντικλείδι ή έστω να τα βγάλω από εκείνον τον κρίκο.
Έψαξα το κινητό μου και την πήρα έντρομος τηλέφωνο. Μέχρι να βρω ειρμό στο λόγο μου πετούσα σκόρπιες λέξεις. Στην αρχή η Φωτεινή κατάλαβε ότι ήρθε ο λογαριασμός νερού και ότι έπρεπε να κάνουμε κάποιο μερεμέτι στην αποθήκη μας. Όταν ηρέμησα κάπως και έπιασε καλύτερο σήμα το τηλέφωνο, κάθε παρεξήγηση είχε λυθεί. Ωστόσο, τα κλειδιά θα βρίσκονταν στα χέρια μου σε δυο ώρες. Δεν ήταν διατεθειμένη η Φωτεινή να πει στο αφεντικό της «Συγγνώμη, μπορώ να φύγω νωρίτερα γιατί πλημμύρισε η αποθήκη με το Atari του άντρα μου»;
Και όμως δεν ήταν η παιχνιδομηχανή που με έκαιγε σε αυτό το υγρό σκηνικό. Τρεις κούτες ήταν ο λόγος του πανικού μου. Τρεις χάρτινες κούτες με περιεχόμενο ιερό και πολύτιμο. Στην πρώτη είχα βάλει μέσα όλες τις φωτογραφίες της εφηβικής μου ηλικίας από την πενταήμερη μέχρι τις διακοπές πριν το Στρατό, από μια εποχή που υπήρχαν ακόμη τα φιλμ. Η δεύτερη κούτα είχε μέσα τα χειρόγραφα της οργισμένης νιότης μου. Από προκηρύξεις για χτυπήματα που δεν έγιναν ποτέ, μέχρι γράμματα ερωτικής απογοήτευσης που είχα στείλει στον εαυτό μου. Στην τρίτη κούτα είχα δεκάδες βιβλία μου αγαπημένα που ενώ θα έπρεπε να βρίσκονται στη βιβλιοθήκη μου, ακόμη δεν είχα αξιωθεί να τα βάλω.
Έκλεισα τα μάτια και προσπαθούσα να θυμηθώ πώς είχα τοποθετήσει τις κούτες στην αποθήκη εκείνο το μεσημέρι της μετακόμισης που έσταζα στον ιδρώτα. Ήμουν σίγουρος πως είχα βάλει τη μία πάνω στην άλλη και μάλιστα ήξερα ακριβώς σε ποιο σημείο. Αλλά δε θυμόμουν σε καμία περίπτωση με ποια σειρά. Βάση λογικής η κούτα με τα βιβλία θα ήταν η βάση, αλλά η λογική εκείνη την ημέρα είχε πάρει ρεπό.
Έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται ποια εξέλιξη θα ήταν η λιγότερο κακή. Τα βιβλία ίσως τα έβρισκα πάλι, αλλά τις φωτογραφίες ή τα χειρόγραφα; Μα και πάλι, αυτές τις φωτογραφίες δεν τις είχα δει ποτέ από τότε που εμφανίστηκαν. Και τα χειρόγραφα πάνω κάτω μπορούσα να θυμηθώ τι έλεγαν. Ο τρόμος εγκαταστάθηκε στο κεφάλι μου όταν έκανα μια απαίσια σκέψη: Όποια κούτα και να βρισκόταν στο έδαφος, θα βρεχόταν, θα διαλυόταν και θα έκαναν βουτιά και οι από πάνω. Αυτή ήταν πιστεύω η πιο κοντινή μου εμπειρία σε εγκεφαλικό.
Στη στιγμή του πανικού που όλα σκοτείνιαζαν μέσα μου κατάφερα να έχω μια λαμπρή ιδέα. Σκέφτηκα να καλέσω κλειδαρά. Ναι αυτή ήταν η καλύτερη σκέψη που είχα εδώ και μήνες. Βγήκα από το σπίτι, άνοιξα το ασανσέρ και επιβεβαίωσα τον αριθμό του κλειδαρά με τα πολλά εφτάρια. Ένας κύριος μεγάλης ηλικίας απάντησε την κλήση.
«Καλησπέρα σας! Γέμισε νερά η αποθήκη μου» είπα αλλά ο γέρος με ενημέρωσε ότι δεν είναι υδραυλικός και πως είχα κάνει λάθος. Κατάλαβα ότι είχα μπερδέψει τα λόγια μου και τελευταία στιγμή κατάφερα να του εξηγήσω. Όπως μου είπε ο κ. Παρασκευάς –έτσι τον έλεγαν- έπρεπε να αποδείξω ότι η αποθήκη ήταν στο όνομά μου. Αλλιώς η θέση του ήταν δύσκολη. Η αποθήκη δεν ήταν στο όνομά μου αλλά στης Φωτεινής. Μπλέξιμο. Ωστόσο ο κ. Παρασκευάς που συνήθως ανοίγει πόρτες, τώρα άφησε ανοιχτό ένα παραθυράκι. Πενήντα ευρώ κατέληξε να λέει. Τον ευχαρίστησα και είπα πως θα τον ξανακαλούσα σε πέντε λεπτά.
Πενήντα ευρώ δεν βγάζω σε δύο μέρες δουλειάς και ο κλειδαράς θα τα κέρδιζε μέσα σε δύο λεπτά. Μου ακούστηκε κάπως άδικο και η αλήθεια είναι πως η τσέπη μου ήταν κάπως άδεια. Κοίταξα το ρολόι και εδώ που τα λέμε μπορούσα να περιμένω τη Φωτεινή. Κατέβηκα λοιπόν στο υπόγειο για να εκτιμήσω την κατάσταση.
Κατεβαίνοντας τους ορόφους με τις σκάλες πρέπει να είδα όλους τους γείτονες που δεν είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Και όλοι θα σκέφτηκαν πως πιτζάμες με αθλητικά δεν είναι ο καλύτερος συνδυασμός εκτός αν είσαι ένας «εκκεντρικός πλούσιος». Μόλις έφτασα στο υπόγειο ο πρώτος ήχος που άκουσα ήταν το πλατσούρισμα όταν πάτησα τα νερά. Κοίταξα κάτω και όλος ο διάδρομος είχε μετατραπεί σε ένα μικρό ποταμάκι.
Βρέθηκα μπροστά στην αποθήκη μας και έβλεπα από τη χαραμάδα της πόρτας το νερό να ρέει άφθονο. Ακούμπησα το αυτί μου στη σιδερένια πόρτα αλλά δεν άκουσα κάτι. Δεν ξέρω τι περίμενα. Ίσως τις παιδικές μου αναμνήσεις να φωνάζουν βοήθεια. Δεν ήξερα από πού να πιαστώ. Για να μην καταρρεύσω κάθισα σε ένα σκαλοπάτι.
Στιγμές αργότερα χτύπησε το κινητό μου. Είχε φτάσει η Φωτεινή και με έψαχνε. Της είπα να κατέβει στο υπόγειο. Όταν είδε την κατάσταση με τα νερά μου είπε ότι δεν είχε καμία όρεξη να πνίξει τις μπαλαρίνες της. Εγώ της απάντησα νευριασμένα ότι έπρεπε να απαγορευτεί δια νόμου αυτός ο τύπος παπουτσιού. Μου πέταξε τα κλειδιά και έτρεξα να ανοίξω την πόρτα.
Πήρα πρώτα βαθιές ανάσες και έβαλα το κλειδί στην πόρτα. Δε γινόταν τίποτα. Τα νερά έχουν φτάσει τόσο ψηλά που χάλασαν την κλειδαριά σκέφτηκα. Ξαναπροσπάθησα. Τίποτα. Τα είχα χάσει όλα. «Τα έχεις χαμένα» μου φώναξε η Φωτεινή και συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά ότι με ξέρει καλύτερα από τον καθένα.
«Δεν είναι αυτή η αποθήκη μας» είπε. «Η δική μας είναι πίσω δεξιά». Είχε δίκιο. Πόσο δίκιο είχε. Πάντα έχει δίκιο αυτό το κορίτσι σκέφτηκα. Πήγα τρέχοντας πίσω δεξιά και βρήκα την πόρτα. Κάτω δεν υπήρχε ούτε σταγόνα. Άνοιξα και διαπίστωσα με ανακούφιση ότι η αποθήκη μας ήταν στεγνή σαν πίτα αλάδωτη. Κοίταξα να βρω τις κούτες αλλά δεν ήταν εκεί. Ευτυχώς τη νέα κρίση πανικού την πρόλαβε η Φωτεινή που με ενημέρωνε ότι τις είχε τοποθετήσει σε άλλο σημείο πάνω σε κάποια ξύλα.
Πήγα δύο φορές στην κόλαση και ξαναγύρισα. Αλήθεια, από τότε έχω μόνιμα ένα φόβο. Δεν ξέρω πως θα αντιδράσω αν κάποιος μου πει ότι «έσπασαν τα νερά».
(*)Από τις εκδόσεις Πανοπτικόν κυκλοφορεί το βιβλίο του Νικόλα Σάπο με τίτλο «Πάντα κάνω λάθος στο πεπόνι».