Λευτέρης Ξανθόπουλος.
Η αυλαία ανοίγει σε προαύλιο σχολείου. Μία γυναίκα γύρω στα 35, η Λιζ Μίτσελ κάθεται σε ένα από τα παγκάκια της αυλής. Τριγύρω, σκόρπιοι, γονείς, γυναίκες κυρίως, περιμένουν να χτυπήσει το κουδούνι, να σχολάσουν τα παιδιά τους, να τα πάρουν και να γυρίσουν στο σπίτι. Εκτός σκηνής ακούγεται ένα παιδικό τραγουδάκι στην αγγλική γλώσσα, που αναφέρεται στην Σταχτοπούτα και που το αντίστοιχό του στα δικά μας, στα ελληνικά, εντελώς ελεύθερα θα μπορούσε να είναι το εξής:
Ψαράκι ένα / ψαράκι δύο
ψαράκι τρεις / ήρθε η ώρα
για να μπεις.
Είναι το γνωστό τραγούδι που τραγουδούν, τα κορίτσια ιδιαίτερα, στο ομαδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου, παιχνίδι δεξιοτεχνίας κυρίως, ευλυγισίας και κίνησης, το Σχοινάκι.
Πλησιάζει μια δεύτερη γυναίκα, η Μάργκαρετ Ντέιβις, στην ίδια περίπου ηλικία με την Λιζ και κάθεται δίπλα της, στο ίδιο παγκάκι.
Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, που παρουσιάζουν στο τέλος εξαιρετικό ενδιαφέρον και αξίζει να τα ζει κανείς και που προέρχονται από τυχαίες συναντήσεις, έτσι και το Σχοινάκι αρχίζει με μια τυχαία συνάντηση, μια μη προγραμματισμένη συνάντηση μέσα σε μια ατμόσφαιρα υγρή και θολή, με ουρανό συννεφιασμένο και με αστραπόβροντα.
Βρισκόμαστε σε μια μικρή αμερικανική επαρχιακή πόλη του νότου, ίσως από αυτές που αγάπησε ο Τενεσί Ουίλιαμς που απειλείται από δυνατή μπόρα, που όλο και λες ότι τώρα θα ξεσπάσει. Η απειλή της καταιγίδας, που την ακούς και την οσφραίνεσαι, διαρκεί σε όλη την διάρκεια του έργου.
Όμως τι ακριβώς αποτελεί αυτή η τυχαία συνάντηση ανάμεσα στις δύο γυναίκες;
Τη συνάντηση του καλού με το κακό;
Τη συνάντηση του επεξεργασμένου με το ανεπεξέργαστο;
Τη συνάντηση του παρελθόντος με τον παρόντα χρόνο;
Τη συνάντηση του παλιού με το καινούργιο;
Τη συνάντηση της κίνησης με την ακινησία;
Η Λιζ, μια επιτυχημένη επαγγελματικά μουσικός, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα επιστρέφει μαζί με τον μικρό της γιο για να εγκατασταθεί στη μικρή επαρχιακή πόλη που γεννήθηκε. Γιατί όμως γυρνάει πίσω;
Για να αντιμετωπίσει καταπρόσωπο το φόβο που σημάδεψε την εφηβεία της και να τον ξορκίσει;
Για να ολοκληρώσει κάτι που δεν τέλειωσε;
Για να κλείσει λογαριασμούς που τους άφησε ανοιχτούς από τα παιδικά της χρόνια;
Για να ξαναζήσει βασανιστικά, νοσηρά σχεδόν, οδυνηρές στιγμές από το παρελθόν;
Ή μήπως για να συναντήσει την καλή της νεράιδα και να της εκφράσει την ευγνωμοσύνη της;
Οι πέντε γυναικείοι χαρακτήρες, που θα αποτελέσουν το καστ του έργου συνθέτουν τις διαφορετικές όψεις μιας ενιαίας, σύνθετης και αδιαίρετης γυναικείας ψυχής σε όλες τις διαβαθμίσεις της.
Ο μοναδικός ανδρικός χαρακτήρας, ο διευθυντής του σχολείου Στάνλεϊ Μίλλερ κουβαλάει τα εξής χαρακτηριστικά:
Άνθρωπος του μέσου όρου και των ισορροπιών,
Υποκριτής όπου και όσο χρειάζεται, με σκοπό μοναδικό να μην χάσει τα προνόμια που του εξασφαλίζει η θέση του για να ασκεί ηδονικά και ανεμπόδιστα την εξουσία του,
Επιδέξιος εκφραστής των καθημερινών και τετριμμένων αξιών που ξεκινούν και εκπορεύονται από τον μέσο άνθρωπο, τον μέσο πολίτη δηλαδή και επιστρέφουν σε αυτόν τον ίδο, τον μέσο όρο, όπως ακριβώς το φίδι που δαγκώνει την ουρά του.
Στην ορολογία της δραματουργίας, η έννοια του όρου σασπένς (τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο) παραπέμπει στην κατάσταση αναμονής του θεατή, ειδικότερα στην ανησυχία του και στην αγωνία του για κάποιο ακραίο γεγονός πού πρόκειται σύντομα να συμβεί εντός ή εκτός κάδρου.
Το Σχοινάκι γνωρίζει πολύ καλά σε ποιο σημείο να εμφανίζει το σασπένς και σε ποιο σημείο να το αποσύρει ή να το αποκρύπτει. Η Δρακούλα παίζει με την παράταση, παίζει με το κρυμμένο, με το θαμμένο μέσα στη μνήμη και μέσα στο υποσυνείδητο, χτίζει προσεχτικά την κλίμακα του δράματος ώστε να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον και την ένταση του θετή. Η συγγραφέας δοκιμάζει όρια, δοκιμάζει ως πού μπορεί να τεντωθεί το σχοινάκι για να μην σπάσει.
Σε λίγο θα ακουστεί, πάλι εκτός σκηνής ένα διαφορετικό παιδικό τραγουδάκι με κεντρικό πρόσωπο πάλι την Σταχτοπούτα, που θα μπορούσε να μεταφερθεί εντελώς ελεύθερα στο δικό μας:
Αλάτι χοντρό / αλάτι ψιλό
έχασα τη μάνα μου / και πάω να τη βρω.
Και τι είναι εντέλει αυτό το σχοινάκι του έργου; Ας επιστρέψουμε λοιπόν στην παράθεση των ερωτηματικών προτάσεων που μας επιβάλλει το θεατρικό έργο της Δρακούλα και ας καταγράψουμε πρόχειρα εδώ κάποιες από τις πιθανές απαντήσεις:
Το σχοινάκι είναι το παιδικό παιχνίδι στις αυλές και στον δρόμο.
Το σχοινάκι τυλίγει, δένει και ασφαλίζει ένα δέμα, ένα πακέτο, ένα ανθρώπινο σώμα.
Το σχοινάκι άλλοτε ενώνει δυο χέρια και άλλοτε τα χωρίζει.
Το σχοινάκι γίνεται μαστίγιο και χτυπάει.
Το σχοινάκι γίνεται θηλιά και πνίγει.
Παρόλο που ενηλικιώθηκε, βρήκε τον δρόμο της στη ζωή, παντρεύτηκε, έκανε παιδί, η Λιζ δεν έχει ακόμα αποχωριστεί την παιδική της ηλικία, δεν έχει απογαλακτιστεί. Γι’ αυτό επιστρέφει «στον τόπο του εγκλήματος», αν και δεν το γνωρίζει. Επιστρέφει στην πόλη που της προκάλεσε το εφηβικό τραύμα για να μπορέσει η ίδια να μεγαλώσει επιτέλους. Τελειώνοντας το έργο η Λιζ θα έχει ενηλικιωθεί. Οι συγκρούσεις που δεν θα διστάσει να προκαλέσει θα της έχουν αποκαλύψει την αλήθεια και θα την έχουν ολοκληρώσει σαν χαρακτήρα. Η μπόρα επιτέλους θα έχει ξεσπάσει.
Ένα από τα βασικά μοτίβα για τα οποία μιλάει το έργο είναι ο εγκλεισμός. Το δράμα που παίζεται στο Σχοινάκι, αποτελεί απλώς την επίφαση. Από κάτω από την επιφάνεια, υπονοείται διαρκώς και υποκρύπτεται ο εγκλεισμός καθώς και η υποταγή στα καθημερινά κλισέ, στα πρότυπα, στα σχήματα, στις προκαταλήψεις και τις συμπεριφορές που έχουν επιβληθεί στο άτομο τόσο από μέσα, από τον ίδιο του τον εαυτό όσο και απέξω, από τις κοινωνικές δομές και εξουσίες.
Το Σχοινάκι λοιπόν είναι και μια ιστορία εγκλεισμού. Κάποιοι από τους χαρακτήρες, οι λιγότεροι, ίσως ο ένας και μοναδικός, έχουν καταφέρει να σπάσουν τα δεσμά τους για να μπορέσουν να συναντήσουν τον πραγματικό τους εαυτό. Η συντριπτική πλειοψηφία, αφήνεται παθητικά και βολεύεται στον εγκλεισμό και την ακινησία, με όσες παρενέργειες και παραμορφώσεις συνεπάγεται αυτό, τόσο στο σώμα όσο και την ψυχή τους.
Η Δρακούλα αναδεικνύεται με το Σχοινάκι σε διεισδυτικό παρατηρητή και έξοχο καταγραφέα, των ανθρωπίνων πραγμάτων. Και τα παιδικά τραγουδάκια από τον κόσμο των παραμυθιών και του παράλογου θα ακούγονται εκτός σκηνής μέχρι το τέλος του δράματος:
Ήταν ένα μικρό καράβι
που ήταν α α αταξίδευτο
οε οε, οε οε.
Και σε πεντέξι εβδομάδες
σωθήκαν όλες όλες όλες οι τροφές
οε οε, οε οε…
Θα κλείσω με απόσπασμα από τον Στωϊκό φιλόσοφο Επίκτητο (50-138 μ.Χ), που μας έχει δει και μας γνωρίζει τόσο καλά εδώ και 2000 χρόνια:
Μέμνησο ότι υποκριτής ει δράματος, οίου αν θέλη ο διδάσκαλος […] Σον γαρ τουτ’ εστί, το δοθέν υποκρίνασθαι πρόσωπον καλώς. Εκλέξασθαι δ’ αυτό, άλλου.
Σήμερα θα το μεταφράζαμε:
Και να θυμάσαι ότι είσαι ηθοποιός σε ένα δράμα όπως το θέλει ο δημιουργός του έργου […] Γιατί πρέπει να παίζεις καλά τον ρόλο που σου έδωσαν. Η επιλογή όμως του ρόλου δεν είναι δουλειά δική σου, είναι δουλειά άλλου.
info: “Το σχοινάκι”, της Νάντιας Δρακούλα, από τις εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ στη σειρά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Σημ: Το Εθνικό Θέατρο παρουσίασε το έργο «Το σχοινάκι» της Νάντιας Δρακούλα, από 10 έως και 27 Μαϊου, στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου.
Ωραίος, φίλε Λευτέρη.