Το τέλος της κόκκινης ουτοπίας (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

2
1305

 

 

Δήμητρα Ρουμπούλα.

 

Εκατό χρόνια από την πρώτη συνταρακτική επανάσταση του 20ού αιώνα, που είχε το όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης του ανθρώπου, και είκοσι οκτώ χρόνια από την διάψευσή του και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, είναι πολλά και ταυτόχρονα λίγα για να αποτιμηθούν με νηφαλιότητα και ιστορική, πολιτική, κοινωνιολογική και ανθρωπολογική ακρίβεια. Και κυρίως να απαντηθεί το μέγα ερώτημα: Είναι τελικά ουτοπία ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας; Σίγουρα έχουμε πολλά ακόμη να μάθουμε για αυτά τα εκατό χρόνια. Την γνώση μας πάντως πλουτίζουν δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά, τα οποία σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος της Οκτωβριανής Επανάστασης: «Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης» του Βίκτορ Σερζ (εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο) και «Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου» της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς (εκδ. Πατάκη).

Ο Σερζ ρίχνει φως στο συναρπαστικό παρόν μιας επαναστατικής παλίρροιας δίχως προηγούμενο. Η Αλεξίεβιτς φωτίζει το συγκλονιστικό παρόν του τέλους, γεμάτο διαψεύσεις, προδοσίες, άσχημες φάρσες και ατομικά δράματα. Ο πρώτος γράφει για την μεγάλη Ιστορία, η δεύτερη για τις μικρές (ανθρώπινες) ιστορίες που συνθέτουν όμως την μεγάλη. Οι πρωταγωνιστές του Σερζ είναι ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Κάμενεφ, ο Σβερντλόφ, ο Ποντβόισκι, ο Μπουχάριν… Ήρωας της Αλεξίεβιτς είναι ο homo sovieticus που δεν είναι μόνο Ρώσος, είναι και Λευκορώσος, Τουρκμένος, Ουκρανός, Μολδαβός, Κοζάκος, Τσετσένος, Αζέρος, Οσσέτος…

«Αποχαιρετάμε τη σοβιετική εποχή. Εκείνο το κομμάτι της ζωής μας. Προσπαθώ ειλικρινά να ακούσω όλους όσοι συμμετείχαν στο σοσιαλιστικό δράμα…». Είναι οι πρώτες φράσεις της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, η οποία ενορχηστρώνει ένα μνημειώδες πολυφωνικό έργο, ενώνοντας τις φωνές/μαρτυρίες δεκάδων «κόκκινων ανθρώπων», οι οποίοι είτε αντιπροσωπεύουν γεωγραφικές περιοχές, άλλοτε δημοκρατίες της ΕΣΣΔ, νυν αυτόνομα κράτη, είτε γενεές, με ανθρώπους από οικογένειες μπολσεβίκων που πήραν μέρος στην εποποιία του Οκτώβρη, άτομα που θυσιάστηκαν στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, κρατουμένους στρατοπέδων, σταλινιστές και αντιφρονούντες, στρατιωτικούς και διανοούμενους, πολίτες που πίστεψαν αρχικά στην περεστρόικα και τον Γκορμπατσόφ πως θα διορθώσει τα κακώς κείμενα και θα έφερνε έναν «ήπιο σοσιαλισμό …ανθρώπινο» και διαψεύστηκαν μέχρι που ήρθε εν μία νυκτί η μετάβαση στον «σωτήριο» καπιταλισμό.

Όλοι αυτοί στεγάστηκαν κάτω από το ίδιο όραμα, έδωσαν όλες τις δυνάμεις τους για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και την εκπλήρωση των «πεντάχρονων πλάνων», αναλώθηκαν στη φοβερή κολεκτιβοποίηση, ματώθηκαν, αν δεν έχασαν την ίδια τη ζωή τους, στις σταλινικές εκκαθαρίσεις και τον Πόλεμο, αναθάρρησαν με τη χρουστσοφική αποσταλινοποίηση, θυσίασαν τα παιδιά τους στον παρανοϊκό πόλεμο στο Αφγανιστάν και τέλος έζησαν τη διάλυση της ίδιας της χώρας τους και βρέθηκαν στο περιθώριο της ζωής και της Ιστορίας. Δεν μετάνιωσαν όλοι για τις θυσίες τους και πολλοί συμφωνούν με τον Βαρλάμ Σαλάμοφ που έκανε δεκαεπτά χρόνια στα στρατόπεδα της Κολιμά και έγραψε στα «Σημειωματάριά» του: «Συμμετείχα στη μεγάλη, χαμένη μάχη για την πραγματική ανάσταση της ζωής».

Η φυλακή και ο πόλεμος είναι οι δύο κύριες ρωσικές λέξεις. Για την πρώτη οι άνθρωποι συζητούσαν στις κουζίνες των σπιτιών τους, εκεί που νόμιζαν ότι δεν τους ακούει κανείς. Η κουζίνα, ομολογούν, αποτελούσε το (ψυχολογικό) καταφύγιο των Σοβιετικών. Είναι συγκλονιστικές οι μαρτυρίες ανθρώπων που γεννήθηκαν στα γκουλάγκ: «Δεν γνωρίζω την ημέρα που γεννήθηκα …ούτε τη χρονιά… Όλα τα ξέρω στο περίπου. Γεννήθηκα κάτω από τη γη, εκεί μεγάλωσα. Η γη από μικρούλα μού θυμίζει σπίτι».

Η περίοδος του τέλους του σοβόκ (σοβιετικού ανθρώπου) συνοδεύεται με προσωπικά δράματα και πολλά ερωτηματικά. Μιλάμε για την εποχή από την κατάρρευση του καθεστώτος κι έπειτα, η οποία ταυτίζεται με τα χρόνια που η συγγραφέας καταγράφει τις δεκάδες μαρτυρίες. Τότε που η ελεύθερη αγορά έφερε τη «μοιρασιά της πίτας που λέγεται ΕΣΣΔ με την ιδιωτικοποίηση της αρπαχτής»,  η κομματική νομενκλατούρα άλλαξε ρόλο, οι τυχοδιώχτες πλούτισαν από τη μια στιγμή στην άλλη και η μαφία πήρε τα όπλα («σε μια μέρα μπορούσες να γίνεις εκατομμυριούχος ή να φας μια σφαίρα στο κεφάλι»), οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι, η μετανάστευση και η αυτοκτονία ήταν για αρκετούς μια λύση (αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε ο στρατάρχης Αχρομέγεθ τον Αύγουστο του ΄91; αναρωτιούνται κάποιοι), ενώ τα τυφλά πάθη ήρθαν στην επιφάνεια με τον χειρότερο τρόπο.

Το δράμα είναι ότι η σημερινή Ρωσία δείχνει να έχει κουραστεί από τις αποκαλύψεις για ό,τι συνέβη. «Όταν όλα αυτά είχαν ενδιαφέρον, φορούσαμε φίμωτρο, και τώρα που μπορούμε να τα διηγηθούμε όλα, είναι αργά. Είναι σαν να μην μας ακούει κανείς. Στους εκδότες πηγαίνουν ολοένα καινούρια χειρόγραφα για τα στρατόπεδα, κι εκείνοι τα επιστρέφουν αδιάβαστα: Πάλι ο Στάλιν και ο Μπέρια; Δεν έχουν εμπορικότητα αυτά. Έχει μπουχτίσει πια ο αναγνώστης».

Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, μάστορας της ντοκιμαντερίστικης λογοτεχνίας, για την οποία τιμήθηκε με το Νόμπελ 2015, κινούμενη με μαεστρία ανάμεσα στην προφορική ιστορική και την κοινωνιολογία, οργανώνει τις μαρτυρίες που συνέλεξε μεταξύ 1991 και 2012, σε δύο μεγάλα μέρη, «Η παρηγοριά της αποκάλυψης» και «Η γοητεία του κενού». Αν και κάθε μαρτυρία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βάση για αυτόνομο βιβλίο, η συγγραφέας συνθέτει μια συγκλονιστική τοιχογραφία της σοβιετικής και μετα-σοβιετικής εποχής, ένα ομαδικό πορτρέτο οραμάτων και διαψεύσεων, ένα σκληρό απολογισμό της πιο ελπιδοφόρας επανάστασης.

Κι όμως όλα ξεκίνησαν αλλιώς, να κτίσουν τη βασιλεία των ουρανών επί της γης. Αυτό μας διηγείται ο  Βίκτορ Σερζ, ο οποίος στα 28 του, επιστρέφει το 1919 στον τόπο καταγωγής του, τη Πετρούπολη, σε μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές του εμφυλίου πολέμου, όταν η επανάσταση δείχνει να ψυχορραγεί. Οι γονείς του ήταν ρώσοι επαναστάτες – ναρόντνικοι – που είχαν καταλήξει στο Βέλγιο κυνηγημένοι από το τσαρικό καθεστώς. Γίνεται μέλος του μπολσεβίκικου κόμματος και συμμετέχει στα τρία πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Έχοντας πάρει το μέρος του Τρότσκι και της Αριστερής Αντιπολίτευσης διαγράφεται από το κόμμα το 1927 και την επόμενη χρονιά συλλαμβάνεται και περνά τρεις μήνες στη φυλακή. Όταν λοιπόν γράφει το «Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης» έχει ήδη υποστεί τις πρώτες διώξεις από τη σταλινική γραφειοκρατία, στην οποία δεν δίνει ακόμη βαρύνουσα σημασία, καθώς γράφει στον πρόλογο για την πρώτη, γαλλική, έκδοση, το 1930:  «Όλες οι αβεβαιότητες και τα ανθρώπινα λάθη, όλες οι διαφωνίες και οι πολιτικές μάχες δεν επιτρέπεται να θολώσουν αυτό το μεγάλο γεγονός, αλλά μάλλον να το υπογραμμίσουν. Η προλεταριακή επανάσταση συνεχίζεται».  Τα «ανθρώπινα λάθη» όμως οξύνονται: Το 1933 συλλαμβάνεται ξανά και οδηγείται σε μια τρίχρονη εξορία, ενώ το 1936 απελαύνεται από τη χώρα ύστερα από διεθνή κατακραυγή και επιστρέφει στη Γαλλία. Γίνεται ένας άπατρις πρόσφυγας δίχως βίζα, η ζωή του οποίου είναι πραγματικά ένας κατατρεγμός δίχως τέλος. Με τη εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία κατορθώνει να φτάσει στον τελικό τόπο εξορίας του, το Μεξικό, όπου πεθαίνει το 1947, έχοντας γράψει, μεταξύ άλλων, το αριστούργημά του «Υπόθεση Τουλάγιεφ» (εκδ. Scripta, 2007), για «την πιο ζοφερή περίοδο»,  όπως έλεγε, τις δίκες της Μόσχας και την εξολόθρευση των βετεράνων μπολσεβίκων, εκείνων που έκαναν την επανάσταση του ΄17.

Ένθερμος υποστηριχτής της σοσιαλιστικής ιδέας, ο Σερζ άφησε παρακαταθήκη ένα βιβλίο – ντοκουμέντο για τις ένδοξες μέρες της επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου. Με την ψυχρότητα του ιστορικού και τον ενθουσιασμό του πεισμένου επαναστάτη, την κατάρτιση του μαρξιστή και την ζωντάνια του ρεπόρτερ, επιχειρεί να περιγράψει τους πρώτους αγώνες της ρωσικής σοσιαλιστικής επανάστασης, να δώσει στον μελλοντικό αναγνώστη «μια ιδέα πώς η επανάσταση κατανοήθηκε από εκείνους που πραγματικά την έκαναν». Γράφει σε μια εποχή που η στάχτη από το καμίνι είναι πολύ ζεστή, η υπάρχουσα φιλολογία για την Οκτωβριανή Επανάσταση δεν είναι πλούσια και οι συστηματικές μελέτες δεν έχουν καν ξεκινήσει. Χρησιμοποιώντας κάθε μαρτυρία και τεκμήριο που έχει στη διάθεσή του, καλύπτει μια περίοδο από τη νίκη της επανάστασης τον Οκτώβριο του 1917, έχοντας κάνει μια αναδρομή στην πορεία από την δουλοπαροικία προς και την προετοιμασία της επανάστασης, μέχρι τον Ιανουάριο του 1919 και την ολοκλήρωση του εμφυλίου, μέχρι την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών στο Βερολίνο,  που την αντιμετώπιζαν ως εξάπλωση της επανάστασης στη Δύση.

Ο Σερζ δεν ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Είναι αξιοσημείωτη η προσπάθειά του να τοποθετήσει τις σκληρές επιλογές στο ιστορικό τους πλαίσιο. Η «κόκκινη τρομοκρατία» ήταν η απάντηση στη «λευκή τρομοκρατία». Για παράδειγμα, προηγήθηκαν οι φρικτές σφαγές από τους Λευκούς είκοσι χιλιάδων εργατών στη Φιλανδία την άνοιξη του 1918. Η εξάντληση του λαού από τον πόλεμο και την πείνα, η αντίδραση των κουλάκων, που έκρυβαν με κάθε τρόπο το σιτάρι και άλλα τρόφιμα, οι δολιοφθορές, το μποϊκοτάρισμα εκ μέρους πολλών κλάδων, οι ωμές επεμβάσεις από το εξωτερικό κ.λπ.,  έσπρωξαν τους μπολσεβίκους να κρατήσουν την εξουσία χρησιμοποιώντας ακόμη και ανηλεείς μεθόδους και επιβάλλοντας σκληρές θυσίες.

Από τις σελίδες παρελαύνουν όλα τα κορυφαία πρόσωπα της ρωσικής επανάστασης, με «γίγαντες» τους Λένιν και Τρότσκι – ο Στάλιν αναφέρεται λιγότερο απ΄ όλους. Ο Λένιν παρουσιάζεται ως το στρατηγικό μυαλό, μια καταπληκτική ιδιοφυία, ένας καταρτισμένος λόγιος, ένας ηγέτης με ισχυρό ρεαλισμό, που προσπαθεί με ζήλο να πείσει και να αποδείξει, που υποχωρεί στη μειοψηφία, την οποία όμως με περισσή ικανότητα μετατρέπει την κατάλληλη στιγμή σε πλειοψηφία. Ο Τρότσκι θεωρείται «ισάξιος του Λένιν, αν και ο ίδιος ευχαρίστως αναγνωρίζει την υπεροχή του τελευταίου».

Ο ιστορικός θα βρει πολλά στοιχεία στις σελίδες του Σερζ, ανάμεσά τους και σχετικά με την εκτέλεση των Ρομανόφ που, κατά τον Σερζ, έγινε με απόφαση του Σοβιέτ των Ουραλίων – τα σώματα του Νικόλαου Β΄, της τσαρίνας, του τσάρεβιτς Αλεξέι και των τεσσάρων νεαρών δουκισσών κάηκαν και οι στάχτες τους σκορπίστηκαν σε έναν κοντινό βάλτο, ενώ οι σοροί άλλων μελών του βασιλικού οίκου ρίχτηκαν σε ένα πηγάδι ορυχείου βορειοανατολικά του Εκατερίνμπουργκ στη Σιβηρία.

Το βιβλίο της Αλεξίεβιτς ευτύχησε να έχει μια πολύ καλή μετάφραση (Αλεξάνδρα Δ.Ιωαννίδου), ενώ το έργο του Σερζ (μτφ. Παρασκευά Ψάνη) άξιζε ως βιβλίο αναφοράς μεγαλύτερης προσοχής.

Info: Βίκτορ Σερζ , «Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης», εκδόσεις «Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο», μτφ. Παρασκευάς Ψάνης

Σβετλάνα Αλεξίεβιτς , «Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου», εκδόσεις «Πατάκη», μτφ. Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ ποίηση του Τζιουζέππε Ουνγκαρέττι (του Γιάννη Η. Παππά)
Επόμενο άρθροΕργαστήρια επιμέλειας – διόρθωσης κειμένων στον Πολυχώρο Μεταίχμιο

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Εξαιρετικό!
    Κάνω μια εργασία σχετικά με την περίπτωση της Σβετλάνα Αλιξίεβιτς και βρήκα πολλά αξιόλογα σημεία στο άρθρο σας. Θα μπορούσατε να μου πείτε πότε γράφτηκε το συγκεκριμένο άρθρο;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ