Το τέλος ενός σκληρού καθεστώτος (του Φίλιππου Φιλίππου)

0
815

Φίλιππος Φιλίππου.

 

Ο Τζόσουα Ρούμπενσταϊν είναι συνεργάτης του Κέντρου Ρωσικών και Ευρασιατικών Σπουδών Ντέιβις του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Υπήρξε, διαβάζουμε στο βιογραφικό του, οργανωτής και περιφερειακός διευθυντής  της Διεθνούς Αμνηστίας των ΗΠΑ για τριάντα επτά χρόνια. Στο παρόν βιβλίο του, καρπό έρευνας και μελέτης, μας μεταφέρει στη δεκαετία του 1950, πιο συγκεκριμένα στο 1952, όταν κανείς στη Σοβιετική Ένωση και τον κόσμο δεν μπορούσε να προβλέψει τον θάνατο (στα 75 του), του κομμουνιστή ηγέτη, ο οποίος έμοιαζε άτρωτος, σχεδόν αθάνατος. Τώρα που στον ελληνικό Τύπο εμφανίζονται ποικίλα κείμενα που αναφέρονται στο ναζισμό και τον κομμουνισμό, ή καλύτερα στο ναζισμό και το σταλινισμό (σαν να είναι ομοειδή πράγματα), με αφορμή το πολυσυζητημένο συνέδριο που έγινε στην Εσθονία, μια από τις Βαλτικές χώρες που επλήγησαν από την πολιτική του σκληρού καθεστώτος του Στάλιν, σχετικά με τα εγκλήματα «των ολοκληρωτικών καθεστώτων», το βιβλίο αυτό γίνεται επίκαιρο. Ενδεχομένως μπορεί να συμβάλλει στη συζήτηση για τη φύση εκείνου του καθεστώτος: «εγκληματικό» το χαρακτηρίζει ο ανώνυμος κειμενογράφος του οπισθόφυλλου του βιβλίου, το οποίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2016.

Κατ’ αρχήν, ας δούμε τι γράφει ο συγγραφέας, ασφαλώς εβραϊκής καταγωγής, στην εισαγωγή του. «Ο Ιωσήφ Στάλιν κατέρρευσε και πέθανε μέσα σε μια ατμόσφαιρα μεσαιωνικών αλληλοκατηγοριών και αντεγκλήσεων. Ήταν Μάρτιος του 1953. Στο Κρεμλίνο κόχλαζαν οι φόβοι για μια ευρεία νέα εκκαθάριση ενάντια στα μέλη του Πρεζίντιουμ. Μια δημόσια εκστρατεία εναντίον προδοτών εβραίων γιατρών απειλούσε να καταπιεί όλους τους Εβραίους της Σοβιετικής Ένωσης. Οι τεταμένες σχέσεις με τη Δύση ήταν όλο και πιο ανησυχητικές: ύστερα από τρία χρόνια μαχών, ο πόλεμος στην Κορέα εξακολουθούσε αμείωτος, ενώ ο αμερικανικός κι ο σοβιετικός στρατός ήταν αντιμέτωποι στη διχοτομημένοι Γερμανία».

Ήταν η εποχή που στην Αμερική υπήρχε μια νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρόεδρο και πρώην στρατηγό Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και υπουργό των Εξωτερικών τον Τζον Φόστερ Ντάλες, που στις προτεραιότητες της, στους άμεσους στόχους της, ήταν και η προσπάθεια για το σταμάτημα της εξάπλωσης του κομμουνισμού στον πλανήτη. Στην πατρίδα τους και έξω από αυτήν, γράφει ο συγγραφέας, οι παλιοί συναγωνιστές του Στάλιν αντιμετώπιζαν πληθώρα δύσκολων διλημμάτων. Κατανοούσαν την ανάγκη να απελευθερώσουν κρατούμενους από τα στρατόπεδα αντιφρονούντων, τα περιβόητα γκουλάγκ, να αποκηρύξουν τη «συνωμοσία των γιατρών» και να προσφέρουν ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στον πληθυσμό. Ωστόσο, προσθέτει, η κύρια έγνοια τους ήταν να διατηρήσουν την εξουσία που είχαν αποκτήσει επί Στάλιν. Ένας αντιφρονών σοβιετικός συγγραφέας, ο Αντρέι Σινιάφσκι, είχε γράψει πως «Ο Στάλιν ήταν μέσα στους πάντες, σαν το σφυρί μέσα στο δρεπάνι, σε κάθε μυαλό». Όλοι εκείνοι οι ισχυροί που περιστοίχιζαν τον Στάλιν και αντλούσαν τη δύναμή τους από αυτόν, φοβούνταν ότι ο θάνατός του θα οδηγούσε σε πανικό και αταξία, που μπορούσαν να υπονομεύσουν  τη νομιμότητα του καθεστώτος και ο κύρος της μονοκομματικής εξουσίας. Ο Ρούμπενσταϊν υποστηρίζει ότι οι σύντροφοι του Στάλιν έπρεπε να επινοήσουν έναν τρόπο να αποστασιοποιηθούν από τα εγκλήματά του, ενώ ταυτόχρονα θα επέμεναν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ευθυνόταν για τη «βαναυσότητα του τυράννου».

Το βιβλίο ξεκινά με τον θάνατο του Στάλιν, κινείται πίσω στον χρόνο φτάνοντας ως το 19ο Συνέδριο του κόμματος τον Οκτώβριο του 1952, όταν ο Στάλιν εκφώνησε την τελευταία δημόσια ομιλία του, και κατόπιν προχωρά στο χειμώνα του 1952-1953, όταν εκτυλίχθηκε «η συνωμοσία των γιατρών» και η εκστρατεία κατά των Εβραίων  της χώρας.

Τα σχετικά κεφάλαια του βιβλίου, εκτός από το πρώτο, εκείνο που αφορά τον θάνατο του ηγέτη, είναι η μάχη της διαδοχής, η παράνοια του Στάλιν και οι Εβραίοι, η επιβίωση του καθεστώτος, η κηδεία του Στάλιν στις 9 Μαρτίου και οι τιμές που του αποδόθηκαν, οι αντιδράσεις στο εξωτερικό, σε φιλικές ή μη χώρες, η πολιτική που ακολούθησε η νέα ηγεσία ώστε να μην καταρρεύσουν τα πάντα.

Το βράδυ του Σαββάτου 28 Φεβρουαρίου 1953 ο Στάλιν δεξιώθηκε στην ντάτσα του στο Κούντσεβο τον στενό του κύκλο συνεργατών του, τον Μαλένκοφ, τον Μπέρια, τον Μπουλγκάνιν και τον Χρουστσόφ. Είχαν δει όλοι μαζί μια ταινία στο Κρεμλίνο –δυο παλιοί και πιστοί συνεργάτες του, ο Μολότοφ κι ο Μικογιάν απουσίαζαν, επειδή είχαν πέσει σε δυσμένεια. Η παρέα έμεινε εκεί μέχρι τα χαράματα της Κυριακής και αποχώρησε. Την ημέρα όμως ο Στάλιν δεν κάλεσε κανέναν για να ζητήσει τσάι ή πρόγευμα, όπως το συνήθιζε. Οι φρουροί του ανησύχησαν. Ο Στάλιν ενέπνεε τέτοιο φόβο που κανένας δεν τολμούσε να μπει στο δωμάτιο όπου κοιμόταν, κι όταν τελικά αυτό έγινε ήταν πλέον αργά για να τον σώσουν. Το βράδυ έστειλαν μια παλιά καμαριέρα να του πάει το πακέτο με την αλληλογραφία του. Η ηλικιωμένη γυναίκα τον βρήκε πεσμένο στο πάτωμα της βιβλιοθήκης, φορώντας τη νυχτικιά του. Ενημερώθηκαν οι γιατροί του. Τις επόμενες μέρες ο Στάλιν ψυχομαχούσε. Την Πέμπτη η κατάστασή του επιδεινώθηκε. Προτού ξεψυχήσει –η επιθανάτια αγωνία του χαρακτηρίζεται ως τρομερή–, άνοιξε τα μάτια του κι έριξε μια ματιά στους πάντες στο δωμάτιο. Ξαφνικά, είπε κάποιος από τους παρόντες, «έγινε κάτι ακατανόητο, κάτι φοβερό»: ύψωσε το αριστερό του χέρι  σαν να έδειχνε κάποιον ψηλά και να τους καταριόταν όλους. Το βράδυ πέθανε κι οι σωματοφύλακες και οι πιστοί του συνεργάτες άρχισαν τα κλάματα.

Ο συγγραφέας εξετάζει πώς κάλυψε ο σοβιετικός μα κι ο αμερικανικός Τύπος τον θάνατο του Στάλιν και πώς η νέα κυβέρνηση του Αϊζενχάουερ αντέδρασε στις δραματικές αλλαγές που ακολούθησαν στη Μόσχα. Το τέλος του βιβλίου αναφέρεται στη σύλληψη του παλιού αρχηγού ασφαλείας του καθεστώτος, του διαβόητου Λαβρέντι Μπέρια, τον Ιούνιο –πέρασε από δίκη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ήδη την ηγεσία την είχαν αναλάβει ο Χρουστσόφ, ο Μαλένκοφ και ο Μπουλγκάνιν, οι οποίοι πήραν την πρωτοβουλία για την εξόντωση του Μπέρια. Οι καινούργιοι ηγέτες έκαναν θεαματική στροφή, απέλυσαν χιλιάδες εγκλείστων από τα γκουλάγκ και επέτρεψαν να ακούγονται διαφορετικές φωνές στον σοβιετικό πολιτισμό, τη λογοτεχνία, τη μουσική και τα έργα τέχνης. Στον Επίλογο γίνεται λόγος για την εξέγερση στην Ανατολική Γερμανία την άνοιξη του 1953 και την επέμβαση του Κόκκινου Στρατού, επίσης για την πυροδότηση από τη Σοβιετική Ένωση της βόμβας υδρογόνου, αιφνιδιάζοντας τη Δύση  με την πρόοδό της στην έρευνα και την τεχνολογία τόσο σύντομα από τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου πολέμου κι ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος συνεχιζόταν, εντείνοντας την πολιτική αντιπαλότητα που χώριζε την Ευρώπη. Σίγουρα, το βιβλίο τούτο έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.

 

info: Joshua Rubenstein,Οι τελευταίες ημέρες του Στάλιν, Μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος,Εκδόσεις Ψυχογιός, 2017, σελ. 348, τιμή 14,99 ευρώ

 

Προηγούμενο άρθροΕπιστροφή στην ιστορία μυστηρίου (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθρο Πολιτισμός ή βαρβαρότητες  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ