της Ειρήνης Σταματοπούλου.
«Δεν γνωρίζω πότε ακριβώς πρέπει να σκύψω, να σύρω τις παλάμες και τα γόνατα, να αρχίσω. Ένας άγνωστος μου πρότεινε να επιλέξω αυτήν τη στάση όσο πιο άμεσα. Δεν πρόλαβα να δω το πρόσωπό του, μόνο η φωνή του μου εντυπώθηκε: ήταν μπάσα και σκληρή, γεμάτη ανησυχία. Πριν φύγω, δεν αποχαιρέτησα. Τώρα πλέον το μετανιώνω».
Με αυτές τις φράσεις στήνει η Τζούλια Γκανάσου τη βασική της υπόθεση στη νουβέλα Γονυπετείς, για να την αναπτύξει πάνω σε τέσσερις βασικούς άξονες: την έννοια της σωματικότητας, της πίστης, της ενοχής και του ηθικού υποκειμένου. Κεντρικό ερώτημα της μυθοπλασίας της, εκείνο που διέτρεχε λίγο ως πολύ και την προηγούμενη νουβέλα της, το Ως το τέλος: τι μας δένει με τον κόσμο και με ποιον τρόπο η επίγνωση ή και η «διαπραγμάτευση» των ορίων μας (σε κάθε επίπεδο) μπορεί να μεταμορφώσει την επίγεια εμπειρία μας.
Μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης της ηρωίδας της, μιας γυναίκας που αφοσιώνεται με όλες της τις δυνάμεις σε μια παράλογη, όπως φαντάζει, πορεία και μοιράζεται με τον αναγνώστη σταδιακά και με δισταγμό όλη της τη «συναισθηματική εξάρτηση» από αυτό το εγχείρημα, η συγγραφέας μοιάζει να αναδεικνύει όλο το παράδοξο της πίστης, που αποτελεί το έναυσμα αυτής της υπεράνθρωπης δοκιμασίας αλλά και το ξεπέρασμα της μέσω της πνευματικότητας του σώματος. Του σώματος, ως φυλακή της ψυχής αλλά και ως διάνοιγμά της προς την ελευθερία, προς την πρωταρχική ζωικότητα ως εγγύηση της μετοχής μας στο μυστήριο του κόσμου.
Μέσω μιας ρητορικής απαλλαγμένης από οποιαδήποτε θρησκευτική γλώσσα αλλά έμπλεης θεολογικού νοήματος, η Γκανάσου προσκαλεί και προκαλεί τον αναγνώστη σε μια ενοχική ή και λυτρωτική επιστροφή στο ηθικό και υπερβατικό σώμα. Αυτή η πρόκληση αρθρώνεται είτε με τους όρους του αινίγματος γύρω από τις σταδιακές αποκαλύψεις της ηρωίδας όσο και των παλινδρομήσεων σχετικά με τα κίνητρά της, είτε με τη χρήση της άμεσης παρακίνησης του αναγνώστη, του ξεγυμνώματος της συνενοχής του: «Οραματίζεστε ξάφνου ένα τετράποδο πλάσμα που μετακινείται κουνώντας τα τροφαντά του οπίσθια; Φαντασιώνεστε λοιπόν τα καπούλια μου πάνω στην πίσσα και τον ιδρώτα να ρέει στο δέρμα; Βλέπετε τους τουρλωμένους γλουτούς, τα στήθη, τις ρόγες να τραμπαλίζουν ατίθασα; Αφυπνίζεστε ή ενοχλείστε;» (σελ. 37). Για να προσθέσει παρακάτω: «Αναρωτιέμαι όμως, σχεδόν, ανησυχώ. Αν σας πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, θα με αποδεχτείτε; Ή θα με απορρίψετε;» (σελ. 61).
Το να έχεις ένα σώμα, διαπιστώνει ο θεωρητικός στοχασμός, είναι ένας τρόπος για να λειτουργήσεις στον κόσμο και όχι για να περιστοιχιστείς από αυτόν. Μέρος της ουσίας των σωμάτων είναι η ανωνυμία τους. Η σωματικότητα θεωρείται έτσι θεμελιώδης διάσταση της υποκειμενικότητας. Τα ανθρώπινα όντα, υπαινίσσεται η μερλωποντυανή λογική, είναι ενσώματα υποκείμενα. Εντούτοις, η υποκειμενικότητά τους δεν είναι κάτι απλώς συνημμένο στα σώματά τους, αλλά κάτι το οποίο είναι ασύλληπτο χωρίς ένα σώμα μιας συγκεκριμένης μορφής. Μολονότι όμως είμαστε εξοικειωμένοι με τα σώματά μας, δεν μπορούμε να τα συλλάβουμε ως όλο. Υπάρχει πάντα κάποιου είδους «απέξω» απ’ το σώμα μου, το οποίο μπορώ μόνο να λοξοκοιτάξω. Το σώμα είναι ο τρόπο να είμαι παρών για τους άλλους με τρόπους που μου διαφεύγουν εν μέρει. «Το σώμα ξεγλιστράει από την αντίληψή μου, όπως ακριβώς επιβεβαιώνει τη δική του ξεροκέφαλη υλιστική λογική απέναντι στα υβριστικά μου σχέδια».[1]
Και ενώ αυτά τα σχέδια συνιστούν μια ολοένα τυραννικότερη συνθήκη για την ηρωίδα (: «Πρέπει να ανακαλύψω ποια είναι η πιο ολοκληρωμένη εκδοχή σε αυτή τη διαδικασία για να τα κάνω όλα σωστά, για να επιτύχω»), η Τζούλια Γκανάσου αναπτύσσει και μοιράζεται με τον αναγνώστη την εξής προβληματική: μέσα από ποιες διαδικασίες η προαιώνια ενοχή της ύπαρξης μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα προσωπικό στοίχημα που θα νοηματοδοτήσει την ανθρώπινη εγκοσμιότητα, καθώς και με ποιο τρόπο αρθρώνεται η ηθική ευθύνη του έγχρονου υποκειμένου έναντι του υπερβατικού του εαυτού.
Οποιαδήποτε πνευματικότητα ξεκινά από την ενσυνείδηση της υλικότητας του σώματος, μοιάζει να μας λέει η συγγραφέας μέσω της ηρωίδας της που δεν κατονομάζεται ποτέ, κατά τη διάρκεια μιας «πορείας προς την αρχή» όπως εύγλωττα μαρτυρά ο ίδιος ο υπότιτλος του κειμένου, σε μια διαρκή απτική, οδυνηρά απτική σχέση με τη γη, (η αφή είναι η μόνη αναστοχαστική αίσθηση – αγγίζουμε κάτι και ταυτόχρονα αγγιζόμαστε από αυτό) η οποία εντέλει συνίσταται σε μια αναμέτρηση με τον εαυτό και την περατότητά του γύρω από το εξής ύστατο διακύβευμα, όπως αποτυπώνεται μέσα στο ίδιο το κείμενο: «Προσεγγίζω επιτέλους μια άλλη εκδοχή ύπαρξης με νέους κανόνες που ανατρέπουν τα όρια, επαναπροσδιορίζουν τα σύνορα, γίνομαι σταδιακά κάτι άλλο». (σελ. 25).
Το σώμα, σύμφωνα με τον Μερλώ-Ποντύ, βρίσκεται στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στο χωρο-χρονικό άτομο και στην ιδέα, αποτελεί ένα είδος ένσαρκης αρχής, αυτή την «έμφυτη ανωνυμία του Εαυτού», που μοιάζει να αποτελεί τη συστατική ύλη των όντων και ταυτόχρονα τον ιστό που, περιλαμβάνοντας και επικυρώνοντας αυτή τη συμμετοχή στον οντολογικό πυρήνα των όντων, τα συνδέει ως ιστός όχι απλώς νοηματικός αλλά «υλικός» με τη βαθιά έννοια, στοιχειακός.[2]
Εν τέλει, έχοντας «γδυθεί τον άνθρωπο» (για να χρησιμοποιήσουμε μια αγαπημένη έκφραση του Καρούζου), η ηρωίδα της Γκανάσου καλεί τον αναγνώστη να μοιραστεί μαζί της την επιστροφή του στην πρωτογενή, ζωώδικη εν δυνάμει θειότητά του, αναφωνώντας κάπου προς το τέλος της αφήγησης και έχοντας φτάσει στα όρια των σωματικών της αντοχών: «Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;» (σελ. 126)· για να μας θυμίσει και πάλι τον μεγάλο ποιητή: «Με τη θυσία του γύρω φαινομένου / θα ανακαταλάβει η ψυχή τη μοναξιά της».
info: Τζούλια Γκανάσου, «Γονυπετείς», εκδ. Γκοβόστη
[1] Βλέπε ενδεικτικά: Terry Eagleton: Μετά τη θεωρία, μτφρ. Πέγκυ Καρπούζου, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003, κεφ. 6.
[2] Βλέπε τη μελέτη του Θανάση Πολλάτου, Ο Μερλώ-Ποντύ και η κοινοτοπία της δημιουργίας, Αθήνα: Περισπωμένη, 2016.