Της Λίλας Κονομάρα.
Όταν νιόπαντρη, η γυναίκα του Κωστή Παλαμά Μαρία ανακάλυψε ότι στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας που έμεναν στην οδό Πινακωτών –σημερινή Χαρ. Τρικούπη – στεγαζόταν οίκος ανοχής, το ζεύγος μετακόμισε στην οδό Ασκληπιού, στον αριθμό 3, όπου και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του (1884-1935). Το παλιό διώροφο με την εξωτερική μαρμάρινη σκάλα περιγράφει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος:
«Από την ξώπορτα του δρόμου, ανοιχτή πάντα, -ήταν κοινή για το ισόγειο και το πάνω πάτωμα, – έμπαινες σε μια στενόμακρη αυλή, ανέβαινες μιαν εξωτερική πέτρινη σκάλα, και βρισκόσουν μπροστά σε μιαν απλή πόρτα, πάντα σχεδόν κλειστή. Χτυπούσες ένα μικρό μπατταδούρο – αυτόν θυμούμαι, όχι κουμπί ηλεκτρικού κουδουνιού, – και συνήθως σου άνοιγε μια μικρή υπηρέτρια. Κάποτε όμως κι η κυρία Παλαμά η ίδια, ή εν από τα παιδιά. Πρώτα ένας συνηθισμένος διάδρομος, με μια πόρτα αριστερά και δυο δεξιά, που παρακάτω ανοιγόταν, πλάταινε, έστριβε, και σχημάτιζε ένα είδος χωλλ. Στο χωλλ αυτό, αρκετά μεγάλο, γευμάτιζε και δειπνούσε η οικογένεια, εργαζόταν η κυρία Παλαμά, και γύρω της, στο ίδιο τραπέζι, μελετούσαν τα παιδιά. Το βράδυ όμως των δεξιώσεων, και το χωλλ αυτό γινόταν σαλόνι.»
Για το ίδιο σπίτι, ο Νίκος Παντελάκης στο Ο βιβλιοπώλης της Εστίας αφηγείται μας λέει:
«Και τον Παλαμά θυμάμαι, τον έχω προλάβει Ασκληπιού 3… εκεί ήτανε το παλιό σπίτι του Παλαμά. Κι αυτό πάλι παλαιό ήτανε, είχε μιαν αυλή, και μόλις έμπαινες στην αυλούλα είχε μια μαρμάρινη σκάλα. Μόλις ανέβαινες πάνω κι έβγαινε η κυρία Παλαμά, μια χοντρή η Παλαμά, έλεγα «καλημέρα, απ’ την Εστία», έλεγε «τι θέλεις;» έλεγα «έφερα δοκίμια, μπορώ να περάσω μέσα;», «απ’ την Εστία ήρθανε Κωστή, απ’ την Εστία ήρθανε». Αυτός πάλι χωμένος μέσα έτσι, με τα φρύδια του, αυτός εκεί. Μέσα στο σπίτι γεμάτο βιβλία. Εκεί δεν είχαν έπιπλα, ένα γραφείο έβλεπες, δυο καρέκλες, και γύρω γύρω, χάμω ρε παιδί μου, βιβλία παλιά, εφημερίδες, βιβλία, χαρτιά. Ο Παλαμάς ήτανε πολύ συμπαθητικός, ένα ανθρωπάκι μικρό, τόσο δα, ένα και σαράντα ήτανε όλος όλος, φόραγε το καβουράκι, το σκληρό κολάρο, φυσιογνωμίες να πούμε, φυσιογνωμίες».
Το σπίτι αυτό φιλοξένησε ένα από τα σημαντικότερα σαλόνια της εποχής όπου εκτός από τον Ξενόπουλο, σύχναζαν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Ιωάννης Γρυπάρης, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Παύλος Νιρβάνας και άλλοι. Μαζεύονταν κυρίως τα Σαββατόβραδα, διάβαζαν έργα τους, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά και συζητούσαν για την πνευματική ζωή του τόπου και τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα. Στο σαλόνι αυτό σχεδιάστηκε το περιοδικό Τέχνη, με διευθυντή τον Κ. Χατζόπουλο. Η κοινωνία και το πνευματικό κλίμα της εποχής χαρακτηρίζονται από πολλές αντιφάσεις. Η μετεπαναστατική Ελλάδα κινείται ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, τον πατριωτισμό και τον κοσμοπολιτισμό, στην ακμή του Ρομαντισμού αλλά και της Μεγάλης Ιδέας καθώς και της πίστης στα επιτεύγματα της Επιστήμης. «Ο κόσμος αυτός που έρχεται», λέει ο Μ. Αυγέρης, «φέρνει μέσα του τις παλινωδίες του, τα μεγάλα νεκρά αποθέματα μιας ένδοξης ιστορίας, την αντιφατική ψυχολογία του και τον εσωτερικό διχασμό του». Ο διχασμός επεκτείνεται και στο γλωσσικό ζήτημα με τη στροφή από την καθαρεύουσα στη δημοτική. Το 1901, ως δημοτικιστής, ο Παλαμάς δέχεται την οργή των φοιτητών οι οποίοι διαδηλώνουν έξω από το σπίτι του με συνθήματα όπως «Κάτω ο Παλαμάς», «Αφορισμός στους μαλλιαρούς», «Ρετσίνι να τους κάψουμε». «Η μοίρα του», λέει ο Αντρέας Καραντώνης, «θα ‘ναι για πάντα η ‘ασάλευτη ζωή’. Θα ‘ναι το ασκητικό του γραφείο πλημμυρισμένο με τα βιβλία όλων των αιώνων. Θα ‘ναι η αδιάκοπη μελέτη κι η αδιάκοπη εργασία, για τη λύτρωση τη δική του, για το καλό του τόπου. Θα ‘ναι όλη η ζωή, απλωμένη απέραντα έξω από το γραφείο του, κοιταγμένη στοχαστικά από το παράθυρο του κελλιού του».
«Όλη η μακρά ζωή του», κατά τον Δημαρά, «θ’ αποτελέσει μιαν αδιάκοπη προσπάθεια για να κατακτήσει και να ενοποιήσει τον κόσμο, ο ‘στοχαστικός τραγουδιστής’ όπως αποκαλεί τον εαυτό του. Είναι φανερός ο πόθος του για μια ενότητα που θα έκλεινε μέσα της όλα τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης, αρχαιότητα, Βυζάντιο, νεότερα χρόνια, και τις διδασκαλίες των σχολών, της επτανησιακής, της αθηναϊκής». Λίγο αργότερα ο Ελύτης θα γράψει στα Ανοιχτά χαρτιά:
«Το έργο τέχνης, όσο περισσότερο βυθισμένο βρίσκεται, σαν ουσία, μέσα στις ρίζες και στις πηγές ενός τόπου συγκεκριμένου και παράλληλα, όσο περισσότερο προσαρμοσμένο είναι, σα μορφή, στο γενικότερο αισθητικό πνεύμα μιας εποχής, τόσο καλύτερα κερδίζει το έπαθλο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, τόσο αποτελεσματικότερα καταφέρνει να αντισταθεί στη φθορά του χρόνου.
Την αλήθεια τούτη δεν μπόρεσαν, φαίνεται, να νιώσουν οι αμέσως προγενέστεροί μας, κυριευμένοι από ένα ‘σύμπλεγμα κατωτερότητας’ αδικαιολόγητο νομίζω, τη στιγμή που είχανε κιόλας πίσω τους μορφές μεγάλες σαν του Σολωμού, του Κάλβου, του Παπαδιαμάντη, του Παλαμά, του Καβάφη, του Σικελιανού. Δεν μπόρεσαν οι άνθρωποι αυτοί, έγκαιρα να αντιληφθούνε ότι ενόσω υπάρχει μπροστά τους κάτι που τους φοβίζει και φαντάζει ίσως ανώτερο από τις δυνάμεις τους, ο καλύτερος τρόπος για να το υπερνικήσουνε δεν είναι να γυρίζουν αλλού το πρόσωπό τους αλλά απεναντίας να το προσεγγίζουνε θαρραλέα, να το γνωρίζουνε, να το δοκιμάζουνε από κάθε πλευρά, και μονάχα έτσι να φτάσουνε κάποτε στο σημείο και να το ξεπεράσουν». «Ακούστε με είμαι του καιρού μου και όλων των καιρών», λέει ο Παλαμάς σ’ ένα του στίχο, αυτή η τόσο πολύπλευρη προσωπικότητα που κατάφερε να συγκεράσει το βαθύ στοχασμό, το μεγαλόπνοο όραμα, την ευαισθησία, το λυρισμό και την γλωσσική επινοητικότητα εκφράζοντας έτσι από τα πιο προσωπικά έως τα πανανθρώπινα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Παλαμάς αναγκάστηκε λόγω έξωσης να μετακομίσει στην Πλάκα, σε μια διώροφη οικία στην οδό Περιάνδρου 5, απέναντι από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Το σπίτι της οδού Ασκληπιού κατεδαφίστηκε το 1966 παρά τις διαμαρτυρίες όλου του πνευματικού κόσμου της εποχής. Σήμερα στεγάζει το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.