Το σπίτι μας (διήγημα της Τζώρτζιας Ρασβίτσου)

0
799

της Τζώρτζιας Ρασβίτσου (*)

 

Αφού δεν είμαστε φτωχοί, γιατί μένουμε σε τούτο το σαράβαλο; Έχετε δει σπίτι να κουνιέται; Να τρίζει; Τέτοιο είναι το σπίτι μας κι ακόμα χειρότερο. Όταν περπατάμε κουνιέται, όταν περνάει από κάτω φορτηγό πάλι κουνιέται. Όταν μπουμπουνίζει τραντάζεται το πάτωμα και μπουμπουνιζόμαστε κι εμείς. Όταν βρέχει στάζει το ταβάνι και στο χολ βάζουμε μια κούπα. Αυτό μάλλον μας αρέσει. Αλλά δεν είναι μόνο το ταβάνι τρύπιο, είναι και το πάτωμα. Ό,τι χύνεται περνάει από τις χαραμάδες και στάζει στους από κάτω.

Από κάτω μένει ο Παναγιώτης, που είναι φίλος μου καλός. Τον Παναγιώτη τον δέρνει ο πατέρας του. Με το λουρί. Όταν τις τρώει, τον ακούω που τσιρίζει και κλαίει και κλαίω κι εγώ. Εμένα με δέρνει η μάνα μου. Με την παντόφλα της. Όταν τις τρώω και κλαίω, ακούω τον Παναγιώτη να με κοροϊδεύει. Βλάκας… Όταν καμιά φορά το παρακάνουμε, η μάνα του Παναγιώτη μάς φωνάζει: «Σκάστε!», και μας συνεφέρνει. Και όπως καταλαβαίνετε, το τρέξιμο και το χοροπηδητό απαγορεύονται. Εγώ όμως το ξεχνώ και τρέχω. Χτες δεν ξέρω πώς μου ’ρθε και έκανα ένα έξτρα-γυριστό-ανεβαστό-χοροπηδητό από τον καναπέ, και από το τράνταγμα τους έπεσε το πολύφωτο. Και μετά είχαμε «γλέντια».

Γιατί μένουμε ακόμα σ’ αυτό το σπίτι αναρωτιούνται και οι φίλοι των γονιών μου. Κι ο μπαμπάς μου αντί να τους πει ότι το σπίτι του το πήρε ο στρατός και τους έδιωξε, τους απαντά: «Είναι αντισεισμικό». Και έχει δίκιο βέβαια, αφού όταν γίνεται σεισμός δεν το καταλαβαίνουμε ποτέ. Ούτε όμως και οι από κάτω το καταλαβαίνουν, γιατί νομίζουν ότι εμείς τους κουνάμε. Καμιά φορά πατέρας μου λέει στον εαυτό του αναστενάζοντας: «Όλα κουνιούνται και τίποτε δεν πέφτει». Και τότε αναστενάζουν και οι υπόλοιποι και συμφωνούν. Κούνια που τον κούναγε… Δεν ξέρω εκείνος τι περιμένει να πέσει και δεν πέφτει, εγώ όμως σας πληροφορώ ότι στο σπίτι μας όλα κουνιούνται και όλα πέφτουν και μάλιστα στα καλά καθούμενα. Τα πόμολα από τις πόρτες, η αλυσίδα από το καζανάκι, τα παντζούρια. Πριν από λίγο καιρό τράβηξα την κουρτίνα για να δω μια κηδεία που περνούσε και μου έπεσε το κουρτινόξυλο στο κεφάλι. Και τι κουρτινόξυλο, γύψινο! Κουρτινόγυψο, βαρύ κι ασήκωτο! Να το ξανακρεμάσω, ούτε λόγος. Είναι πολύ ψηλοτάβανο το παλιόσπιτο. Κανείς δεν φτάνει μέχρι εκεί. Θέλει σκάλα. Τέτοια πράματα όμως εμείς δεν έχουμε. Ούτε σκάλες, ούτε κατσαβίδια, ούτε σφυριά. Όταν θέλουμε να καρφώσουμε ένα καρφί, το κοπανάμε μ’ ένα μπρούτζινο σταχτοδοχείο. Γι’ αυτό τα καρφιά στα κάδρα μας είναι όλα λοξά. Αλλά ποιος τα βλέπει; Τι ωραίος πίνακας, λέει ο κόσμος, όχι τι ίσιο καρφί.

Το μόνο εργαλείο που χρησιμοποιούμε εδώ είναι η κορδέλα ζαχαροπλαστείου. Αυτή που δένουν τα κουτιά με τα  γλυκά. Μ’ αυτήν κάνουμε κόκκινες, πράσινες και κίτρινες επισκευές με κατσαρό τελείωμα. Μόλις χαλάσει κάτι, το δένουνε και λέμε: «Άσ’ το, θα έρθει ο άνθρωπος». Ο πατέρας μου δεν είναι «άνθρωπος». Και όπως λέει η μάνα μου, έχει δυο χέρια αριστερά και δεν μπορεί ούτε μια βίδα να βιδώσει. Γι’ αυτό για τις δουλειές παίρνουμε «άνθρωπο». Πάντως, όσα χρόνια ζω, «άνθρωπος» δεν έχει πατήσει το πόδι του εδώ μέσα. Και είναι ανάγκη να έρθει για ν’ αλλάξει τη λάμπα του μπάνιου. Γιατί από το καλοκαίρι όταν πηγαίνουμε στην τουαλέτα το βράδυ ανάβουμε το φως του μπαλκονιού. Αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα αν δεν ξυπνούσαμε τον κόκορα του Ανότη, του γείτονά μας του συμβολαιογράφου, που μόλις δει το φως (ο κόκορας, όχι ο συμβολαιογράφος) μπερδεύεται κι αρχίζει τα κικιρίκου που ξυπνούν τους γειτόνους, που κάνουν παράπονα στον Ανότη και του λένε ότι θα τον σφάξουν (τον κόκορα, όχι τον Ανότη). Ήρθε λοιπόν και παρακάλεσε τη γιαγιά μου να μην αναβοσβήνουμε το φως του μπαλκονιού μέσα στη μαύρη νύχτα, κι εκείνη συμφώνησε και είπε πως θα μας το πει. Τι να μας πει; Αφού εκείνη το αναβοσβήνει! Αν η γιαγιά έβαζε το καντήλι της, θα ήταν μια λύση, αλλά: «Χριστέ κι Απόστολε! Το καντήλι στον καμπινέ;» Βλέπετε, τα καντήλια είναι για να βλέπουν οι άγιοι. Και να βλέπονται μεταξύ τους. Τι να κάνουμε; Συνεχίζουμε να το ανάβουμε.

Μπορεί βέβαια τούτο το σπίτι να είναι χαραμπάτι, αχούρι ή ένα πηγάδι, που ό,τι πέφτει κάτω εξαφανίζεται μαγικά, είναι όμως ένα τέλειο παρατηρητήριο, αφού βλέπει στην πιο κεντρική πλατεία της πόλης. Στην πλατεία Αλυσίδας. Από εδώ περνάνε οι λιτανείες, οι κηδείες, η μπάντα του στρατού, η μπάντα του ορφανοτροφείου, οι πυροσβεστικές, τα περιπολικά, τα ασθενοφόρα, οι τρελοί της πόλης, οι μεθυσμένοι, οι ζητιάνοι. Έτσι, όταν βαριέμαι πάω και στήνομαι στο παράθυρο και χαζεύω. Άμα δω κανέναν περίεργο, αναρωτιέμαι δυνατά: «Ποιος είναι τούτος πάλι;» Τότε έρχεται η βοήθεια: η γιαγιά μου η Μαργαρίτα, που έχω και το όνομά της. Και αρχίζει τις υποθέσεις.

Η γιαγιά έχει τρελή αδυναμία στον πατέρα μου και σ’ εμένα. Όταν δεν έχει δουλειές κάθεται μαζί μου στο παράθυρο και με συμβουλεύει πώς να γίνω καλή νοικοκυρά, κι όχι «τσαπατσούλα σαν τη μάνα σου», πώς να μιλάω όμορφα στην πεθερά μου, να είμαι ευγενική και να μη δημιουργώ καταστάσεις, να μην αφήνω κανέναν να με αγγίζει, ούτε συγγενή ούτε φίλο ούτε δάσκαλο ούτε παπά. Γιατί η γιαγιά μου, ενώ έχει πολύ καλές σχέσεις με το παπαδαριό της πόλης, μου απαγορεύει να φιλάω το χέρι του παπά, όπως κάνουν τ’ άλλα παιδιά. Ούτε κι εκείνη το φιλάει, γιατί όπως λέει: «Πού ξέρεις τι έπιανε πριν; Κι αν έξυνε τον κώλο του;»

Όταν είναι στα κέφια της, ανοίγουμε μαζί το μπαούλο της, ξεδιπλώνουμε ό,τι έχει μέσα, τα προικιά μου δηλαδή, τα βλέπουμε και μετά τα ξαναδιπλώνουμε και τα βάζουμε μέσα κι έτσι περνάμε ευχάριστα την ώρα. Η γιαγιά μου κεντάει ωραίους σταυρούς. Σταυρούς όχι ίσιους, αλλά σαν να τους έχει πάρει ο αέρας ή σαν να σε χαιρετάνε. Γιατί κάποτε ήθελε πάνω από κρεβάτι των γονιών μου να κρεμάσει έναν κεντημένο σταυρό, αλλά της μαμάς μου δεν της άρεσε. Κι έτσι άρχισε να κάνει πολλούς, σε διάφορα χρώματα: κόκκινους σταυρούς, μπλε χτυπητό, λαχανί σταυρούς και σε διαφορετικές στάσεις: λοξούς, γερμένους, μισοπεσμένους. Όλοι όμως, προς μεγάλη απογοήτευσή της, απορρίφθηκαν και κατέληξαν στο μπαούλο μαζί με τα υπόλοιπα προικιά μου.

Η γιαγιά μου η Μαργαρίτα μού μαθαίνει και προσευχές και τροπάρια και ποιήματα. Εκείνη μου έμαθε και το ποίημα «Μισεύεις για την ξενιτιά», κι εγώ το έκανα σουξέ. Χωρίς εμένα ο Πολέμης θα ήταν ένας αφανής. Σε κάθε επίσκεψη που κάνουμε, πρωί ή απόγευμα, γιατί της αρέσουν πολύ οι επισκέψεις της γιαγιάς και με παίρνει μαζί της πάντα, με ανεβάζει σε μια καρέκλα ή σ’ ένα τραπέζι και το λέω τόσο όμορφα που ραγίζουν πέτρες και καρδιές. Ακούστε και κλάψτε:

 

Μισεύεις για την ξενιτιά και μένω μοναχή μου,

σύρε παιδί μου στο καλό και πάρε την ευχή μου.

Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,

για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

 

 Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίζεις

και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.

Να πίνεις και να ξεδιψάς και να ’ναι αυτό γεμάτο,

σα να ’ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να ’σαι από κάτω.

 

Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,

δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.

Παιδί μου, αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,

με δίχως βαρυγκώμηση συχωρεμένος να ’σαι.

 

 Κι όσο δακρύζουν οι γριές τόσο πιο όμορφα το λέω. Μετά κάνω πάντα υπόκλιση για να με χειροκροτήσουν. Κι η γιαγιά λέει και ξαναλέει με περηφάνια: «Αυτό το παιδί μπορεί να έχει τη μορφή της μάνας του, αλλά έχει την καρδιά του πατέρα του!» Και όλες συμφωνούν.

Αυτό βέβαια, σύμφωνα με της δικές μου πληροφορίες, δεν είναι και πολύ καλό, γιατί όπως λέει η μάνα μου, με την καλή του την καρδιά δεν του μένει φράγκο στην τσέπη. Κι εγώ δεν θέλω να γίνω φτωχιά. Μια μέρα που έκλαιγε η μάνα μου, το παθαίνει συχνά τελευταία, ο πατέρας μου την παρηγορούσε και της έλεγε: «Τι φταίω εγώ κι αν έχω τσιγγάνα καρδιά;» Κι όταν μπήκα μέσα και ρώτησα: «Γιατί έχει αυτός τσιγγάνα καρδιά;», μου είπαν πως είναι τραγούδι και μ’ έστειλαν να πάω να δω αν έρχομαι.

Όταν όμως είναι να πάμε επίσκεψη στης Νίκης, της ανεψιάς της γιαγιάς, τότε με δασκαλεύει εξαρχής: «Δεν θα πεις το ποίημα, ό,τι κι αν σου τάξει». Βλέπετε, η Νίκη με ματιάζει. Κι όταν με ματιάζει αρρωσταίνω. Γι’ αυτό στο σπίτι της πάω πάντα κακοντυμένη και κακοχτενισμένη, για να μη με ματιάσει. Κι αν παρ’ όλ’ αυτά τύχει και πει καμιά καλή κουβέντα για μένα, στον γυρισμό μπαίνουμε σ’ όλες τις εκκλησιές που συναντάμε στον δρόμο και προσευχόμαστε να μην αρρωστήσω. Αυτά βέβαια η μαμά μου, η «αλειτούργητη», δεν τα ξέρει. Είναι ένα από τα «μυστικά μας».

Να σας πω κι ένα άλλο μυστικό; Κρύβουμε λεφτά! Κάτω από το στρώμα της γιαγιάς. Τα λεφτά που της δίνει ο μπαμπάς για ταξί εμείς δεν τα ξοδεύουμε, αφού εμάς μας αρέσει να περπατάμε. Άμα κουραζόμαστε, καθόμαστε. Σ’ ένα πεζούλι, σ’ ένα παγκάκι, όπου βρούμε. Άσε που η γιαγιά έχει πολλούς φίλους και όλο και κάποιος μας παίρνει με το αυτοκίνητο. Τα μαζεύουμε, λοιπόν, «για ώρα ανάγκης».

Μόνο όταν βρέχει καθόμαστε μέσα. Τότε η γιαγιά μού δίνει ένα ψαλίδι κι εφημερίδες και μου λέει: «Όπου βλέπεις αυτόν τον φαρακλό, κόβε τον.» Ξέρετε ποιος είναι ο φαρακλός; Ο Παττακός! Έτσι περνάω τη μέρα μου κόβοντας την κασίδα του και γεμίζω το χαλί χαρτάκια χαρτάκια.

 

(*) Ένα παιδί στα χρόνια της δικτατορίας. Τμήμα ενός σπονδυλωτού μυθιστορήματος με τίτλο “Μαργαρίτα, γης Μαδιάμ!”, που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Εκάτη.

Προηγούμενο άρθροΡωμαϊκή κατάκτηση, μια ελληνική ιστορία (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθρο “Κοιτάζω όσα ένιωσα” (της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ