Της Νίκης Κώτσιου.
Tα Χρόνια του Σιδήρου, που κυκλοφόρησαν το 1990, είναι ένα είδος τομής στο έργο του Κουτσί (Νόμπελ 2003), γιατί αποτελούν το πρώτο του μυθιστόρημα όπου με ρεαλιστικό τρόπο επιχειρεί να μιλήσει ευθέως για την πολιτική κατάσταση στη Νότια Αφρική, χωρίς να προσφεύγει σε αλληγορίες και συμβολισμούς. Στα χρόνια του Σιδήρου, τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους και τα πρόσωπα κινούνται πάνω στη διακεκαυμένη ζώνη των συγκρούσεων και της αιματοχυσίας, χωρίς και πάλι ο Κουτσί – πολιτογραφημένος Αυστραλός πια- να χαρίζεται σε κανέναν. Αναγνωρίζοντας το δίκιο των καταπιεσμένων αλλά κρατώντας αποστάσεις από τη βία, ο συγγραφέας επιχειρεί να χαρτογραφήσει την κόλαση του άπαρτχαιντ μέσα από το βλέμμα μιας ταλαιπωρημένης γυναίκας, που βλέπει τα γεγονότα να ξεπερνάνε τις αντοχές της.
Η κυρία Κάρεν έχει μόλις πληροφορηθεί ότι πάσχει από καρκίνο. Επιστρέφοντας από το ιατρείο στο σπίτι της διαπιστώνει ότι ένας άστεγος, ο κύριος Βερκέιγ, έχει βρει κατάλυμα στην αποθήκη της και αποφασίζει να μην τον διώξει. Την κυρία Κάρεν, που είναι ηλικιωμένη λευκή μεσοαστή της Νότιας Αφρικής, βοηθά στις δουλειές η Φλόρενς, μαύρη νοτιοαφρικανή με δυο μικρές κόρες κι έναν έφηβο γιο που εμπλέκεται σε συμπλοκές με τις αρχές του καθεστώτος άπαρτχαιντ. Μετά τη διάγνωση, η ματιά της κυρίας Κάρεν πάνω στον κόσμο και τη ζωή γίνεται πολύ πιο διεισδυτική και διερευνητική καθώς προσπαθεί να κατανοήσει σε βάθος την έκρυθμη πολιτική κατάσταση, που προκαλεί εκδηλώσεις ακραίας βίας και ανεξέλεγκτη καταστολή.
Όταν η κυρία Κάρεν γίνει αυτόπτης μάρτυς της βιαιοπραγίας των αρχών σε βάρος εξεγερμένων μαύρων μαθητών, θα νιώσει τη συνείδησή της να αφυπνίζεται και θα αρχίσει να εγκαταλείπει τον εφησυχασμό της. Ωστόσο, δεν θα ταχθεί αβίαστα με το μέρος των καταπιεσμένων αλλά θα αναρωτηθεί πάνω στο θέμα της ευθύνης, της δικής της και των λευκών συμπολιτών της αλλά και της ευθύνης απ’ τη μεριά των μαύρων, και θα προσπαθήσει να κατανοήσει αίτια και παθογένειες. Κυρίως όμως θα συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της αλληλεγγύης και της προσφοράς προς κάθε δοκιμαζόμενο άνθρωπο, δεδομένου μάλιστα ότι τώρα πια κι αυτή η ίδια βρίσκεται, εξαιτίας της αρρώστιας της, στη μεριά των αδύναμων και των χειμαζόμενων.
Η αφύπνιση του αισθήματος ευθύνης συντελείται την πρώτη φορά στο αντίκρισμα του άστεγου που βρίσκει απρόσκλητος καταφύγιο στο σπίτι της, του κύριου Βερκέιγ. Η κυρία Κάρεν αμέσως σκέφτεται να του αναθέσει ένα ρόλο, να του δώσει μια ιδιότητα. Τον χρίζει λοιπόν αγγελιαφόρο, θα είναι αυτός που , μετά τον αναμενόμενο θάνατό της, θα αναλάβει να ταχυδρομήσει στην κόρη της το μακροσκελές γράμμα που της γράφει. Υπάρχει πράγματι μια κόρη που έχει από καιρό μεταναστεύσει στην Αμερική και προς την οποία η κυρία Κάρεν γράφει ένα γράμμα με τα καθέκαστα του βίου της μετά τη διάγνωση. Επιθυμία της είναι να διαβαστεί το γράμμα μετά το θάνατό της και τότε μόνο η κόρη της να πληροφορηθεί τα σχετικά με την αρρώστια. Ο κύριος Βερκέιγ επιφορτίζεται με την αποστολή να ταχυδρομήσει το αποκαλυπτικό αυτό γράμμα, όταν πια όλα θα έχουν τελειώσει. Στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς το εκτενέστατο γράμμα είναι και το περιεχόμενο ολόκληρου του βιβλίου.
Αινιγματικός και μυστηριώδης, ο κύριος Βερκέιγ γίνεται ο ψυχοπομπός που θα βοηθήσει την κυρία Κάρεν να έχει έναν ήσυχο θάνατο και θα αναλάβει την εκπλήρωση της τελευταίας επιθυμίας της. Ωστόσο, δεν παύει να είναι ένας ξένος με άγνωστη προέλευση και τίποτα πάνω του δεν εγγυάται ότι θα κρατήσει το λόγο του. Πίνει, τεμπελιάζει, υπεκφεύγει, δεν αφήνεται να νιώσει ευγνωμοσύνη. Παρά ταύτα ,η κυρία Κάρεν τον εμπιστεύεται κι αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο της στοίχημα και το μεγάλο ρίσκο, πάνω στο οποίο ακονίζει την ανθρωπιά της. Ο Βερκέιγ είναι ο απόλυτος άλλος, ο ξένος σε μια δυσάρεστη και ίσως απειλητική εκδοχή της ετερότητας. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους θα επενδύσει πάνω του και δεν θα υποχωρήσει καθόλου επιμένοντας μέχρι τέλους στην επιλογή της.
Μορφή της ετερότητας (αλλά καθησυχαστική) είναι επίσης η Φλόρενς, η βοηθός της καθώς και οι νεαροί εξεγερμένοι μαύροι που μάχονται με σθένος το καθεστώς του απαρτχαιντ, ένα καθεστώς που υποτίθεται ότι διασφαλίζει τα συμφέροντα των λευκών, στις τάξεις των οποίων ανήκει και η κυρία Κάρεν. Ωστόσο, μια σειρά από τραγικά γεγονότα στα οποία θα παραστεί ως αυτόπτης μάρτυς,θα έρθουν να κλονίσουν τις αλλοτινές της βεβαιότητες, ακόμη και την πίστη της στην ίδια τη γλώσσα ως μέσου αναπαράστασης της πραγματικότητας. Οι εκτελέσεις μαύρων μαθητών και η διάχυση του φόβου μέσα σε ολόκληρη την κοινωνία συγκλονίζουν τη γηραιά γυναίκα που νιώθει κι αυτή παγιδευμένη στον ιστό του άπαρτχαιντ και το φαύλο κύκλο της ολοένα αυξανόμενης βίας.
Απέναντι στα ασταθή και αναξιόπιστα γλωσσικά σημεία που αδυνατούν να αποκαλύψουν το εύρος των φρικαλεοτήτων σε βάρος του μαύρου πληθυσμού καθώς μάλιστα η εξουσία μπορεί να τα χειρίζεται και να τα διαχειρίζεται σε όφελός της, η κυρία Κάρεν έχει να αντιπαραθέσει την αλήθεια του πάσχοντος σώματος, του δικού της αλλά και των θυμάτων του άπαρτχαιντ. Με το άρρωστο σώμα της γίνεται μάρτυρας της διάχυτης βίας όταν επιχειρεί να περιθάλψει το μαύρο αγόρι που αιμορραγεί ακατάσχετα στα χέρια της, με το σώμα της βιώνει τη συντριβή και τον αποτροπιασμό στη θέα των σκοτωμένων μαθητών, με το σώμα της αφουγκράζεται το θάνατο που πλησιάζει και αυτήν την ίδια.
Το σώμα που υποφέρει και πονά, το άρρωστο σώμα της κυρίας Κάρεν αλλά και τα εξοντωμένα σώματα των εξεγερμένων, αρθρώνουν μια άλλου είδους γλώσσα και μια αλήθεια διαφορετική, που, παρότι μη-λεκτική, είναι ίσως περισσότερο αυθεντική καθότι εντελώς αδιαμεσολάβητη και ανεπηρέαστη από την ιδεολογία και τα αξιακά συστήματα του ηγεμονικού λόγου. Aυτό που η γλώσσα αδυνατεί να εκφράσει, εντατικοποιείται μέσω των σωμάτων που δεν παύουν να διατυπώνουν την αλήθεια τους, ακόμη και νεκρά.
Ένας καρκίνος παρόμοιος μ’ αυτόν που κατατρώει το σώμα της φαίνεται να κατατρώει και τη Νότια Αφρική, που υποφέρει από τη μάστιγα του άπαρτχαιντ (τουλάχιστον κατά την εποχή που γραφόταν το βιβλίο, στο διάστημα 1986-1989). Ίσως, λοιπόν, το σώμα της κυρίας Κάρεν χρησιμοποιείται ως μεταφορά για να σημάνει μια μεγαλύτερη παθογένεια, αυτήν του άπαρτχαιντ. Ο πόνος που προκαλεί η αρρώστια, τα δεινά που σωρεύει ο ρατσισμός και η αποικιοκρατία βοηθούν την όραση να καθαρίσει και επιτρέπουν στην αντίληψη να συλλάβει το μέγεθος της φρίκης. Το επόμενο βήμα είναι η συνειδητοποίηση της ευθύνης και η θεώρηση του κόσμου από αυτήν ακριβώς τη θέση, που δεν επιτρέπει ολιγωρία και εφησυχασμό. Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η ανάδυση της ηθικής συνείδησης μέσα σε συνθήκες κρίσης και η ανιδιοτελής αλληλεγγύη άνευ όρων στον εκάστοτε πάσχοντα ασχέτως προέλευσης και λοιπών κριτηρίων. Άλλωστε, η κυρία Κάρεν είναι και η ίδια πάσχουσα και εξαιτίας της αρρώστιας της τοποθετείται κι αυτή σε ένα άλλου είδους κοινωνικό περιθώριο, όπου τα όποια πολιτικά της προνόμια δεν έχουν πια πολύ νόημα.
Στο Έργα και Ημέραι, ο Ησίοδος αφηγείται το μύθο των τεσσάρων γενών από χρυσό,άργυρο, χαλκό και σίδηρο, και περιγράφει τις αντίστοιχες συμπεριφορές για να σημάνει την παρακμή και την κατάπτωση του ανθρώπινου είδους μέσα στο χρόνο. Η κυρία Κάρεν διαβλέπει ομοιότητες του καιρού της με την εποχή του σιδήρου που σηματοδοτεί την απόλυτη πτώση και αδυνατεί να ταυτιστεί με τους εξεγερμένους νέους που γίνονται παρανάλωμα στο βωμό της επανάστασης προσχωρώντας αψήφιστα στη βία και το θάνατο. Θεωρεί σκανδαλώδη έναν τέτοιο ηρωισμό που ακυρώνει βάναυσα την παιδική ηλικία και προάγει το μίσος και τον αφανισμό.
Η ίδια οραματίζεται μια επιστροφή στην εποχή του πηλού, όπου όλα θα είναι πιο ανθρώπινα και τα παιδιά θα μπορούν να χαίρονται τη μακαριότητα της παιδικής τους ηλικίας χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ηρωισμούς και θυσίες. Ωστόσο, η κυρία Κάρεν δεν παύει να είναι μια λευκή αστή με συντηρητική κουλτούρα και κοσμοαντίληψη οπότε είναι εύλογες οι αντιστάσεις της στην υιοθέτηση του όποιου ριζοσπαστισμού, όταν μάλιστα αμφισβητούνται προνόμια της κοινωνικής της τάξης.
Στα Χρόνια του Σιδήρου, ο Κουτσί διερευνά τις δυνατότητες που παρέχει ο ρεαλισμός στην πραγμάτευση ενός εκρηκτικού προβλήματος, όπως το άπαρτχαιντ. Μέσα από την αφηγηματική φωνή της ηλικιωμένης λευκής κυρίας Κάρεν, που υπερασπίζεται με το λόγο της τη δυτική πολιτισμική παράδοση προσπαθώντας να σταθεί εκτός των δυο αντιμαχόμενων στρατοπέδων, ο συγγραφέας περιγράφει και κρίνει την έκρυθμη κατάσταση έχοντας συνείδηση των ορίων του ρεαλισμού στην απόδοση της πραγματικότητας.
Η κυρία Κάρεν συχνά αμφιβάλλει και η ίδια για την αξιοπιστία των λεγομένων της αμφισβητώντας την ουδετερότητα της γλώσσας καθώς και την ικανότητα του εκάστοτε αφηγητή να σταθεί πέρα και πάνω από την ιδεολογία που αναπόφευκτα μεταφέρει. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μαύροι καταπιεσμένοι αρνούνται πεισματικά να μιλήσουν και απαντούν με σιωπή κάθε φορά που η κυρία Κάρεν τους προτρέπει να πάρουν το λόγο. Η γλώσσα μοιάζει να αποτελεί το εργαλείο του εχθρού. Έτσι, τα λόγια της κυρίας Κάρεν πέφτουν συνήθως στο κενό αλλά και δεν παύουν να αποτελούν τον μοναδικό τρόπο που αυτή διαθέτει για να επικοινωνήσει και να συμφιλιωθεί με την ιδιαιτερότητα και την ετερότητα του Άλλου.
INFO: J.M. Coetzee, Tα χρόνια του σιδήρου, μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, σελ.242, εκδ. Μεταίχμιο,2014