Βίκυ Κλεφτογιάννη (*)
«Τίποτα στη Βιολογία δεν έχει νόημα, παρά μόνο υπό το φως της εξέλιξης», έχει διατυπωθεί από τον σπουδαίο Ουκρανό εξελικτικό, Θεοδόσιο Ντομπζάνσκι. Υπό αυτό το φως μοιάζει η Λένα Καλλέργη, στην ποιητική συλλογή «Περισσεύει ένα πλοίο», να συμπλέει με το ανθρώπινο είδος ανά τους αιώνες, αλλά και με το άτομο κατά τη διάρκεια της προσωπικής του περιπλάνησης -ενδεχομένως επηρεασμένη και από το αντικείμενο των πρώτων σπουδών της στον τομέα της Βιολογίας. Άλλωστε, με ένα ποίημα του οποίου ο τίτλος παραπέμπει ευθέως στην «Καταγωγή των Ειδών» του Δαρβίνου, ανοίγει η εν λόγω συλλογή.
[…]Δεν ξέρω τίποτε από πλοία.
Όταν τα βλέπω να περνούν κάτω απ’ τον ήλιο
κάτι βαθιά νυχτερινό με διαπερνά
μια γνώση από κλειστή καμπίνα
απ’ το σκοτάδι της θάλασσας.
….
Ήμουν κι εγώ στην ξύλινη κοιλιά του πρώτου πλοίου
μαζί με τ’ άλλα ζωντανά,
έτσι λέει μια ιστορία. […]
H «ξύλινη κοιλιά του πρώτου πλοίου» κι ο αμνιακός σάκος του πρώτου ταξιδιού θα μπορούσαν να συνθέτουν αυτή τη «γνώση από κλειστή καμπίνα», περιγράφοντας τη μοίρα της πορείας με διάθεση αταβιστική, συνυφασμένη με την καταγωγή και τη γονιδιακή μνήμη. Όμως, αφότου το σκαρί γλιστρήσει από τον σίγουρο κόλπο του ταρσανά, η πλεύση πραγματοποιείται πλέον σε αχαρτογράφητα νερά. Η δυνατότητα προσαρμογής, ως άμεση ανταπόκριση στις προσωπικές συνθήκες πλεύσης και συνακόλουθα ως βραδεία ενσωμάτωση στα χαρακτηριστικά του είδους, είναι αυτή που καθορίζει και εξελίσσει το ταξίδι.
[…]Δεν ξέρω ένα σκαρί πώς το σχεδιάζουν
πώς το ονομάζουν, πώς το ρίχνουν στο νερό.
Κι αν επιλέχθηκα να ζήσω
δεν μου έμαθε κανείς ναυσιπλοΐα.
Καιρός να φτιάξω ένα πλωτό δικό μου.
Ούτε από μένα ξέρω. […]
Σε αυτή την άγνωστη ρότα, η γλώσσα ως λεκτική ή σωματική έκφραση, αλλά και ως «πατρίδα», ως προσωπική ταυτότητα και μνήμη, μοιάζει να απασχολεί ιδιαίτερα την ποιήτρια. Η γλώσσα μπορεί να αποτελεί όχημα, αλλά και απροσπέλαστο φραγμό, μπορεί να είναι η πυξίδα για το ταξίδι, αλλά κι ένας από τους ανεξερεύνητους χάρτες. Και τι γίνονται οι γλώσσες που χάνονται; Σβήνουν και περνούν στην ανυπαρξία ή μήπως εξελίσσονται για να αναδυθούν καινές στον κατάλληλο τόπο και χρόνο;
[…]Όμως δεν βρήκα σωτηρία ν’ αναπαράγω
μόνο ταξιδευτές με χίλιους μύθους
μια γλώσσα σε διαρκή μεταφορά. […]
[…]Δοκιμάζω γλώσσες, αλλάζω πατρίδες
επιστρέφω σε άγνωστα κύματα[…]
[…]Κι όταν ψηλώσουν τα νερά
παράταιρα εμφανίζονται πλεούμενα
κι αρχίζει μια γλώσσα
να τεντώνει τα καινούρια της άκρα
και να απλώνει το αμφίβολο φως της στην όχθη. […]
Παρατηρείται, ωστόσο, και επισημαίνεται και μια εξαίρεση, μια γλώσσα που δεν εξελίσσεται, αλλά παραμένει αναλλοίωτη, ένας κοινός κώδικας αμετάλλακτος στην πορεία των ειδών. Είναι η δύναμη και η αδυναμία της ερωτικής μη λεκτικής γλώσσας -όπως αυτή εκφράζεται στο αιώνιο ερωτικό παιχνίδι- της «σιωπής» που επικαλύπτεται από τη βροντερή φωνή των σωμάτων, της σιωπής που επιβάλλεται ως ένδεια μπροστά στις συναισθηματικές κορυφώσεις.
[Από είδος σε είδος, δίχως μεταλλάξεις
θα περπατά η σιωπή]
[«Αντίο» και «πρόσεχε, θα βρέξει»
σε ποια γλώσσα να πω.]
Κι ενώ μοιάζει η προσέγγιση του ταξιδιού να πραγματοποιείται κυρίως με όρους οντολογικούς, επιχειρείται από την ποιήτρια μια θεολογική αναφορά, περισσότερο ως ανάγκη να θιχτεί η άλλη πλευρά της εξέλιξης, εκείνη με το αρνητικό πρόσημο. Ένας Δημιουργός -με «πρόσωπο» ανθρωπογενές- που παρακολουθεί ενεός την καταστροφική μανία του δημιουργήματος. Ένας Δημιουργός που εισπράττει ο ίδιος το αποτέλεσμα της ανθρώπινης απληστίας, καθώς ταυτίζεται ή μάλλον υποστασιοποιείται από το φυσικό περιβάλλον.
[…]Χρυσός που έρχεται πίσω στάχτη.
Δάση που γίνονται βιβλιοθήκες.
Χτισμένα νησιά.
…
Και ξεκινούν έναν αέρα τόσο αψήφιστο
–άραγε εγώ τους δώρισα τέτοιο άνοιγμα;–
και γκρεμίζουν στον δρόμο τους τόσα ιερά. […]
Παράλληλα, ωστόσο, θίγεται και δικαιολογείται η οξύμωρη συμπεριφορά του δημιουργήματος. Η καταστροφή και ταυτόχρονα η καταφυγή σ’ αυτό που καταστρέφει. Η απομάκρυνση από το λίκνο εκφρασμένη ως ανάγκη επιβολής -μια απέλπιδα και παράλογη προσπάθεια αυτονόμησης και αποκοπής από αυτό του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι- και η αναπόφευκτη επιστροφή εκεί, κάθε φορά που οι νέοι τόποι του ταξιδιού, όσο κι αν γυαλίζουν, όσο κι αν οι Σειρήνες τους ηχούν καλλίφωνα, υστερούν μπροστά στο μεγαλείο του αχειροποίητου.
[…] Έχω μια φτώχεια και επιστρέφω σ’ εκείνη
όσο κι αν αποδήμησα σε πολύβουες πόλεις
γεμάτες δροσιά και καλέσματα.
Πού να βρω τέτοια απτή καθαρότητα
τέτοια έρημα βράδια με ένα άστρο μονάχα. […]
Κι ανάμεσα σε τρικυμίες και καταστροφές, σε επαναστάσεις και ενηλικιώσεις, σε πάθη και σιωπές, σε όχθες και γέφυρες, σε πεδιάδες και αλμυρές βροχές, σε γλώσσες και πατρίδες, σε χρησμούς και προσευχές, σε γοργόνες σκαλισμένες στην πλώρη και σε εραστές-ψάρια, η ποιήτρια επικαλείται σκαριά αιώνια, για να επαναπροσανατολίσει τον ταξιδευτή, υπενθυμίζοντάς του τον προορισμό του ταξιδιού που δεν είναι άλλος από την επιβίωση, εκφρασμένη ωστόσο μακράν υψηλότερα από τη δική του ταπεινή βολή.
[…]Η Αργώ, η Μέδουσα
η Νίνια, η Πίντα, η Σάντα Μαρία
η Πάραλος, ο Ιπτάμενος Ολλανδός
το Καράβι του Δάσους
η σχεδία του Ροβινσώνα, ο Ναυτίλος
η Συρακουσία, ο Τιτανικός
του Κουστό η Καλυψώ
και η Κιβωτός, αργή και αγέρωχη,
σε πέρας φέρνοντας ξανά
τον διπλό προορισμό της.
Να μην πνιγεί.
Να πηγαίνει.
Η επιβίωση όμως ενέχει την εξελικτική διαδικασία και όπως η συλλογή ξεκινά με αναφορές γενεαλογικές, βουτώντας στους ωκεανούς της καταγωγής, έρχεται να κλείσει με τη δυναμική της μελλοντικής πορείας. Πάντα ένα πλοίο θα περισσεύει. Η ατέλεια, το ανέφικτο, το μη κατακτημένο. Το χαρακτηριστικό που αναζητά την τυχαία μετάλλαξη, εκείνη που θα μετατρέψει το σώμα σε πανί, δίνοντάς του το εξελικτικό πλεονέκτημα για το ταξίδι.
[…]Δεν έχω παρά
ένα σώμα φωνή
όλο αλάτι στην άρθρωση.
Αν όμως είχα
ένα πανί.
(*) Η Βίκυ Κλεφτογιάννη είναι συγγραφέας
info: Λένα Καλλέργη, «Περισσεύει ένα πλοίο», Εκδόσεις Γαβριηλίδης