της Όλγας Σελλά
«Δεν αντέχω να έχω ένα κοινό που βολεύεται στη “γωνία” του. […] Δεν θέλω τουρίστες που απλώς κοιτάζουν τι γίνεται στη σκηνή, αλλά ανθρώπους που βυθίζονται στον κόσμο ο οποίος δημιουργείται μπροστά στα μάτια τους», έλεγε σε μια συνέντευξή του ο Γάλλος σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Odéon Théâtre de l’Europe στο Παρίσι Ζυλιέν Γκοσλέν.
Και αυτό ακριβώς συνέβη την Πέμπτη το βράδυ, στην πρεμιέρα της παράστασής του «Το παρελθόν» που παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και είναι η πρώτη συνεργασία του Γάλλου σκηνοθέτη με τη Στέγη. Επί 4 ώρες και 20 λεπτά, βυθιστήκαμε σε πολλούς κόσμους (της λογοτεχνίας, του θεάτρου, του κουκλοθεάτρου, του κινηματογράφου, της αφήγησης, της μουσικής, της τεχνολογίας) που συναντήθηκαν και δημιούργησαν μπροστά στα μάτια μας έναν νέο κόσμο: τον κόσμο μιας παράστασης που αφορά το χθες, το τώρα και το αύριο: της σκέψης, των συναισθημάτων, της τέχνης, της αυτοδιάθεσης, του αλληλοσεβασμού.
Ο Ζυλιέν Γκοσλέν, που πάντα του αρέσουν οι μεγάλες αφηγήσεις της λογοτεχνίας και αντλεί από αυτήν τον καμβά των παραστάσεών του, για πρώτη φορά σκηνοθετεί κείμενα ενός συγγραφέα των αρχών του 20ού αιώνα, του παραγνωρισμένου Λεονίντ Αντρέγεφ (1871-1919), που έγραψε για την ομορφιά και την παρακμή, «την ήρεμη θάλασσα της ανυπαρξίας» και «την απελπισμένη μοναξιά».
Με ζωντανή κινηματογράφηση, όπως πάντα στις παραστάσεις του, με την κινηματογραφική όψη στο πάνω μέρος της σκηνής και τη θεατρική κίνηση στο κάτω μέρος, μέσω των ιστοριών του Λεονίντ Αντρέγεφ, ο Γκοσλέν στ’ αλήθεια μας βύθισε στους πολλούς κόσμους που δημιούργησε. Που είχε σταγόνες βροχής, είχε ξύλα που έκαιγαν στο τζάκι, είχε πίνακες –πολλούς πίνακες-, είχε φως κεριών, είχε κούκλες και εγγαστρίμυθους, και την ίδια στιγμή είχε μουσικούς που βρίσκονταν στο χώρο της ορχήστρας, που συνόδευσαν την παράσταση με σύγχρονους ήχους μουσικής και λαρυγγισμούς απόκοσμους αλλά συναρπαστικούς, που μ’ έναν μαγικό τρόπο συνδέθηκαν όλα μαζί και δημιούργησαν συναίσθημα, συμμετοχή, συγκίνηση, ανάταση.
Οι ιστορίες του Λεονίντ Αντρέγεφ θυμίζουν άλλες της εποχής του. Η Κάτια του, για παράδειγμα, θυμίζει την Άννα Καρένινα και τον δικό της εγκλωβισμό. Όμως ο Αντρέγεφ δεν μένει στο άρρητο. Η Κάτια (η Βικτόρια Κεσνέλ, αυτή η ηθοποιός που έπαιζε με κάθε κύτταρο του σώματός της) –άλλοτε με κραυγές, άλλοτε με βία, είτε προς τους άλλους, είτε προς τον εαυτό της, άλλοτε με παραληρηματικές κρίσεις- φωνάζει αυτό που την πνίγει. Αποκαλύπτει το αδιέξοδο, τον συμβιβασμό, την αποδοχή μιας συγκαταβατικής αλλά κενής ζωής. Και εκρήγνυται με θόρυβο και με πρόσκληση –όπως γίνονται όλες οι εκρήξεις άλλωστε. Και την ίδια στιγμή μιλάει, από τις αρχές του 20ού αιώνα, για την πατριαρχία και τον τρόπο που συνθλίβει τις γυναικείες ζωές και συνειδήσεις. «Διψάω για ένα φως λαμπρό» λέει η Κάτια. Κι ένας από τους ανθρώπους του την καταλαβαίνουν της λέει: «Δεν είστε Βάκχη. Είστε κάτι που είναι η ερεβώδης φωνή της απελπισίας».
Αυτή η απελπισία δεν αφορά μόνο τις ανθρώπινες σχέσεις. Αφορά και την τέχνη και το θέατρο. Και ο Αντρέγεφ πολλές φορές μιλάει στα κείμενά του, με πρόκληση πάλι, με σουρεαλιστικά επιχειρήματα, για μια άλλη σχέση συγκατάβασης και συμβιβασμού: του κοινού με την τέχνη: «Φωτίστε το κοινό, τα αδιάντροπα πρόσωπα, την ξεδιάντροπη τρέλα (των θεατών». Και σε άλλο έργο του, ο Αντρέγεφ δεν διστάζει να αντικαταστήσει το κοινό με… κούκλες! «Δεν θέλουμε ζωντανούς θεατές στο θέατρο. – Ιδιοφυές καπρίτσιο. Και δεν υπάρχει ψυχή και το θέατρο είναι γεμάτο»!
Ο Ζυλιέν Γκοσλέν με όχημα θεατρικά ή λογοτεχνικά κείμενα του Αντρέγεφ, τα οποία διαρκώς ανακατεύει, αγγίζει μια κοινωνία παρακμής, θλίψης, απελπισίας, μοναξιάς αφόρητης. Και το κάνει αξιοποιώντας κάθε είδος θεάματος που έχουμε δει ως τώρα, μπολιάζοντας το θέατρο του σήμερα με τις «γλώσσες» του χθες. Όπως στην ενότητα «Η θάλασσα» που συγκέρασε τον βωβό κινηματογράφο με τις μαριονέτες και το ατόφιο θέατρο –από τις πιο μαγικές σκηνές αυτής της τετράωρης εμπειρίας.
Και μόνο στο διήγημά του «Η Ανάσταση των νεκρών» στο τέλος περιγράφει έναν ονειρικό (επίσης) κόσμο ευτυχίας και ανάτασης, που μοιάζει ψέματα: «…τα νερά της θάλασσας ομόρφαιναν τα κύματά τους. Ό,τι επιθυμούσες να είναι ομορφιά και χάρη, γινόταν όμορφο, σαν φόρος τιμής. Ο ήλιος ανέτελλε από παντού…». Κι αμέσως μετά η Αικατερίνα Ιβάνοβνα, σε μια τελευταία εκδήλωση πρόκλησης, παροξυσμού και απελπισίας, που εκφράστηκε μ’ έναν σπαρακτικό χορό της Σαλώμης, υπογραμμίζει την παρακμή, την κραιπάλη, τον θόρυβο που επικρατεί σε αντιδιαστολή με ό,τι είχε περιγράψει ο Αντρέγεφ στην «Ανάσταση των νεκρών».
Οι τέσσερις και πλέον ώρες της (ακόμα μια φορά) επικής παράστασης του Ζυλιέν Γκοσλέν όχι μόνο δεν κούρασαν, αλλά άφησαν ένα αίσθημα έκπληξης, γοητείας, και απέραντού σεβασμού για ό,τι συνέβη στη σκηνή από τους επτά ηθοποιούς της παράστασης, από τους μουσικούς και απ’ όλους τους συντελεστές αυτής της ιστορίας, που λέει, και πάλι, όσα λένε οι ιστορίες: για τα όνειρα, τους φόβους, την απελπισία, τους έρωτες, τις μάχες, τις ελπίδες των ανθρώπων. Και σα να «διέκρινα» και τον Ιβάν Βιριπάγιεφ μέσα στις ιστορίες του Λεονίντ Αντρέγεφ, σαν ο τωρινός δημιουργός να μπόλιασε τη δική του γραφή με τη γραφή ενός συγγραφέα που του μεγαλύτερο μέρος του έργου του (και δεν είναι μικρό) παραμένει δυσεύρετο στη Ρωσία.
* Στην παράσταση «Το Παρελθόν» αξιοποιούνται δύο θεατρικά έργα και τρία διηγήματα του Λεονίντ Αντρέγεφ: «Αικατερίνη Ιβάνοβνα» (θεατρικό έργο του 1912), «Ρέκβιεμ» (θεατρικό έργο του 1916), «Η άβυσσος» (διήγημα του 1912), «Μέσα στην καταχνιά» (διήγημα του 1902) και «Η Ανάσταση των νεκρών» (διήγημα γραμμένο μεταξύ 1910 και 1914). Κάποια από τα κείμενά του στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Άγρα» και «Ροές».

Παραστάσεις: το Σάββατο 18/10 στις 7μ.μ., την Κυριακή matinee στις 2μ.μ.
Συζήτηση του Ζυλιέν Γκοσλέν με τον Mario Banushi: Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025 μετά την παράσταση
Masterclass με τον Ζυλιέν Γκοσλέν: Σάββατο 18 Οκτωβρίου 15:00-17:00, κάντε κράτηση εδώ

Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενα: Λεονίντ Αντρέγεφ
Διασκευή & Σκηνοθεσία: Julien Gosselin
Με τις/τους: Guillaume Bachelé, Joseph Drouet, Denis Eyriey, Carine Goron, Victoria Quesnel, Achille Reggiani, Maxence Vandevelde
Εικονολήπτες: Jérémie Bernaert, Baudouin Rencurel, Μετάφραση από τα ρωσικά στα γαλλικά: André Markowicz, Σκηνικά: Lisetta Buccellato, Δραματουργία: Eddy D’aranjo
Πρωτότυπη Μουσική: Guillaume Bachelé, Maxence Vandevelde, Σχεδιασμός Φωτισμών: Nicolas Joubert, Σχεδιασμός Βίντεο: Pierre Martin Oriol, Jérémie Bernaert, Σχεδιασμός Ήχου: Julien Feryn, Σχεδιασμός Κοστουμιών: Caroline Tavernier, Valérie Simmoneau, Σκηνικά Αντικείμενα: Guillaume Lepert, Μάσκες: Lisetta Buccellato, Salomé Vandendriessche, Βοηθός Σκηνοθέτη: Antoine Hespel
Γενική Διεύθυνση Σκηνής: Léo Thévenon, Γενική Διεύθυνση & Διεύθυνση Σκηνής: Simon Haratyk, Guillaume Lepert, Διεύθυνση Σκηνής & Σκηνικά Αντικείμενα: David Ferré
Τεχνικός Φωτισμών: Zélie Champeau, Τεχνικός Ήχου: Hugo Hamman, Τεχνικός Βίντεο: David Dubost, Ασκούμενοι Τεχνικοί: Pierrick Guillou, Audrey Meunier
Κατασκευή Σκηνικού & Ζωγραφισμένος Καμβάς: Workshop Devineau
Με την ομάδα του Odéon Théâtre de l’Europe
Μετάφραση στα ελληνικά: Λουίζα Μητσάκου
Υπερτιτλισμός: Γιάννης Παπαδάκης



























