από τη Μαρία Λάτσαρη.
Μια ανάγνωση του βιβλίου της Αρχοντούλας Διαβάτη Το αλογάκι της Παναγίας (εκδ. Νησίδες). Το αλογάκι της Παναγίας περιλαμβάνει μυθιστορίες, κείμενα μικρής φόρμας με πεζογραφική δομή αλλά, και σε πολλά σημεία, με ποιητική φόρτιση. Το στίγμα της, η συγγραφέας το δίνει ήδη από την πρώτη σελίδα: «έβγαινε αργά-αργά από τα όνειρα, ξεκολλώντας τα απαλά από την πραγματικότητα σαν τσιγαρόχαρτα- απαλά μην τα σχίσει- ποιο το όνειρο, ποια η αλήθεια….».
Σε πρώτο πλάνο μικρές ιστορίες, αυτοβιογραφικές, προσωπικές, οικείες, τυλιγμένες στη φόδρα της αγάπης της και της γρ-αφής της. Διαβάζουμε στο κείμενο με τίτλο Κλείσε τα μάτια για να δεις: «Υπάρχουν άνθρωποι….. Καλά εσύ, Μαρίνα, aυτοεξόριστη». Είναι σίγουρο ότι πολλοί από εσάς θα καθρεφτίζονταν μέσα σε αυτές τις ιστορίες. Μας θυμίζουν αυτό που είχε πει ο Παμούκ: «λογοτεχνία είναι να γράφεις για τον εαυτό σου και ο αναγνώστης να νομίζει ότι διαβάζει για τον εαυτό του». Σε δεύτερο πλάνο καταγραφή της Ιστορίας με κεφαλαίο «ι», με τρόπο έμμεσο, υπαινικτικό. Το παρελθόν συνομιλεί με το παρόν μέσα από μια ανασύνθεση των γεγονότων που ξεκινούν από το 1970 κάτι και φτάνουν μέχρι σήμερα. Η συγγραφέας, με ψυχικό και πνευματικό βάθος, τιμά ευλαβικά τα χρόνια αυτά με τη μνήμη και την καταγραφή τους στο χαρτί, δίχως να διεκδικεί την επίφαση αντικειμενικότητας ενός ιστορικού ημερολογίου. Από το κείμενο με τίτλο Ματαρόα:«….Δε μένω στην απαγορευμένη στην Ελλάδα….. τις δημιουργούσαν».
Η ΑΔ πλέκει γεγονότα και σκέψεις με αφηγηματική οικονομία και εσωτερική ενότητα που μετατρέπουν τις αυτόνομες μυθιστορίες σε, τρόπον τινά, κεφάλαια ενός σπονδυλωτού μυθιστορήματος. Με τρυφερότητα, συγκίνηση και χιούμορ, με ευθεία ή λοξή ματιά απέναντι στα πράγματα και στους ανθρώπους, ξεκινάει από το παρελθόν και φτάνει στο παρόν. Λεπτοδουλεμένη προσέγγιση των προσωπικών βιωμάτων, αδρή σκιαγράφηση των κοινωνικών παραμέτρων αλλά και ένας φιλάνθρωπος σαρκασμός, ο οποίος αφενός πυροδοτείται από την απόδοση των ελαττωμάτων των ηρώων και αφετέρου από μια κριτική ματιά απέναντι στην αντίληψη πως η συσσώρευση του χρόνου σβήνει τις αδυναμίες και φέρνει στην επιφάνεια μόνο τις καλές στιγμές της βιωμένης ζωής.
Το αεράκι της μνήμης φυσάει, τα γεγονότα γέρνουν σαν χορταράκια και αναδύονται λέξεις, χρώματα, αρώματα, ήχοι. Κάποιοι τίτλοι, ως δόλωμα νοσταλγίας λειτουργούν ερεθιστικά και ανακλητικά και, άλλοι, ευρηματικοί, επιστεγάζουν τις ιστορίες, τις συμπυκνώνουν, και συχνά τις φωτίζουν, με μοναδικό τρόπο: Ματαρόα, Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα, Φωσφωτίνη, Ειλείθυια, η θεά του τοκετού, Χιονία, Ρωνιό, Ορφέο Νέγκρο, Ακαταμάχητο θηρίο, Καμίνια, Καλή, σαν το ψωμί, Ένα πηγάδι στεφανωμένο, Τα λουλούδια της κάπαρης, Ο Κλήδονας, Το πορτρέτο του Φαγιούμ, Το αλογάκι της Παναγίας.
Το βιβλίο ξεκινάει με γράμματα που έχει καταχωνιασμένα η Ναυσικά από την εποχή της Μεταπολίτευσης και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να βγουν στο φως. Τα γράμματα αυτά της τα είχε στείλει, όταν ήταν στον στρατό, ο Άγγελος, φίλος και επίδοξος αγαπημένος της. Άγγελος, Ναυσικά, τα ονόματα των ηρώων της ΑΔ, συμβολικά, υπαινικτικά, επηρεασμένη μάλλον η συγγραφέας από το Βασίλη Βασιλικό που, στη συνέντευξη που της είχε δώσει στη Γενεύη, είπε για τα χρόνια της δικτατορίας: «και εγώ έτσι έγραφα, συμβολικά: στρατός, στρατόπεδο αγγέλων». Τα γράμματα του Άγγελου είναι επενδυμένα με μια ναΐφ, ανεπιτήδευτη αθωότητα και σε αυτό μεγάλο ρόλο παίζει η γλώσσα που βάζει η συγγραφέας στην πένα του, η γλώσσα δηλαδή που έγραφαν και μιλούσαν οι νέοι εκείνης της εποχής. Ανεξίτηλο ίχνος πάνω στα γράμματα αφήνουν τα κοινωνικά συμφραζόμενα και οι πολιτικές εξελίξεις, όπως τα αντιλαμβάνεται ο Άγγελος, ένας αριστεριστής φοιτητής. Η ΑΔ καταφέρνει με αφαιρετικό τρόπο να σκιαγραφήσει το χαρακτήρα, τις σκέψεις, τα πιστεύω, τα συναισθήματα, τις προσδοκίες και τις διαψεύσεις όχι μόνο του αποστολέα αλλά και της παραλήπτριας.
Συνδετικός κρίκος για το κομμάτι αυτό του βιβλίου με το επόμενο είναι το ταξίδι στη Γενεύη, όπου μια ομάδα νέων, μεταξύ των οποίων ο Άγγελος και η Ναυσικά, παρακολούθησαν έναν κύκλο μαθημάτων για τη σύγχρονη Ελλάδα από κορυφαίους διανοούμενους και δασκάλους. Το ρόλο του αφηγητή τον έχει αναλάβει η Ναυσικά, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ταυτίζεται με τη συγγραφέα. Η φωτογραφία, άλλωστε, από το οπισθόφυλλο του βιβλίου το αποδεικνύει. Στα κείμενα αυτά αποτυπώνονται τα χνάρια πάνω στα οποία περπάτησε η παρέα, που παρακολούθησε αυτά τα μαθήματα και τη βοήθησαν να διαμορφώσει την βιοφιλοσοφία της. Συχνά ένας εμπνευσμένος δάσκαλος μπορεί να βοηθήσει τις νεανικές ψυχές να χάσουν τις εύκολες βεβαιότητες και να δουν τον κόσμο με άλλα μάτια – όσοι ευτύχησαν να έχουν έναν τέτοιο δάσκαλο, μπορούν να καταλάβουν την αξία μιας τέτοιας εμπειρίας. Ξεχωρίζουν τα κείμενα-αναφορές σε σπουδαίους έλληνες πνευματικούς ανθρώπους, μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης Χατζής, ο αμείλικτος φίλος, ο Γιάννης Ξενάκης να μιλάει για τις μαγικές εκρήξεις των τζιτζικιών και των διαδηλώσεων, που είναι το ίδιο, ο Αριστόβουλος Μάνεσης να σχολιάζει την εσωτερική αντίφαση που υπάρχει στον κοινοβουλευτισμό, που τον παρομοίαζε με μουλάρι. Ένα μπάσταρδο είδος, ούτε άλογο αλλά και γαϊδούρι ούτε, που έχει ωστόσο τα μειονεκτήματα και των δύο. Και ο Βασίλης Βασιλικός από τον οποίο η αφηγήτρια μαζί με ένα συμφοιτητή της παίρνει μια συνέντευξη, που δημοσιεύεται, όμως, πολλά χρόνια αργότερα.
Το βιβλίο συνεχίζεται με μικροαφηγήσεις, πολλές φορές με πυκνή ύφανση, σχεδόν κινηματογραφικές. Αποσπασματικός και κοφτός λόγος, άλλοτε ρεαλιστική και άλλοτε ποιητική γραφή και καλοδουλεμένη σε κάθε της λεπτομέρεια γλώσσα. Διαβάζουμε στο κείμενο με τον τίτλο Φτου Ξελευτερία! : «Η ζωή σαν παλίρροια… υλικά;».
Άναρχες αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, τη γειτονιά, τα σχολικά και φοιτητικά χρόνια, το ακαταμάχητο γλυκόπικρο θηρίο, τον έρωτα, τα διαβάσματα, την οικογενειακή ζωή και την καθημερινότητα, το μεγάλωμα των παιδιών, τις σχέσεις με τους γονείς, τους φίλους και τους συναδέλφους, τα ταξίδια ανά την Ελλάδα. Ένα οδοιπορικό στη Θεσσαλονίκη μέσα στο χρόνο, με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, το Βαφοπούλειο, τη ΧΑΝΘ, το Ολύμπιον, το Μέγαρο Μουσικής, την παραλία, την πλατεία Αριστοτέλους,τη «Βιβλιοθήκη» του Αναγνωστάκη στη Διαγώνιο, τη γκαλερί Κοχλίας του Λαχά. Η επίγευση μιας ζωής.
Σκέψεις, γνώσεις, εξομολογήσεις, οράματα, όνειρα, εφιάλτες, εμμονές, αγωνίες, δοκιμασίες, αναδρομές, διαψεύσεις που συνθέτουν το μωσαϊκό της ζωής και καταλήγουν σε άθροισμα με πρόσημο θετικό: «Όλα έπρεπε να ‘ρθουν καθώς ήρθαν- συνόψιζε κάποιος από πάνω, από δίπλα ή μέσα της ήταν;», διαβάζουμε στο Δωμάτιο με θέα, τη τελευταία μυθιστορία του βιβλίου.
Το ζητούμενο της ΑΔ, παιδιού φανατικού για γράμματα, είναι η γραφή. Διαβάζοντας το Αλογάκι της Παναγίας καταλαβαίνουμε ότι γι’ αυτήν, η σχέση ανάμεσα στην εμπειρία και στη γραφή είναι σχέση αμφίδρομη, με την ανάγκη για δημιουργία να φυτρώνει και ν’ ανθίζει στο γόνιμο έδαφος της καθημερινότητας και της απόσταξής της , κατά τo “ ζω για να τη διηγούμαι ” . Η Αρχοντούλα Διαβάτη χρησιμοποιώντας τις σημειώσεις του μυαλού της, των τετραδίων της και σβηστήρι, ξεθωριάζει το μαύρο του μολυβιού για να δημιουργήσει φωτοσκιάσεις και σωστούς τόνους και προσθέτοντας το λογοτεχνικό της στίγμα ,μεταβάλλει το φωτογραφημένο παρελθόν σε έργο τέχνης.