Το παιδί που θέλησε να πεθάνει (της Νίκης Κώτσιου)

0
374

 

Της Νίκης Κώτσιου.

Λυρικό κείμενο που αναπνέει και πάλλεται στο ρυθμό μιας αδιάκοπης  χαρμολύπης, το «Παράδεισος και Κόλαση»(μτφρ. Ρίτα Κολαϊτη, εκδ. Καστανιώτη) του Γιον Κάλμαν Στέφανσον(Ρέικιαβικ,1963)  παρακολουθεί την επίπονη  πορεία ενός  παιδιού από το πένθος  στην κατάφαση της ζωής, μέσα από τις «παραμέτρους» και τα όρια  που φαίνεται να θέτει η ιδιαιτερότητα του ισλανδικού τοπίου και μαζί η ισλανδική πνευματικότητα. Το παιδί, που δεν κατονομάζεται ποτέ, ανήκει, μαζί με τον μεγαλύτερο φίλο του Μπάρδουρ, στο πλήρωμα μιας βάρκας που βγαίνει στα ανοιχτά για να ψαρέψει μπακαλιάρους  υπό αντίξοες συνθήκες. Ο Μπάρδουρ, απορροφημένος από το ποίημα «Απολεσθείς Παράδεισος» του Μίλτον, ξεχνά να πάρει μαζί του τη νιτσεράδα του και, ξεπαγιασμένος από το ψύχος, πεθαίνει εν πλω, παρά τη λυσσαλέα προσπάθεια του παιδιού να τον σώσει. Το παιδί απαρηγόρητο αποφασίζει να βρει τον κτήτορα του μοιραίου βιβλίου και να του το επιστρέψει. Στην πορεία του, συναντά μια σειρά από ανθρώπινους τύπους , χαρούμενους και λυπημένους, ευτυχείς και δυστυχείς, που, με την ποικιλία τους, προσφέρουν ένα πανόραμα της ανθρώπινης φύσης.

Η ιδιάζουσα αφηγηματική φωνή στο «Παράδεισος και Κόλαση»  μοιάζει να είναι η ευρύτερη κοινότητα των φτωχών ψαράδων και απλών ανθρώπων, ζωντανών αλλά και νεκρών, που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα και σχολιάζουν εν είδει Χορού. Η αλλαγή των εποχών όπως εκδηλώνεται πάνω στις σκληρές γραμμές του τοπίου, οι άγνωστες βουλές της αινιγματικής θάλασσας που από τη μια στιγμή στην άλλη επιφυλλάσσει τον όλεθρο, η ανθρώπινη ευθραυστότητα μέσα σε μια φύση εχθρική  αλλά και η διαρκής  ανθρώπινη αγωνιστικότητα που ποτέ δεν πτοείται, είναι οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους η αφηγηματική φωνή υφαίνει το τραγούδι και τη μαρτυρία της  με  πνεύμα ήπιας αυτο-εγκατάλειψης και στωικής εναρμόνισης με τα ασταθή ανθρώπινα.

Στο επίκεντρο της προσοχής βρίσκεται πάντα το παιδί και οι σκέψεις  που το κατακλύζουν και το μπερδεύουν, καθώς προσπαθεί να διαχειριστεί  το πένθος από την απώλεια του φίλου του. Το απέραντο παγωμένο τοπίο και η διαρκής χιονόπτωση  σε συνδυασμό με το θάνατο του Μπάρδουρ, υποβάλλουν στο παιδί πεισιθάνατες και αυτοκτονικές σκέψεις, που άλλοτε απωθούνται και άλλοτε επανέρχονται δριμύτερες υπαγορεύοντας στον μικρό απονενοημένα διαβήματα. Ο Μπάρδουρ πέθανε ξεπαγιασμένος από το  κρύο, αν και η καρδιά του ήταν ακόμα ζεστή από τους στίχους του Μίλτον, που είχε βαλθεί να αποστηθίσει λίγο πριν. Η λογοτεχνία τον ζέστανε για λίγο αλλά δε στάθηκε ικανή να του σώσει τη ζωή. «Είναι θανατερά επικίνδυνο να διαβάζεις ποιήματα».

Υπό το κράτος ενός συντριπτικού αισθήματος μοναξιάς, το παιδί διασχίζει το χιονισμένο τοπίο φλερτάροντας με την ιδέα του θανάτου. «Όποιος βαδίζει για πολύ μόνος μες στην αδιάκοπη χιονοθύελλα, κυριεύεται λίγο-λίγο από το αίσθημα ότι έχει βγει από τον κόσμο, ότι προχωράει σε μια ερημιά, όπου χάνει από μπροστά του τις ευθύνες της ζωής». Η ματαιότητα του κόσμου βαραίνει πάνω του ανυπόφορα καθώς η φύση παρακολουθεί αμέτοχη και μυστηριώδης. Το σιωπηλό χιόνι, ελκυστικό μες στη γαλήνια λευκότητά του, είναι ένας ακόμη γρίφος, μία  υπόμνηση του ίδιου του θανάτου. Περιστοιχισμένο από θάνατο παντού, το παιδί πορεύεται μόνο προσπαθώντας να βγάλει νόημα. «Πολύ δελεαστικό, μονολογεί το παιδί, πολύ δελεαστικό να εγκαταλείψεις την κουραστική πεζοπορία, να ξαπλώσεις καταγής, να κοιμηθείς, ναι, κι έπειτα να πεθάνεις. Προφανώς και θα ‘ναι καλό να πεθάνεις, δεν έχεις έγνοιες πια, έχεις νικήσει τη λύπη, έχεις νικήσει τον πόνο της απουσίας».

Ωστόσο φθάνοντας στο χωριό, για να παραδώσει το βιβλίο στον αρχικό κάτοχό του, οι περισπασμοί είναι τόσοι πολλοί ώστε το παιδί επιδίδεται συνεπαρμένο  στην παρατήρηση των ηθών και των ανθρώπινων συμπεριφορών ξεχνώντας το αυτοκτονικό του σχέδιο. Οι δεσμοί που ενώνουν  τους ανθρώπους, από τους στοιχειώδεις μέχρι τους βαθύτερους, απορροφούν την προσοχή του και στρέφουν το ενδιαφέρον του στην άπειρη φαντασμαγορία του κόσμου. Ξάφνου όλα γίνονται πολύχρωμα και συναρπαστικά. Άσπρο το χιόνι, μαύρη η φουρτουνιασμένη θάλασσα, αλλά η ζωή  στο χωριό είναι πολύχρωμη και θορυβώδης, αξιοβίωτη και ενδιαφέρουσα. Το παιδί  βρίσκει σιγά-σιγά όλο και περισσότερα ερείσματα μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων και εγκαταλείπει τα αρχικά του σχέδια.

Η αφηγηματική φωνή, θυμόσοφη και  ήρεμα εξοικειωμένη με τις τραγικές πλευρές του βίου, περιγράφει τη ζωή της κοινότητας των ψαράδων  επιμένοντας στη συχνή πιθανότητα θανάτου, που συνεπάγεται ο υψηλός βαθμός διακινδύνευσης  στα παγωμένα θαλασσινά νερά. Ο θάνατος είναι η μόνη σταθερά αλλά η ζωή δεν παύει να ξετυλίγεται  αδιατάρακτα και αιώνια σκορπίζοντας  ανάμεικτα χαρές και λύπες σε ανθρώπους άλλοτε εύθραυστους  και άλλοτε σκληραγωγημένους. Το παιδί παρακολουθεί εκστατικό τα ποικίλα φανερώματα της χαράς και της θλίψης πάνω στους ανθρώπους που τυχαίνει να συναντήσει στο διάβα του και αποθησαυρίζει τις εμπειρίες με περίσκεψη και τρυφερότητα. Η αφηγηματική φωνή καταγράφει τις αντιδράσεις του παιδιού, αφουγκράζεται τις συναισθηματικές του διακυμάνσεις και  ατενίζει την ανθρώπινη περιπέτεια με εγκαρτέρηση και υπομονή.

Υπάρχει μια έντονη αίσθηση ρυθμού και μουσικότητας στη λυρική πρόζα του Στέφανσον, που έχει αποδοθεί με μαεστρία και μεράκι στην όμορφη μετάφραση της Ρίτας Κολαϊτη. Ο ρυθμός αυτός άλλοτε μοιάζει να συντονίζεται με το αρμένισμα της βάρκας σε ήρεμα νερά, άλλοτε αποδίδει τη θηριώδη ορμή της φουρτουνιασμένης θάλασσας(«Η θάλασσα είναι η πηγή της ζωής, μέσα της υπάρχει ο ρυθμός του θανάτου») ενώ είναι φορές που χαμηλώνει  και σιγοψιθυρίζει για να αποδώσει τη βουβή χιονόπτωση. Έτσι, με την υλικότητα των λέξεων και την επιδέξια συναρμογή τους, αποδίδεται η υπόσταση και ο παλμός  των στοιχείων της φύσης, που ούτως ή άλλως πρωταγωνιστούν στο βιβλίο. Η αφηγηματική φωνή, που ενίοτε ταυτίζεται με τους νεκρούς προγόνους, ταυτίζει το ρυθμό  της με την ανάσα του τοπίου, που άλλοτε είναι βουερή κι άλλοτε σιγανή.  Η αύρα και η φωνή  των πεθαμένων προγόνων, ενσωματωμένη στην ισλανδική φύση, διαχέεται παντού και αντηχεί σε βουνό και θάλασσα, γιατί αποτελεί  πλέον την  ψυχή του τόπου.

 

info: Γιον Κάλμαν Στέφανσον: Παράδεισος και Κόλαση, μτφρ. Ρίτα Κολαϊτη, σελ.224,εκδ. Καστανιώτη,2017

Προηγούμενο άρθροΛεμονιά η ποιήτρια… (διήγημα του Γιάννη Η. Παππά)
Επόμενο άρθροΟ Ντοστογιέφσκι στο τηλέφωνο (ανταπόκριση από το Μανχάταν του Χρ. Τσιάμη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ