«Το παιδί» από το Βελβεντό (του Νώντα Τσίγκα)

0
1498

του Νώντα Τσίγκα

 

Ένα ζωγραφικό έργο του ιδιόρρυθμου ναΐφ καλλιτέχνη από το Βελβεντό, του μακαρίτη Τάκη Γιαννούσα (κατά κόσμον Δημητρίου Καραματσούκα), έχει επιλεγεί να κοσμήσει το εξώφυλλο και της δεύτερης κατά σειρά συλλογής διηγημάτων του Γιάννη Παλαβού. Το έργο αυτό φαίνεται να συνιστά και βασικό δομικό στοιχείο σε ένα από τα διηγήματα της συλλογής.  ‘Η μήπως έχει αποτελέσει και τη μαγιά όλων όσων σ’ αυτήν δημοσιεύονται;

 «Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, άγγελοι, ζώα, ο ξερόλακκας που πλημμυρίζει, ιμάτιο που έπεσε στο νερό και στο φουσκωμένο ποτάμι, βάρκες. Το άρμα του Προφήτη Ηλία, η κιβωτός που σώζει». Με αυτές τις λέξεις ο Τάκης Γιαννούσας υπομνηματίζει το έργο του.

Καταρράκτες από φωτεινά κρέπια χρωμάτων κρέμονται από ψηλά. Ζωηρές φωτοχυσίες, νερά, νέφη. Άγιοι με φωτοστέφανα προβάλλουν από παντού, στο πάνω μέρος του πίνακα ζώα λογής και ανθρώπινες μορφές ενώ στο κάτω βαρκούλες αρμενίζουν αδειανές από επιβάτες μέσα σε ταραγμένα νερά…

«Ο ξερόλακκας» που πλημμύρισε γέννησε την λίμνη του Πολυφύτου, που δεν παύει να είναι και γοργό ποτάμι και ακίνητη λίμνη μαζί, αφού ο Αλιάκμονας μέσα της συνεχίζει τον ρου του προς τη θάλασσα. Βίαιη επέμβαση στην ζώσα παραμυθία του τόπου η δημιουργία της λίμνης αυτής. Σαν να σβήνεται παρελθόν, σαν να σκεπάζονται και να κρύβονται θρύλοι, μνήμες, πράξεις, ανεξομολόγητα πάθη ανθρώπων που πέρασαν από εδώ. Από τα φανερά και τα αφανισμένα, και με όσα υπαινικτικά αφήνει να δηλώσουν την παρουσία τους, ο συγγραφέας συντάσσει το υλικό του ζυγιάζοντας το πλήθος και τη διάταξη στις λέξεις που θέλει να πει.

Από τους πολύ άξιους διηγηματογράφους της γενιάς του, μην έχοντας ακόμα κλείσει τα 40 του χρόνια, ο Γιάννης Παλαβός, κατάφερε από το 2007 μέχρι σήμερα να τυπώσει τρεις συλλογές με ένα σύνολο 44 διηγημάτων, σοδειά διόλου ευκαταφρόνητη. Στο σακίδιο της διαδρομής του κουβαλάει από το 2012 και το Κρατικό Βραβείο διηγήματος για τη συλλογή «Αστείο».

Θιασώτης και εργάτης της μικρής φόρμας, αυτή τη φορά συγκεντρώνει τη θεματολογία των δώδεκα μικρών ιστοριών της συλλογής γύρω από ευδιάκριτο άξονα: Ο γενέθλιος τόπος-παιδική ηλικία επιλέγονται όχι σαν μια ευκαιρία αναπόλησης ενός απομακρυσμένου και εξωραϊσμένου μέσα στο χρόνο σύμπαντος αλλά σαν αφορμή αποκάλυψης οδύνης, τραυμάτων, ματαιώσεων, φόβων, άρνησης της πραγματικότητας. Η φύση, τα νερά, τα χώματα εισβάλλουν συνεχώς στο κάδρο των ιστοριών. Άνθρωποι, αγρίμια και υποζύγια, με την τραγική τους μοίρα να τα ακολουθεί, θύτες ή αθώα θύματα, πρωταγωνιστούν κάποτε μέσα σε κρεσέντο βίας και σκληρότητας.

Κι ενώ η έννοια «παιδί» συνδέεται με τη ζωή και υπόσχεται  μέλλον δεν είναι λίγοι οι θάνατοι, όσοι τελεσίδικα συμβαίνουν στις διηγήσεις  και αυτοί που επίκεινται. Σε κάθε σχεδόν διήγημα προκύπτει ένας τουλάχιστον θάνατος. Πρόκειται για θανάτους ανθρώπων ή ζώων –συχνότερα δολοφονίες και κάποτε μοιραία ατυχήματα. Η ωμή παρουσίαση της επαρχιακής ζωής καταφέρνει εδώ να συνταιριάξει το σύγχρονο «μαύρο αστικό διήγημα» της Μαρίας Κουγιουμτζή ή του Σωτήρη Δημητρίου (των τελευταίων ετών) με τα διηγήματα  του πατριάρχη της «μαύρης ηθογραφίας» Κωνσταντίνου Θεοτόκη.

 

Ο συγγραφέας αφηγείται σε πρώτο, κατά κανόνα ενικό, πρόσωπο. Σε δυο διηγήματα η αφήγηση γίνεται  τριτοπρόσωπη και σε μια μόνο περίπτωση επιλέγεται το δεύτερο ενικό. Γραφή πολυεπίπεδη με αξιοζήλευτη πύκνωση, διατρέχει με άνεση τα διαμερίσματα του χρόνου και της μνήμης. Έντονο το ρεαλιστικό και σπανιότερα το ονειρικό-υπερβατικό στοιχείο. Ο συγγραφέας παρακάμπτει (προσωρινά ίσως) τον μαγικό ρεαλισμό ως μέσο έκφρασης, όπως επίσης και τον παιγνιώδη αφηγηματικό τρόπο. Ακρίβεια και οικονομία του λόγου, με φράσεις κοφτές και μικρές. Βιωματικά στοιχεία, όπως παλιές ιστορίες που έχουν μεταδοθεί από στόμα σε στόμα και ρετουσαρισμένο αυτοβιογραφικό υλικό, αποτελούν τη βάση των περισσότερων ιστοριών. Τοπωνύμια περιοχών γύρω από το Βελβεντό, όπου και εκτυλίσσονται όλες οι ιστορίες, μας προσφέρονται άφθονα, ενώ ελάχιστοι ιδιωματισμοί από την τοπική διάλεκτο αξιοποιούνται στα διηγήματα. Η τιτλοδότηση όλων των διηγημάτων είναι μονολεκτική.

Η εντρύφηση του συγγραφέα στην αμερικάνικη λογοτεχνία, ως αναγνώστη και μεταφραστή, άφησε εμφανές και γόνιμο αποτύπωμα στο ύφος, τη δομή και την έκταση της συλλογής αυτής. Ο μακρός «χρόνος ωρίμανσης» των διηγημάτων (περισσότερο από επτά χρόνια απ’ όσο μπορώ να εννοήσω) δείχνει τη σοβαρότητα –με την οποία αντιμετωπίστηκε το υλικό– και τον μόχθο που απαιτήθηκαν ώσπου να λάβουν την τελική τους μορφή τα διηγήματα αυτά.

Σχεδόν όλα τα διηγήματα της συλλογής υπέχουν και θέση μικρών ψυχογραφημάτων ή ψυχαναλυτικών δοκιμίων. Παθολογικοί ή υγιείς μηχανισμοί άμυνας που έχουν κινητοποιηθεί μας αποκαλύπτονται. Η μετατροπή,  η άρνηση, η απώθηση, η μυθοπλασία ως μέσο υπέρβασης της πραγματικότητας, η φαντασίωση [και η μεταφορά της ή όχι στον πραγματικό κόσμο -η αποδοχή της ή όχι από την κοινότητα], η  ταύτιση με τον επιτιθέμενο, η ματαίωση, ο συμβολισμός και η μετατόπιση των παρορμήσεων σε υποκατάστατα κλπ. Βίαιες, παρορμητικές ή σχεδιασμένες συμπεριφορές των ανθρώπων (παιδιών ή ενηλίκων) αντιστοιχίζονται με αυτές των ζώων. Το στερεότυπο δίπολο «άλογο-λογικό» με την απόδοση του αλόγου στα ζώα και του λογικού στον άνθρωπο, δοκιμάζεται έντονα εδώ. Τα ζώα βέβαια, σε δυο περιπτώσεις, σκοτώνουν άνθρωπο. Η λυσσασμένη αλεπού στην Λιακάδα, στην απεγνωσμένη της προσπάθεια να ξεφύγει, δαγκώνει τον κυνηγό τραυματίζοντάς τον θανάσιμα, ενώ στα Μάτια, μια τρομαγμένη από κεραυνό  φοράδα, ρίχνει τον αναβάτη της με αποτέλεσμα αυτός να σκοτωθεί. Απεναντίας, η επίδειξη σκληρότητας και βαναυσότητας εκ μέρους των ανθρώπων προς τα ζώα πλεονάζει. Τα ζητήματα που θίγονται στα αφηγήματα, πλείστα όσα: ο θάνατος, το πένθος, οι εξιλεωτικοί φόνοι, η ιερά σαλότης, η λειτουργία των προτύπων, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η ενδοοικογενειακή σύγκρουση και βία, η πίστη-το θρησκευτικό αίσθημα και οι εκδοχές τους κ.ά.

Η διακειμενικότητα στα διηγήματα του Γιάννη Παλαβού αλλού είναι φανερή, αλλού μόλις αφήνεται να υπονοηθεί και αλλού ο αναγνώστης καλείται να την ανακαλύψει. Κι αυτό συμβαίνει επειδή τα κείμενα κάποτε συνομιλούν ερήμην των συγγραφέων. Επειδή οι τόποι είναι αυτοί που συνομιλούν και όχι οι συγγραφείς.  Πρόσεξα για παράδειγμα τη λέξη λυκούλια στο διήγημα «Η πένσα». Ως διαμένων στο άστυ ο Παλαβός θα έπρεπε να γράψει λυκάκια ή (ακόμα χειρότερα) λυκόπουλα. Ως δυτικομακεδόνας όμως ο Παλαβός θα έπρεπε μάλλον να πει λυκόπ’κα. Έτσι το λέμε εμείς στο Βογατσικό. Λέει όμως λυκούλια. Την λέξη λυκούλια γράφει επίσης στο διήγημά του «Ο λύκος»  από τη συλλογή «Παραμιλητά» ο Στάθης Κοψαχείλης.  Ο Κοψαχείλης  κατάγεται βέβαια από το Λιτόχωρο, το οποίο βρίσκεται στις Ανατολικές υπώρειες του Ολύμπου. Από την πίσω μεριά του ίδιου βουνού, στα όρια μεταξύ Ολύμπου και Πιερίων, βρίσκεται το Βελβεντό, γενέτειρα του Γιάννη Παλαβού…  Σε μια ακόμα περίπτωση, πολύ πιο εύκολα αναγνωρίζουμε συνομιλία ανάμεσα στους δυο αυτούς συγγραφείς. Στο διήγημα «Σφαχτό» της συλλογής «Η δρακοντιά» του Κοψαχείλη και στο διήγημα «Ο σταυρός» του Παλαβού τα εξαπτέρυγα γίνονται μάρτυρες δυσάρεστων συμβάντων κατά την εκτέλεση καθηκόντων που δεν προοιωνίζονται κάτι τέτοιο (Λειτουργία της Αναστάσεως, θεμελίωση ενός σπιτιού). Και τα δυο διηγήματα ενδεχομένως έχουν γραφτεί κατά την ίδια χρονική περίοδο.

Στο πρώτο διήγημα, ο θάνατος του ελαφιού και ο θρήνος του παιδιού σφραγίζουν τον απορφανισμό και την μοναξιά μέσα στον άδικο κόσμο…

Στο διήγημα «Ο σταυρός» προβάλλει η αγριότητα και η σκληρότητα που παραμονεύουν εφιαλτικά στον παιδικό κόσμο. Θρησκευτικά σύμβολα, τελετουργικά θυσιών, το χυμένο αίμα, η θριαμβευτική  νίκη, τα πολυπόθητα έπαθλα μετά την Ανάσταση…

Στο διήγημα  «Ο Γιάννης», κυριαρχεί η φιγούρα ενός μυθομανούς Βελβεντινού. Πρόκειται για έναν σαλό με αποδεκτή όμως την σαλότητά του από την κοινότητα:

Ήταν λατέρνα ζωντανή, αλλά δεν ήταν ξένο σώμα. Δεν ήταν περίγελος. Ο Γιάννης ήταν ο αφηγητής, εστία με φωτιά, ο κόσμος ζέσταινε τα χέρια του.

Ο τερατολόγος αφηγητής επινοημάτων ίσως είναι  το alter ego του συγγραφέα – παραπέμπει σ’ αυτό και η συνωνυμία. Δεν αποκλείεται όμως το πρόσωπο αυτό να αποτελεί και  ευθεία αναφορά στον Τάκη Γιαννούσα. Εδώ, μια κερασιά του βυθού της λίμνης φέρνει καρπούς στον πάνω κόσμο. Φανερές οι συνυποδηλώσεις ανάμεσα στα διηγήματα «Γιάννης» του Παλαβού και στο διήγημα «Ο οβολός» του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου όπου μια μανταρινιά συνεχίζει επί χρόνια να καρποφορεί μόνη και απεριποίητη μέσα στο ρημαγμένο κτήμα της οικογένειας. Εννοείται δε πως η συνομιλία του Γιάννη Παλαβού με τον… Κουστουρίτσα της σύγχρονης ελληνικής διηγηματογραφίας Γιώργο Σκαμπαρδώνη, συνεχίζεται επιτυχώς και με το διήγημα αυτό (επίσκεψη στο βυθό της λίμνης).

Το διήγημα «Ζήνος», μου έφερε στο νου έναν πίνακα του Μαγκρίτ του 1964, με τίτλο «Ο υιός του ανθρώπου» (Τhe Son of Man). Ένα λευκό περιστέρι καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπο ενός άνδρα που φορά  μαύρο καπέλο. Ο μικρός Μάρκος του διηγήματος σκοτώνει τελετουργικά ένα άμοιρο σπουργίτι. Λίγο αργότερα, ανοίγοντας μια τρύπα στο κεφάλι του χιονάνθρωπου που μόλις έχει φτιάξει με την αδερφή του, σπρώχνει να φωλιάσει εκεί μέσα το νεκρό πουλί. Καλύπτει ξανά το χάσμα με χιόνι και ξαναβάζει στη θέση τους τα μάτια από κάρβουνο.  Ο πατέρας καταφθάνει τρεκλίζοντας, όπως εδώ και καιρό. Μπαίνοντας στο σπίτι προσπερνά τα δυο του παιδιά, λες και δεν υπάρχουν. Ένα αθώο  πουλί χάνει τη ζωή του, ένα παιδί την παιδικότητά του κι ένας γονιός αποξενώνεται από τον γιο του.

Το διήγημα «Μάτια», οφείλει προφανώς το όνομά του στην Αγία Παρασκευή, προστάτιδας της υγείας των ματιών και των οφθαλμιάτρων. Οι φοβεροί Ντάγκοι («αυτοί που έφαγαν τον παπά»), αποσυνάγωγοι της τοπικής κοινωνίας, εξακολουθούν να πηγαίνουν κάθε απόγευμα στο οικογενειακό τους ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής και να το φροντίζουν. Εντοπίζουν και αποφασίζουν να φέρουν πίσω στο χωριό το άψυχο σώμα ενός νιόπαντρου άντρα, που έπεσε από το άλογό του και σκοτώθηκε. Θα υπάρχουν μάτια-μάρτυρες άραγε που έχουν δει ώστε να υπερασπιστούν τα δυο πρωτοξαδέλφια στην καινούργια υπόθεση όπου, μ’ ένα είδος ολότελα παιδικής αφέλειας, έχουν μοιραία εμπλακεί;

Το «Μεγάλος», αποτελεί ένα ευρηματικό σχόλιο για τον χρόνο που περνά γρήγορα. Μέσα σε λίγη ώρα, το παιδί που ζητάει τη βοήθεια του πατέρα για το χαλασμένο πετάλι του ποδηλάτου του, ζητά τσιγάρο από τον ίδιο άνθρωπο. Λίγο μετά δέχεται τηλεφώνημα από τη γυναίκα του γιατί ο δικός του γιος έχει αρρωστήσει. Έχοντας δε ψηλώσει ήδη αρκετά, μέσα σε… μια μόλις παράγραφο, σκύβει για να μη χτυπήσει το κεφάλι του στο κάσωμα της πόρτας και μπαίνει στο σπίτι. Προχωρά προς το μέρος  του πατέρα του που με τεντωμένο χέρι του δίνει το ακουστικό…

Στη φαινομενικά ευτράπελη ιστορία  «Στη γέφυρα», η επίδοξη ποιήτρια καταφθάνει με τα χειρόγραφά της φορώντας δυο σκουλαρίκια απ’ όπου κρέμονται φτερά χήνας βαμμένα πράσινα. Σύμβολο άραγε της αρχαίας καλάμου των συγγραφέων ή μήπως πρόκειται για τις αρχαγγελικές φτερούγες της τέχνης που θα υψώσουν στο τέλος  την ποιήτρια; Το ξεκαρδιστικό «Καλύτερα αυτόχειρας!», που ξεστομίζει ο αδελφός της Χρήστος, υπονοώντας την ιδιόχειρη παράδοση των χειρογράφων στον εκδότη, πικρός υπαινιγμός στη μοίρα που ενίοτε παραμονεύει τους ποιητές…

Στο διήγημα «Το παιδί», στο οποίο οφείλεται και ο τίτλος της συλλογής, ο Άγιος Χριστόφορος, ύστερα από πολλά χρόνια, εμπιστεύεται τον «Ιησούν βρέφος», τον οποίο ο ίδιος συνήθως εικονίζεται να φέρει στους ώμους του, στην ανύπαντρη και άκληρη Γεωργία. Η παραισθητική βίωση της πραγματικότητας εκ μέρους της γυναίκας αυτής συμβαίνει «εις εαυτόν» (καθώς «το θαύμα» αποκρύβεται και δεν επικοινωνείται στον περίγυρο).  Η κοινότητα την έχει ολωσδιόλου απαξιώσει αλλά ο μικρός Χριστός, καθώς δέχεται τις περιποιήσεις εκ μέρους της Γεωργίας, της ψιθυρίζει μια φράση από το Ευαγγέλιο της Σταύρωσης. Της προσφέρει, εν ολίγοις, μια πρόσκληση για τον Παράδεισο!

Η συλλογή αυτή  αποτελεί υπόδειγμα άψογο του πώς πρέπει να γράφεται ένα μη αστικό διήγημα, ένα σύγχρονο χωριανικό-επαρχιώτικο διήγημα που δεν ολισθαίνει στην ηθογραφία. Εδώ υποβάλλεται σχεδόν κατηγορηματικά η άποψη πως το διήγημα αυτό έχει να δώσει. «Γιατί το επαρχιώτικο είναι και παγκόσμιο», καθώς έλεγε ο Άμμος Οζ, πράγμα που έχει αποδείξει, ζώντας ακόμα και σήμερα κοντά μας με τα γραφτά του και δείχνοντας δρόμο, ο επαρχιώτης Ρώσσος γιατρός  Άντον Τσέχωφ…

Προηγούμενο άρθροΡέκβιεμ της μεσαίας τάξης και της τρίτης ηλικίας (της Κατερίνας Σχινά)
Επόμενο άρθροΦαίδρες (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ