Χρήστος Τσιάμης (Μανχάταν – ανταπόκριση)
Το 1953, ο Αμερικανός συγγραφέας Ρέϋ Μπράντμπερυ (Ray Bradbury) εξέδωσε το μυθιστόρημα «Φαρενάϊτ 451» όπου φαντάζεται μια μελλοντική δυστοπία με ένα πολιτικό καθεστώς που χαρακτηρίζεται από εχθρικότητα για τα βιβλία και έχει διατάξει τη μεθοδική καταστροφή τους, δια της πυράς, μέχρι ολικής εξαφάνισής τους. Τα βιβλία σε αυτή την κοινωνία γίνονται παρανάλωμα του πυρός και ο κρατικός μηχανισμός υπεύθυνος γι αυτό (σε μια ειρωνική ανατροπή των μέχρι τώρα δεδομένων) είναι η Πυροσβεστική Υπηρεσία! Το 1966, ο Γάλλος σκηνοθέτης Φρανσουά Τρυφώ (Francois Truffaut) μετατρέπει το μυθιστόρημα σε κινηματογραφικό έργο με τον ίδιο τίτλο. Και, πάνω από μισόν αιώνα αργότερα, τον Μάη του 2018, ο Ιρανο-Αμερικανός σκηνοθέτης Ραμίν Μπαχράνι (Ramin Bahrani) το ξαναφέρνει στην οθόνη (ένα κινηματογραφικό έργο γυρισμένο αποκλειστικά για το αμερικανικό καλωδιακό κανάλι HBO). Προφανώς, οι φόβοι και οι προφητείες του Ρέϋ Μπράντμπερυ δεν επαληθεύθηκαν στον επόμενον μισόν αιώνα και παραπάνω που ακολούθησε την έκδοση του βιβλίου του. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει τον νέον Αμερικανό σκηνοθέτη να δημιουργήσει τη δική του κινηματογραφική εκδοχή αυτή την εποχή;
Σε ένα άρθρο του στους Νιού Γιόρκ Τάϊμς, με αφορμή την πρεμιέρα του έργου, ο Μπαχράνι γράφει: ‘Στο μυθιστόρημα [ο Μπράντμπερυ] φαντάστηκε έναν κόσμο όπου η διασκέδαση των ανθρώπων είναι να κοιτάζουν μέρα κα νύχτα τεράστιες οθόνες στους τοίχους των σπιτιών τους. Συναναστρέφονται με του «φίλους» τους μέσα από αυτές τις οθόνες, και τους ακούνε μέσα από ‘κοχλίες’ («Seashells»)- που είναι η εκδοχή του Μπράντμπερυ για τα ασύρματα Airpods της [εταιρείας] Apple – τοποθετημένους στα αυτιά τους…. [Ο Μπράντμπερυ] φοβόταν ότι οι άνθρωποι θα διαβάζουν μόνο τίτλους ειδήσεων (headlines). Σήμερα φαίνεται ότι οι μισές λέξεις στο διαδίκτυο έχουν αντικατασταθεί από εικονίδια (emojis). Κι όσο περισσότερο υποσκάπτουμε τη γλώσσα άλλο τόσο υποσκάπτουμε την σύνθετη σκέψη και γίνεται όλο και πιό εύκολο να τεθούμε υπό έλεγχον…. Ο Μπράντμπερυ φοβόταν την απώλεια της μνήμης. Σήμερα έχουμε αναθέσει στην [εταιρεία] Google και στους λογαριασμούς μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) να είναι οι θεματοφύλακες των αναμνήσεων μας, των συναισθημάτων μας, των ονείρων μας και των γεγονότων (facts).’ Και συνεχίζει πως για τη σημερινή κατάσταση ο Μπράντμπερυ ‘Θα έλεγε ότι ήταν δική μας η εκλογή να παραδώσουμε την προσωπική μας ζωή (privacy) και την ελευθερία μας στις εταιρείες τεχνολογίας. Οτι εμείς οι ίδιοι αποφασίσαμε να εμπιστευθούμε την πολιτιστική μας κληρονομιά και γνώση σε ψηφιακά αρχεία.’ Και καταλήγει με μια δική του εκδοχή ενός ολοκαυτώματος των βιβλίων που δεν έχει καν την ελάχιστη δραματική υφή που περιέχει η λέξη αυτή. ‘Πώς θα μπορούσαν’, γράφει, ‘ να σταματήσουν ένα άτομο, που κρύβεται στο υπόγειο του σπιτιού των γονιών του με έναν φορητό υπολογιστή (laptop), από το να «χτυπήσει ηλεκτρονικά» (hack) την χιλιετιών συλλογική ιστορία της ανθρωπότητας, τη λογοτεχνία και την κουλτούρα, και να την ξαναγράψει εξ ολοκλήρου…ή απλώς να πατήσει [το πλήκτρο] διαγραφή (delete);’
Ενα τραγούδι του συγκροτήματος The Doors, από τα τέλη της δεκαετίας του ΄60, λέει: ‘Gazing on a city/Under television skies’ (Αγναντέυοντας μια πόλη/Κάτω από ουρανούς τηλεόρασης). Οι στίχοι αυτοί αντανακλούν τους φόβους του Μπράντμπερυ ότι η, τότε νέα ,τηλεόραση θα έχει σαρωτική επιρροή στην κοινωνία, ότι μέσω της τηλεόρασης η οποιαδήποτε εξουσία θα υποβάλλει οδηγίες στους πολίτες, τρόπους για το πώς να σκέφτεται ο καθείς, και ότι θα φτάσουμε σε σημείο που ακόμη και η φύση θα φιλτράρεται μέσα από τις οθόνες της τηλεόρασης. Οπως συμπεραίνουμε απ’ τη δική μας σκοπιά, κοιτάζοντας γύρω μας το αστικό τοπίο, η εικόνα αυτή, που στο τραγούδι εκείνης της εποχής ήταν φανταστική, σήμερα παρουσιάζεται μπροστά μας εντελώς πραγματική, καθώς παρατηρούμε τα πλήθη των συμπολιτών μας να προχωρούν με το κεφάλι τους σκυμμένο, και με τα μάτια τους καρφωμένα επάνω στις μικρές οθόνες των έξυπνων τηλεφώνων τους. Σίγουρα, έτσι, άν τυχαίνει να βλέπουμε λιγάκι ουρανό είναι μέσα από τις αντανακλάσεις του γυαλιού αυτών των μικροσυσκευών…
Ο Μπράντμπερυ φαντάστηκε τον αφανισμό των βιβλίων μέσα στις φλόγες ενός ολοκαυτώματος στην κυριολεξία. Σήμερα, όπως φαίνεται, άν υπάρξει η εξαφάνιση του βιβλίου σαν είδους στον κόσμο τον φυσικό, θα είναι μια σιωπηλή, αόρατη υπόθεση, μια παρατεταμένη απόσυρση από την υλική ύπαρξη, μια πράξη ταχυδακτυλουργίας από τους μάγους της τεχνολογίας, όπου τα βιβλία θα περάσουν σιγά σιγά στον χώρο της ανυπαρξίας του λεγόμενου «σύννεφου» (‘cloud’) της αποθήκευσης ψηφιακών στοιχείων.
Διαβάσαμε πρόσφατα στους Τάϊμς της Νέας Υόρκης απανωτές εκτενείς ειδήσεις που μας βάζουν σε σκέψεις επί του θέματος. Διαβάσαμε πόσο πολύ έχουν αυξηθεί οι πωλήσεις βιβλίων ‘ακρόασης’ (σε τέσσερα χρόνια – από το 2012 μέχρι το 2016 – στην Αμερική οι πωλήσεις υπερδιπλασιάστηκαν, από 42 σε 90 εκατομμύρια τέτοια βιβλία, και πολλοί συγγραφείς- ευτυχώς όχι σημαντικά ονόματα ακόμα – όλο και πιό πολύ αποφασίζουν να εκδίδουν εξ αρχής βιβλία ακρόασης και να παρακάμπτουν ολοσχερώς το έντυπο βιβλίο). Διαβάσαμε επίσης για τις εκατοντάδες αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας (patents), της εταιρέιας Φέϊσμπουκ (Facebook), που αποσκοπούν στην εξόρυξη προσωπικών στοιχείων από τους χρήστες του προϊόντος της εταιρείας και στην χειραγώγηση των πελατών της με διάφορους τρόπους, προς χρηματικόν όφελος (μια ευρεσιτεχνία για να παρακολουθούν αν έχει αλλάξει δραστικά η εβδομαδιαία μας ρουτίνα, μια άλλη για να μπορούν να προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας, κι άλλες ακόμα για να προσδιορίζουν σε τι κατάσταση βρίσκονται οι ρομαντικές σχέσεις μας ή και για να να μαντέυουν το μέλλον μας με βάση τη σημερινή μας διαδικτυακή συμπεριφορά!)
Αν τα παραπάνω βγούνε αληθινά, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα μέλλον με άπαντες τους πολίτες με ακουστικά σφηνωμένα στα αυτιά να προχωρούν όχι όπως οι Αμερικάνοι αρέσκονται να σκέφτονται για το ανεξάρτητον του εθνικού τους χαρακτήρα (δηλαδή, “marching to their own drummer” – βαδίζοντας στον σκοπό του δικού τους τυμπανιστή) αλλά μάλλον βαδίζοντας στον σκοπό των ισχυρών εταιρειών που ελέγχουν τις τεχνολογίες της ψηφιακής επικοινωνίας, και των πολιτικών τους συμμάχων. Και είναι δυνατόν κάποτε, όπως σε μια παραλαγή του γνωστού παραμυθιού για τον μουσικό τού Χάμελν (1) που τον ακολουθούν τα παιδιά μαγεμένα απ’ τον αυλό κι εξαφανίζονται απ’ το χωριό, να δούμε τους συμπολίτες μας να βαδίζουν συντονισμένοι με ό,τι μεταδίδεται μέσω των ακουστικών στην άκρη στον γκρεμό. Και το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι ότι μερικοί, που δεν θα είναι εντελώς υπνωτισμένοι απ’ τα μηνύματα που εκπέμπονται στο αυτί, θα διαπιστώσουν έγκαιρα τι έχει συμβεί, θα επαναστατήσουν, και θα κάνουν στροφή πάνω στο χείλος του γκρεμού της καταστροφής…
Είχε γίνει κάποτε σχεδόν κανόνας της κριτικής ότι όλοι οι συγγραφείς λογοτεχνίας, παρόλους τους διαφορετικούς τίτλους και τα θέματα των βιβλίων τους, ουσιαστικά, κατά τη διάρκεια της ζωής τους, τείνουν να γράφουν ένα και το αυτό βιβλίο. (Πράγμα που στην Ελλάδα το έχουμε ακούσει να το επαναλαμβάνουν, σε κάποιες περιπτώσεις, και οι ίδιοι οι συγγραφείς). Βέβαια, αν το παραδεχτούμε αυτό ως κάτι το αληθινό, θα μπορούσαμε να επαναστατήσουμε σαν αναγνώστες και να περιορίσουμε την αναγνωστική μας απόλαυση στη μια και μοναδική προσπάθεια του κάθε συγγραφέως, αυτή που θα είναι εγγυημένη (από τον τον ίδιον τον συγγραφέα ή από την κριτική) ως η καλύτερή του. Κι αν το αποτέλεσμα θα είναι να περιορίσουμε τις λογοτεχνικές μας αναγνώσεις σε ένα βιβλίο κατά συγγραφέα, θα υπάρχουν εκατοντάδες, ή και χιλιάδες ακόμα, άξιοι συγγραφείς στον κόσμο για να γεμίσουν τις ώρες της αναψυχής μας. Φανταστείτε όμως, αν επεκτέινουμε στο έπακρον τις υποθέσεις και τις ανησυχίες του Μπαχράνι και, επί πλέον, αν αντιστρέψουμε τον προαναφερθέντα κανόνα της κριτικής, φανταστείτε, λέω, την περίπτωση όπου εμείς οι αναγνώστες, μέσω της χειραγώγησης από τους κλειδοκράτορες της πληροφοριακής εξουσίας, θα αναγκαστούμε να διαβάζουμε ένα και το αυτό βιβλίο (σε επικερδείς πονηρές παραλλαγές, φυσικά), ένα βιβλίο γραμμένο όχι από άνθρωπο συγγραφέα αλλά από έναν συγγραφέα αλγόριθμο που ξέρει καλά τις προτιμήσεις μας που θα έχουν απλοποιηθεί, μέσω της χειραγώγησης, σε έναν κοινόν παρονομαστή. Ενα σενάριο φρίκης, δηλαδή, για κάθε σκεπτόμενον άνθρωπο.
Ο Μπαχράνι στο άρθρο του γράφει: ‘Οι χαρακτήρες του έργου μου [του κινηματογραφικού] δεν έχουν δεί ποτέ τους βιβλίο.’ Κι εμείς εδώ υποθέτουμε το ίδιο. Δηλαδή, όταν μιλάμε για την πιθανή εξαφάνιση του βιβλίου, κοιτάμε πέρα από τις σύγχρονες γενιές για τις οποίες τα βιβλία έχουν παίξει από μικράς ηλικίας, και παίζουν ακόμα, κεντρικό ρόλο στη ζωή τους. Κοιτάμε σε ένα μέλλον με γενιές που έχουν μεγαλώσει, και θα μεγαλώνουν, κυρίως ως χρήστες των νέων τεχνολογιών πληροφορίας, δηλαδή, με τα ακουστικά στ’ αυτιά και με μικρο-οθόνες στο οπτικό τους πεδίο. Μπορούμε να φανταστούμε για αυτό το μέλλον μια κατάσταση όπου το φυσικό βιβλίο θα έχει εκλείψει από τον κοινό βίο. Μπορούμε να φανταστούμε επίσης μια επανάληψη της Ιστορίας όπου, σαν κάτι καλογέρους στου μεσαίωνα τα μοναστήρια, κάποιοι μοναχικοί τύποι θα φυλάνε σε σκονισμένα ράφια και σε μπαούλα του πολιτισμού μας τα βιβλία σε κάποια υπερφορτωμένα σπίτια. Και μπορεί να φανταστούμε ακόμα την εκκόλαψη μιάς «αντίστασης», σταδιακά. Η επανάσταση σε αυτό το μέλλον μάλλον δεν θα είναι κατά μιάς πολιτικής αρχής αλλά κατά της τεχνητής νοημοσύνης (Artificial Intelligence). Και τότε ίσως το φυσικό βιβλίο να γνωρίσει ξανά μια καινούργια Aναγέννηση, μετά από τα χρόνια τα σκοτεινά. Όμως, από την άλλη, μπορεί τα πράγματα να αλλάξουν εντελώς και, όπως και στην περίπτωση του Ρέϋ Μπράντμπερυ, όλα αυτά που υποθέτουμε εδώ να αποδειχτούν εντελώς αβάσιμα. Μακάρι.
(1)Die Kinder zu Hameln (Τα Παιδιά του Χάμελν) ή όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά Ο Αυλητής του Χαμελίν.