γράφει η Αλεξάνδρα Χαΐνη
Διάβασα το βραβευμένο με Booker (1997) μυθιστόρημα της Arundhati Roy «Ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων» αμέσως μόλις μεταφράστηκε στα ελληνικά το 2003 από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Δεν είχα αποκτήσει ακόμη τη συνήθεια να κυνηγάω τα Booker στο πρωτότυπο. Φευ. Δεν το ξαναδιάβασα στα αγγλικά. Κι εκείνη δεν ξανάγραψε τέτοιο μυθιστόρημα. Παρόλη την επιτυχία της, η 36χρονη τότε Ινδή συγγραφέας, επέλεξε να εγκαταλείψει τη μυθοπλασία (η αλήθεια είναι ότι το 2017 εξέδωσε ένα ακόμη μυθιστόρημα, «Το υπουργείο της υπέρτατης ευτυχίας», το οποίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2018 επίσης από τον Ψυχογιό -είναι πλέον εξαντλημένο-, ωστόσο δεν είχε την ίδια απήχηση με το πρώτο) και να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στον πολιτικό και οικολογικό ακτιβισμό. Έστρεψε το ενδιαφέρον της στις ανισότητες, τις κάστες, το περιβάλλον, τη θρησκευτική βία και την πολιτική της εξουσίας. Έγραψε μια πληθώρα σταυροφορικών δοκιμίων και βιβλίων με επίκεντρο τους περιθωριοποιημένους και θυματοποιημένους ανθρώπους της Ινδίας, «τους πρόσφυγες της λάμψης» της χώρας της, όπως τους χαρακτήρισε η ίδια σε ένα δοκίμιό της το 2010.
Έκρινε τις πολιτικές της χώρας της, αλλά κρίθηκε και η ίδια – πολλές φορές αδυσώπητα. Όμως, όπως εξηγεί στο τελευταίο της βιβλίο, «Mother Mary Comes to Me», απλώς δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς· αψηφώντας τους 6 εκατομμύρια (!) αναγνώστες και αναγνώστριές της, προτίμησε να αποδράσει από το «χρυσό κλουβί της λογοτεχνικής κολακείας»: «Για χρόνια περιπλανήθηκα σε δάση και κοιλάδες ποταμών, χωριά και παραμεθόριες πόλεις, προσπαθώντας να κατανοήσω καλύτερα τη χώρα μου. Καθώς ταξίδευα, έγραφα. Αυτή ήταν η αρχή της ανήσυχης, άτακτης ζωής μου ως στασιαστικής συγγραφέα-προδότη».
Mε τίτλο δανεισμένο από τον γνωστό στίχο του αγαπημένου τραγουδιού των Beatles Let it be («When I find myself in times of trouble Mother Mary Comes to Me»), το «Mother Mary Comes to Me» δεν είναι προφανώς ένα tribute στο διάσημο Βρετανικό συγκρότημα ούτε βέβαια μια ιστορία αφιερωμένη στην Παναγία. Αντιθέτως θα έλεγα. Το βιβλίο είναι ένα σύντομο memoir που έγραψε προς τιμήν της μητέρας της Mary Roy, λίγο μετά τον θάνατό της, το 2022. Και η μητέρα της Arundhati Roy, ΔΕΝ ήταν αγία.
Μια δεύτερη ευκαιρία;
Από την έκδοσή του, τον Σεπτέμβριο του 2025, μέχρι σήμερα το «Mother Mary Comes to Me» έχει λάβει ενθουσιώδεις κριτικές από τα πλέον έγκριτα μέσα, ενώ έχει εκφωνηθεί σε πέντε συνέχειες στο BBC Radio 4 ως βιβλίο της εβδομάδας.
Έχοντας λατρέψει τον «Θεό των μικρών πραγμάτων» και με ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα σχέσεων μάνας-κόρης, παράγγειλα το βιβλίο με την κρυφή ελπίδα ότι έχει έρθει επιτέλους η ώρα της επιστροφής της Roy στο λογοτεχνικό προσκήνιο, μια δεύτερη ευκαιρία για όλες και όλους εμάς που την αγαπήσαμε τόσο καιρό πριν. Επιπλέον, η Μαμά Mary δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο· είπα θα μάθω κάτι γι’ αυτή τη γυναίκα που τόλμησε να ορθώσει ανάστημα στο κατεστημένο και επίσης θα γνωρίσω λίγο καλύτερα και την ίδια τη συγγραφέα – όχι με κουτσομπολίστικη διάθεση αλλά για την ουσία του πράγματος, επειδή τη βρίσκω αξιοθαύμαστη και τέλος πάντων θα ήθελα να μάθω περισσότερα για τη ζωή της, για όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα που τη διαμόρφωσαν και κυρίως για το πώς την πάλεψε δίπλα σε αυτή τη γυναίκα-σίφουνα, ενώ εμείς εδώ μετά βίας τα καταφέρνουμε με τις δικές μας πιο συνηθισμένες μανάδες/κόρες. Εφόσον -σκέφτηκα επίσης-, θέλει να τα μοιραστεί μαζί μας, δεν θα της χαλάσω το χατίρι. Ωστόσο, το βιβλίο δεν ανταποκρίθηκε στις (μεγάλες) προσδοκίες μου – οι ενστάσεις μου, να διευκρινίσω, έχουν να κάνουν πρωτίστως με το ύφος του κειμένου.
Κάτι τρέχει με τη Mary

Το «Mother Mary Comes to Me» είναι χωρισμένο σε δέκα κεφάλαια, που ακολουθούν σχεδόν γραμμικά τη ζωή τη συγγραφέως. Από την παιδική της ηλικία στην Κεράλα, τις σπουδές της στην αρχιτεκτονική στο Δελχί και την «αναγέννησή» της ως συγγραφέα, στην επιτυχία του «Θεού των μικρών πραγμάτων», και από την καθημερινότητα στο σπιτικό της μάνας της με τον αδερφό της και εκείνη «στη σκιά της». Η Roy περιγράφει και δεν περιγράφει -δεν μπορώ να το αποδώσω καλύτερα- τη ζωή της με τη Mary.
Δύο βασικά στοιχεία διατρέχουν την αφήγηση – και επαναλαμβάνονται σε κάθε κεφάλαιο, σχεδόν εμμονικά: το πρώτο έχει να κάνει με τη μάνα Mary· με το τρόπο που μεγάλωνε τα παιδιά της, εφαρμόζοντας κατά πως φαίνεται ιδιαίτερα σκληρές παιδαγωγικές μεθόδους. Ήθελε να είναι άψογα στα μαθήματα και στη συμπεριφορά, δεν άφηνε περιθώρια για ξεστρατίσματα – ήταν «ταυτόχρονα καταφύγιο και θύελλα, μούσα και τύραννος, άγκυρα και φουρτούνα». Η γκάμα των αντιθετικών και αντιφατικών χαρακτηρισμών που χρησιμοποιεί η Roy για να περιγράψει την εκρηκτική προσωπικότητα της Mary Roy είναι τεράστια, αλλά η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα το κείμενο να διανθιζόταν από διάφορα περιστατικά της κοινής τους ζωής. Θεωρώ ότι αυτά θα του έδιναν περισσότερη ζωντάνια και θα μας βοηθούσαν να κατανοήσουμε καλύτερα τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωνε η Arundhati και φυσικά να δούμε τη μεγάλη εικόνα, τη γενικότερη κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Ινδία την εποχή εκείνη, τις δεκαετίες ’70-90, δηλαδή.
Το δεύτερο στοιχείο που επαναλαμβάνεται σταθερά σε όλα τα κεφάλαια έχει να κάνει με τα επιτεύγματα της ακτιβίστριας Mary Roy· Οι αναφορές είναι αλλεπάλληλες, και μάλιστα σε παρόμοιο ύφος, σαν cut/paste, τόσο που αρχικά πίστεψα ότι επρόκειτο για διάφορα δοκίμια που είχε γράψει κατά καιρούς για εκείνην και αποφάσισε να τα συγκεντρώσει σε ένα βιβλίο, και να τα εκδώσει. Ενδεχομένως να είναι και έτσι, άλλη εξήγηση δεν βρίσκω μια και το διαρκές λιβάνισμα δεν ωφελεί, τουναντίον κουράζει, όση αξία κι αν έχει ο λιβανιζόμενος.
Ήδη άλλωστε από το πρώτο κεφάλαιο εξαντλεί ουσιαστικά όλα όσα θέλει να πει, τα οποία συνοψίζονται ως εξής: «Η κληρονομιά της μητέρας μου δεν μπορεί να χωρέσει στη λέξη “μητέρα”. Δεν ήταν ποτέ μόνο αυτό. Η Mary Roy ήταν ένας θεσμός από μόνη της – αδυσώπητη, πανέξυπνη, συχνά σκληρή, αλλά αναμφισβήτητα μεταμορφωτική. Μιλώντας για εκείνην έρχομαι αντιμέτωπη με το εξής παράδοξο: μου έδωσε ζωή αλλά έκανε αυτή τη ζωή αφόρητα δύσκολη. Με δίδαξε πώς να στέκομαι όρθια στον κόσμο και ήταν επίσης η πρώτη δύναμη στην οποία έμαθα να αντιστέκομαι.» Και συνεχίζει: «Η ιστορία της δεν ήταν μόνο δική μου. Ανήκει στις γυναίκες της Κεράλα, κυρίως στις κόρες της Συριακής Χριστιανικής κοινότητας, οι οποίες για αιώνες δεν είχαν δικαίωμα στην κληρονομιά των γονιών τους. Η μητέρα μου δεν αποδεχόταν αυτή την προσβολή. Το 1986 πήγε σε δίκη –“Mary Roy vs State of Kerala”- και έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας. Και κέρδισε.»
Ήταν κι εκείνη μια από τις γυναίκες της Συριακής κοινότητας· απέναντι της είχε τον αδερφό της, ο οποίος μετά τον θάνατο του πατέρα τους, της είχε αρνηθεί το δικαίωμα στην κοινή τους κληρονομιά. Παράλληλα είχε βγει από έναν κακοποιητικό γάμο και μεγάλωνε μόνη της δύο παιδιά – σε μια χώρα που ειδικά εκείνη την εποχή, δεν έβλεπε με ιδιαίτερη συμπόνια τις διαζευγμένες γυναίκες. Όμως δεν το έβαλε κάτω. Ίδρυσε το σχολείο «Corpus Christi», νυν «Pallikoodam», το οποίο και διηύθυνε μέχρι το 2011. «Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν από τις πύλες του για να μάθουν να αμφισβητούν την εξουσία και να στέκονται στα πόδια τους», γράφει η Arundhati Roy. «Για εμάς, ωστόσο, που ζούσαμε κάτω από τη στέγη της, οι ίδιες ιδέες μεταφέρονταν με λιγότερη αβρότητα. Ήθελε να κάνουμε κτήμα μας την επανάστασή της, να γίνουμε ατσάλι σε έναν κόσμο που προσπαθεί να σπάσει τις γυναίκες. Όμως το ατσάλι, όταν σφυρηλατηθεί πολύ δυνατά, μπορεί να γίνει εύθραυστο.»
Αρχιτέκτονας-συγγραφέας-ακτιβίστρια
Μην αντέχοντας όλη αυτή την πίεση, στα 16 της η Arundhati μετακόμισε στο Δελχί για να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Όταν έφτασε εκεί όμως ένιωσε ξένη. Τότε άρχισαν να διαμορφώνονται στο μυαλό τις οι λέξεις – έξω από τα αυστηρά όρια της αρχιτεκτονικής: «Η στροφή από την αρχιτεκτονική στη λογοτεχνία δεν ήταν απότομη. Ήταν σα μια αργή διάβρωση… Δούλευα στο Δελχί σε αναπαλαιώσεις και σκεφτόμουν άλλα πράγματα. Έβρισκα πιο ενδιαφέρουσες τις ιστορίες που έκρυβαν τα κτίρια –τα φαντάσματα, τις ιστορίες που είχαν σβηστεί με τις αναπαλαιώσεις-, παρά τα ίδια τα κτίρια. Η αρχιτεκτονική ήθελε μονιμότητα· εμένα με προσέλκυε η παροδικότητα, η μνήμη, η απώλεια.»
Το πιο ενδιαφέρον -για μένα τουλάχιστον- κεφάλαιο όμως, είναι το έβδομο. Αφορά όχι τόσο τη μετάβασή της από την αρχιτεκτονική στη λογοτεχνία, όσο το γεγονός ότι μετά το Booker βγήκε εντελώς και από αυτή τη συνθήκη και αναζήτησε τον εαυτό της σε διαφορετικές και ενδεχομένως ακόμη πιο απαιτητικές πίστες – ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για γυναίκα ακτιβίστρια στην Ινδία δυο δεκαετίες πριν. Ανάφερα συνοπτικά το σκεπτικό της παραπάνω· για να δούμε τώρα πιο αναλυτικά πώς δικαιολογεί την απόφασή της στο Mother Mary: «Δεν σκόπευα να γίνω ακτιβίστρια. Σκόπευα να γίνω συγγραφέας. Καμιά φορά όμως ο κόσμος δεν σου δίνει την πολυτέλεια να τα διαχωρίσεις. Μετά το “O θεός των μικρών πραγμάτων”, όταν το σύστημα της λογοτεχνικής επιτυχίας με περικύκλωνε, όλοι περίμεναν ότι θα έγραφα ένα νέο μυθιστόρημα, ότι θα έβρισκα καταφύγιο στην ασφάλεια της φαντασίας. Όμως εκεί έξω, η χώρα έβραζε…» Εδώ έρχεται η σύνδεση με όσα της κληροδότησε η Mary Roy –καλά και κακά: «Η παιδική μου ηλικία στην Κεράλα μου έμαθε τι σημαίνει αποκλεισμός», γράφει. «Μεγαλώνοντας ως κόρη μιας διαζευγμένης γυναίκας σε μια συντηρητική Χριστιανική κοινότητα με έκανε να γνωρίσω το στίγμα πριν ακόμη μάθω να μιλάω… Αργότερα, όταν βρέθηκα δίπλα σε εκτοπισμένους χωρικούς, ή στις υπό πολιορκία οικογένειες από το Κασμίρ, αναγνώρισα την εξορία τους επειδή είχα ζήσει τη δική μου, σε μια πιο μικρή εκδοχή. Έτσι το προσωπικό, έγινε η γέφυρα για το πολιτικό.»
Ανοιχτό «κλείσιμο»
Στην ψυχολογία υπάρχει ο αγγλικός όρος «closure» που περιγράφει «την επιθυμία ενός ατόμου για μια σαφή και οριστική επίλυση ενός γεγονότος ή μιας συναισθηματικής διαδικασίας». Μου αρέσει αυτή η λέξη – δεν νομίζω ότι την αποδίδει σωστά στα ελληνικά το «κλείσιμο», αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια άλλη. Για την Arundhati Roy όμως το βιβλίο αυτό δεν είναι κλείσιμο, δεν είναι αποχαιρετισμός, αλλά «ένας συνεχιζόμενος διάλογος» με τη μητέρα της.
«Οι νεκροί δεν σωπαίνουν. Παραμονεύουν, ψιθυρίζουν, διακόπτουν. Στην περίπτωσή μου, η μητέρα μου συνεχίζει να μου μιλάει για πολύ καιρό αφότου αναπαύτηκε το σώμα της» γράφει. «Κάποιες φορές έρχεται σαν τα πυρομαχικά, αιχμηρή και ασυμβίβαστη. Άλλες για να προσφέρει ανακούφιση, αναπάντεχα τρυφερή… Ο διάλογός μου μαζί της δεν τέλειωσε με τον θάνατό της. Αν μη τι άλλο, έγινε δυνατότερος, πιο επίμονος, πιο απαραίτητος.»
Arundhati Roy | Mother Mary Comes To Me, Penguin
![]()


























