της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Τα πρώτα τμήματα δημιουργικής γραφής προέκυψαν όταν οι βετεράνοι του Δεύτερου Παγκόσμιου κατέκλυσαν τα πανεπιστήμια της Αμερικής, αναζητώντας ζωή με νόημα. Ο Τζον Ουίλιαμς στον γοητευτικό του “Στόουνερ” -το πορτραίτο του καθηγητή που όλοι θα θέλαμε να μας είχε διδάξει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο- λέει πως “οι βετεράνοι έφεραν μια ποιότητα ζωής άγνωστη μέχρι τότε, μια ένταση και μια αναστάτωση που ισοδυναμούσαν με μεταμόρφωση”. Η μεταμόρφωση στην οποία αναφέρεται είναι κοινωνική, αισθητική, ιστορική- είναι ο μεταπολεμικός κόσμος.
Συχνά σκέφτομαι ότι ο λόγος που άνθησαν και στην Ελλάδα τα μαθήματα δημιουργικής γραφής την τελευταία δεκαετία ήταν πως νιώθαμε κι εμείς πολεμιστές στην αρχή και βετεράνοι στη συνέχεια: η βαθιά κρίση της νεοελληνικής κοινωνίας και η ανάγκη της μεταμόρφωσης ενός άγριου τοπίου γεμάτου βία, στέρηση και θυμό σε κατι ευγενέστερο, έσπρωξε τους νεοέλληνες να γράψουν, άρα και να ξαναδιαβάσουν λογοτεχνία.
Η γραφή βόηθησε εκατοντάδες γυναίκες και άντρες κάθε ηλικίας τα τελευταία χρόνια να πουν τις ιστορίες τους, να “διορθώσουν” τη γλώσσα άρα και τη σκέψη τους, να ξεφύγουν από τον χείμαρρο του εκτονωτικού συναισθήματος θυσιάζοντας την υστερία και τον τρόμο στο βωμό της απλότητας. Μια μειοψηφία εξέδωσε βιβλία, αλλά οι περισσότεροι μαθητές δημιουργικής γραφής έγιναν καλύτεροι αναγνώστες λογοτεχνίας, αυστηρότεροι κριτές του λογοτεχνικού κειμένου και δέκτες της συγκίνησης και του στοχασμού που προκαλεί. Θα έπρεπε να είμαστε ευγνώμονες για τη δυνατότητα επιμόρφωσης και παρηγοριάς που πρόσφερε η δημιουργική γραφή σε μια εποχή που οι νεοέλληνες είχαν εγκαταλείψει ακόμη και την ανάγνωση εφημερίδων.
***
Όταν ο Στόουνερ είναι φοιτητής έχει κι εκείνος έναν καθηγητή, τον Σλόουν, ο οποίος μεταξύ άλλων τους διδάσκει το εβδομηκοστό τρίτο σονέρο του Σαίξπηρ. Ο Στόουνερ έχει τότε την πρώτη του υπαρξιακή επιφοίτηση: κρατάει την αναπνοή του και βλέπει πράγματα που δεν έχει ξαναδεί ποτέ. Εκπλήσσεται “με το πόσο πολύπλοκος ήταν ο τρόπος που τα νύχια εφάρμοζαν στα στρογγυλεμένα ακροδάχτυλα”.
Όσοι συμφωνούν ότι η λογοτεχνία αλλάζει τον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας αλλά και του μη πραγματικού- της αλληγορίας, του κόσμου των συμβόλων-, θα συμφωνήσουν ότι τα μαθήματα δημιουργικής γραφής κάνουν τη ζωή καλύτερη, πιο αβρή και ταυτόχρονα πιο αινιγματική στον πυρήνα της. Ξαναδίνουν στον κόσμο το νόημα που περίμεναν οι βετεράνοι επιστρέφοντας από τον πόλεμο.
Γι αυτό και εκπλήσσομαι πάντα βαθιά όταν συνάδελφοι συγγραφείς αισθάνονται την ανάγκη να δηλώσουν ότι περιφρονούν τη δημιουργική γραφή, στηλώνοντας τα πόδια και εξηγώντας σε όλους τους τόνους πως η γραφή δεν διδάσκεται. Ασφαλώς και διδάσκεται: όλες οι τέχνες διδάσκονται και πρέπει να διδάσκονται με τον ίδιο τρόπο που διδάσκονται και οι επιστήμες. Υπάρχει μέθοδος, κανόνες (που πρώτα τους μαθαίνεις και μετά τους καταπατάς) και κυρίως υπάρχει ιστορία. Εν προκειμένω η ιστορία της λογοτεχνίας. Το τι θα κάνει ο καθένας και η καθεμία με όσα μάθει είναι άλλη υπόθεση. Αλλά το να διαδίδουμε την άποψη ότι οι συγγραφείς είναι ούτε λίγο ούτε πολύ ημίθεοι που βασίζονται στην έμπνευση είναι σαν να υποτιμούμε τη σκληρή δουλειά της γραφής, τις εργατοώρες της καρέκλας, την επιμέλεια κειμένου- που είναι και επιμέλεια ζωής. Το ογδόντα της εκατό της δημιουργίας.
Για το Μυστικό οι 17 μαθητές μου κι εγώ δουλέψαμε -γιατί να το κρύψω;- έναν ολόκληρο χρόνο. Δώδεκα μήνες για ένα διήγημα είναι μεγάλο διάστημα, πράγματι. Αλλά πώς αλλιώς; Έπρεπε πρώτα να βρούν την ιδέα τους, ύστερα να πειστούν πώς η ιδέα τους ενέχει μια σύλληψη του κόσμου, να ερευνήσουν τις πηγές τους και μετά, σε μια αργή διαδικασία ζύμωσης, να φέρουν τα πάνω κάτω: όχι μόνο λέξεις, προτάσεις, ζητήματα τεχνικής και χωροταξίας. Συχνά έπρεπε να αλλάξει ρυθμός, ατμόσφαιρα, λεπτομέρειες κι οι περισσότεροι συγγραφείς έπρεπε να απαρνηθούν γοητευτικές ανθυποιστορίες που δεν είχαν δομική σχέση με αυτό που ήθελαν να πουν. Φτάσαμε να αναρωτιόμαστε για τα στοιχειώδη: τι είναι ένα μυστικό; Όπως ρωτάει, στα πρόθυρα της δημιουργικής τρέλλας η εξαίσαι Βιεννέζα συγγραφέας Ίλζε Άιχινγκερ: “Τί είναι ένα δοκάρι; Άνοιξε τα φτερά σου ερώτησή μου, και αναζήτησε τις πιο ύποπτες φωλιές”.
Τέλος χρειαζόταν να σιτέψουν τα κείμενα. Χρειαζόταν υπομονή. Ένα από τα πράγματα που μας δυσκολεύουν περισσότερο στη σημερινή ζωή είναι αυτή η παράξενη, σχεδόν διαστροφική αρετή: το να περιμένεις. Τα κείμενα χρειάζονται τον χρόνο τους, χρειάζονται τον διάλογο με τα κείμενα που γράφτηκαν πριν όλοι εμείς διανοηθούμε καν να γράψουμε, χρειάζονται την ταπεινότητα του τεχνίτη. Η τέχνη είναι πολύ ναρκισσιστική διαδικασία- χωρίς το αντίβαρο της σταυροβελονιάς, του ξηλώματος δε γίνεται δουλειά.
Το Μυστικό μας δεν είναι πια μυστικό και έτσι μπορώ να φανερώσω τις ρίζες του βιβλίου. Τη χαρά και την έμπνευση που μας έφερε όλους κοντά, την απελπισία μέχρι δακρύων, την αναθεώρηση. Κάποιοι εγκατέλειψαν αλλά τους θεωρώ επίσης συνοδοιπόρους. Είναι -για να διατηρήσω την πολεμική μεταφορά της εισαγωγής- οι άγνωστοι στρατιώτες: Η Κλαίρη, η Κλειώ, η Δανάη, ο Χρυσόστομος. Ο τρόμος της έκθεσης, ο χρόνος που δεν επαρκεί, οι προτεραιότητες είναι ζητήματα σοβαρά που οι συγγραφείς, αρχάριοι και προχωρημένοι, καλούνται να αντιμετωπίσουν και να επαναπροσδιορίσουν κάθε φορά. Πολεμήσαμε όλοι μαζί ωστόσο. Με ασπίδα τον Τζόις, την Γουλφ, τον Προυστ, τον Γκι ντε Μοπασάν, τον Μπόρχες, την Κλαρίσε Λισπέκτορ και τους δικούς μας Θανάση Βαλτινό, Μέλπω Αξιώτη, Δημήτρη Χατζή, Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο. Τώρα χωρίς όπλα πια παραδίδουμε το βιβλίο στην κρίση όλων. Μια ακόμη τρομακτική στιγμή της δημιουργίας: η αποκόλληση του πλακούντα, το μυστικό που το ξέρουν όλοι, που δεν είναι πια δικό μας.
Τέλος ας αποκαλύψω κι εγώ ένα μυστικό: Η “Ψυχολογία συριανής συζύγου”, διήγημα με ψευδώνυμο -το πιο ενδιαφέρον απ’όλα όσα γράφτηκαν σε ιδιοσυγκρασιακή καθαρεύουσα σε μια κοινή άσκηση στην τάξη- γράφτηκε από την Όλγα Κοζιάκου-Τσιάρα.