Αλέξης Ζήρας.
Ι
Η κρίση της αναπαράστασης στο μυθιστόρημα των τελευταίων ετών εμφανίζεται ασφαλώς εκτός από κρίση που αφορά στην τεχνική του, στη γλώσσα και στο γούστο του, δηλαδή κρίση αισθητική, και ως κρίση για τις αξίες που εγκιβωτίζει και, κατά συνέπεια, κρίση στη σχέση κειμένου και αναγνώστη, κάτι που επενεργεί στην αξιολόγησή του, στον τρόπο υποδοχής του, στο αν συντρέχουν εντέλει λόγοι ουσιώδους ύπαρξής του ή όχι. Η μεγάλη συζήτηση που άνοιξε πριν από μια εικοσαετία και πλέον παγκοσμίως, είναι μια συζήτηση που κατευθύνεται, όπως γράφει ο Τζ.Μ.Κούτσι στο βιβλίο του Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς όχι στα επιφαινόμενα της φανερής πλέον δυσανεξίας του δυτικού πολιτισμού αλλά στις “ιερές” απαρχές του που τις δεχόμαστε εκ των προτέρων ως άβατο,χωρίς πολλές φορές να τις καταλαβαίνουμε. Συζήτηση για την κρίση από την οποία ως συνήθως απουσιάσαμε παταγωδώς, περί άλλων τυρβάζοντες, και που τώρα μας απασχολεί απλώς γιατί μας εξώθησε προς τα εκεί βίαια η αρνητική οικονομική συγκυρία, αν και αυτή ως διακύβευμα της πολιτικής των κομμάτων-όχι ως κριτική και αυτοκριτική της λογικής που συνεχίζει πάντοτε να διέπει τη σκέψη μας! Αλλά, ακόμα και έτσι είναι αδύνατο ή αστείο το να προσπαθούμε να απομονώσουμε το πεδίο της λογοτεχνικής αναπαράστασης, μυθιστορηματικής ή άλλης, από το ευρύ κοινωνικό πεδίο το οποίο γενετικά την παράγει, παράγοντας άλλωστε με τις αντιφάσεις του κι αυτή την ίδια την κρίση. `Οπως επίσης είναι αστείο το να συνεχίζουμε να θεωρούμε, παραποιώντας την προβληματική του μοντερνισμού, ότι το σχετικά αυτόνομο φαινόμενο της δημιουργίας της τέχνης λειτουργεί ερήμην του γύρω κόσμου και, εννοείται, της εκάστοτε υπαρκτικής του κρίσης. Στο βαθμό βέβαια που αυτή είναι συνειδητή στην ολότητά της και όχι τεμαχισμένη και διαχωρισμένη τεχνητά σε φαινόμενα του δημόσιου και του προσωπικού βίου.
ΙΙ
Αναφερόμαστε επιμερισμένα στο μυθιστόρημα, διότι από όλα τα λογοτεχνικά είδη, λόγω της δημοφιλίας του,είναι το πλέον από αυτά αντιπροσωπευτικό ως προς την προβολή του απεικάσματος του κοινωνικού πεδίου, σύμφωνα με τον Αλαίν Τουραίν στο πρώιμο αλλά βασικό έργο του La production de la societe. Επομένως, και το πλέον αντιπροσωπευτικό του απεικάσματος, μέσω της δημιουργικής φαντασίας, για τις ρήξεις, τις μεταβολές της γλώσσας και της μορφής, κι ακόμα τις αλλαγές δομής τις οποίες υφίσταται και προς τις οποίες προσανατολίζεται το περιβάλλον ενός συγγραφέα ή ενός αναγνώστη. Κρίσεις, όπως αυτή που, έστω και καθυστερημένα, μας απασχολεί και ενδημικά κατά τα τελευταία χρόνια, δεν είναι σπάνιες μέσα στην ιστορία του 20ού αιώνα. Καμμία πάντως δεν υπήρξε αυτόνομη, περιορισμένη στην επικράτεια της τέχνης και στα εργαλεία της. Συχνά διαβάζω ή ακούω ότι η εμπέδωση της βαθιάς και πολλαπλής κρίσης την οποία ζούμε θα μπορούσε να ήταν ικανοποιητικότερη αν ήταν ανεβασμένο το πολιτισμικό επίπεδο του λαού, αν η ποσόστωση των αναγνωστών των βιβλίων ήταν υψηλότερη, αν η λογοτεχνία και η τέχνη είχαν οργανική σχέση με την παιδεία. Για να πω την αλήθεια, δεν είμαι και πολύ βέβαιος για όλες αυτές τις ψευδο-ουμανιστικές υποθέσεις. Αντίθετα, μιλώντας γενικά, ολοένα και περισσότερο πιστεύω ότι μια κοινωνία, σε περιόδους κρίσης ή σε περιόδους ύφεσης, είναι συνεχώς σε αναζήτηση εκείνης της μορφής αναπαράστασης που της λείπει. Αν της έλειπε η αναπαράσταση της προσωπικής ανάγνωσης της πραγματικότητας που προσφέρει η τέχνη, αυτήν θα αναζητούσε ώστε να μεταμορφώσει σ΄ένα άλλο πεδίο αυτό που επιθυμεί ή αυτό που την πληγώνει.
ΙΙΙ
Ποιά ειναι η αναπαράσταση της πραγματικότητας που μπορεί να προσφέρει σήμερα στην ελληνική κοινωνία, έστω στην κοινωνία των αναγνωστών του, το ελλαδικό μυθιστόρημα; Πώς είναι δυνατόν να απευθυνθεί το ελλαδικό μυθιστόρημα σε μια κοινωνία σε κρίση, όταν αυτό το ίδιο δεν έχει συναίσθηση της κρίσης; `Οταν, θέλω να πω, δεν έχει ενσωματώσει όχι στη θεματική αλλά στη δομή της σύνθεσής του το διακύβευμα της δικής του κρίσης, της ανάγκης να αλλάξει και να μην είναι το ίδιο; Κατά μία έννοια, η διάκριση μεταξύ επινόησης και αφήγησης από τη στιγμή που τέθηκε ως πρόβλημα στην Ποιητική του Αριστοτέλη δεν έπαψε να ανανεώνει τα όπλα της διαμάχης για το τι σημαίνει “αληθινό” και για το πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το πιο αμφίσημο των πραγμάτων που λέγεται πραγματικότητα. Γι’ αυτό θα παραξενέψει ίσως πολλούς αν έρθω να υποστηρίξω τώρα ότι από όλα τα είδη της τέχνης, συμπεριλαμβανομένων των άλλων αφηγηματικών, το σημερινό ελλαδικό μυθιστόρημα, πάλι μιλώντας με γενικούς όρους, είναι το πιο καθυστερημένο, το πιο αναχρονιστικό, το πιο προσδεδεμένο σε μια απλουστευτική αντίληψη της μίμησης είδος. Το πιο τετριμμένο και συμβατικό ως προς τις δυνατότητές του να συλλάβει και να αναπαράξει τις διαθέσεις αλλαγής (όσο υπάρχουν αυτές και σε ποιό βαθμό) που έχει υποτίθεται σχηματίσει η κρίση ταυτότητας της κοινωνίας. Ο αναχρονισμός του “νεώτερου” μυθιστορήματος, το ότι αισθητικά, γλωσσικά, μορφολογικά, υπολείπεται της πεζογραφίας της γενιάς του 30, της τριλογίας των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Στρατή Τσίρκα, των μυθιστορημάτων του Αλέξανδρου Κοτζιά, του Νίκου Μπακόλα, της Τατιάνας Μιλλιέξ, του Νίκου Καχτίτση, του Τηλέμαχου Αλαβέρα, του Νίκου Κάσδαγλη, του Ρένου Αποστολίδη, έγκειται κατά τη γνώμη μου στο ότι με την υποκριτική του επιλογή να γίνει πληβειακό, αποσκοπώντας στην απορρόφηση ενός ευκαιριακού κοινού, πρόσφερε και προσφέρει τη μίμηση μιας “πραγματικότητας” που δεν αναγνωρίζεται πλέον, ως να μην υπάρχει, μιας “πραγματικότητας” εκτός τόπου και χρόνου, όσο κι αν αυτή περιγράφεται με εκνευριστική φλυαρία σε 500 ή 600 σελίδες σε κάποιο τόπο και σε κάποια εποχή. Μιας “πραγματικότητας” που ο φωτογραφικός ρεαλισμός της αναπαραγωγής της έχει μεταβληθεί σε ιδεοληψία, έχοντας αφήσει να αποστεωθεί τρομερά το σκέλος της επινόησής της, σε σημείο ώστε πλέον επινόηση και περιγραφή να ταυτίζονται.Και πώς αλλιώς, αν η βασικότερη αιτία αυτής της ισοπεδωτικής ταύτισης επινόησης και περιγραφής βρίσκεται στο ότι η πλειονότητα των μυθιστορημάτων δεν αφορά καν αναπαραστάσεις του πραγματικού όσο εκούσιες ή μη αναπαραστάσεις του μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της μιντιακής εικόνας; Αν λοιπόν προσθέτει αυτό το “ανυποψίαστο” μυθιστόρημα την κρίση ως φαινόμενο, άξιο περιγραφής, την προσθέτει απλώς ως επιφαινόμενο και παροδικό θέμα στο κομπολόι των ελκυστικών θεμάτων του. Χωρίς ταυτόχρονα, όπως ήδη αναφέραμε, να την αναγνωρίζει ως ολόδική του ριψοκίνδυνη κατάσταση. Ως διακύβευμα. Ως κρίση της κρίσης του, γιατί μέσα από την κρίση της ταυτότητάς του και μόνο μπορεί να επιζήσει.
ΙV
Αναγνώστες, όπως και συγγραφείς, υπάρχουν λογιών λογιών. Ανάμεσά τους όμως πάντοτε εμφανίζεται μια μεθόριος, ένα όριο που όσο και αν ενίοτε είναι αχνό και συγκεχυμένο, κάνοντας τον αναγνώστη να νιώθει συγγραφέας ή το αντίστροφο, εξακολουθεί να υπάρχει: πάνω σ’ αυτό το όριο νομίζω ότι διακυβεύεται ή κρίνεται η έννοια της αναπαράστασης του πραγματικού, η μυθιστορηματική αλήθεια. Το ποιά είναι η μυθιστορηματική αλήθεια μας ενδιαφέρει αναμφισβήτητα, και μάλιστα μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα σε εποχές τέτοιες, σε χρονικά σημεία όπου οι διασαλεύσεις των αξιών και των αρχών ωριμάζουν και γίνονται ανοιχτά πεδία κρίσεων. `Ενα διεισδυτικό μάτι, ασφαλώς διεισδυτικότερό μου, θα μπορούσε πάντως να διακρίνει ότι οι αναγνώστες των μυθιστορημάτων ολοένα και πιο πολύ έχουν αρχίσει και δυσφορούν απέναντι στις δομές αναπαράστασης της “αλήθειας” ή του “πραγματικού” τις οποίες εγκαθιστούν τα τελευταία χρόνια οι συγγραφείς των μεγάλων συνθέσεων. Υπάρχει μια διάχυτη απογοήτευση, μια διαπίστωση της άγονης επανάληψης, της φτώχειας στην επινόηση, της εμμονής στην οριζόντια περιγραφή, της ευκαιριακής πρόσδεσης σε θέματα του συρμού, της εξαντλητικής πολυλογίας. Η κρίση, όσο κι αν μοιάζει κάτι τέτοιο να είναι μηχανιστικό, όξυνε τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη, έτσι ώστε αυτός ο κατά τον Κάρολο Μπωντλαίρ “παρόμοιος αδελφός” να μη συντάσσεται τόσο εύκολα όσο άλλοτε με τη “δοκιμασμένη” από έτοιμες συνταγές υποκριτική της μυθοπλασίας. Με συνέπεια να αισθάνεται αποξενωμένος, όχι μόνο ως ανώνυμο μέλος της ευρείας συντεχνίας που ζει και δημιουργεί στο λογοτεχνικό πεδίο, όπως την ορίζει ο Πωλ Ρικέρ, αλλά πλέον και ως μέλος μιας μικρής ή μεγάλης κοινωνίας, απορρυθμισμένης ήδη από την κρίση των θεσμών και των ως χθες ακόμα σταθερών αρχών που θέσπιζαν και στήριζαν το πλέγμα των “δημοκρατικών” συμβάσεων. Πλέον, αυτό το απείκασμα της κοινωνίας που δεν πιστεύει στον εαυτό της φτάνει στο σημείο να μην το αναγνωρίζει ο αναγνώστης στον καθρέφτη τής, με συμβατικά μέσα, μυθιστορηματικής αναπαράστασης, ή της επιτήδειας αναχρονιστικής φυγής της. Η δυσφορία του εμφανίζεται ως συναισθηματική αντίδραση, η οποία όμως σ΄ένα δεύτερο επίπεδο συνειδητής επεξεργασίας της, αποκαλύπτει την αποξένωση ή την ανοικείωσή του!
V
H σπουδή αυτή άρχισε να γράφεται ως προσπάθεια δημιουργίας μιας επάλληλης, συνδυαστικής μελέτης για την κρίση, κρίση του κόσμου και κρίση της μυθιστορηματικής αναπαράστασής του, καθώς προχωρούσε όμως ψαύοντας, χωρίς να διεκδικεί αριστεία συστηματικότητας, θα έλεγα ότι φιλοδοξεί να μείνει οργανωμένη πάνω σ΄αυτό ακριβώς το μεταίχμιο στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Με άλλα λόγια, στο να σχολιάσει, να στοχαστεί και, παρά την πίεση των γεγονότων, ίσως να προλάβει να αναστοχαστεί πάνω στο ολικό φαινόμενο της κρίσης, η οποία δεν μπορεί παρά να επηρεάζει με τρόπο αμφίσημο και αμφίστομο το πεδίο της μυθιστορηματικής δημιουργίας. Ακόμα και εκείνης της δημιουργίας που είναι οχυρωμένη πίσω από την πιο αριστοκρατική αυτοαναφορικότητα, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ο ορίζοντας τής υποκειμενικής πραγματικότητας αποφεύγει τον συγχρωτισμό του με τον ορίζοντα της εποχής. Η κρίση αυτή, το λέμε για πολλοστή ίσως φορά, αφορά ως προς το μυθιστόρημα την ίδια στιγμή τους τόπους και τους τρόπους του, καθώς το γεγονός μιας ρήξης που επιδρά και στο λογοτεχνικό πεδίο νομίζω ότι θα παρέμενε άγονο και ανεπαρκές αν προσχωρούσε (και η γνώμη μου είναι ότι προσχωρεί, δείχνοντας έτσι το ημιτελές της) σε μια ρεαλιστική συνθήκη που έρχεται από τα παλιά, δηλαδή αβαθή και οριζόντια. Μια ρεαλιστική συνθήκη που η αυταπάτη της υποτιθέμενης διαύγειας και ευκολίας της δεν επιτρέπει στην ίδια την μυθιστορηματική αναπαράσταση να δείξει την πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα των επιπτώσεων της κρίσης στη συνείδηση του συγγραφέα. αν δεχτούμε ότι κρίση της αναπαράστασης εκείνης, της περιορισμένης στην ανάδειξη του ρήγματος ανάμεσα στο γούστο του συγγραφέα και στο άλλο του αναγνώστη, είναι κρίση καταφανώς ευρύτερη που απλώνεται και εκ των πραγμάτων συνοδεύει τον τρόπο της υποκειμενικής αναπαράστασης της πραγματικότητας στον κόσμο του μυθιστορήματος. Ρωτώντας, με τη ρητορική ελαφρότητα που ευκολύνει σε τέτοιες περιπτώσεις, αν παρόμοια ζητήματα πρόλαβαν να απασχολήσουν τη μεγιστοποιημένη κατά τα τελευταία χρόνια και παρά την οικονομική και πολιτισμική κρίση μυθιστορηματική παραγωγή, θα απαντούσα το ίδιο ρητορικά πως: όχι! `Οσες φορές έτυχε να βρεθώ σε δημόσιες συζητήσεις όπου συμμετείχαν, λόγω της δημοφιλίας τους, και μυθιστοριογράφοι, είτε η κρίση παρουσιαζόταν σαν ένα κακό όνειρο που ήρθε απροειδοποίητα από τη χώρα του “ποτέ ποτέ”, απέναντι στο οποίο το μυθιστόρημα δεν μπορεί να κάνει τίποτε, πέρα από το να το μεταβάλλει σε θέμα του, είτε σαν μια κατάσταση δυσοίωνη για την αντιμετώπιση της οποίας από τη μεριά της λογοτεχνίας μόνο μια απάντηση μπορεί να δοθεί: να γράφονται ωραία κείμενα! `Αραγε, όμως,τι σημαίνει ωραίο σε μια εποχή κρίσης;
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ